Κι όμως κινείται: Νεολαία, Αριστερά και μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει

 

Είναι χιλιοειπωμένο, αλλά είναι δυστυχώς και αναπόφευκτο. Η κοσμογονία του καλοκαιριού, διαμορφώνει το πολιτικό-κοινωνικό πεδίο της καθημερινότητας μας, με τρόπο ταυτόχρονα καταλυτικό και σφοδρά αντιφατικό. Τέτοιο, που ενώ φαντάζει υπόκωφο, ακόμη, το βουητό των συνεπειών της κοσμογονίας αυτής, ταυτόχρονα δείχνει ικανό να πυροδοτεί εξελίξεις για την Αριστερά και τα κινήματα ευρύτερα.

Άλλωστε ήταν και παραμένει λογικό: Η διάψευση των προσδοκιών και η ήττα του Ιούλη έχει αποτελέσει έναν από τους παράγοντες αδράνειας που χαρακτήρισε πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ειδικότερα κατά το πρώτο χρονικό διάστημα μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Στο εξάμηνο που ακολούθησε τις εκλογές του Σεπτέμβρη καλλιεργήθηκε μια ψευδαίσθηση κανονικότητας, τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και στο κοινωνικό. Ωστόσο, οι μνημονιακές πολιτικές διάλυσης και η κανονικότητα είναι δύο έννοιες ασύμβατες, και αυτό φαίνεται καθημερινά όλο και πιο έντονα. Οι δεσμεύσεις του 3ου μνημονίου αλλά και οι επιλογές της κυβέρνησης, μας οδηγούν σε ένα εκρηκτικό πολιτικό σκηνικό, που εμπεριέχει μεν την οριστική απώλεια δικαιωμάτων χρόνων για ορισμένες κοινωνικές μερίδες, αλλά ταυτόχρονα αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό, δημιουργώντας νέα ερωτήματα, αλλά και νέα δεδομένα.

Δεν είναι το ζητούμενο μας να αναλύσουμε για μια ακόμη φορά τις συνέπειες του φορολογικού ή του ασφαλιστικού, ειδικά στη νέα γενιά, αλλά να σκεφτούμε με γνώμονα τις πολιτικές προοπτικές που ανοίγει αυτή η μάχη. Και οι προοπτικές αυτές είναι σημαντικές.

Η ζωή μετά το τρίτο μνημόνιο

Μετά τη στροφή του καλοκαιριού και τη νίκη στις εκλογές, η κυβέρνηση πίστεψε, λανθασμένα, ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού, με την ίδια ως απόλυτα κυρίαρχη, ελλείψει εναλλακτικών επιλογών. Γίνεται πλέον εμφανές και σε εμάς με πιο καθαρό τρόπο: το δημοψήφισμα και η μάχη που το συνόδεψε, από τη μία αποτέλεσε – και δεν παύει να αποτελεί – μνημείο ανθεκτικότητας και ανολοκλήρωτης μαχητικότητας του λαϊκού παράγοντα απέναντι στις ασφυκτικές πιέσεις εσωτερικού και εξωτερικού. Την ίδια στιγμή εκ του τελικού αποτελέσματος της διολίσθησης του «Όχι» σε «Ναι», αποτελεί και κομμάτι μιας αναμορφωμένης και σχεδόν καταθλιπτικά ισχυρής μηχανικής ενός νέου, «αριστερού» (και καθηλωτικού, αφού «όλοι ίδιοι είναι») There Is No Alternative.

Παρόλα αυτά δεν σταθμίστηκε σωστά από τους μέχρι τώρα ισχυρούς του πολιτικού παιχνιδιού, η διαρκώς αυξανόμενη αποστροφή των πιο ενεργών κομματιών της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Έχουμε να κάνουμε με μια διαρκώς εντεινόμενη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, που ενυπάρχει στο πολιτικό σύστημα από την απαρχή της υλοποίησης των μνημονίων. Η κρίση αυτή πολιτικής εκπροσώπησης, αν και προσωρινά φάνηκε να υποχωρεί με την έντονη πολιτικοποίηση του πρώτου εξαμήνου του ‘15, εν τέλει ενισχύθηκε από την μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.

