H ιστορία διαδραματίζεται στο Μάντσεστερ, στην περιοχή Withy Grove, στις όχθες του ποταμού Irk. Είναι παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1856. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι φανταστικά.


Η ώρα ήταν περίπου έξη και μισή το απόγευμα, αλλά ο ουρανός έδινε την εντύπωση ότι ήταν βαθιά νύχτα. Όπως πάντα, έτσι και σήμερα, είχε ξεκινήσει την ημέρα της στο σκοτάδι και την τέλειωνε πάλι στο σκοτάδι. Η Βικτώρια έσερνε με δυσφορία τα πόδια της στους λασπωμένους δρόμους. Φορούσε γαλότσες δύο τρία νούμερα μεγαλύτερα -ούτε ήξερε πόσα- και η παλιά ρεντιγκότα του παππού της ερχόταν μάλλον πολύ φαρδιά για το μικροκαμωμένο σώμα της. Ήταν όμως καλή για την φυλάει από το κρύο. Το ποτάμι μύριζε πάλι αυτή την απαίσια μυρωδιά. Ήθελε να ταχύνει το βήμα της. Δεν έπρεπε να το μυρίζει. Ώρα ήταν να αρρώσταινε πάλι.

Η δουλειά είχε πάει καλά σήμερα πάντως. Ήταν ικανοποιημένη. Με τη σημερινή της απόδοση είχε καταφέρει να περάσει σε παραγωγικότητα σχεδόν όλους τους άνδρες συναδέλφους της. Ήξερε πως έπρεπε να προσπαθεί διπλά για να αποδείξει την αξία της. Ήταν η μόνη γυναίκα στον τομέα γυρίσματος του μύλου. Κι αν και μικροκαμωμένη, επειδή ήταν ευλύγιστη και είχε γερή κράση, τα κατάφερνε καλύτερα απ όλους τους άνδρες του τομέα της. Για το λόγο αυτό, ήξερε πως δεν την συμπαθούσαν οι συνάδελφοι της. Κι αν ήταν μία φορά αντίθετοι με το να αναλαμβάνουν γυναίκες το πόστο τους σ.1Με την εντατική εκμηχάνιση της βιομηχανίας παραγωγής υφάσματος, ανακατανεμήθηκε προοδευτικά και ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας στα εργοστάσια. Οι γυναίκες απασχολούνται κυρίως στους τομείς της επεξεργασίας βαμβακιού, στην κλωστική μηχανή που λειτουργούσε με νερό, αλλά ποτέ στο γύρισμα του μύλου, τόσο λόγω της κατά κανόνα μικρότερης σωματικής τους δύναμης όσο και γιατί οι άνδρες εργάτες ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο., οι εντυπωσιακές της επιδόσεις στο γύρισμα του τροχού τους έκανε να την μισούν. Την φώναζαν αγοροκόριτσο, της έλεγαν συχνά άσχημες κουβέντες, λόγια βρώμικα που ούτε να τα σκέφτεται δεύτερη φορά δεν άντεχε. Άλλες φορές, την φώναζαν ειρωνικά Μεγαλειοτάτη- λόγω του κοινού ονόματος/ ίσως του μοναδικού κοινού/, που μοιραζόταν με την Βασίλισσα της Αγγλίας- κι άλλες φορές, δεν της έλεγαν ούτε μία κουβέντα. Υπήρχαν ημέρες ολόκληρες που, από το πρωί μέχρι το βράδυ που σχόλαγε η βάρδια της, δεν κατάφερνε να ανταλλάξει δύο λόγια με ένα άνθρωπο. Αισθανόταν πως είχε γίνει ένα με τον τροχό, αναπόσπαστο μέρος του, τόσο οργανικά δεμένο που κανείς πια δεν την ξεχώριζε ως ένα πρόσωπο αυτοτελές μέσα στον χώρο.

Ούτε όμως κι οι κοπέλες την συμπαθούσαν, τη θεωρούσαν επιπόλαιη και φαντασμένη – όλο θέλει να μπλέκεται στα πόδια των ανδρών– ψιθύριζαν στο σχόλασμα κάποιες πίσω από την πλάτη της όταν την έβλεπαν. Δεν καταλάβαιναν ποιο ακριβώς ήταν το κρυφό της σχέδιο- γιατί στα μάτια τους σίγουρα είχε κάποιο.

Δεν είχε καταφέρει να κάνει φίλες από όταν είχε φτάσει στο Μάντσεστερ. Ζούσε μια κλειστή, αφοσιωμένη στην εργασία της ζωή, που σε τίποτα δε θύμιζε την δραστήρια κοινωνική ζωή που είχε ζήσει ως παιδί και ως έφηβη πίσω στην φτωχική της κοινότητα μίλια μακριά από την πόλη.

Η μόνη γυναίκα φίλη που είχε ήταν η Μαριάν, η κόρη του αρτοποιού. Η Μαριάν την είχε προσκαλέσει στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή που οργάνωνε ο πατέρας της. Δεν ήταν μικρό πράγμα για την φτωχή τους συνοικία αυτή η γιορτή. Ο πατέρας της Μαριάν, ήταν ο μόνος σε ολόκληρη την γειτονιά που τα έφερνε καλά βόλτα. Το μαγαζί πήγαινε καλά γιατί έδινε ψωμί σε εστιατόρια στο κέντρο της πόλης. Μάλιστα, έδινε και σε κάποια από τα καλά. Με την απλήρωτη σκληρή εργασία των δύο γιων του και της κόρης του και τη μυστική συνταγή της γιαγιάς του, ο κύριος Ντραμ είχε καταφέρει να φτιάχνει το πιο νόστιμο και το πιο φτηνό ψωμί σε ολόκληρο το Μάντσεστερ. Ο κύριος Ντραμ είχε βέβαια «υψηλές» κοινωνικές φιλοδοξίες. Είχε προσκαλέσει γνωστούς εμπόρους από όλες τις γωνιές της πόλης και ήλπιζε ότι με την διοργάνωση μιας εντυπωσιακής γιορτής – για την προετοιμασία της οποίας είχαν ξοδέψει μια περιουσία- θα κέρδιζε μια θέση ανάμεσα τους.

Για τους λόγους αυτούς είχε δώσει -ο τσιγκούνης κ. Ντράμ- σχεδόν 100 λίρες στη Μαριάν, για να αγοράσει φόρεμα και παπούτσια για την γιορτή από τα καλά μαγαζιά του Μάντσεστερ. Εξάλλου, μεταξύ άλλων, η γιορτή αυτή θα ήταν και μια καλή ευκαιρία για να παρουσιαστεί η Μαριάν, ως ντεμπιτάντ στην μικρό-κοινότητα των εμπόρων του Μάντσεστερ. Ο κ. Ντραμ τα είχε υπολογίσει καλά. Με μια ακριβή γιορτή θα πετύχαινε δύο στόχους: και κοινωνική αναβάθμιση κι έναν καλό γαμπρό για τη Μαριάν.

Η Βικτώρια ήταν πολύ κουρασμένη, όμως σκεφτόταν εν τέλει να πάει σε αυτή την γιορτή. Για το σκοπό αυτό, της είχε δανείσει η Μαριάν ένα παιδικό της φόρεμα. Το μόνο από τα ρούχα της που θα μπορούσε να της κάνει, έτσι αδύνατη που ήταν. Είχε προγραμματίσει να γυρίσει σπίτι, να ζέσταινε το νερό στο κανατάκι, να έλουζε τα μαλλιά της και να τα στέγνωνε με τη ζέστη που θα έβγαζε το μαγκάλι, να ξεκουραζόταν ένα τέταρτο ή το πολύ μισάωρο και μετά να ετοιμαζόταν να πάει στη γιορτή. Κάπου κατά τις εννέα. Για να προλάβαινε και το φαγητό.

