Το παρακάτω κείμενο πραγματεύεται πιο δομικά ερωτήματα που σχετίζονται με την ΕΕ και τη δημοκρατία και δεν θα καταπιαστεί με τα ζητήματα δημοκρατίας στο εσωτερικό της Ε.Ε. και των κρατών μελών της όπως προκύπτουν από το νέο γύρο «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» που για ακόμα μια φορά στρέφεται απέναντι στον «εχθρό λαό».
Μέσα στους τελευταίους εννιά μήνες, ήρθε περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο προσκήνιο η αντιπαράθεση για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε στην Ελλάδα μετά την πρώτη εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και κορυφώθηκε μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και τον τελευταίο γύρο διαπραγματεύσεων, πριν την υπογραφή του 3ου μνημονίου όταν το hashtag #This is a coup κατέκτησε το ίντερνετ και συνδέθηκε με κινητοποιήσεις αλληλεγγύης σε όλη την Ευρώπη. Στο ίδιο κλίμα, αν και χωρίς να αποκτήσει την ίδια διεθνή δυναμική, κινήθηκε η αντιπαράθεση στην Πορτογαλία όταν ο Πρόεδρος της χώρας δήλωσε μετεκλογικά ότι δεν θα επιτρέψει να σχηματιστεί κυβέρνηση κομμάτων που αμφισβητούν το Σύμφωνο Σταθερότητας και εναντιώνονται στην Ευρωζώνη. Τελευταίο ζήτημα, που επεκτείνεται αρκετά πριν το τρέχον έτος και δεν θα κλείσει για πολλούς μήνες ακόμα, είναι η υπογραφή της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (TTIP) μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, για την οποία ελάχιστα στοιχεία, κατόπιν πίεσης, έχει δημοσιοποιήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα παραπάνω γεγονότα διατρέχουν και συνενώνουν δύο μεγάλα νήματα. Αφενός, η ουσία της εφαρμοζόμενης πολιτικής φαίνεται να είναι κοινή: από την «επιτυχημένη» μεταμνημονιακή Πορτογαλία μέχρι την «απείθαρχη» Ελλάδα και τη διατλαντική συμφωνία η προωθούμενη πολιτική από την Ε.Ε. αφορά την οικονομική ισχυροποίηση του κεφαλαίου έναντι της εργασίας, τη μείωση μισθών, την απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων κ.ο.κ. Αφετέρου, και με αυτό θα ασχοληθούμε στο παρόν κείμενο, παντού αναδείχθηκε με πρωτοφανή τρόπο το ζήτημα της δημοκρατικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της σχέσης της με τα μέλη-κράτη και η ουσιαστική, μαζική νομιμοποίηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Προτού περάσουμε στις εξελίξεις του τελευταίου χρόνου και τη σχέση τους με την κρίση, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην υπόθεση του «δημοκρατικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως συνηθίζεται να κωδικοποιείται το συγκεκριμένο θέμα. Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος αυτός αλλά και ολόκληρη η συζήτηση γύρω του δεν έχει προκύψει από κάποια ριζοσπαστικά, αριστερά ρεύματα ενάντια στην Ε.Ε. ούτε καν από κάποια παραλλαγή το ευρωσκεπτικισμού. Αντίθετα, η γέννηση του συνδέεται με τους πιο φανατικούς υποστηρικτές της Ε.Ε., το ρεύμα του φεντεραλισμού που προκρίνει τη διαρκώς βαθύτερη ενοποίηση της Ευρώπης σε θεσμικό αλλά και συμβολικό επίπεδο, με την προώθηση της «ευρωπαϊκής ταυτότητας». Η ίδια η έννοια του «ελλείμματος» (deficit) καταδεικνύει μια αστική αντίληψη για τη δημοκρατία σύμφωνα με την οποία, η δημοκρατία είναι μια ποσοτικοποιήσιμη έννοια, υπαρκτή εντός της Ε.Ε. αν και όχι σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι φεντεραλιστές, εισάγοντας την έννοια τη δεκαετία του 1970, εστιάζουν στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οργάνου άμεσα εκλεγμένου από τους πολίτες των κρατών-μελών, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία του Ευρωκοινοβουλίου. Τις επόμενες δεκαετίες προωθούν την ισχυροποίηση του όπως και τη δημιουργία νέων υπερεθνικών θεσμών, ενώ η βασική κατεύθυνση που υποστηρίζουν είναι η δημιουργία της ταυτότητας του Ευρωπαίου πολίτη, που θα διαμορφωνόταν σε μια αντίστοιχη δημόσια σφαίρα και θα αποτυπωνόταν στο Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι θέσεις αυτές εμπνέονται από τον Jean Monnet, πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και πρωτοπόρο πολιτικό στη μεταπολεμική σύλληψη του τη δεκαετία του 1950 για την ενωμένη Ευρώπη. Σήμερα, βρίσκουν κύριο εκφραστή στον ακαδημαϊκό Jurgen Habermas, που ασκεί σκληρή κριτική στη διαχείριση της κρίσης της Ευρωζώνης από τη Merkel και καλεί σε πιο ανεκτική στάση απέναντι στην Ελλάδα.
