“Με την απόλυτη μετεφηβική τους αυθάδεια, αυτός, ο Πέτρος κι ο Ορφέας, ένας φίλος που ’χε πάρα πολύ καιρό ν’ ακούσει νέα του, είχαν αποφασίσει να συγγράψουν ένα δοκίμιο με τίτλο «Σημειώσεις πάνω σε εικοσιτέσσερις συνηθισμένες λέξεις της καθομιλουμένης», και η «ανάμνηση» ήταν η πρώτη απ’ αυτές. Συζητούσαν ατέλειωτες ώρες για τις είκοσι τέσσερις λέξεις και ήταν το ίδιο αυστηροί με όλες, ραπίζοντας καθετί μελό, αποδομώντας καθετί παθογενές.”
Δημήτρης Γράψας: “Η Λευκή Κουρτίνα”, Καστανιώτης
Συχνά, κάποιος που μιλάει για κάποιον κοντινό του άνθρωπο, καταλήγει να αναφέρεται και να εκθειάζει περισσότερο τον εαυτό του παρά το έργο ή έστω το πρόσωπο για το οποίο επέλεξε να μιλήσει. Θα προσπαθήσω να αποφύγω τον κίνδυνο αυτό. Από την άλλη, δε θα προσποιηθώ ότι μπορώ να αξιολογήσω τη “Λευκή Κουρτίνα” με αντικειμενικότητα ούτε φυσικά με την εγκυρότητα ή την αυστηρότητα ενός κριτικού λογοτεχνίας. Στο κείμενο αυτό θα καταγράψω απλώς κάποιες σκέψεις – σημειώσεις για το βιβλίο και το συγγραφέα παραχαράσσοντας τον τρόπο που ο Χ του μυθιστορήματος μαζί με τους φίλους του επέλεγαν να αποτυπώσουν τη νεανική τους κριτική. Μέσα από σημειώσεις για λέξεις της καθομιλουμένης. Θα μου επιτρέψει ελπίζω να μην ακολουθήσω τον κανόνα που ήθελε να υπάρχει μόνο μια λέξη με αρχικό ένα γράμμα της αλφαβήτου.
Χαρά
Η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο νου εκφράζει μάλλον ένα συναίσθημα που δύσκολα προκαλείται από το ίδιο το βιβλίο. Είναι όμως το πιο ειλικρινές συναίσθημα που αισθάνομαι προσωπικά κρατώντας τη «Λευκή Κουρτίνα» στα χέρια μου. Και νομίζω ότι το μοιράζομαι με πολλούς και πολλές της ηλικίας μου. Χαρά για την επιτυχή ολοκλήρωση ενός τόσο δύσκολου έργου, όσο η συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Για την επιλογή ενός κοντινού μας ανθρώπου να αφοσιωθεί σε μια απαιτητική πνευματικά εργασία και να τη φέρει εις πέρας. Είναι ίσως αντιφατικό. Είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται στον κόσμο εγκλωβισμού, σύγχυσης, ανεκπλήρωτων προσδοκιών και μετέωρων βημάτων που ζει η νέα γενιά. Όμως η συγγραφή και δημοσιοποίησή του, με όλη τη δημόσια έκθεση και τη βύθιση σε αδιέξοδα και φόβους που τη συνοδεύουν, γεννά ανακούφιση και χαρά για ένα πράγμα που δεν έμεινε πάλι στη μέση, για κάτι που μπόρεσε να εκφραστεί. Η αναγνώριση των αδιεξόδων είναι το πρώτο βήμα για το ξεπέρασμά τους αλλά ταυτόχρονα και η αρχή του οριστικού εγκλωβισμού σε αυτά.
Εγκλωβισμός
Ο εγκλωβισμός θα είναι η επόμενη λέξη. Η Λευκή Κουρτίνα είναι ένα βιβλίο για τους πολλαπλούς εγκλωβισμούς. Στον εαυτό μας και στον έξω κόσμο. Πίσω ή μπροστά από την κουρτίνα. Στο παρελθόν με τις αναμνήσεις του, στο ασαφές παρόν και στο απροσδιόριστο μέλλον. Η Χ ξυπνάει ένα πρωί σε έναν άγνωστο τόπο και ουσιαστικά σε έναν άγνωστο χρόνο. Όλη η πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από την προσπάθεια του ήρωα να εξορθολογίσει την παράλογη κατάσταση στην οποία βρέθηκε και να καταφέρει να ξεφύγει από αυτή. Στο πρώτο του βιβλίο, ο Δημήτρης Γράψας, παράγει μια κλειστοφοβική αλλά με έντονη πλοκή ιστορία, με ενδιαφέρουσες τροπές και σταδιακές αποκαλύψεις. Η ιστορία είναι μια πορεία αυτογνωσίας και αναστοχασμού.
Αναστοχασμός.
Η βασική ενέργεια του Χ είναι να σκέφτεται, να αναστοχάζεται. Να υπολογίζει τα επόμενα βήματά του, να αποτιμά τις παρελθούσες κινήσεις του, να ανασύρει γεγονότα και ανθρώπους από τη μνήμη του. Σίγουρα, σε κάτι αντίστοιχο παρακινήθηκαν και οι αναγνώστες και αναγνώστριες της «Λευκής Κουρτίνας», στο να αναρωτηθούν μαζί με τον Χ: «Έλα ντε: Που χάθηκα;»
Ένα δημοσίευμα στο ελculture, σε μια αναφορά του σε μια σειρά νέες κυκλοφορίες, μεταξύ των οποίων και η «Λευκή Κουρτίνα», υποστηρίζει ότι το «ελληνικό μυθιστόρημα κάνει στροφή προς τα έσω». Δεν έχει άδικο. Η «Λευκή Κουρτίνα» είναι πράγματι μια εσωτερική αναζήτηση. Είναι έκφραση κάποιας οικειοθελούς ασφυξίας.