Καθώς έμπαινε στο γεμάτο υγρασία δωμάτιο της, λαχανιασμένη από το ανέβασμα των τόσων σκαλοπατιών, η κούραση που αισθανόταν την αποθάρρυνε ολοένα και περισσότερο. Σκεφτόταν πως το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Προσπάθησε όμως να αντιπαλέψει την κούραση ιεραρχώντας με μηχανικό τρόπο τις κινήσεις της, όπως ακριβώς έκανε και στην δουλειά, τις φορές εκείνες που αισθανόταν να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της.

Πάνω στο κρεβάτι της είχε ακόμη αφήσει το πακέτο που ξημερώματα της ίδιας ημέρας πριν πάει στη δουλειά είχε παραλάβει από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Το είχε κρατήσει στο σάκο της όλη την ημέρα γιατί ήθελε να το ανοίξει με την ησυχία της. Ήταν το ετήσιο πρωτοχρονιάτικο δώρο που της έστελνε ο αγαπημένος της ξάδερφος ο Τιμ Χάρισον, που δούλευε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λίβερπουλ, κι έτσι μπορούσε εύκολα να της στέλνει πακέτα κι εκείνη να τα παραλαμβάνει χωρίς κανείς από τους δύο να επιβαρύνεται με έξοδα μεταφοράς. Ο Τιμ, ήταν πολύ μελετηρός και πολύ καλός μουσικός. Της έστελνε συνέχεια επιστολές στις οποίες της περιέγραφε την καθημερινότητα της εργασίας του, βιβλία που είχε ο ίδιος προηγουμένως διαβάσει αλλά και μερικές από τις παρτιτούρες από τη μουσική που έγραφε, όπως και πιο μικρά κοριτσίστικα δώρα ή και γλυκά. Είχε πάντα αγωνία να ανοίξει το πακέτο του Τιμ. Αφού ολοκλήρωσε τον καλλωπισμό ξάπλωσε στο κρεβάτι της και άρχισε να το ξετυλίγει.

Αυτή τη φορά αντί για κορδέλες ή σοκολάτες το πακέτο περιείχε ένα κακοδεμένο και ταλαιπωρημένο βιβλίο. Το εξώφυλλο ήταν σκισμένο κι έτσι δε μπορούσε να διακρίνει πουθενά τον τίτλο ή το όνομα του συγγραφέα αυτού του βιβλίου, το οποίο με την πρώτη ματιά φαινόταν πως δεν ήταν λογοτεχνικό. Ήταν πυκνογραμμένο και η γραμματοσειρά ήταν πολύ μικρή. Στο πίσω μέρος υπήρχαν πίνακες με αριθμούς καθώς κι ένας χάρτης του Μάντσεστερ με σημειωμένα με μολύβι τα σημεία που βρίσκονταν τα εργοστάσια υφάσματος της πόλης. Στην μέση βρήκε ένα σημείωμα γραμμένο από τον Τιμ. Ήταν μάλλον κάποιες πληροφορίες για το βιβλίο.

Το σημείωμα ανέφερε:

Αγαπημένη μου Βικτώρια,

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, την ώρα που θα ανοίγεις αυτό το πακέτο θα έχουν συμπληρωθεί περίπου πέντε χρόνια από την τελευταία αλλαγή χρόνου που περάσαμε μαζί, πίσω στο μικρό μας ψαροχώρι, μαζί με τους γονείς και τους φίλους μας. Βασανίστηκα πολύ για να διαλέξω το δώρο που θα σου έστελνα σε μια τόσο σημαντική επέτειο. Το βιβλίο που τελικά αποφάσισα να σου χαρίσω έχει γυρίσει από χέρι σε χέρι τον τελευταίο χρόνο. Το έχουν διαβάσει οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, άνδρες και γυναίκες. Διαβάζοντας το αισθανόμουν ότι μάθαινα περισσότερα για τη ζωή που μου έχεις περιγράψει ότι ζεις. Για την καθημερινή εργασία σου, για τις συνήθειες, για τους πόνους στη μέση σου και για τις αρρώστιες που μπορεί να απειλούν την υγεία σου. Το όνομα του συγγραφέα θα σου το αποκαλύψω μόνο όταν θα έχεις διαβάσει το βιβλίο, γιατί φοβάμαι πως η όποια προκατάληψη σου για την κοινωνική του καταγωγή μπορεί να μη σε αφήσει να διακρίνεις την ευαισθησία και το πραγματικό του ενδιαφέρον για τη ζωή των ανθρώπων που είναι σαν κι εμάς αλλά και για την αλλαγή της.

Με αγάπη και με την ευχή να ανταμώσουμε σύντομα,

ο ξάδερφος σου Τιμ.

Η Βικτώρια κοίταξε το ρολόι της. Με όλα αυτά η ώρα είχε πάει 8. Σκέφτηκε όμως ότι προλάβαινε να διαβάσει λίγο ξαπλωμένη και μετά να πάει στης Μαριάν. Άνοιξε το βιβλίο. Αισθάνθηκε τα μάτια της βαριά. Σκέφτηκε ότι δε θα ήταν και πρόβλημα να τα άφηνε να κλείσουν για πέντε λεπτά. Μετά, μπορούσε να σηκωθεί και να πάει στη γιορτή.

BtYjK_BIEAAkSRx

Μεσάνυχτα

Ο χαρμόσυνος ήχος της καμπάνας που σήμαινε την αλλαγή του χρόνου ξύπνησε την Βικτώρια. Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα. Σα να παρακοιμήθηκα, σκέφτηκε. Ενώ άνοιγε τα μάτια της, της φάνηκε πως μια ανθρώπινη φιγούρα στεκόταν στην πόρτα του δωματίου της. Επειδή, δεν είχε καλοξυπνήσει, δεν τρόμαξε.

Η φιγούρα πλησίαζε προς το μέρος της. Ήταν ένας άνδρας: κοντόσωμος και μάλλον λίγο παχουλός.

Ενώ πλησίαζε το κρεβάτι της, μπορούσε να διακρίνει καθαρότερα το πρόσωπο του. Πρέπει να ήταν κοντά στα τριανταπέντε. Είχε μακριά γένια και έντονα πράσινα μάτια.

