Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος της παρέμβασης της Αλίκης Κοσυφολόγου στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Λέσχη των Αναιρέσεων στις 7.3.2017 με τίτλο: «Τί είναι και τι θέλει η πολιτική ορθότητα;»

Το θεατρικό έργο του Ντέιβιντ Μάμετ Ολεάνα σ.1http://plays.about.com/od/plays/a/oleanna.htm  το οποίο έκανε πρέμιερα το 1992 –στη συνέχεια έγινε και ταινία (1994) – ασχολείται με το θέμα του θεσμικού πλαισίου που ρυθμίζει τις σχέσεις και όρια μεταξύ του εκπαιδευτικού προσωπικού του πανεπιστημίου και των φοιτητών και φοιτητριών. Πρόκειται για ένα διάλογο μεταξύ μίας φοιτήτριας κι ενός καθηγητή, ο οποίος προετοιμάζεται για μία κρίση αξιόλογησης για να ανέβει βαθμίδα στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, κάτι το οποίο όμως δεν συμβαίνει τελικά καθώς η φοιτήτρια κατηγορεί τον καθηγητή για σεξουαλική παρενόχληση κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων – δυνατοτήτων που απορρέουν από αυτό το θεσμικό πλαίσιο.  Αυτό που χαρακτηρίζει το κείμενο είναι πως οι διάλογοι του είναι γραμμένοι με τρόπο ώστε να δηλώνεται μια πρόθεση ουδετερότητας απέναντι στην αντιπαράθεση του καθηγητή με την φοιτήτρια η οποία περιγράφεται. Το βάρος πέφτει στην σκηνοθετική προσέγγιση της δραματουργικής αναπαράστασης του κειμένου, όπου οι θεατές κατά τη διάρκεια της παράστασης καλούνται να αποφασίσουν αν για παράδειγμα τα αγγίγματα στους ώμους της φοιτήτριας από τον καθηγητή ήταν εντός του ορίου του επιτρεπτού ή  αν η φοιτήτρια ερμήνευσε λάθος την πρόθεση του καθηγητή κοκ.

Είναι σαφές ότι το θεατρικό έργο ασχολείται με το θέμα του θεσμικού πλαισίου για την σεξουαλική παρενόχηση στους χώρους του αμερικανικού πανεπιστημίου. Ένα πλαίσιο που συχνά περιγράφεται ως ιδιαίτερα αυστηρό εως και καταπιεστικό, ακόμη και ως ενα πλαίσιο περιορισμού της ελευθερίας που θα έπρεπε να απολαμβάνουν τα υποκειμένα μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου. Για τους προφανείς λόγους, το κείμενο δέχτηκε έντονη φεμινιστική κριτική, ωστόσο για τις ανάγκες και της σημερινής συζήτησης παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο το κείμενο επιχειρεί να προσεγγίσει την  ιδεολογική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης μέσα στο πανεπιστήμιο, ως μιας αντιπαράθεσης μεταξύ της ελευθερίας του λόγου και της πράξης και των μέτρων για τον περιορισμό της.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ελευθερία παρουσιάζεται ως μία αφηρημένη έννοια, ουσιοκρατικοποιημένη, χωρίς καμία βάση σε αξίες που να έχουν και υλικό περιεχόμενο και εφαρμογή στην καθημερινή ζωή.  Έτσι, καταλήγει να προκρίνει τον ηθικό σχετικισμό, συγκλίνοντας έστω κι έμμεσα με πιο ακραίες – αντιδραστικές τοποθετήσεις όπως για παράδειγμα αυτή που κάνει λόγο «Για την καταπίεση που απορρέει από την επίκληση στις αξίες ή χειρότερα ιδεοληψίες του φεμινισμού».

Με αφορμή το παράδειγμα αυτό θα επιχειρήσω να φωτίσω μία πλευρά της συζήτησης για την πολιτική ορθότητα αναφερόμενη στη σχέση μεταξύ της αφηρημένης πρόσληψης της έννοιας της ελευθερίας του λόγου κι ενός ηθικού σχετικισμού που απορρέει από αυτή την εκδοχή. – Τα παραδείγματα στα οποία θα αναφερθώ είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους και αναδεικνύουν αντιφάσεις και ασυνέχειες ενός συνεκτικού λόγου πλήρους απόρριψης ή πλήρους αποδοχής μιας έννοιας πέραν του υλικού πλαισίου της αναφοράς της.

