Τα Χριστούγεννα κατοικούν στις ταινίες τους

5 Ταινίες για τα Χριστούγεννα

Από το χριστουγεννιάτικο εργαστήρι του k-lab, πέντε συντάκτριες και συντάκτες γράφουν για τις αγαπημένες τους, λιγότερο ή περισσοτέρο, χριστουγεννιάτικες ταινίες. Σε μια μεγάλη ποικιλία genre και ύφους, καταλήξαμε ότι τα Χριστούγεννα κατοικούν στις ταινίες τους. 

Γιατί επιλέγουμε το Love Actually ως την ταινία που μας αρέσει τα Χριστούγεννα;
ή
Ένα love tribute στον Χιού τον Γκράντ

Του Γιώργου Βελεγράκη

Διότι ενώ όλ@ @ υπόλοιπ@ στυντάκτες του k-lab θα επιλέξουν ταινίες από μακρινές εποχές, ταινίες σπουδαίων σκηνοθετών, ταινίες με πολλαπλά μηνύματα και νοήματα από τον Φασμπίντερ μέχρι τον Γκριναγουέισ.1Βέβαια αν ακολουθούσαμε τη συμβουλή του Γκριναγουέι πως πρέπει «να στρέψουμε το σινεμά μακριά από τη βιομηχανία που είναι βασισμένη στο κείμενο», ίσως αυτό το άρθρο να μην είχε κανένα απολύτως νόημα. και τον Σβανκμάγιερ, εμείς επιμένουμε στο πραγματικό πνεύμα των χριστουγέννων: βόλτες σε μολ, δώρα, χαζές κουβέντες και γέλια, χωρισμοί και σμιξίματα, πατινάζ, τραγούδια στο πάρκο της χιονισμένης-δυτικής-πόλης-μοτίβο.

Διότι αυτή η εικόνα, αυτή η αφήγηση και αναπαράσταση είναι βίωμα μας για τις γιορτινές μέρες συνοδεύοντας τα αντίστοιχα ελληνικά φολκλορικά στοιχεία -που δε μπορώ να αναφέρω γιατί χαλάνε τη δυτικοκεντρική αισθητική του άρθρου- όσο κι αν θέλουμε να το αρνηθούμε.

Διότι η ταινία προσφέρει μια ρηχή, πλαδαρή και χαζοχαρούμενη εκδοχή του έρωτα και την υπερασπίζεται πλήρως.

Διότι ακολουθώντας τα κλισέ την πρωτοείδαμε κι εμείς αγκαλιά με το κορίτσι μας, και την ευχαριστηθήκαμε και για αυτόν τον λόγο.

Διότι για σχεδόν τη μισή ταινία πιστεύαμε ότι ο κουμπάρος Μάρκ (Άντριου Λίνκολν) γουστάρει τον γαμπρό Πίτερ (Chiwetel Ejiofor) και όχι τη καχεκτική νύφη Τζούλιετ (Κίρα Νάιτλι) – μας απογοήτευσε στη συνέχεια.

Διότι το Μπόλυγουντ έχει κάνει ένα εξαιρετικό ριμέικ της ταινίας με τον τίτλο Salaam-e-Isq (Tribute to love).

Διότι  δεν μπορώ να γράψω για το «Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία» ή το «Μια βραδιά στο Νότινγκ Χίλ» που είναι τα πραγματικά αριστουργήματα του Ρίτσαρντ Κέρτις καθώς δεν έχουν καμία άμεση αναφορά στα Χριστούγεννα.

Διότι ο Χιού ο Γκραντ παραμένει ο πιο σέξι Βρετανός, παρόλα τα χρονάκια του και παρότι δεν φοράει τα γυαλιά για τα οποία τον γουστάραμε στο «Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία» – εκείνα τα γυαλιά που κάνουν όλους εμάς τους φλώρους να φαινόμαστε σέξι-διανοούμενοι.