  • Καλησπέρα Βικτώρια και Καλή χρονιά. Ευτυχισμένο το 1856! Της είπε..
  • Καλησπέρα και σε εσένα. Ποιος είσαι όμως και τι ζητάς μέσα στη νύχτα στο δωμάτιο μου; Ρώτησε με περιέργεια η Βικτώρια.
  • Είμαι ένας φίλος. Μάλλον, θέλω να γίνω φίλος σου.
  • Και γιατί παρακαλώ θες να γίνεις φίλος μου; Από πού με ξέρεις; Είπε ενοχλημένη.
  • Ξέρω πολλά για τη ζωή σου και αυτή των άλλων ανθρώπων- ανδρών και γυναικών που είναι σαν κι εσένα. «Έζησα αρκετό καιρό μαζί τους, για να είμαι καλά πληροφορημένος για τις συνθήκες ζωής τους• αφιέρωσα όλη μου την προσοχή για να τις γνωρίσω καλά• μελέτησα τα διάφορα ντοκουμέντα, επίσημα και μη επίσημα, που είχα τη δυνατότητα να προμηθευτώ• καθόλου δεν αρκέστηκα σε αυτά• δε με ενδιέφερε μια αφηρημένη μονάχα γνώση για λογαριασμό μου, ήθελα να δω τις κατοικίες, να παρατηρήσω στην καθημερινή τους ύπαρξη, να μιλήσω μαζί τους για τις συνθήκες ζωής τους και για τα βάσανά τους, να είμαι μάρτυρας στους αγώνες τους ενάντια στην κοινωνική και πολιτική εξουσία των καταπιεστών τους».
  • Καλά όλα αυτά και μπράβο σου αν όντως τα κατάφερες τόσο καλά, όμως και πάλι δε μου απάντησες: ποιος είσαι και τι ζητάς από εμένα και μάλιστα τολμάς να με ενοχλείς τέτοια ώρα στο δωμάτιο μου;
  • Αρχικά να απολογηθώ για τους κακούς μου τρόπους. Πράγματι, έχω έρθει απρόσκλητος. Και ποτέ δε θα εισέβαλλα απρόσκλητος στο δωμάτιο μιας αξιοπρεπούς νεαρής κυρίας αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος.

Η Βικτώρια άρχισε να θυμώνει.

  • Και ποιος είναι αυτός ο τόσο σοβαρός λόγος παρακαλώ; Ρώτησε με έντονο ύφος.
  • Έχεις δίκιο να είσαι θυμωμένη. Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω όσο πιο καλά μπορώ, αν και το θέμα είναι περίπλοκο. Είπε ο κ. Φάντασμα. (*ας συμφωνήσουμε ότι θα τον λέμε έτσι από εδώ και στο εξής).
  • Τι το περίπλοκο έχει δηλαδή; Ρώτησε με περιέργεια η Βικτώρια.
  • Άκου λοιπόν. Είναι και για εμένα μια επέτειος σημαντική σήμερα. Εξίσου σημαντική με αυτή που μοιράζεσαι με τον εξάδερφο σου τον Τιμ…
  • Πώς ξέρεις τον Τιμ; Τον διέκοψε πάλι η Βικτώρια.
  • Είναι μεγάλη ιστορία και θα σου την πω άλλη στιγμή. Βέβαια, ίσως από αυτά που θα σου πω στη συνέχεια μπορεί και να καταλάβεις κάποια πράγματα. Γι’ αυτό δώσε μου λίγο χρόνο να σου εξηγήσω και άκου λοιπόν: Φέτος, συμπληρώνονται περίπου δέκα χρόνια από τότε που έγραψα αυτό το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου. Το βιβλίο αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης δουλειάς παρατήρησης και καταγραφής που έκανα όταν ακόμη ήμουν σπουδαστής. Μέσα από την διαδικασία συγγραφής αυτού του κειμένου, πρέπει να σου ομολογήσω ότι γνώρισα όψεις της ζωής που ως τότε αγνοούσα. Ξυπνούσα την ίδια ώρα με εσάς, σας ακολουθούσα στην εργασία σας, έτρωγα μερικές φορές από το φαγητό σας, ερχόμουν στις γιορτές που οργανώνατε στα μικρά αλλά φιλόξενα σπίτια σας. Η δουλειά που έκανα ξεπέρασε το όριο της περιγραφής της δουλειάς σας στο εργοστάσιο και της καταγραφής των ωραρίων αλλά και των μορφών της εργοδοτικής αυθαιρεσίας που ασκούνται σε βάρος σας. Έγινα για λίγο καιρό ένας από εσάς..
  • Και από εμένα τι ζητάς; Γιατί δε μου λες από εμένα τι ζητάς; Είπε σχεδόν οργισμένη η Βικτώρια.
  • Μη θυμώνεις καλή μου. Σε παρακαλώ. Από τότε που έγραψα το βιβλίο, άλλαξαν πολλά πράγματα. Έλειψα και καιρό από την πόλη. Τώρα δε μπορώ να κυκλοφορώ, όπως πριν. Με παρακολουθούν, πρέπει να δίνω αναφορά. Έχω και τι δουλειές που δεν πάνε καλά. Έτσι δεν έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ στενά τις εξελίξεις. Έχω μάθει ότι εσύ είσαι το πιο έξυπνο και το πιο ικανό κορίτσι σε ολόκληρο το Μάντσεστερ. Μου είπαν ότι δουλεύεις όμοια και καλύτερα από τους άνδρες συναδέλφους σου στο εργοστάσιο. Θα ήθελα λοιπόν απόψε να με ξεναγήσεις στην ζωή σου και στην καθημερινότητα σου…
  • Απόψε; Ρώτησε με έκπληξη η Βικτώρια.
  • Ναι, μη σου κάνει εντύπωση. Έχω εξασφαλίσει τον τρόπο για να είναι δυνατό αυτό. Απάντησε με σιγουριά το περίεργο φάντασμα με την ανθρώπινη όψη. Τι λες, μπορείς;

c854ee57ea8e83187acc3a3a45e3fac0

 Ξημέρωμα

Ξύπνα, καλή μου, θα αργήσουμε.

  • Θα αργήσουμε; Πολύ καιρό είχε να ακούσει αυτόν τον πρώτο πληθυντικό. Πολλά λεφτά μπορεί να μην έβγαζε, αλλά είχε τουλάχιστον καταφέρει να συντηρεί ένα μικρό σπιτάκι μόνη της. Χαιρόταν που δεν είχε ανάγκη κανέναν, που γλίτωσε από την αναγκαστική παντρειά και, άλλωστε, χρόνο και όρεξη για έρωτες και άλλα τέτοια δεν είχε.
  • Αν αργήσουμε κι άλλο, θα μας βρει ο ήλιος εδώ. Επέμενε το φάντασμα.
  • Ποιος ήλιος; Λες κι έχει ποτέ ήλιο σε αυτή τη σπηλιά που λέγεται Μάντσεστερ. Σιγά σιγά, είχε αρχίσει να ανοίγει τα μάτια της. Σπάνια δυσκολευόταν να ξυπνήσει και της έκανε εντύπωση αυτό. Προς μεγάλη της έκπληξη, αντίκρισε πάλι μπροστά της τον κύριο Φάντασμα. Ήδη ντυμένος, κεφάτος, καθόταν μπροστά της χαϊδεύοντας τα μούσια του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε ένα φλιτζάνι με τσάι. Της φάνηκε συμπαθής αλλά λίγο περίεργος αυτός ο μεσήλικας, που έμοιαζε να ήταν πάνω από 35 χρονών.
  • Σου έχω φτιάξει και τσάι, αλλά δε νομίζω να προλαβαίνεις να το πιεις. Φάε όμως μια φρυγανιά. Είσαι πολύ αδύνατη…

Η Βικτώρια πήρε πια την απόφαση ότι δεν ήταν όνειρο και ότι έπρεπε όντως να ετοιμαστεί για τη δουλειά της. Κοίταξε το ρολόι και πράγματι είχε αργήσει. Άρχισε να ντύνεται με γοργούς ρυθμούς. Πριν φύγει μασούλησε μηχανικά τη φρυγανιά που της είχε προσφέρει ο κ. Φάντασμα. –Δεν είναι κι άσχημο να σε φροντίζουν που και που, σκέφτηκε.