Στις ΗΠΑ – μιας και η αποψινή κουβέντα παίρνει πολλές αφορμές από την περίπτωση των ΗΠΑ- η συζήτηση αυτή ακολουθεί τον προβληματισμό αναφορικά με το δίπολο λόγος μίσους/ (Hate speech) – λογοκρισία/ (censorship). Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφωνίας και ιδεολογικής αντιπαράθεσης και μεταξύ φεμινιστριών αναφορικά με τα όρια μεταξύ λόγου μίσους και λογοκρισίας υπήρξε η υπόθεση της της θεσμοποίησης της απαγόρευσης της πορνογραφίας στην Πολιτεία της Μινεάπολις το 1983.

Τότε, η φεμινίστρια νομικός Κάθριν Μακ Κίνον, η οποία ήταν επικεφαλής και της νομικής διαδικασίας – *την είχε προσλάβει δηλαδή ως νομική εκπρόσωπο η πολιτεία της Μινεάπολις- και η επίσης ριζοσπάστρια αναρχική φεμινίστρια Άντρεα Ντόρκιν είχαν πρωταγωνιστήσει στην δημόσια καμπάνια ενάντια στην πορνογραφία, ενώ αντίθετα  η Τζούντιθ Μπάτλερ αν και αναγνωρίζε την αναπαραγωγή σεξιστικών προιδεάσων για το φύλο και πατριαρχικών στερεοτύπων μέσα από την πορνογραφία, διαφοροποιήθηκε σε σχέση με την καμπάνια της απαγόρευσης, υποστηρίζοντας ότι η θεσμοποιήση μιας τέτοιας απαγόρευσης, διευρύνει τις δυνατότητες του κράτους για λογοκρισία, δημιουργώντας ένα νομικό προηγούμενο. *(Επισημαίνεται ότι αφορμή για την διαμάχη αυτή υπήρξε η καταγγελία της Linda Boreman πρωταγωνίστριας του Deep Throat, ότι είχε εξαναγκαστεί να πρωταγωνιστήσει σε αυτή την ταινία).

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1998 προβάλλεται στους αμερικανικούς κινηματογράφους η ταινία Κάτι τρέχει με την Μαίρη των αδερφών Φαρέλι, – μεγάλη εισπρακτική και μάλλον καλλιτεχνική επιτυχία-, η οποία γίνεται αφορμή για μια συζήτηση – αντιπαράθεση κυρίως μεταξύ κριτικών κινηματογράφου στις ΗΠΑ αναφορικά με τα όρια του λόγου της κωμωδίας, ειδικά όταν το αστείο εκπορεύεται/έχει αφετηρία την αναπηρία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την φυλή όπως εν προκειμένω συμβαίνει στην ταινία. Σε κάθε περίπτωση, για μεγάλο μέρος του κοινού και των κριτικών η ταινία αντιμετωπίστηκε ως ένα κινηματογραφικό μανιφέστο ενάντια στην αμερικανική κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας – κάτι που όπως φαίνεται δεν είναι και ασύμβατο/αταίριαστο με τις προθέσεις των δημιουργών της, οι οποίοι συνέχισαν την «πρόκληση» της πολιτικής ορθότητας και στην επόμενη ταινία τους, Βαριά Ερωτευμένος (2001).

Στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000 οι νεοσυντηρητικοί που συσπειρώνονταν γύρω από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους και οι οποίοι στη συνέχεια αποτέλεσαν τον πυρήνα του Τea party, μίλησαν για την καταπίεση της «λευκής» πλειοψηφίας από τον λόγο των μειονοτήτων όπως επέλεγαν τις αποκαλούν (φυλετικών, σεξουαλικών κλπ).

Κάπως έτσι, πιάνοντας αυτό το ιδεολογικό νήμα ο σημερινός νεοεκλεγείς Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ, αντλεί νομιμοποιητικό υπόβαθρο για την Ακροδεξιά  αντεπανάσταση της οποίας αξιώνει να γίνει ο κήρυκας από αυτό το ψευδεπίγραφο δίπολο μεταξύ ελευθερίας του λόγου και της πολιτικής ορθότητας. Αν σταθούμε βέβαια, λίγο πιο προσεκτικά αυτός ο μύδρος του Τραμπ απέναντι στην πολιτική ορθότητα, στην πραγματικότητα μεταφράζεται σε μία επίθεση στην πολιτική των ταυτοτήτων, στους αγώνες για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, στο αντιρατσισικό και φεμινιστικό κίνημα και τις κατακτήσεις του.

