Οι γιορτές των Χριστουγέννων και -κυρίως- της Πρωτοχρονιάς είναι φορτισμένες με μια σειρά συμβολισμών, για το τέλος και τις νέες αρχές, αφορμή για προσωπικούς και συλλογικούς αναστοχασμούς και επανεκκινήσεις (ή υποσχέσεις αυτών). Τα βιβλία έχουν συνήθως μια τιμητική θέση σε αυτή τη διαδικασία, όπως έχουν κι οι κάθε είδους λίστες – λίστες που έχουν αναπόφευκτα έντονο το προσωπικό στοιχείο, ελπίζοντας ίσως ότι έχουν κάποιο νόημα και αφορούν κάποιες και κάποιους παραπάνω από τους συγγραφείς τους. Σε αυτό το πλαίσιο, σκέφτηκα αντί να γράψω για βιβλία που μου άρεσαν το 2017, να γράψω για βιβλία που κυκλοφορούν αυτές τις μέρες ή πρόσφατα και ανυπομονώ να διαβάσω – και οι γιορτές είναι μια ευκαιρία και γι’ αυτό. Κάτι τέτοιο έχει αναπόφευκτα ακόμα πιο έντονο το προσωπικό στοιχείο, καθώς από τα πάρα πολλά, εξαιρετικά ενδιαφέροντα βιβλία που κυκλοφορούν, αυτά που επιλέγεις να πεις ότι ανυπομονείς να διαβάσεις, είναι εκείνα που νιώθεις ότι ίσως σου λένε κάτι ιδιαίτερο, ότι σου κάνουν ένα κλικ, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίοδο. Έστω γιατί νομίζεις ότι κάτι θα σου πουν, στη φάση που βρίσκεσαι. Και μου φαίνεται όμορφο να σκεφτείς πριν τα διαβάσεις, τι νομίζεις ότι θα σου πουν. Και μετά την ανάγνωση, να διαπιστώσεις αν και πού θα διαψευστείς (συνήθως με τις προσδοκίες σου να ξεπερνιούνται θετικά από την πραγματικότητα).

Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν, και με μια σχετική βεβαιότητα ότι θα τα αδικήσω, ότι οι προσδοκίες μου πράγματι θα ξεπεραστούν θετικά από την πραγματικότητα, ακολουθούν κάποια σύντομα λόγια για 3+1 νέα βιβλία που ανυπομονώ να διαβάσω:

1/ Κώστας Γουρνάς – Ω γλυκύ μου έαρ (Μυθιστόρημα) / Εκδόσεις των συναδέλφων.

Είναι το δεύτερο βιβλίο του Κώστα Γουρνά, αναρχικού και πολιτικού κρατούμενου, έχοντας αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα. Πρόσφατα ολοκληρώθηκε η δίκη του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, το οποίο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση στις 24 Οκτωβρίου, του επέβαλε ποινή 46 ετών κάθειρξης. Το δεύτερο αυτό βιβλίο του, όπως και το πρώτο, είναι γραμμένο μέσα στη φυλακή, και κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις των συναδέλφων. Ο ίδιος αναφέρει ότι πρόκειται για έναν «road trip-επιτάφιο», μια πορεία δύο αντρών προς την Αθήνα, μετά το τέλος του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αναζητώντας επιτέλους μια κάποια κανονικότητα: «Ένας μακρύς διάλογος αναπτύσσεται μεταξύ τους, για την πολιτική, τη φιλία, τις σχέσεις γονιού και παιδιού, αλλά και για την αμφισημία της αρρώστιας που κουβαλά ο καθένας μέσα του. Ένα βιβλίο για τη ζωή και τον θάνατο.»