Απέναντι σε αυτή την αντίληψη, αναπτύχθηκαν ρεύματα επηρεασμένα από την προσέγγιση του νεορεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις και επικεντρώθηκαν στη σημασία των κρατών-μελών, ως κυρίαρχοι παράγοντες της ενοποίησης. Θεωρώντας ότι από αυτά απορρέει η ουσιαστική και τυπική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών πολιτικών, αμφισβήτησαν ακόμα και τις στοιχειώδεις αστικού χαρακτήρα ενστάσεις για τη δημοκρατική λειτουργία της Ε.Ε και απέρριψαν κάθε σκέψη για ενίσχυση των εξουσιών των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και τις απόπειρες για ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος σε μαζικό επίπεδο για το ρόλο της. Αντιθέτως, εκτίμησαν ότι η αδιαφορία των πολιτών για τις διεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι δικαιολογημένη λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα της επιρροής της. Η φράση-κλειδί αυτής της αντίληψης είναι το “the democratic deficit is democratically legitimized” («το δημοκρατικό έλλειμμα είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένο»), η οποία συνοψίζει πολύ καλά τις θέσεις της και μας καταδεικνύει το γεγονός ότι οι πρώτες μεταδημοκρατικές προσεγγίσεις βρήκαν πράγματι πρόσφορο πεδίο ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, η ευθύνη απέναντι στο σώμα εκλογής του εκάστοτε θεσμού μετατρέπεται σε όρκους πίστης στη διαφάνεια και ο έλεγχος από την κοινωνία των πολιτών και τους φορείς της εγκαταλείπεται προς όφελος της δημιουργίας μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances). Θα επανέλθουμε αργότερα σε αυτές τις θέσεις καθώς αποτελούν την αφετηρία υπέρβασης/μετάλλαξης ακόμα και της αστικής δημοκρατίας στα πλαίσια της Ε.Ε. Σε κάθε περίπτωση, υπό αυτή την οπτική, τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις Ευρωεκλογές δεν θεωρούνται πρόβλημα αλλά ένδειξη ότι οι πολίτες αποδέχονται την υπάρχουσα κατάσταση και δίνουν την έγκριση τους στις ευρωπαϊκές ελίτ να συνεχίσουν τη διαχείριση θεμάτων που, σύμφωνα πάντα με αυτή τη θέση, ήταν εξαρχής περισσότερο τεχνοκρατικά παρά πολιτικά.
Αν και παρουσιάστηκαν ως ακαδημαϊκά-θεωρητικά ρεύματα, οι δύο προσεγγίσεις που αναφέραμε παραπάνω έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση θεσμών και πολιτικής πρακτικής της Ε.Ε. Το παράδειγμα του Ευρωσυντάγματος είναι ενδεικτικό. Η απόπειρα να υπερψηφιστεί από κάθε κράτος-μέλος, είτε με δημοψήφισμα είτε μέσω των εθνικών κοινοβουλίων, ένα κείμενο καταστατικών αρχών για την Ένωση αποτελούσε ένα στόχο των φεντεραλιστών για πολλές δεκαετίες. Μετά το στραπάτσο στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας, περιορίστηκε το εύρος της Συμφωνίας και μετατράπηκε στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία υπογράφηκε από τους πολιτικούς αρχηγούς και τους υπουργούς εξωτερικών των κρατών-μελών, επιστρέφοντας έτσι στη διακυβερνητική μέθοδο της συνεννόησης των πολιτικών ελίτ. Αμφότερες αποτελούν δομικά στοιχεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της μεθόδου άσκησης πολιτικής, όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, στις κρίσιμες στιγμές η έμφαση περνάει στο διακυβερνητικό μοντέλο.