Διότι ο Χιού ο Γκραντ είναι επίσης ο άνθρωπος που έκανε μόδα εκείνο το  κούρεμα-χτένισμα «κουρτίνες» που έδωσε θάρρος σε όλους εμάς τους φλώρους με τη χωρίστρα στη μέση, ειδικά τη δύσκολη δεκαετία του ’90. Μας πρόσφερε απλόχερα τη ψευδαίσθηση ότι οι κοπέλες στο πρόσωπο μας έβλεπαν έναν άγγλο σέξι-διανοούμενο με χιούμο και παιδικό χαμόγελο. Στην πραγματικότητα αυτές έβλεπαν αυτό πού είμαστε – φλώρους με γυαλιά και χωρίστρα στη μέση.


It’s a wonderful life [Μια υπέροχη ζωή]: 1946

 Της Ειρήνης Γαϊτάνου

Είναι σίγουρα η πιο αγαπημένη μου ταινία των Χριστουγέννων. Σε μια περίεργη τελετουργία, σχεδόν περιμένω τις γιορτές για να τη δω.

Άτζαμηδες άγγελοι δεύτερης τάξης (χωρίς φτερά δηλαδή!), αυτές οι διαρκείς τάσεις φυγής και οι απότομες προσγειώσεις στην πραγματικότητα μιας «συμβατικής» ζωής (πώς θα ορίσουμε τελικά τη σύμβαση;), κακοί τραπεζίτες (σε μια ταινία που στιγματίστηκε από το FBI με ειδικό υπόμνημα ως κομμουνιστική), λουλοδοπέταλα στις τσέπες, ατομικότητες και συλλογικές σχέσεις σ’ εκείνη τη διαρκή διαπάλη, που εδώ πραγματώνεται ως διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ζωής. Και φυσικά, ο έρωτας, εκείνος ο έρωτας που «σε κάνει να θες να περπατήσετε ξυπόλυτοι στο γρασίδι, να κολυμπήσετε στους καταρράκτες κάτω από το φως του φεγγαριού, να σκαρφαλώσετε στο βουνό και να δείτε την ανατολή», που επιβάλλει να προσπαθήσεις να πιάσεις επιτέλους το φεγγάρι μ’ ένα λάσο.

Αλλά κυρίως, αυτή είναι μια ταινία στην οποία το «τι θα γινόταν αν…» γίνεται τελικά, «είμαστε εδώ». Σε αυτό το περίεργο και πανέμορφο πράγμα που λέμε ζωή. Με τα καλά της και τα κακά της, τις δυσκολίες και τις απελπισίες, τους ανθρώπους, τις σχέσεις, τον έρωτα. Κάνει τελικά ένας άνθρωπος τη διαφορά; Όχι, και ναι ταυτόχρονα. Σαν αυτό το ένα αστέρι, που είναι ένα στα εκατομμύρια, κι όμως φωτίζει, και μαζί με όλα τα υπόλοιπα, σχηματίζει αυτόν τον υπέροχο ουρανό. Και που επηρεάζει τα γύρω του, κι εκείνα τα γύρω τους, και τελικά δημιουργείται ένα υπερπολύπλοκο σχήμα, που όμως, αρκεί να κάνεις ένα βήμα πίσω, και να δεις τη μεγάλη, πολύ πιο απλή -μαγική- εικόνα. Γιατί εδώ η μαγεία επιστρατεύεται ακριβώς για να υποδείξει εναλλακτικές δυνατότητες της πραγματικότητας, αλλά και για να υπενθυμίσει ταυτόχρονα ότι η ζωή είναι εδώ, και εξελίσσεται με τρόπους που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Και γίνεται, από πραγματικούς ανθρώπους, από εμάς, και πάλι με τα καλά και τα κακά μας, τις απελπισίες, τους ανθρώπους, τις σχέσεις μας. Απλά καμιά φορά, χρειάζεται και μια κραυγή για να μας υπενθυμίσει να αρπάζουμε τη ζωή. Όπως εκείνη του γείτονα προς τον Τζωρτζ: «Γιατί δεν τη φιλάς; Αχ, η νιότη χαραμίζεται στους λάθος ανθρώπους».