13 χωριά της Θράκης και της Μακεδονίας, 13 σταθμοί, 13 κεφάλαια στην ιστορία της σχέσης του Αλέξανδρου και του κυρ-Φραγμού. Δύο πρόσθετοι λόγοι γεννούν την ανυπομονησία για το βιβλίο. Ο πρώτος φυσικά είναι το προηγούμενο, «Η βαρύτητα στο ή», ένα συγκλονιστικό πολιτικό μυθιστόρημα, και η αίσθηση που μου είχε γεννήσει τότε: «είναι πολύτιμο να συναντιέται ο δρόμος σου με έργα, ανθρώπους, σκέψεις, με τα οποία νιώθεις μια τέτοια βαθύτερη επικοινωνία. Και ίσως αυτό να είναι ένα στοιχείο που κάνει το βιβλίο του Κώστα Γουρνά ιδιαίτερα σημαντικό: η υπενθύμιση πως άγνωστοι άνθρωποι, από διαφορετικές αφετηρίες και έχοντας ακολουθήσει κοινά ή διαφορετικά μονοπάτια, τεμνόμενα ή μη, μοιράζονται τόσα. Εκείνοι οι αόρατοι δεσμοί, τα βλέμματα που συναντιούνται και καταλαβαίνουν, η πραγματική πραγματικότητα -ή έστω μια όψη της- και οι άνθρωποι που βράζουν κάτω από τη σημερινή ισοπέδωση. Η υπενθύμιση της μεγάλης εικόνας, ειδικά σε καιρούς σαν τους σημερινούς.» Ο δεύτερος είναι η πολιτική και ηθική φυσιογνωμία του συγγραφέα, η συστηματική και επίμονη στάση αξιοπρέπειας, η διαρκής συνεισφορά σε έναν τόσο αναγκαίο διάλογο, ακόμα και μέσα από την φυλακή. Όπως είπε ο Χρήστος Πολίτης στην κατάθεση του στο Εφετείο, για την πολιτική υπεράσπιση του Κώστα Γουρνά σ.1Από το περιοδικό Μολοτ, τεύχος 04, Νοέμβρης 2017: «Πρόκειται για έναν άνθρωπο που προέρχεται από τον κόσμο της εργασίας και είναι περήφανος γι’ αυτό. Για έναν άνθρωπο ο οποίος αγωνίστηκε για το λαό και τα συμφέροντά του. Σεμνό, μορφωμένο, αξιοπρεπή. Ο Κώστας έχει όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που είναι χρήσιμοι στην κοινωνία και μπορούν πραγματικά να προσφέρουν σε αυτή… Δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα για “έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων”.»

2/ Σαμσών Ρακάς – Ούτις (Ποίηση) / Εκδόσεις Υποκείμενο.

«Απαγγέλθηκε στα σκοτάδια του Φιλοπάππου. Κρυφοκοιτάχτηκε στο θέατρο Σφενδόνη. Περιπλανήθηκε στην πόλη με τις παραστάσεις αυτοκινήτου. Τώρα ήρθε η ώρα του να διαβαστεί.»

Ο Σαμσών Ρακάς, το πορτατίφ του, η ψυττάλεια, οι εκδόσεις υποκείμενο, οι ραδιοφωνικές εκπομπές και τα βιβλία του, είναι από εκείνους τους φίλους από χρόνια, που δε γνωρίζεσαι κι όμως επικοινωνείς τόσο που κάπως νιώθεις ότι γνωρίζεσαι. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που διαβάζω εμμονικά. Πρώτος λόγος αυτός, που περιμένω την Τετάρτη 27/12, μέρα που θα κυκλοφορήσει η νέα του ποιητική συλλογή, ενα ακάθεκτο ποίημα 264 σελίδων – η σημαντικότερη κοινοποίηση της ζωούλας του, όπως έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό. Λόγος δεύτερος, η συμμετοχή σε εκείνη την παράσταση αυτοκινήτου του Ούτις, τον περσινό Απρίλη – ένα ποιητικό ταξίδι στην πόλη των ζωντανών, μια από τις ομορφότερες εμπειρίες της ζωής μου. Λόγος τρίτος, η διαρκής επιστροφή, από τότε μέχρι σήμερα, στα γραπτά, τις μνήμες και το cd που συνόδευε την παράσταση. Λόγος τέταρτος, η προδημοσίευση αποσπασμάτων και οπτικοακουστικού υλικού από το Ούτις, που λένε πολύ περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να γραφτούν εδώ. Λόγος πέμπτος, η τελική διερώτηση του ίδιου του Σαμσών Ρακά: «με θεωρείτε πολιτικό ποιητή; (σελ. 32)». Ποιος τελικά θα μας σώσει; Ούτις.

