VLADIMIR. – Alors, on y va ?
ESTRAGON. – Allons-y.
Ils ne bougent pas.
Ένα ακόμα γύρισμα του χρόνου που προσπαθούμε πάλι να συλλάβουμε το νόημά του για τα γυρίσματα των καιρών. Αν η χρονολογία οργανώνει την κατεύθυνση και το νόημα του ιστορικού χρόνου, η αμφιθυμία με την οποία αφήσαμε πίσω μας το ’15, είναι μάλλον προϊόν της αδυναμίας μας να επιλέξουμε από ποια σκοπιά να το δούμε: από αυτή του παρελθόντος: διάσπαρτη από αγώνες και προσδοκίες, ήττες και διαψεύσεις ή από εκείνη του μέλλοντος, που φαντάζει ολοένα και πιο απρόβλεπτο κι απειλητικό;
Η κουβέντα π.χ. για τα 70χρονα από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου αποτελεί απλά μία από τις πολλές μορφές με τις οποίες το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν μας. Και ασφαλώς οι φανφάρες για το θρίαμβο της ελευθερίας παρέμειναν γενικά χαμηλών τόνων, αφού όλοι πια βλέπουν να υψώνονται περισσότερα τείχη από ποτέ, ενώ μια νέα ευρωπαϊκή βιομηχανία θανάτου συσσωρεύει καθημερινά χιλιάδες πτώματα. Οι χίλιοι τετρακόσιοι νεκροί του περασμένου Απρίλη έφεραν στην επιφάνεια τα τριάντα χιλιάδες πτώματα που κείνται στο βυθό της Μεσογείου από το 2005 που άρχισε να λειτουργεί η Frontex: και πριν αλέκτορα φωνήσαι, η διάσκεψη κορυφής της ΕΕ ήρθε να ενισχύσει τις δικαιοδοσίες αυτού του φονικού μηχανισμού και η απόφαση του δανικού κοινοβουλίου για απαλλοτρίωση των τιμαλφών των προσφύγων που σέρνει το μακάβριο χώρο επίσημου κρατικού ρατσισμού. Με άλλα λόγια, διανύουμε μία από τις φονικότερες περιόδους της νεώτερης ιστορίας παρακολουθώντας, όπως στη σωφρονιστική αποικία του Κάφκα που γράφτηκε στον καιρό του Πρώτου Παγκοσμίου, τη βία που προηγουμένως εξαγόταν πέρα από τα όρια της «πολιτισμένης Δύσης» να επιστρέφει σε αυτήν απειλώντας να κλονίσει τα ίδια της τα θεμέλια: κάτι σαν την κατά Χέρμαν Μπροχ «χαρούμενη αποκάλυψη» που έζησε η Βιέννη των αρχών του περασμένου αιώνα.
Αυτό το προφανές, που αν και το γνωρίζουμε δείχνει εν τέλει να μας διαφεύγει, αποτελεί πιθανότατα σύμπτωμα μιας συλλογικής άρνησης της πραγματικότητας. Το 2015 οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έμαθαν αναγκαστικά πολλά από εκείνα που ήδη ήξεραν αλλά μπορούσαν ακόμα να παριστάνουν πως δεν τα βλέπουν. Στην Ελλάδα, μπορεί η πολιτική χρεωκοπία του Σύριζα να ήρθε ως ήττα ή διάψευση για τους χιλιάδες που αφοπλίστηκαν, παροπλίστηκαν ή μεταλλάχθηκαν, μα είναι αλήθεια πως από την εγκατάλειψη του αιτήματος διαγραφής του χρέους μέχρι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και από την καθεστωτική διαχείριση της Δούρου μέχρι την επιλογή του Παυλόπουλου για ΠτΔ, το πράγμα φώναζε από καιρό προς τα που πάει -όσο εντυπωσιακή και αν αποδείχτηκε τελικά η ταχύτητα της μετάλλαξης. Οι εκλογές του Γενάρη σηματοδότησαν το θρίαμβο μιας διαταξικής συμμαχίας χαμηλών προσδοκιών που τράφηκε από την ακροδεξιά σαμαρική κυβέρνηση και συνοψίστηκε στη φράση «ακόμα κι αν κάνουν ένα από όσα υπόσχονται, θα αναπνεύσουμε». Και μολονότι το μέλλον φάνηκε, έστω για λίγο, ανοιχτό στην δράση