Σε κάθε περίπτωση, και για να μην κουράσουμε άλλο, μπορούμε να κάνουμε μια σύνοψη των δύο κυριότερων σχολών σκέψης για τη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Καταρχάς, τα ρεύματα αυτά δεν πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά ως θέσεις πάνω σε θεσμικά/διοικητικά θέματα. Το ζήτημα της ουσιαστικής – λαϊκής νομιμοποίησης της εφαρμοζόμενης πολιτικής ενυπάρχει σε κάθε θέση που αναμετριέται με τη δημοκρατική λειτουργία στην Ε.Ε., αν και δεν διακρίνεται με την πρώτη ματιά. Ακολουθώντας την κλασική τυπολογία του Easton για το πολιτικό σύστημα – ως μηχανή που έχει εισροές αιτημάτων (input) και εκροές πολιτικών αποφάσεων (ouput) – οι κυρίαρχες θεωρήσεις για το πώς αντλεί νομιμοποίηση η Ε.Ε. συγκλίνουν στο ότι οι εκροές αποτελούν την καθοριστική πλευρά αλλά αποκλίνουν στη σημασία της διαδικασίας με την οποία αφομοιώνονται οι απαιτήσεις της κοινωνίας. Για τους φεντεραλιστές, είναι αναγκαία η ανάπτυξη ενός μοντέλου παρόμοιου με τα εθνικά κοινοβουλευτικά συστήματα και τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης τους με την κοινωνία των πολιτών ενώ για το διακυβερνητικό μοντέλο η εμπλοκή των πολιτών στον καθορισμό της λήψης αποφάσεων σε τέτοιο επίπεδο είναι ουτοπική έως αντιπαραγωγική.
Επιπλέον, αμφότερες οι προσεγγίσεις παίρνουν ως δεδομένο τον κοινωνικό/φιλολαϊκό χαρακτήρα των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων είτε της αντιλαμβάνονται ως άσκηση πολιτικής είτε ως τεχνοκρατικά ζητήματα. Αυτό έχει ως συνεπακόλουθο την εκτίμηση ότι η στάση των λαών απέναντι στην Ε.Ε. είναι κατά πλειοψηφία ουδέτερη/θετική. Επιπλέον, η υψηλή αποχή από τις Ευρωεκλογές αλλά και στατιστικά στοιχεία που καταδεικνύουν την αδιαφορία/άγνοια για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θεωρούνται αναμενόμενα στο πλαίσιο της πολιτικής απάθειας για τα τεκταινόμενα εκτός του εθνικού πλαισίου. Είναι προφανές ότι οι παραπάνω θέσεις κατέστησαν τα κυρίαρχα ρεύματα ιδιαίτερα ευάλωτα στις συνθήκες της κρίσης και συνέβαλαν στην υποχώρηση τους την τελευταία 5ετία. Η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των λαών της Ε.Ε., η εφαρμογή σκληρών αντιλαϊκών πολιτικών, ο αρνητικός ρόλος της ευρωζώνης στην επιδείνωση της κρίσης και η απουσία κάθε έννοιας «αλληλεγγύης» είναι μερικά από τα στοιχεία που μετασχημάτισαν απότομα την αδιαφορία σε εχθρότητα και τον αφηρημένο ευρωσκεπτικισμό σε ρεύμα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι θεσμικές εξελίξεις που ήρθαν ως αντίδραση στις νέες συνθήκες κλόνισαν τις βεβαιότητες των κυρίαρχων ρευμάτων και τροποποίησαν το πεδίο συζήτησης, ανοίγοντας πρόσφορο πεδίο στον επανακαθορισμό ολόκληρης της αντιπαράθεσης για τη δημοκρατία εντός της Ε.Ε.
