Σκέψεις πίσω από τη «Λευκή κουρτίνα» του Δημήτρη Γράψα (ΙΙ)*
Είδα πρόσφατα μια φωτογραφία από ένα σύνθημα στο Βερολίνο σε ένα τοίχο, που έγραφε «Χόρεψε μαζί μου στην πτώση». Μου φάνηκε πολύ όμορφο, μια κάπως αμφιλεγόμενη πρό(σ)κληση, και για κάποιο λόγο το συνέδεσα και με το βιβλίο αλλά και με τη σημερινή, πολύ ιδιαίτερη μέρα – θα προσπαθήσω να εξηγήσω στη συνέχεια το λόγο. Φυσικά, όταν μας είπε ο Δημήτρης να συμμετάσχουμε στη σημερινή διοργάνωση, ένιωσα ότι ήταν από τα πιο όμορφα και ταυτόχρονα τα πιο δύσκολα πράγματα που έχω κάνει. Είναι που έτσι κι αλλιώς μου φαίνεται πολύ δύσκολο να μιλήσεις για το έργο ενός άλλου ανθρώπου, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα τέτοιου τύπου έργο. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν τόσο κοντινό άνθρωπο και τόσο καλό φίλο, και παράλληλα έναν από τους πιο οξυδερκείς, διαυγείς και πολύπλευρους ανθρώπους που γνωρίζω, και που το μυθιστόρημά του είναι, νομίζω, ηχηρή απόδειξη. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια τέτοια διοργάνωση, σε ένα τόσο ιδιαίτερο μέρος και χρονικότητα: εξάλλου εκεί στα τέλη Σεπτέμβρη εκτυλίσσεται και το ταξίδι του Χ στο πράσινο δωμάτιο, ενός κάποιου Σεπτέμβρη, μιας αρχής ενός φθινοπώρου, που όπως λέει κι ο ίδιος «είναι το απόγειο της συναισθηματικής του νοημοσύνης. Η εποχή των νέων αφετηριών, όπου ένας πνιχτός φθινοπωρινός λυγμός – για ό,τι έπρεπε να τελειώσει και να δώσει τη θέση του σ’ ό,τι θα ξεκινούσε – έμενε να ποτίζει τη σκέψη του με τη μελαγχολική αναζήτηση μιας επιστροφής». Σε μια χρονικότητα, ακόμα, που νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε διαρκή μετάβαση, με αγωνίες, αντιφάσεις και ερωτήματα να εκρήγνυνται, και που ταυτόχρονα, αναζητάμε στη λογοτεχνία τις καταφυγές μας.
Πόσο μάλλον, τέλος, αλλά ίσως και σημαντικότερο, με ένα τέτοιο ιδιαίτερο πάνελ και ακροατήριο, τους κοντινότερους ανθρώπους του Δημήτρη, και σε μεγάλο βαθμό και δικούς μας. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το πάνελ, είναι πολύ όμορφο όταν έχεις μοιραστεί σε τέτοιο βαθμό τις αγωνίες, τα ερωτήματα και τις αντιφάσεις αυτές, που συχνά επικοινωνείς χωρίς να χρειαστεί καν να μιλήσεις. Γίνεται βέβαια και αστείο αν, όταν επιλέγεις συνειδητά να μην επικοινωνήσεις, όπως κάναμε εμείς όταν αποφασίσαμε να μη συζητήσουμε μεταξύ μας τι θα πούμε σήμερα, αυτό αποδεικνύεται αδύνατο. Έτσι, οι προσεγγίσεις μας, ακόμα και οι αναφορές μας, είναι όπως φαίνεται, αρκετά κοινές σ.1Εδώ, το κείμενο πάνω στο οποίο βασίστηκε η ομιλία του Θάνου Ανδρίτσου http://k-lab.zone/simiosis-pano-se-24-synithismenes-lexis-tis-kathomiloumenis_-gia-ti-lefki-kourtina-tou-dimitri-grapsa/ κι εδώ, του Κώστα Γούση http://k-lab.zone/pou-chathikes-ela-nte-pou-chathika/.
Όλο αυτό όμως, δημιουργεί ταυτόχρονα μια ιδιαίτερη, τρυφερή αίσθηση και αποφόρτιση – εξάλλου, εδώ, είμαστε μεταξύ μας. Χωρίς λοιπόν να διεκδικώ σε καμία περίπτωση δάφνες αντικειμενικότητας – τους ανθρώπους που αγαπάμε και εκτιμάμε πολύ, το έργο τους και τις σκέψεις τους, τα προσεγγίζουμε εξάλλου πάντα με τα δικά μας, ιδιαίτερα κριτήρια – θα προσπαθήσω να μοιραστώ όψεις και σκέψεις που μου γεννήθηκαν διαβάζοντας το βιβλίο, ευελπιστώντας να συμβάλλουν έστω λίγο στο άνοιγμα ενός, όπως φαίνεται, υπέροχου βραδιού. Και φυσικά, ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.