The Nightmare before Christmas [O Εφιάλτης των Χριστουγέννων]: 1993

Της Λίνας Θεοδώρου 

Εικάζω ότι για το “δυτικό” τουλάχιστον κόσμο, τα 90ς ήταν μια περίοδος, όπου μεταξύ άλλων η παιδική ηλικία ορίστηκε από την εκτεταμένη χρήση VSH κασετών. Πέρα από την ευλαβική επίσκεψη στα συνοικιακά Video Clubs, στο σπίτι μου είχαμε περί τις 30 βιντεοκασέτες, τις οποίες βλέπαμε με την αδερφή μου ξανά και ξανά. Την εκστατική για εμάς ως παιδιά, λοιπόν, περίοδο των Χριστουγέννων, η stop-motion ταινία του Χένρι Σέλικ σε σενάριο και παραγωγή Τιμ Μπάρτον “Ο Εφιάλτης των Χριστουγέννων” είχε την τιμητική της. Δυστυχώς τα χρόνια έχουν περάσει, και τα Χριστούγεννα δεν είναι πια τα ίδια, όχι για λόγους κοινωνικο-οικονομικούς και πέρα από θρησκευτικά πιστεύω, αλλά γιατί καθώς βαδίζουμε προς την ενηλικίωση αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι μια γιορτή για εμάς. Είναι για όσ@ είναι παιδιά και όσ@ έχουν παιδιά. Μάταια, ως επί το πλείστον, αγωνιζόμαστε να επανασυγκροτήσουμε αυτή την εκστατική αίσθηση, την λιγότερο ή περισσότερο εξιδανικευμένη. Ωστόσο, στα χρόνια αυτά της ενήλικης ζωής διαπίστωσα ότι ένα πράγμα μπορεί να ξυπνήσει αυτή την αίσθηση, και αυτό ήταν να ξαναβλέπω ταινίες που έβλεπα μικρή την περίοδο των Χριστουγέννων (μεταξύ άλλων και το Mary Poppins, που κόπηκε για λόγους θεματικής συνάφειας)σ.2Δευτερευόντως και το φαγητό.

 Περί της ουσίας της ταινιοκριτικής, αναγνωρίζοντας ότι είναι ως εκ περισσού, καθώς ελάχιστ@ δεν την έχουν δει, πρόκειται για ένα γοτθικό μουίζικαλ, με τα κλασικά γκροτέσκα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Τιμ Μπάρτον. Ακουλουθεί γραμμικά, θα τολμούσα να πω, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των 90ς αλλά στην παιδική του παραλλαγή, του υποκειμένου που πλήττει από την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητά του, ή ακόμη και από υπαρξιακό άγχος, και αναζητά να κάνει κάτι καινούργιο μπαίνοντας, και συμπαρασύροντας και τους άλλους, σε περιπέτειες, αντίστοιχες ταινίες λ.χ. είναι το After Hours του Σκορτσέζε, το Office Space του Mike Judge ακόμη και το Clerks του Σμιθ, σε ένα πιο χαλαρό ορισμό. Ο Jack Skellington στην περίπτωσή μας, ο Κολοκυθοβασιλιάς, στην πόλη του Halloween, ανακαλύπτει την πόλη των Χριστουγέννων, και εμπνεόμενος από τη χριστουγεννιάτικη ζεστασιά αποπειράται να πείσει τους συμπολίτες τους να αλλάξουν κάπως το μακάβριο ύφος τους. Ωστόσο, καθώς τα μικρά τερατάκια της πόλης του Halloween, καθόλου δεν ασπάζονται την στροφή αυτή, ο Τζακ τελικά τους προτείνει να διοργανώσουν αυτοί τα Χριστούγεννα εκείνη τη χρονιά. Περισσεύει για άλλη μια φορά να πούμε ότι η γοητεία της ταινίας, βασίζεται λιγότερο στο σενάριο, και περισσότερο στο ονειρικό, πότε χαρούμενο στα όρια του κιτς και πότε εφιαλτικό, σύμπαν της ταινίας, στα τραγούδια και την εικονοπλασία της. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα διαφορετικό παραμύθι για τα χριστούγεννα, και το πως ακόμη και η παρέα αυτή των περιθωριακών τεράτων, παρά τα λάθη και τις αστοχίες τους, καταφέρνουν να προσαρμόσουν και να υιοθετήσουν με τον δικό τους τρόπο τα Χριστούγεννα, κάπως σαν και εμάς τους άθεους εορτάζοντες και εορτάζουσες των Χριστουγέννων.