Μέσα στην κρίση, διαμορφώθηκε ένα ιδιαίτερο μείγμα πολιτικής διαχείρισης που συνδυάζει την εμβάθυνση της ενοποίησης με την ενίσχυση της βαρύτητας των διακυβερνητικών διαδικασιών και την ενίσχυση του ρόλου της Ε.Ε. με την επιτάχυνση των μηχανισμών κυρώσεων, ιδίως στο δημοσιονομικό πεδίο. Ο Habermas, μάλλον ορθά, περιέγραψε τη νέα συνθήκη ως εκτελεστικό φεντεραλισμό για να τονίσει την ισχυροποίηση των μηχανισμών δημοσιονομικής επιτήρησης, η οποία βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την απόλυτη στασιμότητα στην πολιτική ενοποίηση. Συνολικά μέσα στην κρίση εμφανίζονται τα εξής στοιχεία:
(α) Ενίσχυση της βαρύτητας των διακυβερνητικών συσκέψεων.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμφωνία μεταξύ κρατών-μελών για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας το Μάιο του 2010 ως προσωρινή λύση για την κάλυψη των ελληνικών ομολόγων, απόφαση που κινήθηκε εκτός των πλαισίων των ευρωπαϊκών θεσμών για να επικυρωθεί επίσημα μερικούς μήνες μετέπειτα και να αποτελέσει μηχανισμό με μόνιμα χαρακτηριστικά (ΕΜΣ). Όμως και εντός των πλαισίων των θεσμών, φαίνεται ότι το πάνω χέρι περνάει στους θεσμούς εκείνους που συγκροτούνται από αξιωματούχους των κρατών-μελών και δεν έχουν υπερεθνικό χαρακτήρα. Τέτοιο είναι και το Eurogroup που απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά το τελευταίο εξάμηνο αλλά και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Σαφώς, η τάση ενίσχυσης τέτοιων θεσμών συνοδεύεται με την υποβάθμιση των υπερεθνικών θεσμών της Ε.Ε. όπως είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο αποτελούσε παραδοσιακά το μήλο της έριδος στη συζήτηση περί δημοκρατικού ελλείμματος λόγω των μειωμένων αρμοδιοτήτων του. Είναι χαρακτηριστική η εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα: ο Τσίπρας μιλάει στις 8 Ιουλίου στη ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, τρεις μέρες πριν αρχίσει το κρίσιμο Eurogroup όπου θα υπογραφεί ένα ακόμα μνημόνιο. Ο θεσμός που εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες των κρατών-μελών είναι πεδίο δημιουργίας εντυπώσεων και δεν έχει κανένα λόγο πάνω σε μία από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις των τελευταίων χρόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η νέα ιεραρχία μεταξύ των θεσμών φαίνεται να αντανακλά και να προωθεί την ανισομετρία μεταξύ των διαφόρων κρατών που μετέχουν της ενοποίησης και να εξασφαλίζει τη θωράκιση μιας συγκεκριμένες πολιτικής και μιας αντίστοιχης διαχείρισης.
(β) Ενίσχυση της επιτροπείας των οικονομικών των κρατών-μελών
Αρχικά, το ζήτημα αυτό αφορούσε τις χώρες που έμπαιναν υπό την αιγίδα του ΕΤΧΣ προκειμένου να ανταπεξέλθουν σε δημοσιονομικά κενά και δεν μπορούσαν να δανειστούν από τις αγορές, δηλαδή τις χώρες που εισήλθαν σε μνημονιακό καθεστώς. Όμως σύντομα απέκτησε καθολικά χαρακτηριστικά μέσα από το Σύμφωνο για το Ευρώ (ή Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας), που, μαζί με το πάγωμα των μισθών και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, εισήγαγε για πρώτη φορά τη διαδικασία προέγκρισςη των εθνικών προϋπολογισμών κάθε Οκτώβριο από την Κομισιόν. Το επόμενο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσαν τα πακέτα οικονομικής διακυβέρνησης που, μεταξύ άλλων, συνέδεσαν την εξέλιξη των μισθών, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με την κίνηση του εκάστοτε εθνικού ΑΕΠ, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να παγώνουν ή να μειώνουν αυτόματα τους μισθούς σε συνθήκες ύφεσης.