Εκεί λοιπόν που σημείωνα ατάκτως ερριγμένες, σκόρπιες σκέψεις για σήμερα, που ήλπιζαν κάποια στιγμή να βγάλουν ένα, όσο γίνεται ενιαίο, νόημα, μεσολάβησε ο θάνατος του Θάνου Ανεστόπουλου, τραγουδιστή των Διάφανων Κρίνων. Και μου έκανε εντύπωση ο βαθμός στον οποίο επικοινώνησε ο θάνατος αυτός με τη γενιά μας. Ας αρχίσω από αυτό: Η Λευκή Κουρτίνα είναι, νομίζω, ένα μυθιστόρημα που επικοινωνεί με αυτό που έχει επικρατήσει να ονομάζουμε «η γενιά μας», με την ευρεία έννοια, και μάλλον στο έδαφος της κρίσης – ή σε κάθε περίπτωση, που τυγχάνει να ταυτίζεται η στιγμή της δεύτερης ενηλικίωσής της, της κανονικής ενηλικίωσής της, με την περίοδο της κρίσης, και ό,τι αυτή σημαίνει – ή οξύνει. Αυτό είναι και το δεύτερο σημείο: η Λευκή Κουρτίνα είναι, νομίζω, ένα μυθιστόρημα για τη δεύτερη, την ουσιαστική ενηλικίωση. Και την υπαρξιακή αναζήτηση που τη συνοδεύει, που παλεύει με τις αντιφάσεις της: μια παλεύει να αναδυθεί, μια μας τρομοκρατεί, μια καλύπτεται από το πέπλο της συμβατικότητας (έγραφε ο Φλωμπέρ κάπου 1,5 αιώνα πριν: «βρίσκουμε καταφύγιο στη μετριότητα από απελπισία για το ωραίο που ονειρευτήκαμε»), μια την καταστέλλουμε και μια μας ρουφάει. Αυτή είναι, νομίζω, η αντίφαση που βιώνει κι ο Χ, μόνο που εδώ, η αντίφαση τον οδηγεί να γίνεται ο ίδιος ένας Άλλος, να βγαίνει από τον εαυτό του, τη συνείδησή του και τις εμπειρίες του και να χάνει την αίσθηση του πραγματικού και του φανταστικού. Μόνο έτσι όμως, δίνεται ίσως κι η δυνατότητα ενός επαν-ορισμού τους.
Ο Χ φοβάται τον αναστοχασμό, καθώς φοβάται το σκοτάδι, που εξαναγκάζει το μυαλό να «σεργιανάει σε άσκοπες βόλτες». Κι ο συγγραφέας, ήδη από την αρχή, περιγράφει τον πανικό, τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, με έναν τρόπο πολύ ζωντανό, απολύτως οικείο και γνώριμο:
~ Στον τρόπο που ο Χ μιλάει στους δεσμοφύλακές του – στον εαυτό του./
~ Στην εκπληκτική περιγραφή του χρόνου, και της κατάτμησής του, ειδικά στην αρχή: παρακολουθούμε το, εντελώς πραγματικό, βασανιστήριο του κατακερματισμού (σε πρώτο δεκάλεπτο, πέμπτο λεπτό του τρίτου δεκαλέπτου της πρώτης ώρας κλπ), σε έναν χρόνο που κατά τα άλλα μοιάζει αιώνιος. Και ταυτόχρονα, ενώ φαίνεται αιώνιος, την κρίσιμη στιγμή, πολύ αργότερα, όταν η πόρτα ανοίγει, δεν ήταν αρκετός, μοιάζει λίγος, δεν είχε προλάβει να κάνει όσα έπρεπε, να μαζέψει τα στοιχεία, να καταλάβει./
~ Στην περιγραφή αυτών των ακραίων τάσεων διαρκούς εκλογίκευσης του Χ, που τον οδηγούν να χάνεται μέσα (ή εξαιτίας) αυτής της εκλογίκευσης. Είναι σαν να σε βάζει μέσα σε ένα δικό του κόσμο, που εμπεριέχει ταυτόχρονα εγκλεισμό και απέραντη λογική. Τα πρώτα κεφάλαια περιγράφουν όλες τις φάσεις και τα συναισθήματα μιας κατάστασης πανικού, τις παλινδρομήσεις, τις αποφάσεις που τη μια στιγμή μοιάζουν σίγουρες και την επόμενη είναι αυταπόδεικτα τραγικές. Χωρίς να μεσολαβεί τίποτα απολύτως που να δικαιολογεί το μετασχηματισμό. Καμία επιλογή δε δικαιώνεται – παρά μόνο αν περάσει από την έγκριση του Άλλου, που κι αυτός δεν υπάρχει, είναι μέσα στο μυαλό μας. Κι έτσι μεγαλώνει ακόμα περισσότερο η απόσταση της νόησης και της πράξης. Όλα (προ)επιλύονται εγκεφαλικά, δεν αλληλεπιδρούν με τους άλλους ανθρώπους, με τη ζωή.