  • Πρέπει να είμαι στη δουλειά σε λιγότερο από μισή ώρα. Αν είναι να έρθεις κι εσύ να είσαι σβέλτος. Σε βλέπω χοντρούλη, δεν πιστεύω να με καθυστερήσεις. Είπε, δήθεν εκνευρισμένη…
  • Ε, όχι και χοντρούλης…Δύο κιλά έχω βάλει…Εξαιτίας των γιορτών.. Πάντως έχω τον τρόπο μου, δε θα σε καθυστερήσω, απάντησε ο κ. Φάντασμα.
  • Πάλι άρχισες αυτά τα περίεργα. Άντε λοιπόν, πάμε.

 Βγήκαν από το σπίτι και άρχισαν να περπατούν με γοργά βήματα. Μπροστά η Βικτώρια και λίγο πίσω ο κ. Φάντασμα. Έκανε παγωνιά και ένας καπνός προερχόμενος από τα εργοστάσια και τα καύσιμα υλικά για τη θέρμανση κάλυπτε την πόλη. Ανηφόρισαν περνώντας από το Shudehill πριν στρίψουν στην οδό Millers. Μέσα σε λίγα λεπτά περπατούσαν στη λεωφόρο Great Ancoats, βόρεια της οποίας βρίσκονταν τα περισσότερα εργοστάσια.

  • ­Να, εδώ δουλεύω, έδειξε η Βικτώρια. Το εργοστάσιο του κύριου Μπάουντερμπυ. Σιγά μην είναι ξύπνιος αυτός τέτοια ώρα. Θα κοιμάται στο ζεστό του κρεβάτι μετά το χθεσινό φαγοπότι πάλι. Και το μόνο που λέει είναι το πόσο δούλεψε, και πόσο φτωχός ήταν και πώς όποιος θέλει και προσπαθήσει μπορεί να πετύχει σαν αυτόν.
  • Α, τον είχα γνωρίσει τον κύριο Μπάουντερμπυ, σχολίασε ο κ. Φάντασμα.
  • Μπα, τέτοιος είσαι και του λόγου σου; ρώτησε με περιφρόνηση η Βικτώρια.
  • Τέτοιος δεν είμαι, έτσι ελπίζω τουλάχιστον. Έχω όμως δουλειές στο κέντρο, στο χρηματιστήριο. Μια μέρα, που λες, περπατούσα με αυτόν. Του μίλησα για τις άθλιες ανθυγιεινές τρώγλες και για τις επαίσχυντες συνθήκες της συνοικίας που μένουν οι εργάτες του εργοστασίου. Δήλωσα πως ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει πιο κακοχτισμένη πόλη. Με άκουσε υπομονετικά, και στη γωνιά του δρόμου, όπου αποχωριστήκαμε, παρατήρησε: «Παρ’ όλ’ αυτά, άφθονο χρήμα εδώ. Καλημέρα σας, κύριε!»
  • Ναι, άφθονο χρήμα, απάντησε ειρωνικά η Βικτώρια. Αλλά καλά σου είπε. Κι εσύ δηλαδή τι νόμιζες, ότι θα πας στ’ αφεντικά και θα τους πεις για τη δυστυχία των εργατών τους και κάτι θα αλλάξει; Αφού δεν αλλάζει τίποτε, καλέ μου κύριε. Σε αυτόν τον σκατένιο τόπο, πάντα θα έχει σκοτάδι, κάπνα και μούχλα. Και να σου πω και κάτι: Σιγά που σκοτίστηκα για όλο αυτό το βάλτο. Εγώ, να τη βγάλω καθαρή θέλω. Να κάνω κομπόδεμα και να φύγω.
  • Δεν προσπαθώ να πείσω τα αφεντικά. Η γνώμη σας με ενδιαφέρει. Η δική σου και των άλλων κοριτσιών και αγοριών που δουλεύουν στα εργοστάσια. Εσύ θα με μάθεις απόψε. Είπε με σχεδόν απολογητικό ύφος, ο κ. Φάντασμα.
  • Α ναι, την εργατική τάξη! Τα έχω ακούσει αυτά, τον διέκοψε η Βικτώρια. Λες κι έχω εγώ κανένα κοινό με αυτούς τους άξεστους που μόνο για να μεθάνε και τσακώνονται είναι ικανοί.
  • Τα συμφέροντά σας είναι κοινά, Βικτώρια. Όλα αυτά τα υφάσματα που φτιάχνετε, τα πουλάει ο κ. Μπάουντερμπυ σε όλο τον κόσμο. Μέχρι και στις Ινδίες φτάνουν αυτά που εσείς παράγετε. Και τι κερδίζετε από αυτά; Μια τρύπα στο Withy Grove και μια φέτα μπαγιάτικο ψωμί.
  • Ρε τι πάθαμε με δαύτον. Ελπίζω μόνο να μην είσαι από αυτούς τους φαφλατάδες του συνδικάτου. Που οι μισοί τα κάνουν πάνω τους, μόλις λίγο νευριάσει το αφεντικό. Άσε με τώρα. Με τη φλυαρία σου θα αργήσω. Είπε η Βικτώρια και του γύρισε περήφανα την πλάτη. Τώρα αισθανόταν πάλι μια μικρή βασίλισσα.

 Το εργοστάσιο ήταν το δεύτερο στη σειρά, επί του καναλιού Rochdale. Ήταν ένα μακρόστενο πενταώροφο κτίσμα. Η εξωτερική του όψη, όπως συνηθίζεται σε τέτοια κτίρια, καλυπτόταν από τούβλο και οι σειρές των μεγάλων παραθύρων ήταν γραμμικά τοποθετημένες. Στην είσοδο έμπαιναν βιαστικά οι τελευταίοι αργοπορημένοι. Η βάρδια μόλις άλλαζε. Ενώ η Βικτώρια έτρεχε προς το πόστο της, δοκίμασε μια πρωτόγνωρη έκπληξη. Λίγο έλειψε να πέσει κατάχαμα, αλλά ο κ. Φάντασμα την κράτησε.

  • Αυτή εκεί, στη θέση μου. Είμαι εγώ η ίδια. Να, κοίτα, μέχρι και τα ίδια ρούχα έχουμε. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα.

Η Βικτώρια είχε ένα ύφος στο πρόσωπο που φαινόταν να προσπαθεί ταυτόχρονα να κλάψει και να ουρλιάξει. Άρχισε να φωνάζει και να σκουντάει τους συναδέλφους της, πήγε να ακουμπήσει φοβισμένη και αυτήν που έμοιαζε να είναι ο εαυτός της. Τίποτα, σα να ήταν αόρατη. Ή μάλλον όχι. Αόρατη αισθανόταν πολλές φορές στο παρελθόν. Αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν σα να μην υπήρχε.

Όταν βρήκε την ηρεμία της, γύρισε στον μουσάτο μεσήλικα με απορία:

  • Θα μου πεις επιτέλους, τι είναι όλο αυτό;
  • Εσύ να μου πεις, εσύ το ξέρεις αυτό το μέρος και αυτούς τους ανθρώπους.
  • Ναι αλλά… τι συμβαίνει ακριβώς; Που βρίσκομαι; Μήπως πέθανα;
  • Όχι καλή μου. Όπως σου είπα και νωρίτερα, θα κάνουμε μαζί μια βόλτα. Θα μου δείξεις την καθημερινότητά σου. Μη σε απασχολεί πώς και γιατί βρεθήκαμε εδώ.

