Ταινιοκριτική για το Suntan
Όταν πήγα στο σινεμά για να δω την τελευταία ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (Wasted Youth, Bank Bang) Suntan, πρέπει να παραδεχτώ ότι ήμουν προκατειλημμένη. Από το τρέηλερ της ταινίας, είχα σχηματίσει την, όπως αποδείχθηκε αυθαίρετη, άποψη, ότι επρόκειτο για μια ελληνική εκδοχή της «Λολίτα» με στοιχεία της millenial αφήγησης του Manic Pixie Dream Girl. Υπέθεσα λοιπόν ότι ο βασικός αφηγηματικός άξονας θα περιστρέφεται γύρω από το κλισέ (άνδρας) πρωταγωνιστής συναντάει την πολύ-πιο-νέα-όμορφη-κοπέλα, η οποία εμπλέκεται στην πλοκή για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει το τέλμα της ζωής του, με μοναδικό αφηγηματικό σκοπού του εντελώς αβαθούς χαρακτήρα της. Βγήκα από την αίθουσα πλήρως διαψευσμένη.
Πριν από την ανάλυση, και τα αναγκαία spoiler, λίγα λόγια για την πλοκή. Ο σαραντάχρονος γιατρός Κωστής (ο υποδειγματικός Μάκης Παπαδημητρίου), καταφθάνει ένα πρωί του Δεκέμβρη στην Αντίπαρο για να αναλάβει χρέη αγροτικού ιατρού. Προς έκπληξη κανενός, και κυρίως του Κωστή, ο βίος στο μικρό νησί των 800 κατοίκων είναι αβίωτος, τα στοιχεία της φύσης, η ανθρώπινη πανίδα της Χώρας, και αντιστοίχως εμφατικά το σπίτι που του παραχωρείται, ενισχύουν την κατάσταση μιζέριας και εσωτερικής απόγνωσης, που νιώθει ο πρωταγωνιστής και εμείς. Ωστόσο το καλοκαίρι, δεν αργεί τόσο να φτάσει, και το νησί κατακλύζεται από τουρίστες και τουρίστριες κάθε εθνικότητος με μοναδικό συνεκτικό το νεαρό των ηλικιών τους. Το ερωτικό αντικείμενο του πόθου, η 21χρονη Άννα (Έλλη Τρίγγου), εμφίζεται στη ζωή του τόσο εκκωφαντικά, όσο η θορυβώδης παρέα της, που εισβάλει στο αγροτικό ιατρείο του Κωστή.
[spoiler alert]
Αναφορικά με το κυρίως ειπείν κινηματογραφικό κομμάτι του έργου, η υιοθέτηση της αναλογίας 2.66:1 της εικόνας αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς δένει ιδανικά με τις εξωτερικές λήψεις, οι οποίες αποτελούν και το κύριο κομμάτι της ταινίας, ενώ ο συνδυασμός τους με τα ηχοτοπία (του Felizol) δημιουργούν έναν εξαιρετικά φρέσκο ελληνικό μινιμαλισμό σ.1Σε εμφανή αντιπαράθεση με την κυρίαρχη τάση του θορυβώδους ελληνικού κινηματογραφικού μικροκλίματος, οι αναφορές μάλλον είναι από την άλλη πλευρά του Αντλαντικού. Οι διάλογοι είναι λιτοί, κυρίως λόγω του βασικού χαρακτήρα, ο οποίος είναι λακωνικός, πράγμα που διαταράσσεται μόνο από αντρικούς (το κρατάμε αυτό) δεύτερους ρόλους, οι οποίοι επιδίδονται σε ασκήσεις καθημερινών κλισέ ανοησίων σ.2Στο σημείο αυτό, ειδική μνεία αξίζει στον Τζουμέρκα, συν-σεναριογράφο της ταινίας, ο οποίος χάρισε μια από τις πιο ανάλαφρες στιγμές του έργου ως μεσοαστός, new age, και εν τέλει κενός παραλιάρχης. Άλλωστε, ο πρωινός μινιμαλισμός, λειτουργεί ως η αναγκαία αντίθεση για την παραισθησιογόνο επίδραση των σκηνών της νυχτερινές διασκέδασης του night club “La Luna”.
Ο δεσποτικός ήλιος, του οποίου μάταια προσπαθεί ο Κωστής να ξεφύγει με το social-suicidal καπελάκι τουσ.3Ξέρετε ολ@ πιο καπέλο και η νυχτερινή διασκέδαση, που φαινομενικά παραπέμπουν στις οικείες εικόνες της καλοκαιρινής ανεμελιάς, επιτυγχάνουν να επιβάλλουν την αν-οικειότητα, που φροϋδικά μόνο οικεία αντικείμενα και καταστάσεις φέρουν. Υπάρχει μια σταδιακή κάθοδος στην απόγνωση, καθώς οι προσδοκίες του Κωστή διαψεύδονται, για αυτό που ολ@ αντιλαμβάνονται ως καλοκαιρινό ειδύλλιο χωρίς μέλλον ή ούτε καν παρόν, ενώ ο ίδιος γραπώνεται επάνω του ως τη μοναδική σανίδα σωτηρίας από τη μιζέρια. Το μοτίβο θυμίζει Πολάνσκι ανοιχτού χώρουσ.4Ευτυχώς παραλείποντας την σεξιστική οπτική καθώς η σεξουαλική ένταση του ήρωα που οδηγεί στη διαστροφή, αντί να εγκλωβίζεται εντός της οικείας τουσ.5Ένοικος, Αποστροφή, διαχέεται στον παραλία και το μπαρ, ως δυστοπικοί χώροι αναψυχής.