Έγινε η απώλεια συνήθειά μας, τραγουδούσαν τα Διάφανα, σε ένα από τα γνωστότερα τραγούδια τους. Ή ίσως, η απώλεια έγινε ταυτότητά μας. Σε ένα άλλο τραγούδι τους, μελοποιούν τον Κώστα Ουράνη: «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι/ μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος./ …/ Κάποιος θα `ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει/ πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην/ νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει/ μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην»./ Κι αυτή θα `ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία./…/ Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι/ σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι.» Με διαφορετική γραφή, πόσο κοντά είναι αυτή η συνθήκη σε εκείνη του Χ; Επιστρέφοντας στον ιδιαίτερο αντίκτυπο του θανάτου του Ανεστόπουλου στους ανθρώπους της γενιάς μας, νομίζω ότι ξεπερνά κατά πολύ την απλή εξήγηση ότι είναι ένα από τα συγκροτήματα με τα οποία πολλές/οι από μας μεγαλώσαμε. Είναι περισσότερο το συγκρότημα που αναμετρήθηκε με την υπαρξιακή μας αναζήτηση, πριν αυτή γίνει συνειδητή. Και ο θάνατος του Ανεστόπουλου συμπίπτει ακριβώς με τη στιγμή που γίνεται συνειδητή, σε αυτή τη δεύτερη ενηλικίωση. Αυτή την περίεργη ωρίμανση, που βγαίνουμε πλέον από τη γυάλα της αιώνιας, υπέροχης και προστατευμένης ζωής, που φαίνεται ότι απλώς «όλα θα πάνε καλά», όπως λέει ο Χ στην πρώτη απόπειρα του μέιλ του στην Κλαίρη. Μια ανάγκη, που επανέρχεται διαρκώς, ζώντας μέσα στην αντίφαση: όπως όταν ο Χ παραδέχεται ότι «είχε απόλυτη ανάγκη από προστασία. Πρώτα απ’ ολα από τις εκρήξεις της σκέψης του, μετά απ’ το σκοτάδι κι έπειτα απ’ ό,τι τον είχε φτάσει ως εκεί». Και που, αντίθετα από αυτή την καθησυχαστική, σχεδόν μεταφυσική διαβεβαίωση ότι «στο τέλος» (ποιο άραγε είναι το τέλος;) όλα θα βρουν το δρόμο τους, θα βγούμε από τη σκουληκότρυπα και «θα φερθούμε επιτέλους φυσιολογικά», η έκβαση καθόλου σίγουρη δεν είναι. Πολύ απλά, μπορεί να μη βγούμε ποτέ από τη σκουληκότρυπα. Ταυτόχρονα βέβαια, όπως έλεγε ο Στήβεν Χόκινγκ, για να βάλουμε κι εμείς, όπως κάνει ο Χ, και τη φυσική, ως φιλοσοφία, στο παιχνίδι: «οι μαύρες τρύπες δεν είναι τόσο μαύρες όσο τις ζωγραφίζουμε. Δεν είναι αιώνιες φυλακές, όπως νομίζαμε κάποτε. Τα πράγματα μπορούν να βγουν από τη μαύρη τρύπα και προς τις δυο κατευθύνσεις, και ίσως σε ένα άλλο σύμπαν.» Αλλά σε αυτό, οι μιγαδικοί αριθμοί θα μας δώσουν την ευκαιρία να επανέλθουμε.
Στο μεταξύ όμως, αυτή η δεύτερη ενηλικίωση, συμπίπτει σήμερα, κι εδώ μπαίνει το ευρύτερο περιβάλλον της κρίσης ως όξυνση, με μια διαρκή μετάβαση. Πρόκειται για μια συνθήκη τόσο ψυχολογική όσο και απολύτως υλική: Η έλλειψη «κανονικής» δουλειάς. Το «κανονικό» δωμάτιο, όταν στην αρχή ο Χ επιχειρεί να καταλάβει που βρίσκεται, που είναι το κλασικό μεταφοιτητικό δωμάτιο (και στο οποίο δεν θα υπήρχε βέβαια κανένας πίνακας). Αυτή η αίσθηση ενός διαρκούς «για να», μιας αδυναμίας καταστάλλαξης, και άρα αδυναμίας, ή απώλειας, ταυτότητας. Κι αυτό βιώνεται αντιφατικά. Το περιγράφει ο Χ από την πρώτη σελίδα, όταν περιγράφει τη συνθήκη απραξίας του, και αγανακτεί από την έγκλιση «να δομήσει μια κάποια καθημερινότητα». Είναι κάτι τέτοιο αδυναμία ή δύναμη; Κι ενώ υπονοεί εξαρχής με την αγανάκτησή του ότι η κατάσταση αυτή είναι σημάδι ανεμελιάς και επιλογής, ήδη από τις πρώτες λέξεις, και υπό το βάρος της αδυσώπητης υλικής πραγματικότητας που εξαντλεί, αλλά πολύ περισσότερο, στην πορεία της πλοκής, η διαρκής αυτή μετάβαση ευθύνεται αμετακλήτως για την απώλεια ταυτότητας του Χ.