«Ο κόσμος της ποίησης έχει σαπίσει: καριέρα και πάθος για δημόσιες σχέσεις, αποκλεισμοί κι ιεραρχίες, χολή και συνταγές ραδιουργίας, συντεχνίες και τσανάκια ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Το νιώθεις κι εσύ ε; Δεν μπορεί να μην το νιώθεις. Έγινε ο ποιητής ένας κακόμοιρος μισθοφοράκος στο στρατόπεδο της φήμης. Και τα ποιήματα να γράφονται μόνο για να χειροκροτηθούν, και τα ποιήματα να διαβάζονται μόνο για να θαυμαστούν, ανταλλάσσοντας δάκρυα, δάκρυα κατεψυγμένα, που περιφέρονται στα βιογραφικά των ψευτοξενύχτηδων. Προσωπικά μιλάω τόσην ώρα. Διακρίνω ένα τέλμα. Ένα στρίμωγμα σε αδιέξοδο δρομάκι, ένα μπούγιο στο στενό της ετερονομίας. Αλλά το νιώθεις κι εσύ; Μετά την ποίηση τι να επικρατεί; Γιατί δεν μπορεί, δεν μπορεί να τελειώνει η υπόθεση εδώ. Αναζητώ μιαν έξοδο από τούτο το μετάνιωμα. Δε γίνεται να μην υπάρχει κάπου ένα πέρασμα. Έστω ένα λαγούμι που να βγάζει σε ξέφωτο. Σε μια ήσυχη θέα.»

Αυτό το ξέφωτο βγαίνει ο «Ούτις» να αναζητήσει./Τη θέα μιας νέας συγκίνησης: «–έχεις φτερά;/–έχω/–θα μου δώσεις;/–θες να πας κάπου;/–ναι/–τότε δε σου δίνω/–γιατί;/–γιατί θα φύγεις/–δε μ’ αγαπάς;/–υπερβολικά/–κι εγώ/–τότε γιατί θες να φύγεις;/–γιατί θέλω να σε ψάξω» (σελ. 175)

3/ China Mieville – Οκτώβρης. Η ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης / Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Αρκετά (;) γράφτηκαν, ειπώθηκαν, συζητήθηκαν, με αφορμή την επέτειο από τα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Άλλα περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντα, άλλα κάπως μηχανιστικά ή απλουστευτικά (είτε ήθελαν να αποθεώσουν, είτε να εκμηδενίσουν), άλλα με κάπως «παρελθοντική» ματιά. Σε αντίθεση πάλι με την αντίληψη της ιστορίας ως καταγραφής γεγονότων που έχουν οριστικά τελειώσει, ο Eric Hobsbawm, έγραφε για την ιστορία, ως τρόπο μεγέθυνσης (και διόρθωσης) της δικής μας μνήμης: «Και μιλούμε ως άντρες και γυναίκες μιας συγκεκριμένης εποχής και ενός συγκεκριμένου τόπου όπου εμπλακήκαμε με διάφορους τρόπους στην ιστορία ως ενεργά πρόσωπα του δράματος – όσο ασήμαντος κι αν ήταν ο ρόλος μας -, ως παρατηρητές των καιρών μας και, το ελάχιστο, ως άτομα των οποίων οι απόψεις για τον αιώνα διαμορφώθηκαν στη βάση γεγονότων που εμείς θεωρήσαμε κρίσιμης σημασίας.» σ.2Η Εποχή των Άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, εκδόσεις Θεμέλιο, σ. 17 Εκεί μας πηγαίνει η παραπομπή στο Τι να κάνουμε του Τσερνισέφσκι, που περιμένει να συμπληρωθεί, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του Mieville. Εκεί μας πηγαίνει και η πρώτη αναφορά του οπισθόφυλλου: «Δεν αξίζει τον επετειακό εορτασμό χάριν νοσταλγίας η αλλόκοτη εξέλιξη της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης στην ιστορία. Το σταθερό μήνυμα του Οκτώβρη διακηρύσσει ότι τα πράγματα άλλαξαν μια φορά, και μπορούν κάλλιστα να αλλάξουν πάλι.»