 Η Βικτώρια παρέμενε σαστισμένη αλλά σιγά σιγά αποδεχόταν το καθ’ όλα παράλογο περιστατικό που ζούσε. Μαζί με τον κ. Φάντασμα έκαναν βόλτα σε όλο τον όροφο. Ο άνδρας ήθελε να πάνε και στους άλλους ορόφους, που ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά, αλλά η Βικτώρια επέμενε να κοιτάζει τον εαυτό της και τους γύρω της. Δεν γίνονταν και πολλά πράγματα, είναι η αλήθεια. Ούτε πολλές κουβέντες, ούτε τίποτα. Καμιά φορά, κάποιοι από τους άνδρες έμοιαζαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους αλλά δε μπορούσαν να ακούσουν τι έλεγαν. Η Βικτώρια (ή μάλλον αυτή που εμφανιζόταν ως Βικτώρια – θα τη λέμε Βικτώρια ΙΙνα θυμίζει περισσότερο βασίλισσα) δε συμμετείχε σε κανένα από αυτά τα σύντομα πηγαδάκια.

  • Εσένα γιατί δε σου λέει κανείς τίποτα; ρώτησε ο κ. Φάντασμα.
  • Δεν έχω και πολλές σχέσεις με αυτούς από τη δουλειά. Να κοιτάνε τη δουλειά τους αυτοί κι εγώ τη δική μου.
  • Κάτι φαίνεται να σκαρώνουν, δε σε ενδιαφέρει εσένα;
  • Καμία συνάντηση θα έχουν μετά τη δουλειά. Το κάνουν συχνά.
  • Τι συνάντηση;
  • Ξέρω γω μωρέ. Θέλουν να κάνουν μια ένωση με εργάτες από άλλα εργοστάσια, κάτι τέτοιο.
  • Α μάλιστα. Κι εσύ διαφωνείς;
  • Ούτε συμφωνώ, ούτε διαφωνώ. Δεν έχω όρεξη και χρόνο για να ασχολούμαι με αυτά. Επίσης και να ήθελα να ασχοληθώ, δε θα σκεφτόμουν ποτέ να στραφώ σε εκείνους, που πιστεύουν ότι οι γυναίκες υπάρχουν μόνο για να τους υπηρετούν και για να γεννάνε τα παιδιά τους.

Το κουδούνι της αλλαγής βάρδιας διέκοψε τη συνομιλία τους. Σταμάτησαν όλοι την εργασία τους, σταμάτησε και η «Βικτώρια ΙΙ», και άρχισαν να κινούνται προς την έξοδο. Στις σκάλες άρχισαν να συναντιούνται με τους εργάτες και τις εργάτριες από τους άλλους ορόφους. Τα παιδιά, αν και ασθενικά και κακόκεφα, έτρεχαν, κι έτσι βγήκαν γρηγορότερα από την πύλη στο δρόμο. Σιγά σιγά, άρχισαν να γίνονται μικρές ομάδες, και όσο απομακρύνονταν από το εργοστάσιο, οι κουβέντες γίνονταν όλο και πιο έντονες.

  • Θα έρθεις αυτή τη φορά στη συνάντηση;, ρώτησε ένα λεπτό αγόρι, γύρω στα 18, τη Βικτώρια ΙΙ.
  • Άντε πάλι, σου έχω πει ότι δε με ενδιαφέρουν αυτές οι συναντήσεις.
  • Ποιος είναι αυτός ο νέος που συνομιλείτε;, ρώτησε ο κύριος φάντασμα τη Βικτώρια Ι.
  • Α, αυτός; Αυτός είναι ο Μπίλυ. Καλό παιδί είναι, με καλεί όλο σε αυτές τις συναντήσεις, νομίζω ότι του αρέσω λιγάκι. Τον ξέρω από παλιά, συγχωριανός μου είναι.

 Όσο προχωρούσαν στην κεντρική λεωφόρο, οι ομάδες είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Μια ομάδα περίπου 20-25 ανδρών προχώρησε λίγο πιο βιαστικά και -αφού χαιρέτισαν τις γυναίκες- έστριψαν στην οδό Oldham κατευθυνόμενοι προς το κέντρο. Η Βικτώρια ΙΙ, αντάλλαξε μια-δυο ψυχρές χαιρετούρες και συνέχισε μόνη της.

  • Τους βλέπεις; Η Βικτώρια πρόλαβε να πάρει το λόγο από τον κ. Φάντασμα.
  • Τι εννοείς; αποκρίθηκε αυτός απορημένος.
  • Με ρωτάς όλη την ώρα γιατί δεν πηγαίνω σε αυτές τις συναντήσεις. Βλέπεις ότι καμιά γυναίκα δεν πηγαίνει σε αυτές τις συναντήσεις; Ε βέβαια! Πώς να πάνε; Αφού πρέπει να γυρίσουν, να φτιάξουν φαγητό, να κρατήσουν τα παιδιά, να συγυρίσουν. Οι άνδρες βέβαια, μια χαρά… Να πάνε στις συζητήσεις τους, να κουβεντιάσουν. Να πάνε και μετά να μεθύσουν σε καμιά παμπ κάτω στη μικρή Ιρλανδία. Έχεις πάει ποτέ εκεί να δεις τι γίνεται;
  • Ναι βέβαια. Η χειρότερη συνοικία του Μάντσεστερ.
  • Με καλούν καμιά φορά, κάτι κορίτσια από τη δουλειά να φάω μαζί τους την Κυριακή. H Κέιτλιν και η Νόρα. Αδερφές είναι και ήρθαν όταν ξεκίνησε ο λιμός από το Ντέρυ. Η Νόρα ήταν ήδη παντρεμένη και στο σπίτι που πιάσανε με τον άνδρα της, έμεινε και η μικρή. Ακόμα και καταμεσήμερο, δε χωράει ο νους τι συμβαίνει. Μεθυσμένοι που λιποθυμούν στους δρόμους, άλλοι κοιμούνται ακόμα και μέσα στις λάσπες. Κάθε φορά, φοβάμαι να περάσω. Μη μου ριχτεί κανένας βρωμιάρης. Αυτή είναι η εργατική σου τάξη, κ. Φάντασμα: άνθρωποι που αν κρατούσαν τα λεφτά που δίνουν στο ποτό και τις πόρνες, θα είχαν περισσότερες λίρες κι από τη βασίλισσα.
  • Τα γνωρίζω, αυτά, Βικτώρια, είπε ο κ. Φάντασμα με σοβαρό ύφος. Αυτά όμως είναι αποτέλεσμα του τρόπου που ζείτε και εργάζεστε. Συνθλίβεστε Βικτώρια. Δεν το καταλαβαίνεις; Η εποχή μας παράγει τις πιο λαμπρές προοπτικές, αλλά τις καθηλώνει σε μια πραγματικότητα που είναι πραγματικά η πιο απάνθρωπη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι σύγχρονες πόλεις, που παράγεται τόσος πλούτος, είναι ταυτόχρονα εστίες βρωμιάς, βίας, αρρώστιας, ανηθικότητας. Γράφω για αυτά στο βιβλίο μου.
  • Για την Κέιτλιν γράφεις; Που όταν γυρίσει από τη βάρδια, έχει άλλη μια βάρδια ολόκληρη στο σπίτι, ενώ ο καλός της παίζει με μια μπάλα με τους φίλους του στο δρόμο; Για τη Νόρα κι εμένα που μας κακολογούν όλη την ώρα επειδή είμαστε ανύπαντρες; Σιγά μη γράφεις. Και σε όλες αυτές τις συναντήσεις που μας καλούν, λένε τίποτα για αυτά; Σιγά μη λένε.

