“Κάθε εποχή υιοθετεί μιαν εικόνα του εαυτού της, έναν ορίζοντα που όσο συγκεχυμένος ή αδιαφανής κι αν είναι, κατά κάποιον τρόπο ενοποιεί το σύνολο της εμπειρίας της”σ.1 Με αυτή την φράση ξεκινάει το “Για την επανάσταση της εποχής μας” ο Ernesto Laclau..
Ο κόσμος της γενιάς μας, εκείνοι και εκείνες, που από ηλικιακή σκοπιά συνηθίζουμε να αποκαλούμε νεολαία, γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε σε μια εποχή, που όλα έμοιαζαν δεδομένα. Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο. Ήδη από μικρή ηλικία ξέραμε ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε πολύ για το μέλλον. Αρκεί να παίζαμε το παιχνίδι σωστά, να ήμασταν καλοί μαθητές, να μην μπλέκαμε σε άσκοπους μπελάδες (να ήμασταν δηλαδή ρεαλιστές), ίσως να κάναμε και μερικές καλές γνωριμίες και θα εξασφαλίζαμε το μερίδιό μας στην “καλή ζωή”, δηλαδή την κοινωνική καταξίωση και φυσικά την πρόσβαση στην κατανάλωση. Το χρήμα ήταν το κλειδί, με το οποίο κανείς μπορούσε να ανοίξει κάθε πόρτα, ο δρόμος για να ικανοποιηθούν οι πιο ταπεινές και καθημερινές έως και οι πλέον “υψηλές” και “εκλεκτές” επιθυμίες των ανθρώπων χωρίς φυσικά να ξεχνάμε και τις λεγόμενες σκοτεινές. Το χρήμα και η πίστη στην καθολική του λειτουργία ως γενικό ισοδύναμο ικανοποίησης αναγκών και επιθυμιών αποτελούσε τον κοινό τόπο, τον καθολικό, γενικά αποδεκτό όρο διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων. Τίποτα δεν φαινόταν να μπορούσε να είναι αλλιώς.
Εντούτοις, αυτή η εποχή (και η υπόσχεση που κάθε εποχή φέρει στο πυρήνα της) μοιάζει να έχει οριστικά τελειώσει παρασύροντας μαζί της την ευφορική εικόνα της γενικευμένης ευημερίας που είχε τόσο αδιαμφισβήτητα κυριαρχήσει τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν υπάρχουν πλέον χρήματα για όλους και η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίσει όπως την είχαμε συνηθίσει. Κυριαρχεί μια (περισσότερο ή λιγότερο) γενικευμένη αναταραχή. Τα πράγματα πλέον δεν είναι στη θέση τους, είναι αλλού από εκεί που τα περιμέναμε και κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει προς τα που θα πάνε.
Αυτό το ξεχαρβάλωμα μοιάζει να σημαδεύει με τον τρόπο του μια ολόκληρη γενιά, που μέσα σε λίγα χρόνια είδε να έρχονται τα πάνω κάτω. Μια γενιά της περιπλάνησης (από δουλειά σε δουλειά, από πόλη σε πόλη και από εμπειρία σε εμπειρία) ψάχνει να βρει τον τόπο της, να φτιάξει την ζωή που δικαιούται, να βάλει τα πράγματα σε μια καλύτερη θέση. Και η χρυσή εποχή; Είναι απλά ανέφικτη; Μήπως θα μπορούσε να επιστρέψει έστω και λειψή; Κι αν ναι, θα ήταν αυτό μια κάποια ικανοποίηση; Τα αυτά ερωτήματα μένουν ακόμη στον αέρα, αν και παραμένουν καθοριστικά για το πώς θα προχωρήσει η ιστορία.
Σε κάθε περίπτωση, η νεολαία μοιάζει να βρίσκεται μέσα σε έναν ακραίο κατακερματισμό. Τίποτε δε φαίνεται να δεσπόζει, να ενοποιεί τις εμπειρίες μας, να συνέχει τις αγωνίες και τις προοπτικές μας, να αποτελεί έναν κοινό τόπο. Χαμένοι ανάμεσα σε αυτό που δεν είναι πια και σε εκείνο που δεν είναι ακόμα αναζητούμε έναν προσανατολισμό, μια κατεύθυνση που να δώσει ένα νόημα και μια ικανοποίηση στη ζωή μας. Από δουλειά σε δουλειά, από πόλη σε πόλη κι από εμπειρία σε εμπειρία.