και τη βούληση της εργαζόμενης πλειοψηφίας, ο Σύριζα αποδείχτηκε κληρονόμος της παράδοσης μιας αριστεράς που απώτατο ορίζοντά της έχει την ένταξη στο αστικό σύστημα εξουσίας, σαν το ΕΑΜ/ΚΚΕ του 1944-1945, την ΕΔΑ, αλλά και τα δύο μεταπολιτευτικά ΚΚ –όπου και όποτε κλήθηκαν να παίξουν κάποιο κρίσιμο ρόλο. Από αυτή τη σκοπιά η ομολογία Τσίπρα, αφού πέρασε και το τρίτο μνημόνιο με «κοινωνικό πρόσημο», πως έχει πάθει οίηση που έγινε πρωθυπουργός στα σαράντα του καίτοι δεν προέρχεται από πολιτικό τζάκι, αποτελεί μια (κωμικοτραγική) διασκευή του χαρακτήρα του Γιώργου του εργατόπαιδου στην Κόρη μου τη Σοσιαλίστρια του Αλ. Σακελλάριου. Όσο για την ταυτότητα του «συριζαίου», αυτή αποδείχτηκε ό,τι ήταν εξαρχής καταδικασμένη να γίνει, μια μεταβατική πολιτική ταυτότητα που μετά την πρώτη τριετία της κρίσης ήρθε να καλύψει προσωρινά το κενό που άφησαν η κατάρρευση του Πασόκ και η συρρίκνωση της ΝΔ.
Φαίνεται σήμερα πια τόσο κοντά και τόσο μακριά συνάμα η μέρα που ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός απέτινε συμβολικά φόρο τιμής στους εκτελεσμένους της Καισαριανής. Τόσο κοντά, γιατί οι επικλήσεις των ηρωικών και τραγικών παραδόσεων της κομμουνιστικής αριστεράς στον 20ο αιώνα δεν έχουν πάψει να πολλαπλασιάζονται όσο η πολιτική της κυβέρνησης απομακρύνεται από τους διακηρυγμένους της στόχους. Ο δαίμων της ιστορικής αναλογίας, που είχε βγει από το μπουκάλι εδώ και καιρό, κατέλαβε ακόμα και κάποιους από τους κατά τεκμήριο οξυδερκέστερους, που άρχισαν να μιλάνε για τον Λένιν και το Μπρεστ-Λίτοβσκ, για Λαϊκά Μέτωπα και για νέα ΕΑΜ αγνοώντας ή αποσιωπώντας εσκεμμένα την κραυγαλέα διαφορά όλων αυτών με την κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας» Σύριζα-Αν.Ελλ: την απουσία μαζικής κινητοποίησης του εργατικού κινήματος, αλλά και της κινητήριας δύναμής του, των νεωτερικών ουτοπιών, του αγώνα δηλαδή για το μετασχηματισμό του κόσμου εδώ και τώρα.
Η ελληνική κοινωνία συνδιαλέχτηκε μία φορά με την πραγματική δυνατότητα η θέση και η κατάσταση της χώρας να εξελιχθούν αλλιώτικα από ό,τι φαινόταν προδιαγεγραμμένο με βάση το διεθνή συσχετισμό δύναμης. Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, η λαϊκή πλειοψηφία αποκρίθηκε στον εκβιασμό με μια κατάφαση αποστομωτική, με τσαμπουκά, με λογισμό και μ’όνειρο. Αν και δεν ήμουν στη γιορτή της Παρασκευής, υπήρξα όμως ένας από τους πολλούς ξενιτεμένους που την αντιλήφθηκαν σαν κάλεσμα να αδράξουν τη μοναδική ευκαιρία για να γίνουν ενεργοί φορείς μιας νέας χρονολογίας. Δυο στροφές παρακάτω, κι ενόσω ακόμα παραμένει αδικαίωτη η ενέργεια που εκλύθηκε με το δημοψήφισμα, το νόημά του μοιάζει ακόμα να μας διαφεύγει. Όχι τόσο για όσα μαθαίνουμε λίγο-λίγο για διεθνείς πιέσεις κι εκβιασμούς, εξωθεσμικές μεθοδεύσεις της ντόπιας ολιγαρχίας κ.λπ., που έρχονται απλά να τεκμηριώσουν διακηρυγμένες προθέσεις και σχέδια του μετώπου των ευρωλάγνων, όσο σε ό,τι αφορά με τη δυναμική, τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του μπλοκ που στήριξε το «όχι».
