Πού χάθηκες; – Έλα ντε, πού χάθηκα;

Σκέψεις πίσω από τη «Λευκή κουρτίνα» του Δημήτρη Γράψα.*

Ο Χ είναι 30 χρονών. Από τότε που τέλειωσε το πανεπιστήμιο την έβγαζε με περιστασιακές δουλειές και μικροκόλπα. Θεωρούσε μάλιστα πως όλο αυτό είχε μια ξεχωριστή γοητεία. Η απραξία είχε εδραιωθεί στη ζωή του από καιρό. Το κινητό του μένει συχνά από μπαταρία. Είναι οικονομικά ζορισμένος. Πλέον οι δουλειές γίνονται όλο και πιο περιστασιακές και τα κόλπα έχουν από καιρό σωθεί. Τι άλλο μαθαίνουμε για το Χ στις πρώτες σελίδες; Ο Χ είναι έγκλειστος σε ένα πράσινο δωμάτιο που δεν του θυμίζει τίποτε. Η πόρτα είναι κλειδωμένη και δεν έχει ιδέα πως βρέθηκε εκεί, ποιοι τον κρατούν και για ποιο λόγο κρατείται.

Καθώς εκτυλίσσεται η υπόθεση, θα έλεγα ότι έχει πολλά στοιχεία νουάρ, όπου ο Χ βιώνει μια ακραία κατάσταση και γύρω του πλανώνται αόρατες ή/και ορατές απειλές, απόγνωση, τρέλα. Ας κάνουμε όμως μια αφαίρεση. Όλες οι σκέψεις, οι αναμνήσεις και τα παραληρήματα του Χ για γυναίκες, φίλους, το παρελθόν και το μέλλον της ζωής του δε θα μπορούσαν να έχουν λάβει χώρα και χωρίς τη συνθήκη του εγκλεισμού; Και αν η απάντηση είναι καταφατική, όπως στην περίπτωσή μας, ποιό ρόλο επιτελεί τότε η κλειδωμένη πόρτα, ο εγκλεισμός και η αιχμαλωσία είτε στις αφηγηματικές επιλογές του Δημήτρη Γράψα είτε στο ίδιο το βίωμα του Χ;

Ας κάνουμε στο σημείο αυτό μια μικρή παρέκβαση. Ο ψυχολόγος Μπρούνο Μπέτελχαϊμ σε κάποιο έργο του συγκρίνει τη συνθήκη της ερωτικής καταστροφής με τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης βρίσκοντας ως κοινό στοιχείο αυτό που στο ψυχωτικό πεδίο, ονομάστηκε ακραία κατάσταση. Ο ίδιος ήταν έγκλειστος στο Νταχάου και το Μπούχενβαλντ και επέζησε της ναζιστικής θηριωδίας. Ο Ρολάν Μπαρτ στα «αποσπάσματα ερωτικού λόγου» αναρωτιέται: «Δεν είναι, αλήθεια, άηθες να συγκρίνεις την κατάσταση ενός υποκειμένου που αντιμετωπίζει ερωτικά προβλήματα, με την κατάσταση ενός έγκλειστου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου; Μια από τις πιο ανήκουστες ύβρεις της Ιστορίας μπορεί να εξομοιωθεί με ένα ασήμαντο, παιδαριώδες, σπουδαιοφανές και αδιόρατο περιστατικό που έπληξε ένα υποκείμενο που απλώς κατατρύχεται από το Φαντασιακό του; Κι όμως, οι δυο αυτές καταστάσεις, έχουν κάτι το κοινό: είναι, κυριολεκτικά, πανικές. Πρόκειται για καταστάσεις χωρίς υπόλοιπο, χωρίς επιστροφή: πρόβαλα τον εαυτό μου στον άλλον με τόση δύναμη, ώστε όταν εκείνος μου λείπει, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, να ξαναβρώ τον εαυτό μου: χάθηκα για πάντα».