(γ) Ενίσχυση μηχανισμών κυρώσεων
Ήδη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 προβλέπονταν οι πρώτες κυρώσεις για τα κράτη-μέλη που δεν έπιαναν τους προβλεπόμενους οικονομικούς στόχους. Προκειμένου να επιβληθεί μια ποινή απαιτούνταν να συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία (55% των κρατών μελών και να αντιστοιχούν στο 65% του πληθυσμού της ΕΕ) ενάντια στο κράτος-μέλος στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Μετά την υπερψήφιση των πακέτων της οικονομικής διακυβέρνησης, οι κυρώσεις έχουν αυτόματο χαρακτήρα και αποτελούν αρμοδιότητα της Κομισιόν, ενώ απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία προκειμένου να αποτραπεί η επιβολή της κύρωσης.
(δ) Τάση επέκτασης-θεσμοποίησης αυτών των πολιτικών πέρα από τα κράτη-μέλη
Ήδη από τα πακέτα οικονομικής διακυβέρνησης, αναφέρονται οι επικρατούσες συνθήκες στις χώρες – εμπορικές εταίρους της Ε.Ε. ως κριτήριο για τις εργασιακές συνθήκες εντός της Ένωσης. Με την TTIP πραγματοποιείται το πέρασμα στο επόμενο επίπεδο και ο στόχος του ελεύθερου εμπορίου συνδυάζεται πλέον με την παγίωση των χαμηλότερων δυνατών στάνταρ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αν στις ΗΠΑ ή στην Ε.Ε. κυριαρχεί ένα περιβαλλοντικό, εργασιακό, συνδικαλιστικό ή όποιο άλλο κριτήριο που θεωρείται ότι είναι πιο πρόσφορο για τη δράση των επιχειρηματικών ομίλων, τότε αυτό θα καθιερώνεται ως κανόνας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ενώ οι διαπραγματεύσεις «τρέχουν» εδώ και δύο χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις τους τελευταίους μήνες, και μόνο λόγω της έντονης πίεσης, δημοσιοποίησε στοιχεία για τις διαπραγματεύσεις στην επίσημη σελίδα της ενώ ακόμα δεν έχει παρουσιαστεί δημόσια κάποιο προσχέδιο της Συνθήκης. Η αρχική σκέψη της Κομισιόν ήταν η Συνθήκη να υπογραφεί από την Επίτροπο Εμπορίου και δεν φαίνεται να έχει αλλάξει αυτή η κατεύθυνση παρά τις ενστάσεις του Ευρωκοινοβουλίου.
Προκειμένου να συνοψίσουμε τις κύριες θεσμικές αλλαγές, χρειάζεται να τονίσουμε ότι πρόκειται για πολιτικές κατευθύνσεις που, σε πρώτη φάση, ψηφίστηκαν με την πρόφαση της πιεστικής κρίσης χρέους από αξιωματούχους των κρατών-μελών. Στη συνέχεια απέκτησαν μόνιμο χαρακτήρα και αναπτύχθηκαν ασφαλιστικές δικλείδες (lock-in mechanisms) για να βεβαιώσουν τη διατήρηση και εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Οι διακυβερνητικές συσκέψεις απέκτησαν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα και η υπερψήφιση όλων των βασικών Συμφωνιών πραγματοποιήθηκε χωρίς κανένας εκ των κρατικών αξιωματούχων να έχει τυπική έγκριση από το κοινοβούλιο της χώρας του ή ουσιαστική νομιμοποίηση, χωρίς δηλαδή να έχει εκλεγεί θέτοντας αυτές τις πολιτικές στην προεκλογική αντιπαράθεση της χώρας του (με πιθανή εξαίρεση το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα στη Γερμανία). Παρά τη μεσολάβηση των Ευρωεκλογών του 2014, η τάση αυτή δεν ανατράπηκε και το νέο Ευρωκοινοβούλιο έχει ελάσσονα ρόλο στη σύναψη της Διατλαντικής Συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ, με μεγαλύτερη συμβολή μέχρι τώρα την κατάθεση των προτάσεων του στην Κομισιόν τον Ιούλιο του 2015, ενώ οι διαπραγματεύσεις έμπαιναν ήδη στον 8ο γύρο.