Στο βαθμό π.χ., που η ηγετική ομάδα του Σύριζα όχι μόνο δεν είχε επεξεργαστεί σενάρια ρήξης με την ευρωζώνη αλλά και είχε δεσμευτεί να τα αποτρέψει, προς τί η επιλογή του δημοψηφίσματος; Με ελάχιστα περιθώρια σφάλματος, γνωρίζουμε σήμερα πως, δεδομένης της πίεσης που θα ασκούσαν τα capital controls και τα κυρίαρχα μέσα, επικρατέστερη έκβαση έμοιαζε εκείνη ενός οριακού αποτελέσματος που θα έδινε έτσι την ευκαιρία στην κυβέρνηση να προχωρήσει στη διαφαινόμενη συνθηκολόγηση επικαλούμενη τη λαϊκή ετυμηγορία –πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα με άλλα λόγια. Ο σχεδιασμός απέτυχε ασφαλώς να λάβει υπόψη του την κοινωνική δυναμική και το ουτοπικό φορτίο που εκφράστηκε στο 62% της 5ης Ιούλη. Έπειτα, το γρήγορο «χώνεμα» του δημοψηφίσματος στη γενεαλογία των αδικαίωτων αγώνων (καθότι βεβαίως-βεβαίως οι συνθήκες και οι συσχετισμοί δεν έχουν ακόμα ωριμάσει), η εύκολη ένταξή του στον κυβερνητικό λόγο ως «το γαμώτο του ελληνικού λαού» επιστρέφουν την απορία σε όσους από διαφορετικές αφετηρίες προσμετρήθηκαν στο 62%.
Υπήρξαν εκείνοι που προσήλθαν στην κάλπη αναγνωρίζοντας το «συμβολικό» χαρακτήρα του δημοψηφίσματος κι οι άλλοι που απείχαν υπερασπιζόμενοι την ιδεολογική τους καθαρότητα. Γιατί όμως κάποιοι άλλοι, πολλοί, μέσα και (κυρίως) έξω από το Σύριζα, αν και δεν είχαν αυταπάτες σχετικά με τις προθέσεις και τα περιθώρια που είχε αφήσει η κυβέρνηση στον εαυτό της μετά την 20η Φεβρουαρίου, στρατεύτηκαν ψυχή τε και σώματι στην εκστρατεία του «όχι» διακατεχόμενοι από τη μεταφυσική βεβαιότητα πως η δυναμική του δημοψηφίσματος καταστούσε λίγο-πολύ αναπότρεπτη την προοπτική σύγκρουσης με την ευρωζώνη; Η ζωή δεν άργησε να αποδείξει πως όλα αυτά δεν ήταν παρά ευσεβείς πόθοι, που μόνο αόριστα συνδέονταν με την πραγματικότητα ή με τις πράξεις που ήταν αναγκαίες για την πραγματοποίησή τους: κι έτσι έμειναν να παρακολουθούν ανήμποροι, οι μεν βλέποντας να εξατμίζονται οι όποιες κομματικές διαδικασίες, οι δε καταγγέλλοντας σε όλους τους τόνους την ανικανότητα ή/και την προδοσία της κυβέρνησης.
Κανείς όμως δεν ασχολήθηκε συστηματικότερα με την απάντηση στο ερώτημα που απασχολούσε εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά, ολόκληρη την ελληνική κοινωνία: υπάρχει σχέδιο ανάπτυξης της οικονομίας και της παραγωγικής βάσης της χώρας έξω από τη ευρωζώνη και αν ναι, ποιά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά και οι προθεσμίες του; Tο ρήγμα του Ιούλη δε δείχνει να φέρνει το σεισμό που προσδοκούσαμε –για την ώρα τουλάχιστον. Μα όσο η κρίση βαθαίνει κι απλώνεται το ζήτημα παραμένει ανοιχτό και θα ξανανοίγει από «διαπραγμάτευση» σε «διαπραγμάτευση» που θα σκηνοθετείται για το ασφαλιστικό, το φορολογικό, το προσφυγικό κ.λπ. Στο μεταξύ, από τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος που παραμένουν δραστήριες και συγκροτημένες σε ταξική βάση λείπει τις πιο πολλές φορές ένας κρίκος, ο πιο κρίσιμος ίσως: οι συγκεκριμένες πράξεις, μ’ένα λόγο το σχέδιο που συνδέει την ιδέα με την πραγματοποίησή της. Τούτο οφείλεται σε μια αίσθηση ανημπόριας, που αποτελεί κληρονομιά δεκαετιών ήττας και μαθητείας σε δευτερεύοντες πολιτικούς ρόλους αλλά και στις πολλαπλές ταπεινώσεις μιας πενταετίας βίαιης φτωχοποίησης, ανεργίας, καταστολής, μετανάστευσης, διάλυσης της δημόσιας Υγείας και της Παιδείας, εκχώρησης πολιτικής κυριαρχίας και διεθνούς υποβάθμισης της χώρας. Αυτό που λείπει σε τελική ανάλυση, είναι η δυνατότητα να συνυπολογίζει κανείς το βάρος των δικών του πράξεων ή παραλείψεων στην τελική έκβαση.