Αν και νομίζω ότι οφείλουμε να είμαστε πάντα επιφυλακτικοί απέναντι σε οτιδήποτε απομειώνει έστω και κατ’ ελάχιστο τον κίνδυνο της φασιστικής απειλής εξομοιώνοντας το φασισμό με άλλες μορφές διακυβέρνησης ή εκφάνσεις της καθημερινής ζωής, αξίζει να κρατήσουμε την παραλληλία ανάμεσα σε μια συνθήκη κράτησης και το ψυχολογικό θρίλερ του μυαλού μιας ακραίας κατάστασης εργασιακού, ερωτικού, πολιτικού, υπαρξιακού αδιεξόδου. Με βάση αυτά και τηρουμένων πάντα των αναλογιών θα επιχειρήσω μια παρουσίαση της «Λευκής Κουρτίνα» με κέντρο τον έρωτα. Και φυσικά την Κλαίρη.

Αντιγράφουμε από την 20η σελίδα του βιβλίου: «Θυμήθηκε το πρώτο χαμόγελο που του είχε στείλει. Τον είχε πιάσει να την κοιτάει αποσβολωμένος. Ήταν η δεύτερη φορά που συναντιόντουσαν, μέσω μιας κοινής παρέας από το πανεπιστήμιο. Την πρώτη δεν της έδωσε μεγάλη σημασία, απλώς είχε συγκρατήσει το όνομά της. Τη δεύτερη όμως δε μπορούσε να προσέξει τίποτε άλλο έξω από αυτήν. «Μόλις είχα γυρίσει από ταξίδι, θυμάσαι;» της είχε πει αργότερα. «Κι η όψη σου ξεκούραζε τ’ άγρυπνα μάτια μου». «Γι’ αυτό μου χες φανεί λίγο χαζός;» είχε απαντήσει εκείνη, πριν του ρίξει ένα μαξιλάρι στο κεφάλι και γεμίσει το πρόσωπό του με φιλιά. Είκοσι σελίδες μετά ενώ ο Χ κλαίει με αναφιλητά σε εμβρυακή στάση έχοντας απόλυτη ανάγκη από προστασία, θυμάται πως «έτσι στο πλάι ξάπλωνε συχνά κι η Κλαίρη, κι αυτός προσάρμοζε το σώμα του στο δικό της. Πέρναγε το χέρι κάτω απ’ το κεφάλι της, δίπλωνε τα πόδια του όπως εκείνη, γινόταν ολόκληρος ένα καπάκι που έκλεινε πάνω σε κάθε γωνιά του κορμιού της. Και μέναν έτσι για ώρες, μόνο αυτός κουνούσε κάποιες στιγμές το κεφάλι του, για να τη φιλάει στην πλάτη.

Η «ανάμνηση της πληρότητας εκείνων των στιγμών» όμως δίνει τη θέση της σε άλλα σημεία στην πιο πρόσφατη Κλαίρη που είχε μόνο κριτική γι’ αυτόν ∙ την Κλαίρη που την άκουγε να λέει τα ίδια και τα ίδια «Είσαι τριάντα, πρέπει να κάνεις κάτι πιο δραστικό, δεν ήσουν έτσι εσύ. Είναι για όλους δύσκολο, το ξέρω, αλλά δεν έχεις εξαντλήσει κάθε περιθώριο. Μια κανονικότητα θα βοηθήσει και τη σχέση μας, θα δεις». Τα πρώτα μισοξύπνια του δέκα λεπτά στο πράσινο δωμάτιο, ο Χ σκεφτόταν τα λόγια της και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την αγαπούσε υπερβολικά αλλά δεν θα άντεχε να τα ξανακούσει.