Ο κ. Φάντασμα στεκόταν σκεφτικός και προβληματισμένος.

  • Γιατί δεν πάμε τώρα σε αυτή τη συνάντηση; Να δούμε πώς είναι. Άλλωστε, δε χάνεις χρόνο. Σου είπα ότι ως προς το χρόνο δεν πρέπει να ανησυχείς.
  • Μπορώ να κάνω και αλλιώς; Αφού δεν ξέρω πώς να αποδράσω από αυτό το περίεργο όνειρο που ζω.

Απρόθυμα αλλά και με έναν ανομολόγητο για την ώρα ενθουσιασμό, η Βικτώρια αποδέχτηκε την πρόταση του κ. Φάντασμα.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Απόγευμα.

 O κ. Φάντασμα και η Βικτώρια βρίσκονται μέσα σε μια πολύβουη αίθουσα. Στέκονται όρθιοι λίγο μετά από την είσοδο την ώρα που το κοινό αρχίζει να κάθεται στις καρέκλες. Οι τελευταίοι βγάζουν τα πανωφόρια και τα καπέλα τους και γεμίζουν σιγά σιγά τις τελευταίες σειρές. Η γεμάτη καπνό αίθουσα είναι σχεδόν γεμάτη, ίσως οι παρευρισκόμενοι να ξεπερνούν τους εκατό.

  • Να εκεί έχει δύο καρέκλες, έδειξε ο κ. Φάντασμα. Ας βιαστούμε μη τις πιάσουνε κι αυτές.

Η Βικτώρια ακολούθησε, σαστισμένη ακόμα με το πώς βρέθηκαν μεμιάς μέσα σε αυτό το κτίριο, που ούτε καν ήξερε που βρισκόταν.

Έκατσαν σε μια από τις πίσω σειρές, αλλά είχαν αρκετή ορατότητα σε όλη την αίθουσα. Δίπλα τους ήταν κάποια νέα παιδιά, ταλαιπωρημένα και ακόμα βρώμικα από τη δουλειά, αλλά αρκετά δραστήρια και ζωηρά.

Λίγα λεπτά αργότερα, ένας ψιλόλιγνος άνδρας πήρε το λόγο και είπε:

  • Εργάτες των υφαντουργείων του Λανκασάιρ. Η σημερινή συνάντηση είναι ιστορική…

Ένα από τα παιδιά που καθόταν κοντά τους, έγειρε στον ώμο του διπλανού του και του είπε χαμηλόφωνα γελώντας:

  • Ρε συ, και την άλλη συνάντηση που ήρθαμε πριν μια βδομάδα, ιστορική δεν την είπαμε;
  • Σταμάτα ρε μαλάκα. Όλο τα ίδια αστεία κάνεις, του απάντησε αυστηρά ο φίλος του.

 Όλοι γνωρίζετε γιατί έχουμε έρθει σήμερα εδώ, συνέχισε ο ομιλητής. Είναι επιτέλους καιρός να σταματήσει να παλεύει ο καθένας μόνος του. Ξέρουμε καλά, ότι χρειάζεται να συντονιστούμε τοπικά αλλά και σε όλη τη χώρα με τους υπόλοιπους εργάτες, τα αδέρφια μας. Για να μην πολυλογώ, θα δώσω το λόγο στον σύντροφο Τόμας. Μετά την εισήγησή του, θα ακολουθήσει συζήτηση.

Ένας συμπαθής κύριος, ο Τόμας, σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς το κέντρο της αίθουσας.

  • Καλέ αυτός είναι σαν τον παππού μου, είπε γελώντας η Βικτώρια. Αν ήταν να άκουγα τον παππού μου καθόμουν και στο χωριό μου.

Ο Τόμας ήταν κοντός άνδρας γύρω στα 60. Κούτσαινε στο ένα πόδι, αλλά διατηρούσε ακόμα κάτι από το γεροδεμένο παρουσιαστικό που μάλλον είχε στα νιάτα του.

  • Πάλι αυτός θα μιλήσει, συνέχισε την ειρωνεία ο διπλανός νέος. Την άλλη φορά μίλαγε μισή ώρα.
  • Σταμάτα πια. Ο δεύτερος νεαρός έμοιαζε νευριασμένος, πια. Ο Τόμας έχει δώσει τη ζωή του στον αγώνα. Είχε πρωτοστατήσει στη σφαγή του Πέτερλου. Από εκεί χτύπησε και το πόδι του.
  • Μα αυτό είναι σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, είπε δειλά ο πρώτος με μια δόση ενοχής.
  • Και μετά, στον αγώνα για τη Χάρτα ήταν στην πρώτη γραμμή. Εσύ τι έχεις κάνει δηλαδή;

 Ο Τόμας ξεκίνησε να μιλάει και όλοι σιώπησαν. Η φωνή του ήταν δυνατή και καθαρή, αντηχούσε σε όλη την αίθουσα. Οι εργάτες τον άκουγαν με προσοχή, ίσως και με λίγη ανία. Έλεγε για τις συνθήκες στα εργοστάσια που ήταν ανυπόφορες ενώ οι εξαγωγές της Αγγλίας έσπασαν κάθε ρεκόρ τη φετινή χρονιά. Για τα ατυχήματα που έχουν αυξηθεί ανησυχητικά, για μια απεργία στο Λίβερπουλ που της επιτέθηκαν οι αστυνόμοι πάνω στα άλογα.

  • Άκου τα αυτά, αντί να λες όλο ηλίθια αστεία. Τώρα ήταν ο δεύτερος νεαρός που έγειρε προς τον ενοχλητικό φίλο του.
  • Τι να ακούσω ρε; Ότι τα πράγματα είναι δύσκολα και ότι μας εκμεταλλεύονται; Λες να μη το ξέρω; Για αυτό το λόγο δεν ήρθαμε εδώ;
  • Άσε μας ρε, που όλα τα ξέρεις. Για αυτό κάθε φορά που πας να πεις δυο κουβέντες για το συνδικάτο στα παιδιά στην παμπ, λες όλο βλακείες και καταλήγεις πάντα να λες για το χωριό σου στο Sussex;

Ο Τόμας συνέχιζε υψώνοντας ολοένα τη φωνή του. Τώρα έλεγε ότι αυξάνονται τα συνδικάτα σε όλη την Αγγλία που αναγνωρίζουν την ανάγκη της ένωσης. Ότι οι συσχετισμοί είναι ακόμα αρνητικοί αλλά χρειάζεται υπομονή γιατί δεν μπορεί εύκολα να ξεπεραστεί η συντριβή της προηγούμενης δεκαετίας. Και ότι και οι Ευρωπαίοι εργάτες, ακόμα να συνέλθουν από την ήττα του 1848. Και καθώς έκλεινε την ομιλία του, ανέφερε πώς είναι βέβαιος ότι παρ’ όλες τις δυσκολίες, με σταθερά και λελογισμένα βήματα, η νίκη θα έρχεται όλο και πιο κοντά.