Αυτή η αίσθηση ανημπόριας εκφράζεται και με την επιστροφή του σχήματος της μικρής Ελλάδας-έρμαιου των σχεδιασμών των «μεγάλων». Ιδωμένες από το σήμερα, οι δυο δεκαετίες της ευμάρειας και της «ισχυρής Ελλάδας» μοιάζουν απλή παρένθεση. Για άλλη μια φορά, με όργανο το εξωτερικό χρέος της χώρας κάποιοι Ευρωπαίοι σύμμαχοι επιχειρούν να μετατρέψουν τη χώρα σε αποκία χρέους και αιχμή του δόρατος μιας διαδικασίας απανθρωποποίησης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Καθώς η Ευρώπη απεκδύεται το μανδύα της ελευθερίας και της δημοκρατίας που φόρεσε στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου, αυτή η ανημπόρια της κρίσης αποτελεί απλά τον παροξυσμό μιας συλλογικής ανημπόριας που οι πιο οξυδερκείς την αντιλήφθηκαν, την περιέγραψαν και την ονόμασαν από τις αρχές κιόλας της ατομικής μας εποχής: την πρακτική αδυνατότητα της παγκόσμιας επανάστασης και της συλλογικής χειραφέτησης όσο οι κυρίαρχοι κατέχουν όπλα μαζικής φυσικής εξόντωσης. Θεμελιώδης σταθερά της μεταπολεμικής μας συνθήκης είναι πως, ενώ ο πόλεμος τελείωσε, αυτός συνεχίζει να είναι πανταχού παρών «ωσάν οι αμέτρητοι εμφύλιοι και περιφερειακοί πόλεμοι που μαίνονται διαρκώς να αποτελούν την ύστατη σωτηρία μας από την ολοκληρωτική καταστροφή», όπως έλεγε ο Κοζέλεκ. Πρόκειται για μια νέα συνθήκη που κλονίζει την κυρίαρχη «δυτική» αντίληψη του χρόνου μετά τη Γαλλική Επανάσταση, πως η ιστορία από εδώ και στο εξής, το μέλλον υπόκεινται στη συνείδηση και τη δράση των ανθρώπων.
Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο σύνορο Δύσης/Ανατολής, ως καλός αγωγός και αδύναμος κρίκος της αντιδραστικής μετάλλαξης. Τούτο σημαίνει πως εδώ εμφανίζονται πρωιμότερα και καθαρότερα οι αποκρουστικές όψεις αυτής της μετάλλαξης – αλλά και η βαθιά ηθική και πολιτική σήψη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παρά τα μαζικά αντανακλαστικά αλληλεγγύης στους πρόσφυγες που εκδηλώθηκαν, η ανοχή που συνεχίζει να δείχνει η ελληνική κοινωνία στην δολοφονική πολιτική του φράχτη και της Frontex είναι προϊόν ενός εθνικού φόβου να μην «εκπέσουμε» στη μελαμψή/μαύρη ανατολή. Ο φόβος αυτός εκφράστηκε ηγεμονικά και στη δημόσια κουβέντα γύρω από το δημοψήφισμα, αρχετυπικά μεν από τους ευρωλάγνους του Μένουμε Ευρώπη αλλά και από πολλούς θιασώτες του «όχι». Έτσι, κι ενώ η ελπίδα για το μέλλον παρέμενε μια μάλλον μεταφυσική προσμονή, εκείνο που κυριάρχησε ένθεν κακείθεν ήταν μια νοσταλγία των 80s και των 90s, ως καιρού της ευημερίας, ένταξης της χώρας στο σκληρό πυρήνα της «πολιτισμένης Δύσης» για τους μεν, ή μιας ανέμελης και περήφανης νιότης για τους δε. Αυτές ήταν άλλωστε και οι βασικές συντεταγμένες του ρεύματος που έφερε τον Σύριζα στην εξουσία το Γενάρη αλλά και το Σεπτέμβρη.