Μια πιο «ελιτιστική»/ «εκλεπτυσμενη» έκφραση αυτής της πολιτικής στρατηγικής της Ακροδεξιάς έρχεται μέσα από την δημόσια πρακτική – ή καλύτερα πρακτική δημοσιότητας του ελληνικής καταγωγής Μίλο Γιαννόπουλος, ο οποίος είτε μέσα από την παρέμβαση του στα social media, τις δημόσιες διαλέξεις του, η ακόμη πιο σημαντικά από τις περφορμανς του στο πλαίσιο του Dangerous Faggot Tour σ.2http://www.breitbart.com/milo/2016/07/06/milo-yiannopoulos-dangerous-faggot-tour-returns-campuses-fall/ του, παράγει έναν επιθετικό ακροδεξιό, ρατσιστικό, σεξιστικό και ομοφοβικό λόγο. Προφανώς, αυτή η αισθησιοποιημένη έκφραση του φασισμού δεν είναι κάτι νέο, καθώς πράγματι όπως αναφέρει και ο Ντάνιελ Πένυ στο άρθρο του “Milosexual and the aesthetics of neofascismσ.3http://bostonreview.net/politics-gender-sexuality/daniel-penny-milosexual-and-aesthetics-fascism υπάρχει μια μακρά τέτοια παράδοση στην φασιστική πολιτική, η οποία βρίσκει τις καταβολές της πίσω στην περίοδο του ναζισμού. Η πρακτική αυτή του Γιαννόπουλος, κερδίζει υποστηρικτές/τριες και σε ένα πιο νεανικό κοινό, δίνοντας μια υπόσχεση «απελευθέρωσης», η οποία έρχεται μέσα από την φαλλοκρατία, τον ρατσισμό και την ομοφοβία, λες και το σύνολο των κοινωνικών – υλικών καταπιέσεων που βίωνουν οι εργαζόμενες τάξεις στις ΗΠΑ και αλλού σήμερα, θα ήταν δυνατό να εκλείψει μέσα από την άρνηση των δικαιωμάτων των άλλων επίσης κι εξίσου καταπιεζόμενων.

Κλείνοντας, ένα ακόμη χαρακτηριστικό αυτού του ηθικού σχετικισμού της Ακροδεξιάς και της εργαλειακής επίκλησης στην ελευθερία του λόγου – στην οποία η Ακροδεξιά συχνά επιδίδεται – έρχεται από την σημερινή Γαλλία:  Τον περασμένο Ιανουάριο, βγήκε στους κινηματογραφούς η ταινία Chez nousδηλαδή «Στο Σπίτι μας»*, του Λούκας Μπελβώ, η οποία παρουσιάζει την ιστορία μίας υποψήφιας του Εθνικού Μετώπου σε μία πόλη της Γαλλίας. Η ταινία αυτή χαρακτηρίστηκε από τον αντιπροέδρο  του Εθνικού Μετώπου Φλοριάν Φιλιππότ ως προπαγανδιστική και μάλιστα διατυπώθηκε από την πλευρά του, η πρόθεση να μηνυθούν οι δημιουργοί της ταινίας. Στην περίπτωση αυτή βέβαια, για τους εκπροσώπους της γαλλικής Ακροδεξιά δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου στην εκφρασμένη πρόθεση τους να κινηθούν δικαστικά απέναντι στους δημιουργούς ενός καλλιτεχνικού έργου. Η αντίφαση γίνεται ολοένα και πιο έντονη αν λάβουμε υπόψη ότι, η Mαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου ασκεί πολύ συχνά αυστηρή κριτική στους πιο «παραδοσιακούς» συντηρητικούς γιατί είναι όπως λέει «παράλυτοι από τον φόβο τους να αντιμετωπίσουν την πολιτική ορθότητα» και να πουν ελεύθερα αυτό που σκέφτονται σ.4https://kollectnews.org/2016/12/15/politiki-orthotita-deksia-exthros/.

*H φράση “Chez nous”/ «Στο σπίτι μας» ακούγεται συχνά ως σύνθημα στις πολιτικές συγκεντρώσεις της Ακροδεξιάς στην Γαλλία.

Υποσημειώσεις[+]