Τις τελευταίες εβδομάδες, οποίος ασχολείται έστω και λίγο με τον πολιτισμό και την τέχνη, είναι σχεδόν αδύνατο να μην έλαβε μέρος ή έστω παρακολούθησε τη συζήτηση γύρω από τον πρόσφατα παραιτηθέντα καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ. Και ενώ μαίνεται η διαμάχη μεταξύ των “διεθνιστών” και των “εθνικιστών”, αξίζει να σημειώσουμε ότι η έλλειψη διαφάνειας και τεχνογνωσίας δεν περιορίζεται στο χώρο του πολιτισμού. Ούτε και η συζήτηση περί αποικιοκρατίας.

Πρώτα πρώτα, ο “ορισμός” (http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2015/03/blog-post_38.html) του Φαμπρ ως καλλιτεχνικού διευθυντή δεν είναι η μοναδική περίπτωση στην οποία γίνεται η επιλογή να εισαχθεί βοήθεια “από έξω”. Για παράδειγμα, τεχνικά κλιμάκια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) είναι μόνιμα εγκατεστημένα στο Υπουργείο Υγείας της Ελλάδας τα τελευταία τρία χρόνια. Στόχος τους, η παροχή τεχνογνωσίας για την οργάνωση της μεταρρύθμισης στο χώρο της υγείας. Σε γενικές γραμμές η συνεργασία μεταξύ υπουργείου και ΠΟΥ αξιολογείται θετικά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σοβαρές δυσλειτουργίες και προβλήματα. Ίσως το κυριότερο από αυτά είναι το γεγονός ότι, εκ των πραγμάτων, η γνώση των εμπειρογνωμόνων του ΠΟΥ για την ελληνική πραγματικότητα τείνει να είναι αποσπασματική και σχετικά περιορισμένη, βασιζόμενη κυρίως στο μικρό (αν και ολοένα αυξανόμενο το τελευταία χρόνια) αριθμό μελετών για την Ελλάδα που απαντώνται στη διεθνή ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, καθώς και σε σχετικά περιορισμένο κύκλο επαγγελματικών επαφών, προερχόμενων σχεδόν από το σύνολο του πολιτικού φάσματος ωστόσο. Η εικόνα που δημιουργείται λοιπόν αντανακλά και το βαθμό στον οποίο η άποψη του εμπειρογνώμονα είναι σφαιρική, καθώς, έχοντας μικρό αριθμό επαφών στη διάθεσή τους (ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η γλώσσα εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλο εμπόδιο), οι απόψεις των τεχνικών κλιμακίων μπορεί να εμπεριέχουν στρεβλές απόψεις για τις δυσλειτουργίες του ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Το αποτέλεσμα αυτής της αποσπασματικής εικόνας είναι, κατ’ επέκταση, η δυσκολία στη δημιουργία προτάσεων εφαρμόσιμων και προσαρμοσμένων στην ελληνική πραγματικότητα. Εξάλλου, είναι πιο εύκολο (και οικονομικό και λιγότερο χρονοβόρο) να προταθούν λύσεις “εισαγωγής”, απ το να διεξαχθούν εκτενείς μελέτες και να συλλεχθούν οι προτάσεις “από τα κάτω”. Κατά την άποψη μου, η κατάσταση αυτή δεν απέχει πολύ από αυτά που συνέβησαν με την επιλογή Φαμπρ. Ακόμη και ο ίδιος ο Φαμπρ παραδέχθηκε ότι η γνώση του ελληνικού πολιτιστικού τομέα που ο ίδιος είχε ήταν περιορισμένη, πράγμα που τον οδήγησε στο να προτείνει ένα πρόγραμμα σχεδόν εξ ολοκλήρου βασισμένο στον αντίστοιχο βελγικό.