Ήταν άραγε αναπόφευκτο η σχέση του με την Κλαίρη να καταλήξει κάπως έτσι; Ακόμη και μέσα από το πράσινο δωμάτιο το μέιλ που επιχειρεί να της στείλει είναι γεμάτο τρυφερότητα, της ζητάει να μην ξεχνά πως την αγαπάει και κλείνει με το «Όλα θα πάνε καλά. Ο Χ. σου». Σε γράμμα που της είχε στείλει πριν ξυπνήσει στο πράσινο δωμάτιο αλλά σίγουρα αρκετά μετά την πρώτη περίοδο του έρωτά τους, της γράφει πως γυρεύει δρόμους που δεν έχουν περπατηθεί. Κι από κει να ψάξει να βρει που στρίψανε λάθος – αυτός, αυτή και τόσοι άλλοι. Να σκεφτεί σα να ναι τα πάντα αναστρέψιμα, σα να μπορούν να ξεκινήσουν όλα και πάλι απ’ την αρχή.

Μπορούν όμως να ξεκινήσουν όλα και πάλι απ’ την αρχή; Μπορεί καθώς μεγαλώνει να ζει με την Κλαίρη όπως όταν πρωτοερωτευτήκανε; Ή μήπως η κατάληξη ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καταστροφικής ορμής του έρωτα, όπως περιγράφεται τόσο δραματικά από τον Πασκάλ Μπρύκνερ και σκηνοθετήθηκε από το Ρομάν Πολάνσκι στα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα»; Αν ένας σαν το Μαγιακόφσκι έφτασε να γράφει για το σκάφος του έρωτα που τσακίστηκε στην καθημερινότητα, και μάλιστα στο σημείωμα αυτοκτονίας του, ποια ελπίδα μπορεί να έχει ο Χ;

Καθώς διάβαζα το βιβλίο σε πολλά σημεία ο εσωτερικός μονόλογος του Χ μου θύμισε τις απόψεις ενός κλόουν του Χάινριχ Μπελ και τον έρωτά του για τη Μαρί. Μόνο που ο Χανς Σνηρ είναι απόλυτα δοσμένος στη Μαρί, η οποία είναι η αρχή, η μέση και το τέλος της σκέψης του. Δίπλα στον αμετανόητα μονογαμικό κλόουν, ο Χ φαντάζει πιο κοντά στην παραδοχή του Μπρύκνερ πως «όταν είμαστε δύο, ονειρευόμαστε τον τρίτο. Ή για να δανειστούμε τα ποιητικά λόγια του Νίκου Καρούζου: Ζούμε θα πει αλητεύουμε στους αμέτρητους ίμερους / αλητεύουμε στα σώματα των απέραντων γυναικών. Ο ίμερος αδελφός του Έρωτα και του Αντέρωτα, γιος της Αφροδίτης και του θεού Άρη είναι η προσωποποίηση της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας, του ερωτικού πόθου. Η γοητεία που ασκεί στο Χ μια άγνωστη κοπέλα στο μπαρ «Το τρένο», όπου πήγε με τους φίλους του και την Κλαίρη, ο εξιδανικευτικός τρόπος που την περιγράφει, η προσωποποίηση του απόλυτου κακού στο συνοδό της, η ανάγκη να την προστατεύσει από κάθε κακό, η ενοχή του, το γεγονός ότι κάποια στιγμή παραληρώντας μέσα στο σκοτάδι του πράσινου δωματίου αναρωτιέται μήπως η κοπέλα που τον γοήτευσε και την οποία συνόδευε ο αηδιαστικός τύπος ήταν τελικά η Κλαίρη ∙ όλα αυτά συνηγορούν στο ότι ο Χ βιώνει μια κατάσταση πανικού που δε σχετίζεται με έναν μεμονωμένο έρωτα, αλλά με την ίδια θεμελιακή συνθήκη του έρωτα. Ο απόλυτος πανικός του δε σχετίζεται πλέον τόσο με το αν θα μπορέσει να καταλάβει τι πήγε στραβά με την Κλαίρη και να το διορθώσει, όσο με το αν θα μπορέσει καθώς μεγαλώνει να ερωτευτεί κάποια άλλη όπως όταν ερωτεύτηκε την Κλαίρη; Γιατί αν πράγματι «ζούμε θα πει αλητεύουμε στους αμέτρητους ίμερους», τότε ο Χ, που μέχρι τότε ζούσε, όπως λέει, κυρίως το βράδυ, αν αυτός ο τύπος είχε σταματήσει να αλητεύει, μήπως στην πραγματικότητα είχε σταματήσει να ζει; Ή μήπως είχε αρχίζει να μοιάζει στο φαφούτη ναύτη με το ηλίθιο παρουσιαστικό στο ζωγραφισμένο πίνακα που τόσο πολύ τον τρόμαζε;