Υποστηρίζω, ωστόσο, ότι είναι η στροφή προς τα μέσα, ως αναγκαία συνθήκη για το πέταγμα προς τα έξω. Η στροφή προς το ατομικό για την αναζήτηση μιας επιστροφής σε ένα νέο συλλογικό.
Εποχή
Είναι εμφανές ότι το έργο είναι ένα έργο της εποχής μας. Είναι ένα έργο πάνω από το οποίο πλανάται η ανεργία, η μετανάστευση, η επιδείνωση των προσωπικών σχέσεων. Είναι από πολλές απόψεις ένα έργο επίκαιρο, ταυτισμένο με την εποχή και τις πολλαπλές ματαιώσεις της. Είναι ένα έργο για τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά και ένα έργο για τον έρωτα. Ίσως είναι και ένα έργο για τη φιλία. Είναι φυσικά και ένα έργο πολιτικό – πώς θα μπορούσε να μην ήταν;
Είναι ένα έργο της εποχής του αλλά νομίζω κάθε εποχής. Έχω καμιά φορά την αίσθηση ότι οι άνθρωποι της γενιάς μας φορτώνουμε στην κρίση και τις προφανείς καταστροφικές της συνέπειες, καταστάσεις που βίωσαν πολλές παλαιότερες με εμάς γενιές σε διαφορετικές εποχές. Το ξεπέρασμα της νεότητας, η γρήγορη ή πιο αργή ενηλικίωση, η διαμόρφωση «μιας κάποιας καθημερινότητας», η αναγνώριση ότι η ζωή προχωρά και πιθανώς να μη φέρνει μαζί της αυτά που ονειρεύτηκες, η κατανόηση της στασιμότητας, της θνητότητας και κυρίως οι αναγκαίοι αποχωρισμοί και οι συλλογικές και ατομικές αποτυχίες βιώνονται με ιδιαίτερη τραγικότητα σε πολλές γενιές. Ίσως πιο τραγικά σήμερα, αλλά και πάλι όχι μοναδικά. Και πάντα, κάποιες ευαίσθητες αντένες από κάθε γενιά, αναλαμβάνουν το μοναχικό, δύσκολο αλλά σπουδαίο καθήκον να αναμεταδώσουν τα σήματα.
Γενιά
Πολλοί/ες γνωρίζουν το Δημήτρη εδώ και χρόνια από την πολιτική του δράση στα κινήματα της νέας γενιάς και ειδικά του φοιτητικού κινήματος του 06-07. Πολλοί/ες θα γνωρίσουν το Δημήτρη σήμερα μέσα από αυτή τη νέα του ιδιότητα, ακριβώς μια δεκαετία αργότερα. Ενδιαφέρον χρονικός συμβολισμός.
Θα μπορούσα να εκμαιεύσω πολιτικά μηνύματα για τη γενιά του αλλά δε θα ήταν σωστό. Ο Δημήτρης έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο, ακριβώς για να γλυτώσει από τη φλυαρία. Για να μιλήσει μέσα από αυτό. Η επιλογή αναστοχασμού που συνοδεύτηκε από το βαθμό απομόνωσης που απαιτείται για τη συγγραφή ενός βιβλίου, ήταν αναμφίβολα σκληρή. Του έδωσε όμως τη δυνατότητα να ξεφύγει από την ανέξοδη φωνασκία της περιόδου αλλά και να μη κλειστεί στη σιωπή. Δεν ξέρω αν θα τη συνιστούσα, άλλωστε μερικές φορές τον κρίναμε για αυτό. Αλλά ο Δημήτρης Γράψας έγραψε ένα έργο για να πει αυτά που ήθελε. Όχι για να εκπροσωπήσει κάποιους/ες.
Αλλά ακριβώς επειδή έγραψε αυθεντικά αυτά που σκεφτόταν, επειδή βρήκε τη δύναμη και τη συγκέντρωση να τα γράψει, είναι που εν τέλει κάνει πολλούς και πολλές να αισθανόμαστε ότι μιλάει και εκ μέρους μας. Ότι κατάφερε να επικεντρώσει στα σημαντικά πέρα από τα σύννεφα της ανουσιότητας που κατακλυζόμαστε.
Ελπίδα;
Για αυτό και μέσα από ένα βιβλίο αναμφίβολα «βαρύ» επιλέγουμε ίσως να επαναναζητήσουμε την ελπίδα. Η Λευκή Κουρτίνα, δεν είναι προφανώς ένα «αισιόδοξο» βιβλίο. Δεν είναι ένα πύρινο κέλευσμα και δεν θα έπρεπε να απαιτείται κάτι τέτοιο. Είναι όμως υπενθύμιση για την αναζήτηση μια υπόθεσης. Σαν κι αυτή που αναφέρει το βιβλίο:
«Μια τέτοια υπόθεση θέλω να βρω κι εγώ. Να γυρέψω δρόμους που δεν έχουν ακόμα περπατηθεί. Κι από κει να ψάξω να βρω πού στρίψαμε λάθος – εγώ, εσύ και τόσοι άλλοι. Να σκεφτώ σαν να ’ναι τα πάντα αναστρέψιμα, σαν να μπορούν να ξεκινήσουν όλα και πάλι απ’ την αρχή. Μα αν δεν τα καταφέρω και χαθώ, δεν θέλω να πιστέψεις ποτέ πως δεν έψαξα, πως είπα ψέματα.
Γιατί τίποτα τόσο ισχυρό δεν είναι ψεύτικο.”