Η ΗΤΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (ΜΕΡΟΣ B’)

01 May 1978, Rome, Italy --- May Day March in Rome --- Image by © Alain Keler/Sygma/Corbis

Το άρθρο αποτελεί ομιλία του Γιώργου Βελεγράκη στην εκδήλωση του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα στη Θεσσαλονίκη. Το κείμενο έρχεται σε συνέχεια και σε «συνομιλία» με το κείμενο του Θωμά Σουνάπογλου που ήδη δημοσιεύσαμε στο klab.

Ξεκινάω εξαρχής θέτοντας κάποιες παραδοχές για να διευκολυνθεί η συζήτηση. Το ερώτημα για την ήττα και την ανασυγκρότηση της Αριστεράς αναγκαστικά μας φέρνει αντιμέτωπους και αντιμέτωπες με μια περίοδο που ξεπερνάει το «μεγάλο καλοκαίρι» που βιώσαμε, την διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές ή ακόμα και αυτή τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (στο όνομα της Αριστεράς) τον τελευταίο χρόνο. Πρόκειται, για μια περίοδο που, κατά τη γνώμη μου, είναι ευρύτερη, καθώς έχει τις βάσεις της σε όλα τα υπαρκτά και μεγάλα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαπέντε ετών από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και το φόρουμ μέχρι το Δεκέμβρη του 2008 και τις πλατείες του 2011. Είναι μια περίοδος η οποία, παρόλες τις τομές και ασυνέχειες της, αφενός είναι η σημαντικότερη πολιτική περίοδος στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, αφετέρου «φέρνει» εμφανέστερα στο δημόσιο λόγο και χώρο την πολιτική Αριστερά. Είναι η περίοδος που ο μέχρι πρότινος ισχυρός δικομματισμός χάνει συνεχώς έδαφος, ο νεοναζισμός, δυστυχώς, βρίσκει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ο ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσεται, διεκδικεί και επιτυγχάνει τη διακυβέρνηση και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά ανασυντίθεται και προσπαθεί να ξεπεράσει την πολυδιάσπασή της. Και όλα τα παραπάνω συμβαίνουν με την κοινωνική κίνηση σε συνεχή έξαρση.

Αν ακολουθήσουμε αυτή την «ιστορική οπτική», νομίζω θα συνομολογήσουμε και ότι η ήττα δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και σίγουρα όχι μόνο την περίοδο της διακυβέρνησής του. Αφορά, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, το σύνολο της Αριστεράς, που σε μια περίοδο που εν πολλοίς είχε «τη στιγμή με το μέρος της» δεν κατάφερε να αναμετρηθεί με το μεγάλο ερώτημα, αυτό της πολιτικής ρήξης. Πολλοί και πολλές, ορθώς, υποστηρίζουν ότι η Αριστερά βρέθηκε απροετοίμαστη (ή και απρόθυμη σε κάποιες εκδοχές της) να δώσει «τη μάχη του δημοψηφίσματος». Ισχυρίζομαι, πως προκειμένου να απολογήσουμε και να μάθουμε από αυτή μας την αδυναμία, θα πρέπει να αναλύσουμε βαθύτερα την ευρύτερη περίοδο, ως «στιγμή» που προφανώς δεν εμφανίζεται ούτε περιοδικά, ούτε αυτόματα στην ιστορία. Είναι, όμως μια «στιγμή» που μας αναγκάζει να αναμετρηθούμε με τη στρατηγική μας, να ξεπεράσουμε τη σημερινή αμηχανία (που μάλλον κυριαρχεί σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς) ώστε να επανα-συγκροτήσουμε το «γήπεδο του ανατρεπτικού αγώνα» σ.1Η ήττα και η ανασυγκρότηση της Αριστεράς – Μέρος Α. Πολλά εξαρτώνται και θα εξαρτηθούν από το αν θέλουμε να αναμετρηθούμε με τις βεβαιότητες που είχαμε ως τώρα, προκειμένου να είναι η ήττα μας μετασχηματιστική.