Παράλληλα, το βιβλίο είναι, νομίζω, μια πραγμάτευση του πόσο συχνά, και πόσο πολύ, εγκλωβιζόμαστε σε ταυτότητες, ρόλους και προαπαιτούμενα. Σε μια συνθήκη διαρκούς μετάβασης, που όχι απλώς πρέπει να υπομένεται, όχι απλώς να αναστρέφεται ως θετική, ίσως και «αντισυμβατική», αλλά καλεί και σε πλήρη υποταγή, μέσα από την ικανοποίηση ρόλων και εικόνων που υπήρχαν πριν από μας, για μας και για τους άλλους γύρω μας, χωρίς αμφισβήτηση του καλουπιού. Το υπαρξιακό αδιέξοδο του Χ είναι μια κραυγή για απεγκλωβισμό. Ή μια κραυγή που ακολουθεί μια δήλωση αδυναμίας απεγκλωβισμού – από όπου προκύπτουν και οι διαρκείς τάσεις φυγής. Έγραφε ο Φερνάντο Πεσσόα σε μια αντίστοιχη κραυγή: «Ζητώ συγγνώμη που δεν απαντώ/ Αλλά λάθος δικό μου δεν είναι/ Που δεν αντιστοιχώ/ Σ’ αυτόν που σε μένα αγαπάτε!/ Μη με παίρνετε γι’ άλλον/ Κι αφήστε με ήσυχο./ Αν εγώ δεν θέλω/ Να βρω τον εαυτό μου/ Γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;» Είναι η στιγμή, ακριβώς η στιγμή που, όπως λέει στο γράμμα του ο Χ, «ξυπνήσαμε μια μέρα και δεν αναγνωρίσαμε τίποτα γύρω μας, που πρέπει να εξηγήσουμε, στον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα, που είμαστε και γιατί. Πόσο λογικές φαίνονται οι επιλογές που κάναμε και οι άλλες που αγνοήσαμε. Οι ρόλοι που αποδεχτήκαμε και ντυθήκαμε στα ρούχα τους.» Και στην τελική, αν ο Χ δεν καταφέρνει να απεγκλωβιστεί, μπορεί τουλάχιστον να ουρλιάξει, δεν είναι έτσι; Συχνά βέβαια, δεν πρόκειται καν κραυγή, πρόκειται για εκείνον τον λυγμό του Έλιοτ, τον τρόπο που τελειώνει ο κόσμος, όχι που αναγεννάται.
Και εξάλλου, σε αυτή τη μάχη των ρόλων, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κάποια αντισυμβατικότητα ή αντικανονικότητα. Μια από τις βασικές αδυναμίες του Χ είναι ότι δε σπάει τη στερεοτυπική πρόσληψη της πραγματικότητας – σημείο εμφανές και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις ερωτικές σχέσεις, τους έμφυλους ρόλους (στο δωμάτιο, στον πίνακα, στο μπαρ). Διακηρύσσει ότι δε χωράει εδώ – αλλά πού χωράει; Αδυνατεί να σπάσει τα όρια της «κανονικής» πρόσληψης της πραγματικότητας, νιώθει ότι δεν μπορεί να πάει έτσι, αλλά δεν τολμάει να σκεφτεί, ή να δοκιμάσει, πώς θα μπορούσε να πάει αλλιώς. Έτσι επιστρέφει, επιλέγει να επιστρέψει, στην κανονικότητα: τοποθετεί το δίσκο στη θέση του, την ακριβή του θέση. Οι αγνώστοι είναι ως εάν να υπάρχουν (αν το ζητήσει ευγενικά), είναι ως εάν να μην ανακάλυψε τίποτα, ως εάν να επέλεξε η κατάσταση να μην αλλάξει, και ως εάν αυτό να σημαίνει ότι δε θα αλλάξει. Διατηρεί ταυτόχρονα το δικαίωμα του να διακηρύσσει ότι έχει, είχε προσπαθήσει. Εξάλλου, «τίποτα τόσο ισχυρό δεν είναι ψεύτικο». Από την άλλη όμως, η κατάσταση τον ξεπερνάει: όπως θα απαντούσε ο Γκυ Ντεμπόρ, «μέσα στον αντεστραμμένο, στην πραγματικότητα, κόσμο, το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου». Κι έτσι τον ρουφάει η σκουληκότρυπα.
