* Το παρακάτω είναι απόσπασμα από το βιβλίο Η ανάσταση του παπαγάλου του Εντουάρντο Γκαλεάνο, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος, σε μετάφραση Ισμήνης Κάνση. Με αφορμή τις γιορτές, σκεφτήκαμε ότι ταιριάζει πολύ στην εποχή και τους προβληματισμούς μας, σε καιρούς που πασχίζουμε να κρατήσουμε ένα παράθυρο ανοιχτό, για τη στιγμή που σίγουρα θα’ ρθει, και που θα νιώσουμε και πάλι το δυνατό φύσημα του αέρα.
Ο παπαγάλος έπεσε μέσα στην αχνιστή χύτρα.
Πλησίασε, ζαλίστηκε κι έπεσε.
Τον έφαγε η περιέργεια, και τον έπνιξε η καυτή σούπα.
Το κορίτσι, που ήταν φίλη του, έβαλε τα κλάματα.
Το πορτοκάλι έβγαλε τη φλούδα του και της την πρόσφερε για παρηγοριά.
Η φωτιά που έκαιγε κάτω από τη χύτρα, το μετάνιωσε και έσβησε.
Από τον τοίχο ξέφυγε μία πέτρα.
Το δέντρο που έγερνε πάνω στον τοίχο, ανατρίχιασε από τη θλίψη κι έριξε όλα του τα φύλλα.
Όπως κάθε μέρα κατέφθασε ο αέρας για να χτενίσει το φουντωτό δέντρο, αλλά το βρήκε φαλακρό.
Όταν έμαθε ο αέρας τι είχε συμβεί, φύσηξε με όλη του τη δύναμη.
Το φύσημα του αέρα άνοιξε το παράθυρο, περιδιάβηκε τον κόσμο, και κατέληξε στον ουρανό.
Όταν ο ουρανός πληροφορήθηκε τα κακά μαντάτα, χλώμιασε.
Και ο άνθρωπος, αντικρίζοντας τον ουρανό λευκό, έχασε η μιλιά του.
Ο αγγειοπλάστης του Σεαρά ήθελα να μάθει.
Τελικά, ο άνθρωπος ξαναβρήκε τη μιλιά του, και διηγήθηκε ότι ο παπαγάλος πνίγηκε, το κορίτσι έβαλε τα κλάματα, το πορτοκάλι γυμνώθηκε, η φωτιά έσβησε, από τον τοίχο πετάχτηκε μία πέτρα, το δέντρο έριξε τα φύλλα του, ο αέρας φύσηξε δυνατά, το παράθυρο άνοιξε, ο ουρανός χλώμιασε, κι ο άνθρωπος απόμεινε άλαλος.
Τότε ο αγγειοπλάστης συγκέντρωσε όλη τη θλίψη, και με τα υλικά της έπλασε τον παπαγάλο που αναστήθηκε.
Ο παπαγάλος, που ξεπήδησε από τη θλίψη, είχε κόκκινα φτερά της φωτιάς, γαλάζια φτερά του ουρανού, πράσινα φτερά της φυλλωσιάς, σκληρό ράμφος από πέτρα και χρυσαφί σαν πορτοκάλι, λόγια ανθρώπινα για να μιλά, νερό από δάκρυα για να πίνει και να δροσίζεται, ένα ανοιχτό παράθυρο για να δραπετεύει, και πέταξε με το δυνατό φύσημα του αέρα.