Κλείνοντας, αν αποδεχθούμε την ανάγνωση ότι οι ταινίες βασίζουν την τρομερή επιδράστικότητα και μαγεία τους, στο γεγονός ότι μοιάζουν με τα όνειρά μας, και κατά ένα τρόπο λειτουργούν σαν αυτά, το τελευταίο καταφύγιο για την αδιαμεσολάβητη συναισθηματική επικοινωνία με αυτό που νιώθαμε ως Χριστούγεννα, δε μπορεί να είναι άλλο από τις ταινίες των παιδικών μας χρόνων.


A Muppet Family Christmas [Οικογενειακά Χριστούγεννα με τα Muppets]: 1987

Doc: What does your friend look like?

Kermit: To begin with, she is a big.

Της Αλίκης Κοσυφολόγου

Τo Μuppet show είναι το δίχως άλλο το εισιτήριο στον κόσμο των υπέροχων ομιλούντων ζώων. Γεννημένα μέσα στην περίοδο της γενικευμένης κρίσης του κευνσιανισμού και της κοινωνικής πολιτικής στην Βρετανία (το πρώτο επεισόδιο της σειράς προβλήθηκε το 1976) τα Muppets «έφτιαξαν» ένα σύμπαν δημιουργικής φαντασίας, ξεκαρδιστικού κυνικού χιούμορ και συλλογικής εκτόνωσης από παλιές ή επανεπινοημένες μορφές καταπιέσεων στο νεοφιλελευθερισμό. Ο βάτραχος Κέρμιτ, η Μις Πίγκι, ο Φόζι Μπέαρ, ο Γκόνζο δεν είναι απλά γκροτέσκες φιγούρες σε ένα κουκλοθέατρο με ενήλικο χιούμορ. Είναι οι κυρίαρχες μορφές σε μια παιγνιώδη διπλή αναπαράσταση – μη ξεχνάμε ότι το Μuppet show είναι μια θεατρική παράσταση- της καθημερινότητας της εποχής τους.