Όπως με τον έρωτα, αντίστοιχα μπορεί να «ανακατασκευαστεί» ο πανικός του Χ ως προς τους φίλους του που έναν-έναν τους αποχαιρέτησε για το εξωτερικό ή έχασε τα ίχνη τους, το τηλέφωνό του που κάποτε δε σταμάταγε να χτυπά και τώρα ο ήχος της εισερχόμενης του προκαλεί έκπληξη κ.ο.κ. Εκεί όμως που νομίζω ότι συμπυκνώνεται ο πανικός είναι στην πρόταση που φαντάζει να τον κυνηγάει σαν κατηγορική προσταγή: «Φερθείτε επιτέλους φυσιολογικά, χρήστη Χ». Η φράση «Φερθείτε φυσιολογικά» εγκαλεί τον Χ σε μια κανονικότητα που του είναι απολύτως ξένη και φορτική. Κι ο Χ την αρνείται με τον πιο σπαρακτικό τρόπο. Αρνείται την «κανονικότητα» στην οποία τον εγκαλεί η Κλαίρη. Αρνείται όμως την ευρύτερη «κανονικότητα» της ενηλικίωσης και όλων των τελετουργικών της στη ζωή μέσα στον καπιταλισμό, την εργασία, τις κοινωνικές σχέσεις, την επικοινωνία εντός κι εκτός κοινωνικών δικτύων.

Γι’ αυτό το «δεν είμαι αυτός που νομίζετε» που επιχειρεί να γράψει είναι, για να θυμηθούμε τον Τάσο Λειβαδίτη, μια κραυγή του Χ ενάντια στο πρόσωπο που οι άλλοι φτιάχνουν απ’ αυτόν για δική τους χρήση. Ή μπορεί η κραυγή να στρέφεται και προς τον ίδιο του τον εαυτό για τους «ρόλους που αποδέχτηκε και ντύθηκε στα ρούχα τους», όπως έγραφε στο γράμμα προς την Κλαίρη, ή όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Χ στην ίσως πιο δυνατή και φορτισμένη φράση του βιβλίου: «Τότε ξύπνησα στο πράσινο δωμάτιο κι όλα μου φάνηκαν ξένα. Ενώ ξένος ήμουν εγώ».

Σε μια απόπειρα πολιτικής ανάγνωσης της «Λευκής κουρτίνας» πολλοί και πολλές στάθηκαν στην πολύ όμορφη ιστορία των μιγαδικών αριθμών. Και πράγματι είναι ανεπανάληπτα αισιόδοξο το να κάνεις την παραδοχή πως ως αληθινό ορίζουμε μόνο ό,τι έχουμε την εμπειρία για να το καταλάβουμε αλλά την ίδια στιγμή να αναφωνείς «Υπάρχει όμως και το μιγαδικό επίπεδο. Και είναι εδώ, δίπλα μας. Η απρόοπτη και ευλογημένη συνάντηση με τη μέθεξη του φανταστικού που δεν είναι φανταστικό, η περιφρόνηση των ορίων του κάθε φορά πραγματικού». Κι όμως αν δούμε ποια θέση βρίσκει αυτός ο συλλογισμός στις σελίδες του βιβλίου, θα βρούμε το Χ να θυμάται τους μιγαδικούς αριθμούς, προκειμένου να συμπεράνει πως η αξιοθρήνητη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί ήταν τόσο ισχυρή που δεν μπορούσε να είναι ψεύτικη ακόμη κι αν ως τότε δεν είχε ζήσει ποτέ κάτι αντίστοιχο. Μια αναγκαία υπενθύμιση πως αυτό για το οποίο δεν έχουμε ακόμη καμία εμπειρία δεν είναι πάντα και κατ’ ανάγκη καλύτερο απ’ αυτό που ζούμε. Μπορεί να είναι και εφιαλτικά χειρότερο.