Το γεγονός αυτό είναι φανερό σε κάθε πεδίο κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας από τον Σεπτέμβρη και μετά, και ειδικά στους χώρους της νεολαίας. Η νεολαία αποτέλεσε την κατηγορία εκείνη που αγκάλιασε περισσότερο το αφήγημα της ελπίδας, έδωσε σκληρά και πρωτοπόρα τη μάχη του δημοψηφίσματος, όμως απογοητεύτηκε σκληρά και μέχρι σήμερα παραμένει στο στόχαστρο της πολιτικής που εφαρμόζεται, βιώνοντας με οδυνηρό τρόπο τις υλικές της συνέπειες, συχνά ζώντας στα όρια της υλικής εξόντωσης και της αναγκαστικής μετανάστευσης. Αυτό το δυναμικό, ενώ συνομιλεί και πολλές φορές εντάσσεται σε ένα πλαίσιο «αντιπολιτικής», ως απότοκο της απογοήτευσης, δεν είναι χειραγωγίσιμο, αλλά αντιθέτως αποτελεί έναν παράγοντα που δύσκολα μπορεί να ενσωματωθεί στην κυρίαρχη αφήγηση πλέον, μιας και η “πολιτική” που ασκείται, δεν το αφορά.

Ταυτόχρονα, η νέα περίοδος μας φέρνει ενώπιον της σκληρής αντίδρασης κομματιών της μικρομεσαίας και μεσαίας μερίδας της κοινωνίας (αγρότες, δικηγόροι κλπ), που αποτελούν τους μέχρι πρότινος παραδοσιακούς κοινωνικούς συμμάχους των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, και βιώνουν την συντριβή των τελευταίων ελπίδων να ζήσουν “όπως πριν την κρίση”. Είναι δύσκολο για την αριστερά να αποκαταστήσει σχέσεις με τα συγκεκριμένα αγωνιζόμενα κομμάτια, εξαιτίας κυρίως της σχετικής κατάρρευσης της έννοιας «αριστερά» σε επίπεδο ηγεμονίας. Το αφήγημα που στήνουν οι ιδεολογικοί και πολιτικοί αντίπαλοί μας κεντράρεται γύρω από αυτό που αναφέραμε και παραπάνω, το “όλοι ίδιοι είναι σε τελευταία ανάλυση”.

Είναι λοιπόν δύσκολος ο δρόμος που έχουμε να διαβούμε, αλλά (ίσως και να) έχουμε μάθει να λειτουργούμε καλύτερα σε συνθήκες αναταραχής. Είναι πρόδηλο ότι την ίδια ώρα που εντός του κινήματος διακυβεύεται η ηγεμονία των αριστερών ιδεών και πρακτικών, διαμορφώνεται ο χώρος για την εμφάνιση και εξάπλωση αντιδραστικών δυνάμεων που αξιώνουν να εκμεταλλευτούν την κρίση εκπροσώπησης, γεγονός που αποτελεί μία ακόμη συνέπεια της απογοήτευσης και της αντιπολιτικής. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις (ασφαλιστικό, αγρότες) αλλά και ο τρόπος που οξύνεται η συζήτηση για το προσφυγικό (αντιδράσεις «κατοίκων» για τα hot spot) αποτελούν ενδείξεις μιας τέτοιας πλευράς της πραγματικότητας. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνεται δικαιολογία στα χείλη του οποιουδήποτε ώστε να δικαιώσει την κυβερνητική ρητορική ή να καταδικάσει συλλήβδην όσους κινητοποιούνται, με αντιφατικό πολλές φορές τρόπο. Άλλωστε όλες οι κινηματικές διαδικασίες μέχρι τώρα είχαν τέτοια στοιχεία αντιφάσεων και ορίων και είναι πολύ πιθανόν να συνεχίσουν να έχουν…