Η τάση επιστροφής στα ’80s στη Δύση όπως και η Ostalgie στις χώρες του πρώην σοσιαλιστικoύ μπλοκ, είναι όψεις της πιο σημαντικής και μακροχρόνιας συνέπειας της «πτώσης του τείχους»: της καθολικής κατίσχυσης του θατσερικού ΤΙΝΑ, της απώλειας όχι ενός τόπου, του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά μιας ιστορικής προοπτικής, της υπέρβασης των καπιταλιστικών σχέσεων και του ελέγχου της παραγωγής από τους εργαζόμενους. Έκφραση μιας κοινωνίας έγκλειστης σε ένα κλειστό τρένο που οδεύει προς μια κατεστραμμένη γέφυρα, όπως το Κίτρινο Βέλος του Πελέβιν (1993), ή σε μια κυκλική, δήθεν αέναη τροχιά, σαν το Transperceneige των Λομπ και Ροσέτ (1984). Ο εγκλωβισμός στο παρόν, τόσο των κοινωνιών -ελλείψει εναλλακτικής ιστορικής προοπτικής, όσο και των ανθρώπων -σε συνθήκες ακραίας ανασφάλειας (ανεργία, προσφυγιά, επισφάλεια κτλ.), αποτελεί θεμέλιο της ηγεμονίας των αντιδραστικών ιδεών. Οι πρόσφυγες από τις εμπόλεμες χώρες καθιστούν τη δυστυχία που είχε εξάγει ο δυτικός ιμπεριαλισμός ορατή στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και ξυπνάνε παντού τα φαντάσματα μιας εποχής που προς στιγμήν τη νομίσαμε τελειωμένη. Στη θέση του «άλλου», που μέχρι πρότινος κατείχε προνομιακά ο εβραίος, τώρα βρίσκεται ο μουσουλμάνος. Τα ατέλειωτα μικρά απαρτχάιντ που στήνονται εδώ κι εκεί είναι οι «λευκές κορδέλες» του δικού μας καιρού. Τα παιδιά των δυτικών μητροπόλεων που έγιναν μαχητές ιερών πολέμων και βομβιστές αυτοκτονίας μας θυμίζουν πως η βαρβαρότητα κατοικοεδρεύει στους κόλπους των πολιτισμένων μας δυτικών κοινωνιών. Στο μεταξύ, τα όποια υπολείμματα του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας μετατρέπονται σε «προνόμια» προς υπεράσπιση από μια «λευκή» και χριστιανική Ευρώπη.
Κι έτσι φτάνουμε στη Γαλλία, «πολιτικό προπονητή» της Ευρώπης από την Επανάσταση κι έπειτα, όπως άρεσε στον Κώστα Τζιαντζή να μας θυμίζει. Τα οδοφράγματα του 1830, του 1848, του 1871 στοίχειωσαν την πολιτική φαντασία του 19ου αιώνα· οι απεργίες του 1936, η Απελευθέρωση το 1944, ο Μάης του 1968, ο Δεκέμβρης του 1995 εκείνη του 20ου: στον 21ο μας εισάγει το Παρίσι του φόνου και του φόβου. Οι νίκες του Εθνικού Μετώπου στις περιφερειακές εκλογές, το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» και τα σχέδια για αφαίρεση της υπηκοότητας (déchéance de nationalité) από γάλλους πολίτες είναι εφάμιλλα των ενδοξότερων στιγμών της Αντεπανάστασης, της Παλινόρθωσης του 1815, της 18ης Μπρυμαίρ του Ναπολέοντα του μικρού, των Βερσαγιέζων του 1871, των αντι-Ντρέυφους, του Βισύ και της OAS.