Μια «πολιτική» κριτική που θα μπορούσε να γίνει στη «Λευκή Κουρτίνα» είναι πως ενώ υπάρχουν πολλαπλές αρνήσεις, αυτό που λείπει είναι η κατάφαση της πολιτείας. Η πολιτεία, για να θυμηθούμε τη σονάτα του σεληνόφωτος, τα βήματα της οποίας θα μπορούσε να ακούσει ο Χ, και να μην ακούει πια τα βήματα της Κλαίρης, μήτε των δεσμοφυλάκων του, μήτε τα δικά του βήματα. Μια ακόμη πιο σκληρή άποψη θα μπορούσε να δει το δεσμοφύλακα να κοιτάει το Χ από ένα απέναντι μπαλκόνι, να γελάει δυνατά και να αναφωνεί: «η παρακμή μιας εποχής».

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Υπάρχει άραγε μια χαραμάδα που να διασώζει την ανεπανάληπτη αισιοδοξία των μιγαδικών αριθμών και να την αντιστοιχεί στο θετικό υπαρξιακό και κοινωνικοπολιτικό πυρήνα της κατά Τσιώλη κατηγορικής προσταγής «να ζήσουμε ζωή που δεν τη φανταζόμαστε»; Υπάρχουν υλικά στη «Λευκή Κουρτίνα» για να κατασκευαστεί ίσως μια πολιτεία, έστω ως υπόσχεση; Η απάντηση, νομίζω, βρίσκεται στη μετεφηβική αυθάδεια των «Σημειώσεων πάνω σε είκοσι τέσσερεις συνηθισμένες λέξεις της καθομιλουμένης». Στη διεκδίκηση μιας επικοινωνίας που ο άλλος, η άλλη θα καταλαβαίνει αυτό που νιώθεις από ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο ή έστω από έναν και μόνο υπαινιγμό. Στη διεκδίκηση μιας ενηλικίωσης που δε θα χάνει την έννοια του παιχνιδιού και της ανεμελιάς, μιας καθημερινότητας που δε θα δομείται πάνω στην αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική εργασία και τις πεθαμένες καλησπέρες ∙ ενός ερώτα που όταν πραγματώνεται αλλά και στον πόνο της ματαίωσης και της απώλειας θα είναι απαλλαγμένος από τη ματαιοδοξία και την αποξένωση ∙ ενός φόβου του θανάτου που θα γίνεται οίστρος της ζωής ∙ μιας ζωής ως σύνολο στιγμών πληρότητας. Οι διεκδικήσεις του Χ μπορεί να μην αρθρώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στη «Λευκή κουρτίνα» αλλά είναι εκεί, ως ανάμνηση που είναι όμως περισσότερο ανησυχία για το μέλλον. Όποιος/α θέλει να συμμεριστεί την εναγώνια προσπάθεια του Χ να γκρεμίσει το κάστρο της απελπισίας, μπορεί να τις ανακαλύψει πίσω από τις γραμμές.