Κεντρικό σημείο της εκκίνησης της ψυχωτικής συμπεριφοράς του ήρωα, που θα οδηγήσει στην νάρκωση, απαγωγή και απόπειρα βιασμού της Άννας, αποτελεί η ματαίωση της αρρενωπής ταυτότητας. Από τη μία, οι προσωπικές-επαγγελματικές αποτυχίες του(η εγκατάλειψη ενός μεταπτυχιακού και η άδοξη ζωή ενός αγροτικού γιατρού), οι οποίες παρουσιάζονται μέσα από την τυχαία συνάντησή του με τον πρώην συμφοιτητή του, Τζουμέρκα, διεθνή πετυχημένο πλαστικό χειρούργο, με οικογένεια, ιδιωτική νταντά της κόρης του, και σπίτι στο νησί. Απ’ την άλλη, η αποτυχία της συνάντησης με τον ιδεώδη σωματότυπο και χαρισμα στοιχειώνει τον πρωταγωνιστή. Η παρουσία του στη θάλασσα παραπέμπει σε μεσήλικα τόσο στυλιστικά όσο και λόγω των παραπάνω κιλών σε σχέση με τ@ς νεαρ@ς του φιλ@ςσ.6Η υποκειμενική λήψη του Κωστή στέκεται σε έναν 50-60χρονο άνδρα, επιτρέποντας μας να μοιραστούμε τις σκέψεις του για την αποθαρρυντική σύγκριση, ενώ οι δεξιότητες επικοινωνίας που κατέχει, δεν ξεπερνάν αυτές ενός βαριεστημένου τραπεζικού υπαλλήλου. Τέλος, η αποτυχημένη ερωτική συνεύρεσή του με την Άννα, και η επακόλουθη εξαφάνισή της έρχεται να επισφραγίσει τη ματαίωση της αρρενωπής ταυτότητας. Χαρακτηριστική είναι η απροθυμία του να ακολουθήσει τ@ς άλλ@ς λουόμεν@ς στο γυμνισμό της παραλίας, μια επιλογή που αναδεικνύει την καταστατική του ανασφάλεια για την εικόνα του σώματός του.
Η ματαίωση της ταυτότητας, όπως θα αποπειραθώ να επιχειρηματολογήσω στο σημείο αυτό, δεν αποτελεί μια ψυχολογική εκλογίκευση ούτε μια απλή ερμηνεία του σεξουαλικού εγκλήματος, με το οποίο κλείνει η ταινία. Αφενός, ο Παπαδημητρόπουλος μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε την κλιμάκωση από μικρότερης έντασης πράξεις, τη λεκτική βία και τις προσβολές, σε σοβαρότερες τη συστηματική όχληση της Άννας, προχωράει στο stalking, στην επίθεση στο νέο της ερωτικό ενδιαφέρον, και μόνο τότε καταλήγει στην απόπειρα βιασμού. Με αυτό τον τρόπο, συμπεριφορές εντάσσονται σε ένα συνεχές, και δεν αποτελούν αποσπασμένες πράξεις ενός διαταραγμένου υποκειμένου. Η θηλυκή πλευρά της «σχέσης», όπως εκφράζεται από την Άννα, οριοθετείται πολύ σαφώς, μετά την επιθετική και κτητική στροφή του Κωστή. Γίνεται σαφές ότι δεν προτίθεται υπό τους νέους όρους να έχουν επαφές, διεκδικώντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος και της επιθυμίας της.
Επιπλέον, η προβληματοποίηση της αρρενωπότητας, είναι διάχυτη στην ταινία, και έχει αναδειχθεί πολύ πριν την άφιξη της τουριστικής σαιζόν. Η γραφική φιγούρα του Αντιπαριώτης Τάκης (Γιάννης Τσορτέκης) είναι χαρακτηριστική, ο οποίος ως η, ανατριχιαστικά αληθινή, συμπύκνωση του λαϊκού μάτσο επαρχιώτη, αναφέρει χαρακτηριστικά «Πολυυυυύ Μουνί», ενώ αργότερα θα παρενοχλήσει σεξουαλικά τουρίστρια που φλερτάρει. Ο Κωστής, έχοντας ένα πολιτισμικό ωκεανό να τον χωρίζει με τον Τάκη, φαίνεται να δυσανασχετεί μαζί του και να τον ανέχεται οριακά, ωστόσο όσο προχωράει η ταινία οι συγκλίσεις στη δράση των δύο μοιάζουν να είναι όλο και περισσότερες. Άλλωστε, ο σκηνοθέτης δε μένει στην εύκολη μομφή ενός γραφικού μουστακαλή, αλλά μας φέρνει στη δύσκολη (?) θέση να αποξενωθούμε συναισθηματικά (ως κοινό) με το σχετικά πιο συμπαθητικό Κωστη, Συνεπώς, φαίνεται ότι η πολιτικοποίηση των σχέσεων, παραμένει κενό πρόταγμα, χωρίς την τοποθέτηση των υποκειμένων εντός ενός συγκεκριμένο κοινωνικό-πολιτισμικό συγκείμενο, επιτελέσεις και αναφορές.
Συνοψίζοντας, ο Παπαδημητρόπουλος καταφέρνει να παρουσιάσει μια άρτια ταινία, από σεναριακή και τεχνική άποψη, ενώ κάνει ένα πολιτικό σχόλιο, πολύ τολμηρότερο από συμπατριώτ@ς του, οι οποί@ς αρκούνται στα ριζοσπαστικά κλισέ, υποκρύπτοντας ότι εντέλει δεν έχουν κάτι νέο να πουν.
Υποσημειώσεις