Από αυτήν την άποψη, η βεβαιότητα του Ρικ στην Καζαμπλάνκα έχει πια ξεθωριάσει: “we won’t always have Paris” – το είπε κι ο πάπας στον ΟΗΕ τον περασμένο Σεπτέμβρη ενόψει της Διάσκεψης για το Περιβάλλον. Η εποχή των θλιμμένων παθών απειλεί πια ευθέως να στρέψει τους εκμεταλλευόμενους σε έναν αυτοκτονικό εμφύλιο κάτω από τις σημαίες των εθνών, των θρησκειών και των φυλών. Η δολοφονική πολιτική της ΕΕ στο προσφυγικό σε συνδυασμό με την τυφλή βία των τζιχαντιστών του Σαρλί και της 13ης Νοέμβρη που έφεραν τη βαρβαρότητα και το φόβο στην καρδιά της πόλης του Φωτός, θέτουν αντικειμενικά τους λαούς της Ευρώπης ενώπιον της ευθύνης τους για την πολιτική των κυβερνήσεών τους στις μητροπόλεις και σε ολόκληρο τον πλανήτη, όχι θεωρητικά, αλλά πρακτικά, σα ζήτημα ζωής και θανάτου τώρα.
Το οδοφράγματα του βουλεβάρτου Saint Michel δε θα μας περιμένουν για πάντα αν δεν αναλάβουμε έμπρακτα και άμεσα την ευθύνη των όσων λέμε και διαπιστώνουμε, δεν ξεπεράσουμε το αριστερίστικο σύνδρομο να θεωρούμε πως αφού «τα είπαμε», προειδοποιήσαμε για την επερχόμενη βαρβαρότητα, κάναμε λίγο-πολύ το καθήκον μας για να επιστρέψουμε στη χιλιαστική προσμονή της «μεγάλης βραδιάς» και μιας «εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα» -κατά μόνας ή υπό τη φωτεινή καθοδήγηση κάποιου Κόμματος. Ήταν π.χ. κοινός τόπος στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως εφόσον η ηγετική ομάδα του Σύριζα γινόταν κυβέρνηση και, όπως διαφαινόταν, πουλούσε αργά ή γρήγορα φτηνά την παρτίδα, η ταύτιση ενός κόμματος της Αριστεράς με τις μνημονιακές πολιτικές θα έδινε το σινιάλο για την αντεπίθεση κάθε λογής γαλάζιας, μαύρης ή φαιάς δεξιάς στο πεδίο της καταστολής των ελευθεριών, της βίας κατά των μεταναστών, της ρατσιστικής και αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Κι όμως υπάρχουν τόσοι ακόμα που είναι ή δηλώνουν εμβρόντητοι, σα να μην το είχαν δει να έρχεται.
Γιατί αν έχει νόημα όταν το πράγμα μπορεί να πάει μόνο χειρότερα να μπορείς να το δεις, είναι για να προετοιμαστείς για αυτό και να πράξεις αναλόγως. Ο Τσίπρας και η ομάδα του έκαναν μια ιστορική επιλογή τον περασμένο Ιούλη: όταν βρεθήκαν στο αδιέξοδο όπου οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια από τη γραμμή της με κάθε θυσία παραμονής στην ευρωζώνη, από το ρόλο μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης που παρέμεινε πιστή στη λαϊκή εντολή έστω κι αν έπεφτε, δημιουργώντας δυνάμει ένα ρήγμα στην νεοφιλελεύθερη ΕΕ, εν τέλει προτίμησαν τη συνθηκολόγηση και το ρόλο του υπασπιστή της ολιγαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Έτσι βλέπουμε τώρα υπουργούς να πρακτορεύουν τις ιδιωτικοποιήσεις, ξεπουλώντας τον ΟΛΠ, τα αεροδρόμια και διάφορα άλλα, ενώ ετοιμάζονται να ψηφίσουν ασφαλιστικό και φορολογικό που η Δεξιά θα αδυνατούσε να τα περάσει αναίμακτα.