  • Και πώς είναι τόσο βέβαιος δηλαδή; Αν είναι έτσι γιατί δεν ήρθε η νίκη από πιο νωρίς, να μη τον βρει στα γεράματα; πέρασε ξανά στην αντεπίθεση ο πρώτος.
  • Και τι να πει δηλαδή; Ότι θα χάσουμε; Θα έδινες εσύ κανέναν αγώνα, αν πιστεύεις ότι θα χάσουμε;
  • Όχι, αλλά ούτε έχει νόημα να πιστεύω ότι θα κερδίσουμε επειδή το είπε ο Τόμας. Και το είπε για να μας πείσει να κάνουμε αυτό που προτείνει. Ο Τόμας μάλλον θα το έχει πει άλλες χίλιες φορές ότι θα κερδίσουμε. Πάντα κερδισμένοι είμαστε κι εγώ συνεχίζω να ζω μέσα στη βρώμα του Ιρκ.
  • Ξέρεις καλά ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αλλά σου αρέσει να λες εξυπνάδες. Γίνονται βήματα, αλλά είναι δύσκολα.
  • Δύσκολα, λέει. Με το ρυθμό που γίνονται τα βήματα αυτά, θα έχω πεθάνει προτού διαβούμε μια γιάρδα.
  • Κι εσύ τι προτείνεις δηλαδή; Αν θες να τα παρατήσεις, παράτα τα. Δε σε ανάγκασε κανείς να έρθεις.
  • Δηλαδή όποιος διαφωνήσει με τον Τόμας, θέλει να τα παρατήσει ε;
  • Πες εσύ, τότε, τι πρέπει να κάνουμε.
  • Τι να σου πω; Καμιά φορά σκέφτομαι να πάρω ανέβω πάνω στο αφεντικό, να το πιάσω από τη γραβάτα του και να το πετάξω από το παράθυρο στα λασπόνερα.
  • Ναι, φοβερή ιδέα είχες κι εσύ…. Και μετά από αυτό τι θα πετύχεις;
  • Ενώ τώρα με αυτές τις συναντήσεις πετυχαίνουμε πολλά ε;

 Μετά το κλείσιμο του Τόμας, πέρασε λίγη ώρα που ακουγόταν απλά ένα ακαθόριστο βουητό, προερχόμενο από τη θορυβώδη φλυαρία των εργατών, οι οποίοι μάλλον είχαν αρχίσει να βαριούνται λίγο. Στη συνέχεια, πήραν το λόγο ορισμένοι από το πλήθος. Ο πρώτος, είπε τα ίδια περίπου με τον Τόμας, προκαλώντας την απορία ως προς το λόγο για τον οποίο πήρε το λόγο, μιας και δεν προσέθεσε τίποτα. Από τους υπόλοιπους, άλλοι προσπάθησαν να εμψυχώσουν τους συντρόφους τους με παρακινητικά σχόλια, άλλοι φαίνονταν πιο απαισιόδοξοι, ίσως και φοβισμένοι, και άλλοι παρουσίαζαν μια εμπειρία ή αδιέξοδο από τη δουλειά ή τη γειτονιά τους.

Ο κ. Φάντασμα θεώρησε πιο ενδιαφέρον να πιάσει την κουβέντα με την Βικτώρια, με αφορμή τη διαμάχη των δύο φίλων που έτυχε να ακούσουν από κοντά.

  • Δε μου είπες, Βικτώρια, την άποψή σου για το διάλογο των φίλων μας από δω, ρώτησε δήθεν αδιάφορα ο κ. Φάντασμα.
  • Ε τι; Δίκιο έχει το παλικάρι. Θέλει κι ερώτημα; απάντησε με σιγουριά αυτή.
  • Ήξερα ότι θα συμφωνή…
  • Μας έπρηξε με τα μεγάλα λόγια αυτός ο Τόμας. Η Βικτώρια συνέχισε το συλλογισμό της διακόπτοντας τον κ. Φάντασμα.
  • Α εγώ νόμιζα ότι έλεγες και τον άλλο.
  • Όχι βέβαια. Ο άλλος δεν κάνει άλλη δουλειά απ’ το να εκθειάζει και να εμπιστεύεται τον Τόμας και κάθε Τόμας.
  • Και ο άλλος, απλά να τον αμφισβητεί.
  • Μπορεί, αλλά δίκαια. Αφού τους δίνει ψεύτικες ελπίδες.
  • Δεν είναι ψεύτικες. Αναπόφευκτα, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανατροπή αυτού του συστήματος.
  • Αναπόφευκτα; Δέκα χρόνια πριν, όταν έγραφες το βιβλίο που λες, πώς πίστευες ότι θα είναι η κατάσταση σήμερα;
  • Περίμενα ότι θα ήταν καλύτερη, δυστυχώς.
  • Είδες; Άρα τι αναπόφευκτα; Μπορεί να γίνει κάτι καλύτερο, μπορεί και όχι. Και αν είναι να γίνει, μπορεί να γίνει σε εκατό χρόνια. Είτε γίνει σε εκατό χρόνια που εγώ δε θα ζω, είτε δε γίνει ποτέ, το ίδιο με ενδιαφέρει εμένα.
  • Η ιστορική διαδικασία που έκανε ανθρώπους σαν τον κύριο Μπάουντερμπυ να έχουν εργοστάσια, θα κάνει κάποια μέρα ανθρώπους σαν εσένα να ελέγχετε την παραγωγή και την κοινωνία. Το ζήτημα είναι να βρούμε τρόπους να χρησιμοποιήσουμε τις μηχανικές καινοτομίες για να ζούμε καλύτερα, να δουλεύουμε λιγότερο και να μη καταστρέφουμε τη φύση. Είμαστε σε πόλεμο με τη φύση τώρα. Αλλά, πες μου, κι αν δεν έχει νόημα να βασίζεσαι σε αυτή τη δυνατότητα, τι νόημα έχει να βασίζεσαι στην αδυναμία; Έστω, ότι δε σου πάει η ελπίδα, αλλά τι μπορεί να φέρει η απελπισία, πέρα από τη διαιώνιση αυτού που ήδη συμβαίνει;
  • Ακόμα κι αν πίστευα ότι μπορεί να συμβεί η επανάσταση που έλεγε ο Τόμας, αυτή θα προϋπέθετε την αμφισβήτηση όσων μας λένε τα αφεντικά μας, οι παπάδες μας, οι γονείς μας… Και πώς λοιπόν μπορεί ο Τόμας, να μας καλεί να αμφισβητήσουμε τα πάντα, αλλά να απαγορεύεται σε παιδιά σαν το νεαρό μπροστά να αμφισβητήσουν τον Τόμας;

 Είχαν απορροφηθεί και οι δύο για αρκετή ώρα από αυτόν τον διάλογο που εξελισσόταν μπροστά τους, ώσπου μια τρεμουλιαστή φωνή από το βάθος τους τράβηξε το ενδιαφέρον.