Η ανάγκη μίας νέας εκκίνησης στο δρόμο για ένα νέο υποκείμενο

Ο «δρόμος» όμως έχει φορτίο, και το κίνημα έχει ιστορία, συνεπώς το ζητούμενο είναι η προοπτική και όχι ο απομονωτισμός ή ο αναχωρητισμός. Τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της περιόδου πηγάζουν και από την αδυναμία περιγραφής ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Και αν ακόμα είναι ίσως νωρίς να ανοιχτεί μια τέτοια συζήτηση σε στρατηγικό βάθος (η οποία οφείλει να συμπεριλάβει την αναγκαία αυτοκριτική ώστε να υπάρξει προχώρημα), οι κινηματικές ανάγκες της περιόδου, επιβάλλουν κάτι πέρα από τον μεταξύ μας (των ήδη διαμορφωμένων και σαστισμένων οργανωμένων αριστερών αντικαπιταλιστικών δυνάμεων) καλύτερο συντονισμό στο δρόμο. Επιβάλλουν την εκκίνηση μιας πρώτης, έστω καταρχήν τυπικής, αλλά ουσιαστικής και με δυνατότητες, διαμόρφωσης πολιτικής συμπόρευσης. Μιας συμπόρευσης ιδιαίτερα σημαντικής για τις δυνάμεις της νεολαίας και το τοπίο στο οποίο καλούνται να παρέμβουν, η οποία δεν θα αποτελεί απλά άθροισμα ανθρώπων αλλά σύνθεση εμπειριών, προβληματισμών και σχεδιασμών. Είναι σίγουρο ότι είναι διαφορετικές οι αφετηρίες μας και είναι επίσης δεδομένο ότι σε επίπεδο θεωρητικών καταβολών, αλλά ακόμα και στο επίπεδο του στρατηγικού σχεδιασμού, μπορεί να χρειαστεί χρόνος για να υπάρξουν συγκλίσεις. Μία τέτοια εκκίνηση όμως δεν μπορεί παρά να αποτελεί προϋπόθεση για τα προχωρήματα που χρειαζόμαστε.

Με λίγα λόγια δεν μπορούμε, ούτε δικαιούμαστε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στη νέα συγκυρία και μπροστά στο ιστορικό βάρος που έχουμε να σηκώσουμε στις πλάτες μας. Η γενιά που νίκησε – και όχι μόνο μια φορά, η νεολαία που έμαθε πολιτική με όρους Αριστεράς και κινήματος όλα τα προηγούμενα χρόνια και συνεχίζει να επιδιώκει την εναλλακτική λύση και όχι απλά την καλυτέρευση του υπάρχοντος, είναι μπροστά σε δρόμους επιλογών που έχουν τεράστια πολιτική σημασία.

Η ανάγκη για ένα νέο πολιτικό υποκείμενο της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, δεν μπορεί να απαντηθεί με καταφυγή στην «ασφάλεια της διαφωνίας». Η ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου ορίζοντα περιεχομένου, ρητορικής, στόχων δεν μπορεί να υποβαθμίζεται στις παλιές βεβαιότητες που εν είδει μπούλετ γίνονται συχνά οι δικοί μας «φράχτες» και «σύνορα», εντός των οποίων ορίζουμε νωχελικά τις μικρές, «καθαρές» μας επικράτειες. Δεν μπορεί όμως και να αρνείται να προσαρμοστεί και να απαντήσει στη νέα πραγματικότητα που φανέρωσε χωρίς καμιά αμφιβολία τα όρια μιας πολιτικής που θέλει να λέγεται “αριστερή” ενώ διστάζει να κινηθεί στην κατεύθυνση της ρήξης και σύγκρουσης μέχρι τέλους με την ΕΕ, το χρέος, τον κυβερνητισμό, τον αστικό καθωσπρεπισμό και τον υποταγμένο συνδικαλισμό, που βυθίζεται στην «ατολμία στις στιγμές που κρίνονται τα πάντα», που φοβάται την εμπλοκή με τις εστίες της φωτιάς (αντί να τις υποδαυλίζει), από τα γήπεδα μέχρι τις γειτονιές και από την ύπαιθρο και τα νησιά μέχρι τις μητροπόλεις.

Μέσα σε συνθήκες όπου το υπάρχον πολιτικό σύστημα φαίνεται να δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τους όρους αναπαραγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη και τις εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο, φαίνεται ότι η κρίση κάθε άλλο παρά ξεπερνιέται. Η Ευρώπη αποτελεί ένα πεδίο σοβαρής πολιτικής αστάθειας, και εντός των τειχών έχουμε μια κυβέρνηση που κάνει ό,τι μπορεί για να βάλει την Αριστερά, ως έννοια, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Το πεδίο των δυνατοτήτων υπάρχει, το ζητούμενο είναι να αντιληφθούμε ότι χρειαζόμαστε νέα εργαλεία, για να αναλύσουμε την κατάσταση, νέο στίγμα για να απευθυνθούμε και να σπάσουμε την απογοήτευση, ειδικά της νέας γενιάς, και νέο σχέδιο για να ανακτήσουμε την πολιτική μας αυτοπεποίθηση.

Συλλογικότητα-αριστερά-νέα κουλτούρα, και προοπτική. Για την αριστερά και το κίνημα που μπορούν να σταθούν στα πόδια τους και γιατί όχι, για να επανανοηματοδοτήσουν τους στόχους και το όραμα μιας ολόκληρης γενιάς.

 

  • Η φωτογραφία του άρθρου είναι δανεισμένη από elissavet adamidou