Ακόμα πιο σημαντικό ίσως, το διεθνές πλαίσιο που όλα δείχνουν πως θα συνεχίσει επίσης να πηγαίνει κατά διαόλου. Καθώς έγραψε κι ένας φίλος για το προσφυγικό, το ερώτημα δεν είναι αν οι μαζικές ροές μετανάστευσης θα αλλάξουν το δημογραφικό προφίλ των ευρωπαϊκών κοινωνιών ή όχι -αυτό δα συμβαίνει σταθερά κι αμείωτα ήδη εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα και θα συνεχίσει να συμβαίνει, αλλά αν οι ευρωπαϊκές μεταδημοκρατίες της ενιαίας σκέψης και του ακραίου Κέντρου θα ολοκληρώσουν την ρατσιστική, ακροδεξιά μετάλλαξή τους συντρίβοντας τα τελευταία υπολείμματα εργατικών αντιστάσεων. Αν τώρα βλέπουμε το κυβερνητικό θίασο να καταπίνει αμάσητα τα τουήτ της Πρεσβείας και να προσχωρεί στη λογική των δύο άκρων απαγορεύοντας διαδηλώσεις κ.λπ., μπορεί να μην αργήσει η στιγμή που οι απειλές περί αποβολής από τη Σένγκεν κ.λπ. θα πραγματοποιηθούν, κι έχοντας φέρει, παρά τη θέληση της, τη χώρα με το ένα πόδι εκτός ΕΕ, οι «πρώτη φορά» θα πέσουν, για να τους διαδεχτεί ο Κούλης, ως ένας ακόμα αναλώσιμος βοναπαρτίσκος-τοποτηρητής, εν μέσω πογκρόμ των προσφύγων από τους ντόπιους και τους απανταχού ευρωπαίους φασίστες, – αυτούς με τα ξυρισμένα κεφάλια και τους άλλους με τις γραβάτες- . Και στο βαθμό που, εν τω μεταξύ, όσους φράχτες κι αν στήσουν η μαζική ροή των απελπισμένων από τη φλεγόμενη Μέση Ανατολή δεν θα ανακόπτεται, θα προκύψουν πιθανά κάποιες πολεμικές αναφλέξεις πάνω στο λεγόμενο «δρόμο της δυτικής βαλκανικής» (π.χ. Κόσοβο) ή γύρω από τα σύνορα της Τουρκίας.
Δεν πρόκειται για σενάρια, αλλά για την επόμενη στροφή των πολιτικών εξελίξεων με βάση τον υπάρχοντα συσχετισμό και τις διακηρυγμένες προθέσεις των βασικών παικτών. Λίγο-πολύ αυτά για τα οποία θα μιλάμε στον έναν ή τον άλλο βαθμό σε ένα χρόνο, αν βγάλουμε από την εξίσωση τον υποκειμενικό παράγοντα, την κινητοποίηση δηλαδή και οργάνωση των εργαζομένων και των ανέργων, ντόπιων ή μεταναστών και τους εαυτούς μας ως κομμάτι αυτής της κίνησης. Τις μορφές που θα πάρουν όλα αυτά και τους ρυθμούς με τους οποίους θα εξελιχθούν κανείς δεν μπορεί να τα προβλέψει. Το μόνο βέβαιο είναι πως οι κοινωνίες μας έχουν εξοικειωθεί τόσο με το θάνατο, που ακόμα κι ο πόλεμος δε θα προκαλούσε πια έκπληξη. Βαδίζουμε με εγνωσμένη βεβαιότητα προς ένα από εκείνα τα γυρίσματα της ιστορίας που αναγκάζουν τον καθένα και όλους να πάρουν θέση, να διαλέξουν πλευρά, όπου η αδράνεια ή δράση εκείνων που μέχρι χτες ήταν ακόμα αόρατοι, μπορεί να γύρει την πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Κι αυτό δεν είναι πια κάτι που το βλέπουν οι πιστοί κάποιας νεοκομμουνιστικής σέχτας από τον παραμορφωτικό φακό της ιδεολογίας τους, αλλά οι περισσότεροι, όσοι τελοσπάντων δεν έχουν ακόμα τυφλωθεί ολότελα από κάποια ιδεολογία.
Σε τέτοιες στροφές οι άνθρωποι, αναγκασμένοι να αλλάξουν θέσεις ή ρόλους, αναγκάζονται συνάμα να επινοήσουν εκ νέου τις συναρθρώσεις ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και στο μέλλον τους. Μια μακρά διαδικασίας μετάβασης μετά το τέλος, των ιδεολογιών, των μεγάλων αφηγήσεων, της μεταπολίτευσης κ.ο.κ. δείχνει να ολοκληρώνεται. Οι ηρωικές αφηγήσεις μοιάζουν πια χρησιμότερες σε όσους έχουν ήδη υποθηκεύσει το παρόν και το μέλλον τους. Και το δικό μας, εννοείται, αν δε φροντίσουμε από τα επαναστατικά εγχειρήματα του 20ου να κρατήσουμε κάτι παραπάνω από μια ταυτότητα και μια παράδοση. Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον την στοιχειώδη διαύγεια να δούμε πως όταν οι «από πάνω» χάνουν τον έλεγχο, το πράγμα θα πάει μόνο προς το χειρότερο. Ή τη γνώση πως σε κάθε αυθεντική επαναστατική διαδικασία, στο Παρίσι του 1871, στην Πετρούπολη του 1917, στη Βαρκελώνη του 1936 ή στην Αθήνα του 1943, οι παλιές ταυτότητες και βεβαιότητες ξεπεράστηκαν μέσα σε λίγους μήνες, σε μια κίνηση που φάνηκε προς στιγμή ικανή να «σβήσει το παρελθόν» αιώνων καταπίεσης και εκμετάλλευσης, καθώς λέει και το γαλλικό πρωτότυπο της Διεθνούς.