Εκεί εντοπίζεται και το πρόβλημα – όχι στο πυρ ομαδόν κατά του έργου του Φαμπρ, στις κατηγορίες για αποικιοκρατία, στο εθνικιστικό “το ελληνικό φεστιβάλ πρέπει να έχει μέσα Έλληνες” (ούτως ή άλλως, ο Φαμπρ δεν αποτελεί το μοναδικό στόχο κριτικής τέτοιου είδους). Η ελληνική πολιτιστική παραγωγή γίνεται ολοένα και πιο γνωστή τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων: από το Greek weird wave ως τον Larry Gus και τη Documenta17, η ελληνική πολιτιστική παραγωγή δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αλλού (ας μην ξεχνάμε ότι περικοπές στον πολιτισμό δε γίνονται μόνο στην Ελλάδα), ενώ σχεδόν κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ονομασία “Διεθνές” μάλλον περισσεύει για το ελληνικό φεστιβάλ. Και όχι μόνο γι αυτό – πλήθος καλλιτεχνών από το εξωτερικό μένουν μόνιμα ή επισκέπτονται την Αθήνα όλο το χρόνο. Δεν ήταν λοιπόν η επιλογή του Φαμπρ και μόνο που “θα μας απάλλασσε από τον επαρχιωτισμό” – ευτυχώς οι νεότερες γενιές καλλιτεχνών είναι σε θέση να συνδιαλέγονται με τους ομολόγους τους διεθνώς χωρίς τη μεσολάβηση “σωτήρων”. Το επίδικο στην περίπτωση Φαμπρ είναι το γεγονός ότι φάνηκε να αδιαφορεί σχεδόν πλήρως για την υφιστάμενη κατάσταση του πολιτιστικού τομέα στην Ελλάδα, τόσο από οικονομικής όσο και από αισθητικής άποψης.

Μπορεί, όμως, αντίθετα, η διεθνής κοινότητα να “μάθει” κάτι από την Αθήνα, όπως διατείνεται ο επιμελητής της Documenta, Adam Szymczyk; Η απάντηση είναι δυστυχώς μάλλον αρνητική – εκτός και αν το ερώτημα αφορά το βαθμό στον οποίο είναι δυνατόν να επιβιώσει η καλλιτεχνική παραγωγή σε μια χρεοκοπημένη χώρα. Σε αυτή την περίπτωση, θα μαθαίναμε ίσως ότι μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών έχει φύγει μόνιμα για το εξωτερικό, ενώ αυτοί που μένουν πίσω εργάζονται είτε αμισθί είτε κάνοντας πολλές δουλειές ταυτόχρονα για να ζήσουν στοιχειωδώς. Εύλογο είναι σε μια τέτοια υφιστάμενη κατάσταση η επιλογή Φάμπρ να φαντάζει εξοργιστική· όπως εξοργιστική είναι και η “εισαγωγή τεχνογνωσίας” στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Και αυτό γιατί έτσι, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα, υποδηλώνεται η απαξίωση αυτών που σε πείσμα των καιρών μένουν και δημιουργούν στην Ελλάδα – ο καθένας με όσα μέσα διαθέτει.

Όπως έγραψε κι ένας φίλος σχολιάζοντας το γεγονός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, “το νέο ήθος διαχείρισης πολιτισμικών (και οχι μόνο, συμπληρώνω) αγαθών παραμένει ελευσόμενο”. Αντ’ αυτού, είμαστε θεατές στη “μάχη των εγώ” μεταξύ των εκάστοτε “σωτήρων” των (πολιτισμικών) θεσμών, ενώ το πεδίο της δράσης περιορίζεται σε συνδικαλιστικού τύπου παρεμβάσεις. Και όχι τυχαία, μια και αυτη ηταν ισως η πρώτη φορά που ένα εξαιρετικά ετερόκλητο μείγμα ανθρώπων κλήθηκαν να πάρουν δημοσίως θέση για κάτι που τους αφορά άμεσα. Μένει να δούμε αν και πώς θα υπάρξει κάποιου είδους συνεχεια