Εντούτοις, το να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, να αντιστρέψουμε αυτόν τον κατακερματισμό σημαίνει να δημιουργήσουμε κάτι, να συναρθρώσουμε διάσπαρτα στοιχεία σε ένα καινούριο σχήμα, σε καινούριες σχέσεις και δομές, σε μια καινούρια ζωή. Τώρα που οι επιδιώξεις και οι προοπτικές, τις οποίες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι και όλες μοιραζόμαστε ακόμα και τώρα, καταρρέουν, βρισκόμαστε μπροστά στην συνθήκη μιας παράδοξης ελευθερίας. Τώρα που ο συνδετικός ιστός των κοινωνιών (το χρήμα, το εμπόρευμα) αδυνατίζει, μπορούμε να προσπαθήσουμε να συνδέσουμε τα σπασμένα κομμάτια στις ρωγμές και τα κενά που μένουν. Να χτίσουμε σχέσεις, που δεν θα περιέχουν στον πυρήνα τους τη διαμεσολάβηση του χρήματος και να παλέψουμε να τις επεκτείνουμε σε όλα τα κοινωνικά πεδία. Στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές, στα πανεπιστήμια, τα στέκια και τις παρέες, στα σχολεία, στα συνδικάτα, στη σχέση μας με τη φύση και στις σχέσεις των φύλων, στις δομές εκπροσώπησης, στο κράτος και την κεντρική εξουσία.
Η δυνατότητα κοινωνικού μετασχηματισμού μοιάζει σήμερα δεμένη με την περιπλάνηση της νεολαίας. Θα βρούμε τα υλικά εκείνα με τα οποία θα χτίσουμε αυτή την πορεία; Κι αν τα βρούμε, θα τα ταιριάξουμε σωστά; Έχουμε σίγουρα από κάπου να ξεκινήσουμε. Η δημοκρατία, η συνεργασία, ο πλούτος μέσα από την διαφορά, η αλληλεγγύη, αποτελούν στοιχεία πάνω στα οποία πειραματίζονται εκατοντάδες νέοι άνθρωποι, διοχετεύοντας με έναν άλλο τρόπο τις συσσωρευμένες ικανότητες, εμπειρίες, γνώσεις και εικόνες τους. Η συνάρθρωση όλων αυτών των στοιχείων και ο πειραματισμός γύρω από μορφές οργάνωσης της καθημερινότητας (πολιτικής, εργασιακής, πολιτισμικής κλπ) δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην καρδιά των αγώνων για τον κοινωνικό μετασχηματισμό στον 21ο αιώνα.
Υπό αυτή την έννοια η νεολαία δεν μπορεί παρά να γίνει μια νεολαία του “ναι”, περνώντας από τη δυσφορία, την απογοήτευση και την παραίτηση ή ακόμα την απλή άρνηση του υπάρχοντος στη δημιουργία μιας νέα πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που θα αξιοποιεί πλουραλιστικά τις ικανότητες των ανθρώπων, βάζοντας την ικανοποίηση της συνεργασίας για την δημιουργία ενός κοινού έργου στην θέσης της απόλαυσης του προϊόντος και της κατανάλωσης.
Το να συμμετέχει κανείς σε αυτή την προσπάθεια σημαίνει να προσφέρει ό,τι μπορεί και ό,τι έχει στη διαμόρφωση μιας κοινής ζωής. Με τον τρόπο και την ιδιαιτερότητά του. Όχι φτιάχνοντας ένα υπερπλήρες πακέτο που θα πρέπει να “αγοράσουν” (και φυσικά να καταναλώσουν) οι υπόλοιποι. Αλλά με το να γίνομαι, μαζί με τους άλλους, το ατελές παράδειγμα του παραδείγματος που θέλουμε να είμαστε, με το να γίνομαι με έναν τρόπο κάποιος άλλος. Χρειάζεται σήμερα να οργανώσουμε τις συναντήσεις μας βαδίζοντας αυτόν το δρόμο αλλά και να βρούμε καινούριους τρόπους να επικοινωνούμε, να οργανωνόμαστε, να μιλάμε. Η προοπτική αυτή απαιτεί ένα ιδιαίτερο άνοιγμα σε αυτό που ο άλλος και η άλλη έχουν να προσφέρουν, να πουν, να δημιουργήσουν. Ίσως αυτή να είναι μια χειραφετητική πρόκληση για την γενιά μας. Μπορούμε σιγά σιγά να αρχίσουμε να αναμετριόμαστε μαζί της.
Υποσημειώσεις