Αυτό που τον κρατούσε εξάλλου, είναι οι αναμνήσεις. Η νοσταλγία, ως η θλιμμένη αναπόληση της σιγουριάς, του χαμένου κύκλου, του χαμένου θεού. Ο τρόπος που ερωτεύτηκε την Κλαίρη, τα εφηβικά καλοκαίρια, το γέλιο των φίλων, τα μαλλιά της Κλαίρης να ανεμίζουν, «η απόλυτη ελευθερία τέτοιων μικρών, καθημερινών στιγμών». Στιγμές που τον κοιτούν θλιμμένες απ’ το κατώφλι του μπαρ, όπως η Κλαίρη όταν συνειδητοποιεί ότι ήταν εκείνη η κοπέλα του μπαρ, εκείνη που τον καλούσε να τη σώσει – ή νόμιζε πως τον καλεί. Ή ήλπιζε πώς τον καλεί, σε μια άλλη αναζήτηση ταυτότητας – στην οποία βέβαια και πάλι δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Οι αναμνήσεις μιας ζωής πιο ανέμελης, μήπως όμως και πιο πλασματικής; Αυτό, είναι νομίζω ένα κρίσιμο σημείο. Πολύ συχνά, έχουμε μάθει να κλείνουμε βίαια αυτή την κουβέντα, αναζητώντας τη διέξοδο. Ποια είναι η έξοδος λοιπόν από τη σκουλοκότρυπα; Τι νόημα έχει μια τέτοια κουβέντα, σε λογοτεχνικό, προσωπικό ή πολιτικό επίπεδο, αν δεν μπορεί να περιγράψει και τη λύση, και μια συγκεκριμένη μεθοδολογία για να την πετύχουμε; Και, σε έναν ακόμα βαθύτερο εγκλωβισμό στους ρόλους, ποιος θα την περιγράψει αν όχι εμείς;
Σε αντίθεση με μια κοινότυπη, αν και όχι λιγότερο αναγκαία, τέτοια προσέγγιση, εδώ ο συγγραφέας κάνει παύση. Για να πάει πραγματικά αλλιώς η ιστορία, για να μην αναπαραχθούν τα ίδια αν και με άλλα προσωπεία, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τη συνθήκη. Εδώ πρέπει να αμφισβητηθούν τα κεκτημένα, τα δεδομένα, αυτά για τα οποία δεν έχουμε συνηθίσει να συζητάμε, είναι τέτοια η οριακότητα της συνθήκης. Ούτε τα «έστω Χ ίσον τάδε» χωρούν εδώ: «μια υπερβατική υπόθεση για να αλλάξουν οι ισορροπίες της κατάστασης, όταν τα πράγματα σκουραίνουν». Εδώ, όπως διαπιστώνει ο ίδιος ο Χ, δε βλέπουμε πουθενά το τέρας, και για μίτο της Αριάδνης, ούτε λόγος. Η αποτύπωση του αδιεξόδου, είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για μια λύση – που μπορεί όμως να υπάρχει, μπορεί και να μην υπάρχει. Κι ας μας δημιουργεί αυτό πονοκεφάλους: «Ωραίος, ανάλαφρος ο ίλιγγος τούτος/ πρόσεξε, θα πέσεις./ Μην κοιτάς εμένα, εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα/ ο εξαίσιος ίλιγγος./ Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος στη Σονάτα του Σεληνόφωτος. Είναι αυτή η ζωή που βιώνεται μέσα στην αντίφαση της συνειδητοποίησης της κατάστασης: αυτό που λέει ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια, που μιλάει για εκείνες τις παράξενες κοπέλες, μια ντυμένες στα μεταξωτά και μια πολύ κακοφτιαγμένες, με μάτια να δακρύζουν.
Και παραπέρα, τι υπάρχει μετά; Κι «αν όποιος βρίσκει την έξοδο του λαβύρινθου βγαίνει λαβωμένος, με στίγματα παντοτινα;» Κι αν οι επόμενες πόρτες είναι κλειδωμένες; Κι αν δεν είναι; Κι όλος ο κόσμος έχει γεμίσει κακομούτσουνους ναύτες και καχεκτικούς μεσήλικες; Ποιος είναι ο ξένος, και από ποιον θα ζητήσουμε, ευγενικά φυσικά, ένα τσιγάρο; Κι ο φόβος; Ερωτήματα, που μόνο εύκολες απαντήσεις ή υπερβάσεις δε χωράνε. «Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα», έγραφε ο Αλμπέρ Καμύ στο Μύθο του Σίσυφου. Κι ας φοβάται ο Χ το σκοτάδι, δεν μπορεί πλέον να μην το δει. Για πόσο; «Για όσο χρειαστεί» απαντάει ο ίδιος.