«Ο αληθινός επαναστάτης και ο αληθινός οραματιστής είναι εκείνος που απελευθερώνεται από το χρόνο όχι στη χιλιετία, αλλά τώρα» σημείωνε σε ένα από τα πρώιμα κείμενά του ο Αγκάμπεν, απηχώντας την εμπειρία του πιο πρόσφατου επαναστατικού εγχειρήματος στην καρδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, στην Ιταλία της μακράς δεκαετίας του 1970. Από αυτή τη σκοπιά είναι επείγον να απελευθερωθούμε από το παρελθόν, όχι ξεχνώντας ή διαγράφοντάς το, αλλά αποκαθιστώντας τη διαλεκτική του χαμένου χρόνου. Είναι καιρός με άλλα λόγια να αποδεχτούμε την ήττα και να υποδεχτούμε την ηρωική και τραγική εμπειρία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, να μετρήσουμε όσα (κρυμμένα και φανερά) τιμαλφή καταφέραμε να σώσουμε από την καταστροφή, να επανεπινοήσουμε τον κομμουνισμό ως ουτοπία, με τα πόδια στο παρόν και τη ματιά στραμμένη στο μέλλον κι όχι πια ως χιλιαστική προσμονή. Αυτό προϋποθέτει την εγκατάλειψη των βεβαιοτήτων, των θέσεων και των ρόλων που κατείχαμε μέχρι σήμερα: άρα η επανεπινόηση του κομμουνισμού τίθεται κατ αρχήν σ’ εμάς ως πρακτικό ζήτημα. Και αν ο χρόνος ήταν και παραμένει το κατεξοχήν επίδικο της ταξικής πάλης, τότε πρωταρχικό πρακτικό μας καθήκον είναι η οργάνωση του συλλογικού χρόνου της τάξης, η ανασύσταση των δομών οργάνωσης του εργατικού κινήματος στο χώρο δουλειάς κι εκπαίδευσης, στη γειτονιά, στα γήπεδα, παντού, ως προϋπόθεση για την πολιτική της συγκρότηση της τάξης για τον εαυτό της. Το κομμουνιστικό κίνημα του 21ου αιώνα ή θα επανεπινοήσει τον κομμουνισμό ως την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, ή δε θα υπάρξει. Ή θα ξεπεράσει οργανώσεις και ταυτότητες παγιωμένες σε άλλες ιστορικής περιόδους, ή θα παραμείνει καταδικασμένο να επαναλαμβάνει ηρωικές αφηγήσεις ως προσευχές σ’ έναν κόσμο στον οποίο δεν παίζει πλέον κανένα υπολογίσιμο ρόλο.
Αλλά όλα αυτά αποκομμένα από το κριτήριο της πράξης, δεν είναι παρά κοινοί τόποι. Μπροστά μας σήμερα έχουμε την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ και ανατροπής της Ευρώπης-Φρούριο. Οι μαζικές δολοφονίες στο Αιγαίο, τα στρατόπεδα για τα εκατομμύρια των προσφύγων, τα «καθεστώτα εξαίρεσης» που στήνονται, των τειχών που 25 χρόνια μετά την «πτώση του τείχους» δημιουργούν πια ένα ρήγμα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό ανάλογο με εκείνο της τριακονταετίας του ευρωπαϊκού εμφυλίου (1914-1945). Οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί και η συγκυρία ανάποδη. Ωστόσο, μέσα από τις μάχες για την κοινή οργάνωση ντόπιων και μεταναστών, την προστασία, ένταξη και ισότιμη ένταξη των προσφύγων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τη διεθνιστική αλληλεγγύη και κοινό βηματισμό των ταξικών σωματείων και οργανώσεων διαγράφεται μια πραγματική δυνατότητα να ξανακερδίσουμε λίγο έστω από το χαμένο χρόνο δεκαετιών διάλυσης και υποχώρησης του οργανωμένου εργατικού κινήματος.