Αν και το τελευταίο επεισόδιο της σειράς προβλήθηκε το 1981, μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί  αρκετές «επανένωσεις» των Muppets με αφορμή επετειακά -θεματικά επεισόδια ή κινηματογραφικές ταίνιες. Τα Οικογενειακά Χριστούγεννα με τα Muppets (Α Muppet Family Christmas) του 1987 είναι ένα εορταστικό επεισόδιο γυρισμένο για λογαριασμό τoυ δικτύου ΑΒC. Το επεισόδιο ξεκινά με τον Φόζι Μπέαρ να οδηγεί με το φορτηγό του τα Muppets  στο αγρόκτημα της μητέρας του Έμιλι για να περάσουν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα. Η Έμιλι προφανώς δεν έχει ιδέα για την απροειδοποιήτη επίσκεψη καθώς έχει κανονίσει να περάσει τις διακοπές σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στο Μάλιμπου, και να νοικιάσει γι αυτές τις ημέρες το σπίτι της στον Jim Henson (τον δημιουργό των Muppets, ο οποίος εν προκειμένω υποδύεται τον εαυτό του) και στον γνωστό για τα Μuppets κύριο Doc (Jerry Parker). H αιφνιδιάστικη άφιξη του Φόζι και της υπόλοιπης πάρεας ανατρέπει τα σχέδια της Έμιλι η οποία απογοητευμένη βλέπει το όνειρο των διακοπών σε ένα τροπικό παράδεισο να χάνεται για πάντα. Στην παρέα προστίθενται ο Έρνι και ο Μπέρτ από το Σέσαμι Στρητ, ενώ μεγάλη αγωνία δημιουργείται για την τύχη της Μις Πίγκι, η οποία έχοντας καθυστερήσει κάνοντας χριστουγεννιάτικες αγορές εγκλωβίζεται λόγω της κακοκαιρίας στο ταξί που πρόκειται να την οδηγήσει στο σπίτι της Έμιλι. Η βραδιά των Χριστουγέννων στο σπίτι των Μπέαρ συνεχίζεται με πολλές ανατροπές μέσα από τις οποίες τα Μuppets καταλήγουν σε βαθυστόχαστα συμπεράσματα για την ζωή και τις σχέσεις –  μεταξύ άλλων, σε ένα σουρρεαλιστικό μουσικοχορευτικό ενσταντανέ η μεγάλη γαλοπούλα συμφιλιώνεται με τον σεφ, ο οποίος αποφασίζει να ετοιμάσει χορτοφαγικό χριστουγεννιάτικο δείπνο,ο Φόζι γίνεται φίλος με έναν χιονάνθρωπο και τον προσκαλεί στο σπίτι, ενώ η Μις Πίγκι εμφανίζεται πάνω σε άρμα ως άλλη βασίλισσα του Χιονιού-.


Stalag 17[Ο καταδότης του θαλάμου 17]: 1953

 Του Θάνου Ανδρίτσου

Παρότι προσπάθησα να τη μετριάσω μεγαλώνοντας, δεν μπόρεσε να εξανεμιστεί η συμπάθεια προς τις μαγκιόρικες αμερικάνικες στρατιωτικές δυνάμεις που ξεγελάνε τους Ναζί και πετυχαίνουν σημαντικές νίκες υπέρ των Συμμάχων. Έτσι, για τις μέρες αυτές, θα προτείνω μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία βγαλμένη από ένα στρατόπεδο για αιχμαλώτους πολέμου κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ταινία καταπιάνεται με ένα θέμα που θα δούμε να επαναλαμβάνεται τα επόμενα χρόνια, με αποκορύφωμα τη «Μεγάλη Απόδραση», με τον ατρόμητο Στηβ ΜακΚουήν και τη μηχανή του. Το Stalag 17 ανέβηκε αρχικά στο θέατρο βασισμένο στις προσωπικές εμπειρίες των δύο συγγραφέων Ντόναλντ Μπίβαν και Έντμουντ Τρασίνσκι στο ομώνυμο στρατόπεδο στην Αυστρία. Ο Μπίλι Γουάιλντερ το διασκεύασε για να το μετατρέψει σε μια σημαντική κινηματογραφική επιτυχία, βραβευμένη μάλιστα με το Όσκαρ Πρώτου Ανδρικού Ρόλου για τον  Γουίλιαμ Χόλντεν ( J.J. Sefton) και υποψήφια επίσης για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου (για τον Ρόμπερτ Στράους, στο ρόλο του «Animal» Kuzawa).

Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάπου στις όχθες του Δούναβη, συνωστίζονται λίγο πριν το τέλος του πολέμου, εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες από τις συμμαχικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και μια μεγάλη ομάδα Αμερικάνων στρατιωτών που κρατείται στον «θάλαμο 17». Η ταινία ξεκινά με την απόπειρα απόδρασης δύο στρατιωτών, η οποία αποτυγχάνει με τους δύο επίδοξους δραπέτες να πέφτουν πάνω στα γερμανικά πολυβόλα και να σκοτώνονται. Η αποτυχία των δύο συντρόφων τους, δημιουργεί ένα κλίμα καχυποψίας εντός των κρατούμενων για το ενδεχόμενο ύπαρξης ενός καταδότη μεταξύ τους. Η καχυποψία αυξάνεται όσο οι Ναζί συνεχίζουν να ανακαλύπτουν διάφορα σημαντικά μυστικά. Οι υποψίες στρέφονται κατευθείαν στον κυνικό στρατιώτη Sefton που έχει αναπτύξει δοσοληψίες με τους φύλακες του στρατοπέδου ανταλλάσσοντας τσιγάρα και άλλα αγαθά με αντάλλαγμα διάφορες διευκολύνσεις μεταξύ των οποίων και την τεράστια χάρη να επισκεφτεί το μέρος του στρατοπέδου που κρατούνται οι πανέμορφες αιχμάλωτες Ρωσίδες. Είναι όμως αυτός ο καταδότης; Τα πράγματα θα γίνουν πιο περίπλοκα ανήμερα των Χριστουγέννων, όταν ο συλλογικός ηρωισμός των πρωταγωνιστών θα χρειαστεί για να σωθεί o λοχαγός Dunbar που κατηγορείται για σαμποτάζ σε ένα τρένο των Ναζί και να ξετρυπωθεί ο εχθρός- καταδότης.

Για έναν θεατή σήμερα, η ίδια η ιστορία δεν φαντάζει τρομερά πρωτότυπη, παρότι πρέπει να εκτιμηθεί ότι αποτελεί μια από τις πρώτες μεταπολεμικές ταινίες. Ωστόσο, αυτή η αντιπολεμική κωμωδία με την αστεία υπερβολή στους χαρακτήρες (ο χαζός διοικητής των Ναζί, ο σκληρός και κυνικός Sefton, ο πλακατζής Shapiro, o καλοκάγαθος μεγαλόσωμος Kuzawa ερωτευμένος με μια σταρ του Χόλιγουντ) επιχειρεί μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή κάποιων σκηνών του πολέμου, ενώ ακόμα τα τραύματα είναι κάτι παραπάνω από ανοιχτά.

Και σε αυτή την αναπαράσταση, επαναλαμβάνεται η –μάλλον ρεαλιστική ιστορικά- πραγματικότητα ότι τα στρατόπεδα που συγκέντρωναν στρατιώτες αιχμαλώτους είχαν πολύ καλύτερες συνθήκες από τα υπόλοιπα στρατόπεδα που εξελίχθηκε η ναζιστική θηριωδία. Χαρακτηριστική είναι η επίσκεψη εκπροσώπου υπεύθυνου να ελέγξει αν τηρείται η συνθήκη της Γενεύης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι επίσης η παρουσίαση των Γερμανών, ως καρικατούρες μέτριας νοημοσύνης και ιδιαίτερης σκληρότητας που αργά ή γρήγορα θα ηττηθούν από τη συμμαχική εξυπνάδα. Τέλος, η περιγραφή της καθημερινότητας του στρατοπέδου, παρά τη διακωμώδηση εμπεριέχει αρκετές ισχυρές ανθρώπινες σκηνές.

Και κάτι ακόμα: Κατά τη διάρκεια της πρώτης απόπειρας απόδρασης, όλοι οι κρατούμενοι στοιχηματίζουν υπέρ της επιτυχίας της. Μόνο ο Sefton, κυνικός, παλιά καραβάνα και γνώστης των πιθανοτήτων, ποντάρει υπέρ της αποτυχίας. Τελικά βγαίνει νικητής. Όμως μόνο ο εχθρός χαίρεται όταν αποτυγχάνουν οι σύντροφοι. Αυτό είναι ένα πρόβλημα όταν ποντάρεις στην ήττα της δικής σου πλευράς. Αν νικήσεις δε μπορείς να χαρείς.

Υποσημειώσεις[+]

By K-lab Zone

Όλα όσα θα θέλαμε να μάθουμε για τα «Κ» αλλά φοβόμασταν να συζητήσουμε