Για τη διέξοδο, σε αυτή τη φάση, αρκεί η υπενθύμιση των μιγαδικών αριθμών – που θα μπορούσε να μοιάζει κι αυτή μεταφυσική. Δεν είναι όμως, γιατί δεν υπόσχεται καμία σίγουρη, και σχεδόν τετελεσμένη, λύση. Υπενθυμίζει απλώς ότι ο χρόνος δεν είναι αιώνιος, τα πράγματα δεν είναι γραμμικά, και η πραγματική πραγματικότητα δεν είναι παρά μια όψη αυτού που θα μπορούσε να είναι – σε μια μάχη επαν-ορισμού του ορθολογισμού και της τρέλας. Αυτό που είναι, αυτό που θα έπρεπε να είναι, κι αυτό που θα μπορούσε να είναι, όλα σε έναν χορό. Το πραγματικό ως αδύνατο, που θα έλεγαν κι οι ψυχαναλυτές: αυτό που δε συμβαίνει ποτέ όταν το θέλουμε, ή όταν πρέπει να συμβεί, αλλά πάντα στο λάθος μέρος και χρόνο, κάτι που δεν ταιριάζει στην προκατασκευασμένη εικόνα, και με αυτή την έννοια αδύνατο, όχι με την έννοια ότι δεν μπορεί να συμβεί. Η εισβολή του πραγματικού, σε ένα χρόνο που μόνο γραμμικός δεν είναι. Μια υπόθεση πέρα από όσα φαντάζουν, χυδαία ίσως, πραγματικά, «μέσα από δρόμους που δεν έχουν ακόμα περπατηθεί».
Μπορούμε να πούμε τουλάχιστον αυτό: ότι ο τρόπος σκέψης που δημιούργησε ένα πρόβλημα δεν μπορεί να είναι αυτός που θα το λύσει – αναγνωρίζοντας ότι πάντως, κάπου έχουμε κάνει λάθος. Κι ότι αυτό που έγινε, δεν είχε και κάτι ακριβώς απότομο μέσα του: «ο διακόπτης έκλεινε ακριβώς δίπλα σου και ήταν δικιά σου ευθύνη που δεν το κατάλαβες.» Μπορεί και να μην τα καταφέρουμε, μπορεί να χαθούμε. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ψάξαμε. Έτσι τουλάχιστον λέει ο Χ – ή έστω, καλεί την Κλαίρη να μην πιστέψει κάτι τέτοιο, σε μια ιδιότυπη κραυγή για εμπιστοσύνη. Και διατηρεί το δικαίωμά του να ξαναρχίσει από την αρχή, όπως γράφει στο γράμμα του στην Κλαίρη, όπως κάνει η Κλαίρη όταν, στην τελευταία γραμμή του βιβλίου, ξεκινάει απλώς να ξαναδιαβάζει το γράμμα. Εδώ, η σκέψη μου πήγε σε ένα άλλο πολύ αγαπημένο βιβλίο, του Θανάση Σκαμνάκη, που σχεδόν κλείνει με το ίδιο ερώτημα: μια νέα μέτρηση, από το σημείο 0: «Κι αν γίνεται, αν, λέω, να ξαναπαίξουμε το παραμύθι; Γιατί είναι λάθος που πιστεύουμε πως ξέρουμε το τέλος. Κάθε φορά που ξαναρχίζει το παραμύθι, γίνεται άλλο».
Πριν περάσω λοιπόν στο τελευταίο σημείο που θα ήθελα να θέσω, να πω εδώ, σχεδόν παρενθετικά, το εξής. Σε όλο αυτό το ταξίδι, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια σειρά από τεχνάσματα και εργαλεία, που κάνουν την αφήγηση συναρπαστική. Πρώτα απ’ όλα, η ίδια η χρήση του λόγου είναι εντυπωσιακή, και δημιουργεί, νομίζω, ήδη, μια συγγραφική ταυτότητα, κάτι που φαντάζει δύσκολο να γίνει από το πρώτο μυθιστόρημα. Το ίδιο ισχύει και με τη ζωντάνια των εικόνων, των εναλλαγών συναισθηματικών καταστάσεων, και των περιγραφών. Έπειτα, είναι και το ίδιο το όνομα του Χ: πέρα από τον συνειρμό με το ευφυέστατο «έστω Χ ίσον τάδε» και τον πόλεμο με την ορθολογικότητα («αλλά το μικρόβιο της σκέψης δεν εξοντώνεται, μόνο καταδυναστεύει τις ψυχές μας και ελέγχει τις ζωές μας», όπως λέει ο Χ), εδώ ο γνωστός μας «άγνωστος Χ» των μαθηματικών, καθόλου άγνωστος δεν είναι – είναι πολύ οικείος, είναι μια πλευρά του εαυτού μας. Περισσότερο όμως από όλα αυτά, θα ήθελα να πω το εξής: Μιλώντας σχηματικά και πάλι, για τη γενιά αυτή, είναι προφανές ότι κάνει, τα τελευταία χρόνια, βήματα ή προσπάθειες να ψαχτεί αλλού. Αυτό περιλαμβάνει κατεξοχήν την τέχνη, σε διάφορες μορφές, και τη λογοτεχνία. Όσο όμως πολλοί και πολλές το συζητούν ή το σκέφτονται ή το προσπερνούν, ο Δημήτρης το έκανε, σχεδόν αθόρυβα, και μάλιστα από την αρχή ως το τέλος, άφοβα – ή τελοσπάντων, χωρίς να επικρατεί ο φόβος – ολοκληρωμένα, χωρίς πολλά λόγια, προβολές κλπ. Γι’ αυτό, μάλλον του χρωστάμε ένα ευχαριστώ.