Κάποια στιγμή μέσα στο πράσινο δωμάτιο ο φόβος του θανάτου κατακλύζει το Χ: «Φαντάστηκε τον εαυτό του με γκρίζα μούσια και μαλλιά και ύστερα χωρίς μαλλιά, γέρο, να ξυπνάει κάθε πρωί στο ίδιο κρεβάτι και μια μέρα να μην ξυπνάει καθόλου. (…) Σφίχτηκε. Έπρεπε να ζήσει. Κι αυτό δεν μπορούσε να γίνει μόνο με την υπόσχεση μιας μελλοντικής λύτρωσης. Πώς θα πέρναγε την υπόλοιπη ζωή του; Μουγγός και άβουλος, περιμένοντας παθητικά και για πάντα γεγονότα που κανείς δεν του εξασφάλιζε ότι θα έρχονταν;» Ο Χ διεκδικεί να ψάξει πώς τον πρόδωσε έτσι το μυαλό του, τι και πώς πήγε στραβά, τι και πώς μπορεί να πάει αλλιώς. Αλήθεια, όσοι/ες θα έβλεπαν στο Χ απλώς την «παρακμή μιας εποχής» είναι τόσο σίγουροι/ες ότι όλα βαδίζουν καλά στις ζωές τους; Κι αυτή τη σιγουριά την έχουν και για την εξέλιξη της κοινωνίας και της ανθρωπότητας; Ή μήπως συνήθισαν τόσο πολύ να ζούνε αλλά να είναι σαν να μη ζούνε; Η υπερβολική σκληράδα άλλωστε μάλλον είναι ίδιον της ανασφάλειας των διαχρονικών «κομμένων κεφαλών» όπως τόσο εύστοχα σκιαγραφήθηκαν από το Στρατή Τσίρκα παρά των «σιγουριών μας» που είναι τόσο απαραίτητες για τη δράση.

Ο ίδιος ο Χ αναπολεί τη σκληράδα και την απολυτότητα της μετεφηβικής του ηλικίας που του λείπουν σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα μοιάζουν σχετικά και ανατρέψιμα ανά πάσα στιγμή. Γιατί ανάμεσα στην θρησκευτικού τύπου πίστη των «σίγουρων» και τον ανά πάσα στιγμή ανατρέψιμο σχετικισμό, ο Χ υπαινίσσεται κάποιες βεβαιότητες ιστορικά προσδιορισμένες και αναστοχαστικές. Οι αναμνήσεις του, γράφει, είναι κίνητρο για να αντέξει, να συνεχίσει, να ξαναζήσει. Σε αρκετά σημεία σημειώνει πως συνήθως παραδεχόταν τη μισή αλήθεια στον εαυτό του και αυτός ήταν ο τρόπος που είχε μάθει να λειτουργεί. Η παραδοχή της άλλης μισής αλήθειας, της κάθε άλλης μισής αλήθειας και η δύναμη της φαντασίας αντί της δύναμης της συνήθειας, ίσως είναι ο δρόμος που μπορεί να τον βγάλει απ’ το λαβύρινθο. Ακόμη κι αν τον βγάλει λαβωμένο με στίγματα παντοτινά, η έξοδος απ’ το λαβύρινθο ως διαμεσολάβηση του κοινωνικού και η αμφισβήτηση των ορίων της δοσμένης πραγματικότητας ίσως οδηγήσουν τελικά το Χ στην αυτοσυνείδηση, εκεί που δε θα νιώθει πλέον ξένος προς το γύρω του κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό.

Ή με τα λόγια και πάλι του Νίκου Καρούζου:

Νὰ γυρίζεις — αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα -—

μὲ κουρελιασμένα μάτια

μὲ φλογωμένους κροτάφους ἀπ᾿ τὴν πτώση

νὰ γυρίζεις

στὴν καλὴ πλευρά σου.

*Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του Κώστα Γούση σε εκδήλωση παρουσίασης της “Λευκής Κουρτίνας” στη Λευκάδα. Περισσότερα για την εκδήλωση εδώ.

Στη φωτογραφία, απόσπασμα από τον πίνακα του Edvard Munch, Night in St. Cloud, του 1890