Ο China Mieville είναι ένας πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας – ένας από τους εξαιρετικότερους σύγχρονους μαρξιστές της νεότερης γενιάς, με σκέψη διαυγή, προκλητική και πρωτότυπη. Αριστερός, ενεργός και μαχητικός πολιτικός ακτιβιστής, συγγραφέας και ακαδημαϊκός, έχει γράψει βιβλία που εκτείνονται από τη φανταστική λογοτεχνία και τα κόμικ, μέχρι το δίκαιο και τον μαρξισμό. Το έργο του έχει κατηγοριοποιηθεί ως «επιστημονική φαντασία και αστικός σουρεαλισμός», ενώ ο ίδιος διατείνεται ότι στόχος του είναι «να γράψει ένα μυθιστόρημα σε κάθε είδος». Είναι ιδρυτικό μέλος του Salvage, ενός πρωτοποριακού νέου βρετανικού περιοδικού «των επαναστατικών τεχνών και γραμμάτων» (πρώτη έκδοση το 2015). Όπως γράφεται στο editorial του περιοδικού: «Το Salvage εκδίδεται και συγγράφεται από και για την ερημωμένη Αριστερά, από και για εκείνους και εκείνες που είναι αφοσιωμένες στη ριζοσπαστική αλλαγή, που έχουν αηδιάσει από τον καπιταλισμό και τους σαδισμούς του, αλλά και από τις ανοησίες και την κακοβουλία της Αριστεράς. Το Salvage έχει κερδίσει τον πεσιμισμό του. Το Salvage θέλει παθιασμένα ο πεσιμισμός αυτός να αποδειχθεί λανθασμένος.»

Με εξαιρετικό τρόπο γραφής, εντελώς αντί-ξύλινο, και με μυθιστορηματική και ενθουσιώδη διάθεση αφήγησης των πιο περίεργων γεγονότων της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Mieville γράφει μια ιστορία που μοιάζει με μυθιστόρημα ή ακριβέστερα με κινηματογραφικό σενάριο: «Οι επαναστάτες είχαν συμφωνήσει ότι η τελική επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα θα άρχιζε όταν οι άντρες του θα ύψωναν ένα κόκκινο φανάρι στον ιστό της σημαίας του φρουρίου – αλλά κανένας, ως φάνηκε, δεν είχε τέτοιο φανάρι. Καθώς έψαχνε φουριόζος να βρει ένα, στο σκοτεινό Πετροπαβλόφσκ, ο Μπλαγκονράβοφ έπεσε σ’ ένα λάκκο με λάσπες. Όταν τελικά, λεκιασμένος και μουσκεμένος, κατάφερε να βρει ένα φανάρι και έτρεξε να το υψώσει στον ιστό της σημαίας, διαπίστωσε, τρελός από απογοήτευση, ότι “ήταν απίστευτα δύσκολο να το προσαρμόσει στον ιστό”. Μόλις στις 9:40 μ.μ., σχεδόν δέκα ώρες μετά την αρχική προθεσμία, κατόρθωσε ο Μπλαγκονράβοφ να υπερβεί αυτά τα εμπόδια και να στείλει σήμα στο Αβρόρα να αρχίσει να ρίχνει. Η πρώτη βολή ήταν άσφαιρη…» σ.3Απόσπασμα από το βιβλίο που δημοσίευσε ένας φίλος.