Επιστρέφοντας λοιπόν στο προηγούμενο ερώτημα για να κλείσω: Και η διέξοδος; Αυτό που λείπει από τον Χ και το αγωνιώδες, υπαρξιακό του ταξίδι, είναι οι «συλλογικές πρακτικές», με έμφαση και στις δυο λέξεις του όρου. Λείπουν οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις. Είναι βυθισμένες στο παρελθόν, γλυκιές και άρα ίσως ωραιοποιημένες, αναμνήσεις μιας άλλης εποχής. «Το τρυφερό καταφύγιο των ανθρώπινων ψυχών και μια ακράδαντη απόδειξη μικρών ή μεγαλύτερων προδοσιών, που σ’ έκαναν αυτό που είσαι κι όχι αυτό που αναπολείς» (σ. 62). Ο Χ είναι τρομακτικά μόνος. Αδυνατεί να είναι εκεί, ακόμα κι όταν οι φίλοι ήταν εκεί: ο Πέτρος του απευθύνεται στο μπαρ αλλά αυτός δεν ακούει, η Μαρία του μιλάει αλλά εκείνος «αδιαφορεί πλήρως για τη βαβούρα των λέξεων που βγαίνει από το στόμα της». Δεν έμεινε μόνος επειδή τους έχασε, τους έχανε όσο εκείνοι ήταν ακόμα εκεί. Αποξενώθηκε, κι έτσι, έμεινε μόνος. «Κάποτε το τηλέφωνό του δε σταματούσε να χτυπάει, αλλά αυτή η εποχή φαινόταν σήμερα πολύ μακρινή», ξεμένοντας με τις προσφορές για ταξίδια και φαγητό και τα εκπτωτικά κουπόνια στο μέιλ του. Κι έτσι έφτασε σε ένα σημείο που «πιθανότατα κανείς δεν θα είχε καταλάβει ότι έλειπε, κανέναν δεν θα είχε ανησυχήσει η απουσία του», ακριβώς σαν τον ήρωα του Ουράνη που μελοποίησαν τα Διάφανα Κρίνα. Η επικοινωνία με τους φίλους δεν είναι πλέον «επιτρεπόμενη ενέργεια». Μένουν κάποιες υπενθυμίσεις σχέσεων – όπως η κοπέλα στο μπαρ, εκείνη που έπρεπε να σώσει, εκείνος που στην πραγματικότητα ήθελε να σωθεί. Αλλά δεν μπορούσε καν να το ζητήσει, δεν υπήρχε κανείς απ’ τον οποίο να το ζητήσει πια. Κι έτσι, θυμάται την κραυγή, γνωρίζοντας όμως ότι αποτελεί πια παρελθόν: «Αν θες βοήθεια, απλά ζήτα το!»
Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια μας ανάκατης, ας πούμε, περιόδου, ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος, καταλαβαίνοντας, μου έκανε δώρο ένα βιβλίο: Το νόημα της ζωής, του Τέρι Ήγκλετον. Ξεκίνησα να το διαβάζω όντας σίγουρη ότι δεν θα έδινε καμία απάντηση: ποιο βιβλίο με τίτλο «το νόημα της ζωής» θα περιμένατε ότι δίνει απάντηση, αν δεν είναι βέβαια ένα από αυτά τα βιβλία ψυχολογίας του συρμού; Πίστευα ότι θα επιχειρούσε να αποδομήσει το ερώτημα, και τα λοιπά. Το έκανε φυσικά σε ένα βαθμό, αλλά με εξέπληξε εντυπωσιακά όταν, προς το τέλος, διαπίστωσα ότι σκόπευε πράγματι να απαντήσει ποιο είναι το νόημα της ζωής. Και η απάντηση που έδωσε είναι: αφενός ότι το νόημα της ζωής δεν είναι μια θεωρητική πρόταση, αλλά μια πρακτική. Και αφετέρου, ότι το νόημα αυτό βρίσκεται στις σχέσεις μας με τους άλλους, στην αγάπη για τον άλλο άνθρωπο, στα πλαίσια της οποίας, η ελευθερία αποτελεί αναγκαίο όρο: η ολοκλήρωση του εαυτού γίνεται το έδαφος για την ολοκλήρωση του άλλου, κι αυτό φέρνει την αγάπη και τελικά, την ευτυχία. Ο συγγραφέας κλείνει παρομοιάζοντας την πρόταση του για τη ζωή με μια ορχήστρα τζαζ, όπου κάθε μέλος της είναι ελεύθερο να εκφραστεί όπως του αρέσει, αλλά το κάνει με ευαισθησία και δεκτικότητα στις εξίσου αυτο-εκφραστικές επιδόσεις των υπολοίπων. Κι όλο αυτό παράγει μια σύνθετη αρμονία, έξω από κοινές παρτιτούρες και μοτίβα. Όπως έλεγε και το σύνθημα στην αρχή λοιπόν, χόρεψε μαζί μου στην πτώση… έναν χορό τζαζ.