Οι παραπάνω εξελίξεις αποτελούν, σε ένα πρώτο επίπεδο, συντριβή των συστημικών ρευμάτων για τη δημοκρατία στην Ε.Ε. Η εκτίμηση ότι η εμβάθυνση της ενοποίησης και η ανάδειξη των ευρωπαϊκών ζητημάτων θα αγκαλιαστεί από τους λαούς δεν επιβεβαιώθηκε ενώ αποδείχθηκε στην πράξη η βαθύτερη σύνδεση της ενοποίησης με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Οι υπερασπιστές των διαφόρων παραλλαγών του φεντεραλισμού δυσκολευόμενοι να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, μετατράπηκαν σε επικριτές της Μέρκελ και του γερμανικού κράτους ως βασικού παράγοντα των εξελίξεων μέσα στην κρίση, αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι οι αλλαγές που επήλθαν αποτελούσαν την επιτάχυνση και παγίωση τάσεων που κυοφορούνταν ήδη μέσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Από την άλλη, η σωστή, όπως αποδείχθηκε, εκτίμηση των θεωρητικών της διακυβέρνησης για τον πρωτεύοντα ρόλο των διακυβερνητικών συνεργασιών στη συγκρότηση της Ε.Ε. δεν μπορεί να αναιρέσει τη συντριβή της βασικής θέσης τους σε σχέση με τον ελάσσονα/τεχνοκρατικά ρόλο της ευρωπαϊκής πολιτικής και τη χαμηλού επιπέδου διαπλοκή της με τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα.
Πολύ περισσότερο όμως από αυτά, οι θεσμικές εξελίξεις εντός της Ε.Ε. αποτελούν μια οικτρή διάψευση για την προσδοκία της άρχουσας τάξης να επιτύχει μια επέκταση των αρχών της αστικής δημοκρατίας σε διεθνές επίπεδο και να υπερβεί την κατίσχυση ως κύριο μέσο της διεθνούς πολιτικής. Η απόπειρα αυτή είχε αποτύχει ήδη σε υπερεθνικούς θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ και το ΔΝΤ (όπου «το δίκιο του ισχυρού» καθόριζε με εμφανή τρόπο τη δράση τους) ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούσε την τελευταία ευκαιρία για ένα τέτοιο επίτευγμα, οικοδομημένη, σύμφωνα με το σχετικό μύθο, στην ήπειρο όπου οι ταξικές και πολιτικές ανισότητες ήταν πιο μετριασμένες, χάρη στη συμβολή του κοινωνικού κράτους. Απέναντι σε αυτές τις επιδιώξεις, η Ε.Ε. αναδεικνύεται ως ένας μηχανισμός θωράκισης των αστικών πολιτικών απέναντι στη λαϊκή αμφισβήτηση με ενεργό ρόλο στη διάλυση βασικών κατακτήσεων των υποτελών τάξεων. Σε αυτή τη διαδικασία, συγκρούεται ακόμα και με αστικοδημοκρατικές αντιλήψεις για την πολιτική καθώς αμφισβητεί τη λαϊκή κυριαρχία εντός των κρατών-μελών και καταργεί στην πράξη την αρχή της απόδοσης ευθύνης (accountability) μεταξύ εκλεγμένου και εκλέκτορα. Αποτελεί τη μετάλλαξη, με μόνιμο τρόπο, της αστικής δημοκρατίας και συντελεί στη διευρυμένη απονομιμοποίηση των κυρίαρχων επιλογών, αποδομεί την αστική ηγεμονία αντί να τη χτίζει σε νέες βάσεις.
Η Αριστερά συχνά σιωπά σε αυτά τα ζητήματα, χαρίζοντας τα άθελα της στον αναδυόμενο δεξιό και ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό. Αυτό που δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, με μνημόνιο ή χωρίς, δεν αποτελεί απλώς μια παρέμβαση στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ούτε μόνο έναν αντιδραστικό επανακαθορισμό του ρόλου του κράτους. Τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από ριζικές αλλαγές στο μοντέλο άσκησης πολιτικής και στις ίδιες τις αρχές και αξίες της αστικής δημοκρατίας. Προκειμένου να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί αναπτύσσει νέους θεσμούς που δρουν ως δικλείδες ασφαλείας, θωρακίζοντας αυτή την πολιτική από τη λαϊκή αμφισβήτηση. Η Αριστερά που υπερασπίζεται την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει αποφασιστικά να επεκτείνει την αμφισβήτηση της σε μια σειρά θεμάτων που φαντάζουν τυπικά/θεσμικά αλλά, στην πραγματικότητα, συμπυκνώνουν τη σύγχρονη βαρβαρότητα. Η ανάδειξη τους μπορεί να δώσει νέο βάθος και δυναμική στην αναπτυσσόμενη αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους λαούς.