  • Συγγνώμη που παίρνω το λόγο. Δε το κάνω συχνά εδώ και χρόνια. Οι συναντήσεις αυτές, με κουράζουν πια. Πάντα με κούραζαν, να σας πω την αλήθεια. Ονομάζομαι Μάξουελ. Είμαι σίγουρα ο μεγαλύτερος σε αυτή την αίθουσα, αλλά δε θέλω να με ακούσετε για αυτό. Είναι πολύ σύντομο το σχόλιο που θέλω να κάνω εξάλλου. Εγώ είμαι από έξω από την πόλη, ένα χωριό περίπου 100 χλμ βόρεια. Η οικογένειά μου ήταν αγροτική, όπως και των περισσότερων προγόνων σας. Όταν μας πήρανε τη γη, ήρθαμε όλοι στην πόλη για δουλειά. Εγώ δούλεψα στην αρχή στο λιμάνι, και μερικά χρόνια αργότερα σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας γυαλιού. Από μικρό παιδί, με έπνιγε η οργή για τη ζωή που ζούσε η γενιά μου και οι μετέπειτα από αυτήν. Δε σταμάτησα να πηγαίνω σε ο,τιδήποτε γινόταν για να σταματήσει πια αυτή την βαρβαρότητα, και δε σταμάτησα να κουράζομαι, όπως τώρα, και να απογοητεύομαι από τέτοιες διαδικασίες, από λάθη, φόβους και δογματισμούς. Κι ωστόσο. Όσο ζω, κατέκτησα το δικαίωμα ψήφου, με το νόμο του 32. Στην αρχή στο εργοστάσιο δούλευα 16 ώρες. Όταν έφυγα, δούλευα 12 και την Κυριακή πήγαινα στην εκκλησία. Βλέπω, σήμερα, οι περισσότεροι από εσάς ξέρουν να διαβάζουν. Εμένα, δεν ήξερε κανείς από την παρέα μου. Καταλαβαίνετε τί σας λέω; Πείτε ό,τι θέλετε για τη μια ή την άλλη συνάντηση. Κρίνετε τον Τόμας ή κι εμένα. Αλλά μην πείτε ότι τα πράγματα μένουν πάντα ίδια. Γιατί εγώ τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια να αλλάζουν. Ακόμα, όλα σκατένια είναι, αλλά όχι όσο παλιότερα. Καταλαβαίνετε;

Σχεδόν κανείς δεν έγνεψε καταφατικά. Και ο Τόμας και ο ψιλόλιγνος άνδρας που τον προλόγισε, και οι δύο νέοι, και η Βικτώρια με τον κ. Φάντασμα, και όλοι οι άλλοι, φάνηκαν ελαφρώς δυσαρεστημένοι από αυτή την παρέμβαση και σίγουρα δεν ήθελαν να δείξουν κάποια εμφανή συμφωνία.

Όταν η Βικτώρια και ο κ. Φάντασμα βγήκαν από το εργοστάσιο ήταν πάλι νύχτα.

  • Σα να κουράστηκα κ. Φάντασμα, είπε σα γκρινιάρικο παιδί η Βικτώρια.
  • Έλα, Βικτώρια μην κάνεις σα παιδί. Εξάλλου, μας έχουν καλέσει και σε γιορτή. Μην το ξεχνάς αυτό.

Η Βικτώρια τότε θυμήθηκε τη Μαριάν τυλιγμένη ολόκληρη με μπλε βελούδο, τον κ. Ντράμ, τους εμπόρους και τους υποψήφιους γαμπρούς.

  • Άκουσα μάλιστα ότι η Μαριάν φτιάχνει την καλύτερη πουτίγκα σε ολόκληρο το Μάντσεστερ, συνέχισε ο κ. Φάντασμα. Και να σου πω την αλήθεια πεθύμησα να φάω μία πουτίγκα…
  • Μα πρέπει να αλλάξω ρούχα, ψέλλισε η Βικτώρια σαστισμένη
  • Δε νομίζω πως χρειάζεται να αλλάξεις καλή μου. Είσαι υπέροχη όπως είσαι…απάντησε τρυφερά ο κ. Φάντασμα..
  • Κ. Φάντασμα, δε πιστεύω να με φλερτάρεις; Ρώτησε πονηρά η Βικτώρια.
  • Σου ζητώ ευγενικά να σε συνοδεύσω στην γιορτή της φίλης σου. Δέχεσαι; Συνέχισε το φάντασμα.
  • Δέχομαι, αν και δεν είσαι της ηλικίας μου, είπε γελώντας η Βικτώρια.

Ξεκίνησαν να περπατούν προς το σπίτι του κ. Ντραμ. Μιλούσαν και γελούσαν διαρκώς όπως θα έκαναν δύο παιδικοί φίλοι. Σε κάθε γωνία που έστριβαν, η Βικτώρια θυμόταν να διηγηθεί μία ιστορία από την περιπετειώδη της ζωή της σε αυτή την υγρή πόλη. Ο κ. Φάντασμα την άκουγε με προσοχή. – Εσύ πρέπει να γίνεις συγγραφέας Βικτώρια, της έλεγε πειραχτικά..

Οι δρόμοι είχαν αδειάσει.

  • Πρέπει να προλάβουμε την αλλαγή του χρόνου. Πρέπει να τρέξουμε Βικτώρια. Ο παλιός χρόνος μένει πίσω μας. Είπε ο κ. Φάντασμα.

Η Βικτώρια άρχισε να επιταχύνει το βήμα της. Μέχρι που έφτασε να τρέχει. Αισθανόταν ελαφριά, χωρίς τίποτα να την βαραίνει….

  • Βικτώρια, Βικτώρια, ξύπνα… Καλή χρονιά!

Η Βικτώρια άνοιξε τα μάτια της. Είχε βρεθεί ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στο πάτωμα της σάλας του σπιτιού των Ντραμ. Καμιά δεκαριά ζευγάρια μάτια την κοιτούσαν σαστισμένα.

Η βραχνούτσικη φωνή της Μαριάν ακούστηκε.

  • Μας κατατρόμαξες… Τι το θες το κρασί βρε κορίτσι μου αφού δε το σηκώνεις; Άντε σήκω! Ευτυχισμένο το 1856!

The-city-of-hope-painting-399631

Καλή χρονιά!

K-lab

Υ.Γ.: Όπως συνηθίζουμε στο K-lab, χρησιμοποιήσαμε και στο κείμενο αυτό, πολλαπλές πηγές έμπνευσης και πληροφορίας. Θα διακρίνατε ίσως την παραχάραξη της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Καρόλου Ντίκενς. Του ιδίου συγγραφέα, είναι και τα Δύσκολα Χρόνια, που αξιοποιήθηκαν επίσης. Ακόμη, η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης της Αγγλίας, που έκλεισε φέτος 170 χρόνια από την πρώτη της έκδοση, του Φρίντριχ Ένγκελς είναι πανταχού παρούσα. Βιβλία όπως το Τhe making of the Εnglish working class του E.P. Thompson, H Εποχή των Επαναστάσεων του Ε. Hobsbawm και το Βιομηχανική Επανάσταση- Βιομηχανική Πόλη των L. Benevolo- Π. Λαζαρίδη, μπορούν να φωτίσουν ορισμένα πραγματολογικά στοιχεία των περιγραφών. Την ευθύνη για αυτή τη βέβηλη κίνηση, την έχει αποκλειστικά το εργαστήριο για τα Κ.

ΥΓ.2: Συμμεριζόμενοι/ες την αισιοδοξία του κ. Μάξγουελ, βρίσκουμε ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι το 1856 θεσπίστηκε νόμος που προέβλεπε την υπό όρους διαιτησία στις διαμάχες μεταξύ εργοδοτών – εργατών. Κάτι άλλαξε λοιπόν, αν κι όχι όλα…

Υποσημειώσεις[+]

By K-lab Zone

Όλα όσα θα θέλαμε να μάθουμε για τα «Κ» αλλά φοβόμασταν να συζητήσουμε