+1/ Enzo Traverso – Αριστερή μελαγχολία. Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης / Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

+1 γιατί δεν είναι πολύ πρόσφατο – εκδόθηκε το καλοκαίρι στα ελληνικά. Είναι ένα βιβλίο που έχω αγοράσει εδώ και κάποιο καιρό, και νιώθω ότι ανυπομονώ να διαβάσω, αλλά παραμένει περιέργως κλειστό στη βιβλιοθήκη μου. Ας δούμε τι νομίζω ότι θα διαβάσω: νομίζω ότι δεν θα είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο – ότι θα κατοχυρώνει την αριστερή μελαγχολία και το επαναστατικό πένθος, ως αναγκαία συνθήκη ανάγνωσης της πραγματικότητας για να πάμε παρακάτω. Τρεις λόγοι για κάτι τέτοιο: Ο συγγραφέας του, ιταλός μάχιμος ιστορικός και αριστερός διανοητής, με εξαιρετική συνεισφορά στη σύγχρονη συζήτηση. Η αφήγηση μιας πολύ καλής φίλης, που με αφορμή τη σημερινή πολιτική συζήτηση, μου μετέφερε τον ενθουσιασμό της για ένα βιβλίο πραγματικά ελπιδοφόρο. Ένα απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ούτε τροχοπέδη ούτε παραίτηση, η αριστερή μελαγχολία ξυπνάει τη μνήμη των νικημένων, πλεγμένη με τις ελπίδες του παρελθόντος που έμειναν ανεκπλήρωτες και προσδοκούν να ζωντανέψουν ξανά… Αποκαλύπτει με σφρίγος και με απροσδόκητους τρόπους όλη την ανατρεπτική και απελευθερωτική φόρτιση του επαναστατικού πένθους.»

Η βαθιά πεποίθηση ότι η ανάγνωση και κατανόηση της αναμφίβολης σημερινής ήττας, είναι όρος για να την υπερβούμε, πάει μαζί με το αντίθετό της: ότι η κακής κοπής ελπίδα ενδυναμώνει την κακής κοπής απογοήτευση. Ή, όπως γράφει η Rosie Warren σε ένα εξαιρετικό κείμενό της για τον πεσιμισμό που παραμένει πιστός στη χειραφέτηση, στο δεύτερο τεύχος του Salvage που λέγαμε παραπάνω σ.4http://salvage.zone/in-print/some-last-words-on-pessimism/: «Ο πεσιμισμός είναι απλώς μια άλλη λέξη για να περιγράψουμε εκείνους που φοβούνται ότι μπορεί να είμαστε καταδικασμένες/οι αλλά συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε παρόλα αυτά, εκείνες που δεν έχουν πολύ ελπίδα αλλά πολύ μίσος και πόνο, πολύ πόθο και λαχτάρα για κάτι περισσότερο, που δεν έχουν καμία βεβαιότητα για το πώς να προχωρήσουμε, εκτός από το ότι δεν μπορεί να είναι αυτό [που ζούμε].» Η αλλιώς, για τον Terry Eagleton, η ελπίδα «είναι αναγκαία ακριβώς επειδή είναι κανείς έτοιμος να ομολογήσει πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση… σε αντίθεση με την αισιοδοξία, που απλώς δεν λαμβάνει αρκετά σοβαρά την απόγνωση.»

Και άρα γιατί να το διαβάσω τώρα, αν εντέχνως το αποφεύγω τόσο καιρό; Γιατί σήμερα, μου φαίνεται ότι είμαστε πλέον πιο έτοιμες και έτοιμοι να εξερευνήσουμε δρόμους για να προχωρήσουμε παρακάτω. Να δούμε λοιπόν σήμερα τη μελαγχολία όπως την περιγράφει ο συγγραφέας του βιβλίου: όχι ως αποπολιτικοποιημένη και παραλυτική, αλλά ως εξεγερμένη μελαγχολία μιας κουλτούρας που επιχειρεί να μας λυτρώσει.

*Η τελευταία φωτογραφία περιλαμβάνει το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, Το επεισόδιο.

Υποσημειώσεις[+]