Αυτό που λείπει λοιπόν από τον Χ, είναι εκείνο το «συλλογικό εμείς». Που όμως μπορεί να είναι η αναγκαία συνθήκη για να αλλάξει το πεδίο της συζήτησης. Θα μου επιτρέψετε την ενδεχόμενη λαθροχειρία, αλλά αυτό που σκέφτομαι είναι το εξής: Όλοι πεθαίνουμε μόνοι. Το θέμα είναι πώς ζούμε. Ο Χ είχε καιρό να ζήσει μαζί, κι η ανάμνηση μάλλον είχε ξεθωριάσει πολύ, και δεν μπορούσε να τον κρατήσει, όπως φαίνεται και με την πατημασιά πάνω στο τραπέζι. Εξάλλου η ανάμνηση δεν αρκεί. Το θέμα είναι πώς ζούμε στο τώρα μας. Το τώρα μας. Τις σχέσεις μας με τους φίλους/ες μας, τον έρωτα, τις δυσκολίες, τη ζωή. Μόνο έτσι απέναντι στο σκοτάδι θα νικάει τελικά το φως. Μόνο έτσι θα ισχύει αυτό που έλεγε ένας καλός φίλος το πρωί, όπως κοιτούσαμε τη θέα στη Λευκάδα και συζητούσαμε πόσο όμορφα είναι όλα εδώ: ότι στην ηλικία των 21, ζεις όμορφα για 21, τώρα ζούμε όμορφα με όρους ζωής.
Μόνο που, αυτό που προλαβαίνει να μας πει ο Χ, είναι ότι ακριβώς όπως σε τελική ανάλυση πεθαίνουμε μόνοι, έτσι, κι από τη λούπα μας, από τη σκουληκότρυπά μας, μόνοι μας θα βγούμε. Κανείς δε θα έρθει να μας σώσει, ή να μας δεσμεύσει. Αυτό είναι ίσως το νόημα της δεύτερης ενηλικίωσης. Κανείς, γαμώτο, δε θα μας σώσει από τον ξερακιανό, θλιβερό τύπο από το καφέ κοστούμι στο μπαρ, κανείς, γαμώτο, δε θα ανάψει επιτέλους το φως. Τουλάχιστον όχι ως από μηχανής θεός, όχι αν δεν έχουμε παλέψει, για να στήσουμε το συλλογικό μας εμείς, μαζί. Ακόμα κι αν αυτό, σε στιγμές, μοιάζει τόσο δύσκολο, όσο το να φανταστούμε έναν αριθμό που στο τετράγωνο θα κάνει μείον ένα. Προσπαθώντας να θυμόμαστε ότι στην τελική, όπως θα έλεγε κι ο Ρεμπώ, είμαστε αυτό που είμαστε, κι αυτό είναι αρκετό. Παλεύοντας γι’ αυτό το μαζί στον χορό, ακόμα κι αν είναι ο χορός στην πτώση. Αναμετρώμενοι με εκείνο το ωραίο στοίχημα του Νίκου Καρούζου: να βλέπουμε τα ωραία δίπλα μας στο φοβερότερο πέσιμο, και να γυρίζουμε, με φλογωμένους κροτάφους από την πτώση, στην καλή μας πλευρά. Αλλά και γνωρίζοντας πως, ό,τι και να πούμε στους εαυτούς μας, ισχύει αυτό που έλεγε το αρχαιότερο ποίημα/παραμύθι του κόσμου, το Έπος του Γκιλγκαμές: ότι αυτός που αφήνει τη μάχη στη μέση, δεν μπορεί να βρει εσωτερική ηρεμία.
* Το κείμενο αποτελεί ομιλία στη βιβλιοπαρουσίαση της Λευκής Κουρτίνας του Δημήτρη Γράψα, που έγινε στη Λευκάδα στις 23 Σεπτεμβρίου 2016. Για λόγους πιστότητας στην ιδιαιτερότητα της διοργάνωσης, διατηρήθηκε ο «προφορικός λόγος» του κειμένου, όπως και η χαλαρότητα στις βιβλιογραφικές αναφορές. Οι αναφορές από το ίδιο το βιβλίο σημειώνονται σε εισαγωγικά και με πλάγια γράμματα. Περισσότερα για την εκδήλωση, εδώ http://lefkadapress.gr/politismos/79368/.
Στη φωτογραφία απόσπασμα από τον πίνακα του Clyfford Still, PH-950, του 1950
Υποσημειώσεις