Προσπαθώντας να συμβάλλω σε αυτή τη συζήτηση, θα επιμείνω σε ένα μόνο σημείο, που όμως αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το συνεκτικό νήμα οποιασδήποτε ανάλυσης, αυτό της σχέσης πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο τους οι Α. Ζαχιώτης και Η. Χρονόπουλος σημείωναν: “Εξαντλώντας τα όρια της υπερβολής, χάριν έμφασης, θα λέγαμε πως στον εκβιασμό της ΕΚΤ για τη βύθιση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατά τις μέρες του δημοψηφίσματος, μας τέθηκε ουσιαστικά το ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί να επιβιώσει ως μια οιωνεί μη καπιταλιστική οικονομία κι αν η ελληνική κοινωνία μπορεί να κάνει το βήμα από την επαναστατική κατάσταση προς μια επαναστατική κρίση” Θεωρώ ότι αυτή η διατύπωση αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο, έστω και σε ένα πλαίσιο υπερβολής όπως αναγνωρίζουν οι συντάκτες της, τον τρόπο με τον οποίο καλείται να αντιμετωπίσει η Αριστερά το ζήτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη ή την ΕΕ.  Το θέτω δε εξαρχής καθώς αντικειμενικά πλέον αποτελεί το κέντρο (όχι όμως το μοναδικό) γύρω από το οποίο πρέπει να συγκροτηθεί η νέα μας αφήγηση. H ΕΕ φαίνεται ότι δε χωράει σήμερα ούτε τις ελάχιστες ρεφορμιστικές πολιτικές προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Πολύ περισσότερο, δε χωράει την αναδιανομή πλούτου ή τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των πολλών όπου στοχεύει η Αριστερά. Συνεπώς η σαφής απαίτηση ρήξης με την Ευρωζώνη και την ΕΕ εμφορείται από τη λογική του κοινωνικού μετασχηματισμού. Δεν είναι ούτε τεχνικό, ούτε τακτικό ζήτημα αλλά, αντίθετα, είναι η αφετηριακή συνθήκη για μια οποιαδήποτε πολιτική σύγκρουσης  και ρήξης με το (νεοφιλελεύθερο) καπιταλισμό, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Είναι μια «βουτιά στα βαθιά του αντικαπιταλιστικού αγώνα» σ.2Βουτώντας στα βαθιά του μετασχηματισμού ορίζοντας μια συνεχή πολιτική προετοιμασία ρήξης και σύγκρουσης και ταυτόχρονης οικοδόμησης ριζοσπαστικών εναλλακτικών σε ενεστώτα χρόνο.

Διαμορφώνεται λοιπόν, η ανάγκη για ένα συνολικό λόγο και μια πολιτική πρακτική ενάντια στη λογική του TINA. Αυτό είναι κάτι που μάλλον συνομολογούμε όλοι και όλες. Και προκειμένου να το απαντήσουμε καταλήγουμε, ορθά, στην ανάγκη συγκρότησης και υπεράσπισης ενός μεταβατικού προγράμματος. Ένα πρόγραμμα που θα έχει σαφή αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά και σοσιαλιστικό ορίζοντα. Θα ήθελα όμως να τονίσω ότι το μεταβατικό πρόγραμμα εκτός από περιεχόμενο είναι και μεθοδολογία. Κρίνεται -και θα κριθεί στην πράξη- καθόσον συγκροτεί τις κυριαρχούμενες σήμερα κοινωνικές τάξεις σε κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ. Σε αυτό το πλαίσιο εκτός από το ένα ρηξιακό πρόγραμμα απαιτούνται και θεσμίσεις για τη συνεχή ενοποίηση, κινηματικότητα και αυτοοργάνωση του λαϊκού παράγοντα. Απαιτούνται δράσεις σε επίπεδο θεσμών και κινήματος προκειμένου ο κόσμος να κινητοποιείται για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του, το «δικό του πρόγραμμα».

Κάτι που μάλλον, σήμερα αποτελεί μαζική πεποίθηση, είναι ότι τουλάχιστον ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός στην προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης του, συνεχώς αυταρχικοποιείται. Αυτό είναι εμφανές από τον τρόπο που η ευρωπαϊκή ελίτ διαχειρίστηκε την “ελληνική κρίση” από τον Ιανουάριο μέχρι το δημοψήφισμα του Ιουλίου (και πολύ περισσότερο του ίδιου του δημοψηφίσματος).  Ακόμα και αυτή η δημοκρατία, σήμερα δεν «χαρίζεται» στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Επομένως,  είναι απαραίτητο να δίνουμε ένα συνεχή αγώνα τόσο απέναντι σε αυτή την αυταρχικοποίηση όσο και προς την ενίσχυση του κοινωνικού μπλοκ και υποκειμένου της Αριστεράς σε μια λογική αυτοργάνωσης και αντιεξουσίας. Η κοινωνική ισχύς του δικού μας μπλοκ δεν είναι δεδομένη αλλά πρέπει συνεχώς να παράγεται. Εδώ, θα ήθελα να υπογραμμίσω δύο λανθασμένες κατά την προσέγγιση μου, πρακτικές και αναγνώσεις στη σχέση πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου. Η πρώτη θεωρεί ότι το κοινωνικό υποκείμενο σήμερα είναι συγκροτημένο, παράγει μια συνεχή πολιτική κρίση και συνεπώς το μόνο που απαιτείται είναι η έκφραση του στο πολιτικό πεδίο, δηλαδή η συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου. Αυτή η οπτική εκφράζεται κατά κύριο λόγο, παρά τις ισχυρές εσωτερικές διαφοροποιήσεις, από τους/ις συντρόφους/ισσες της ΛΑΕ. Όμως θεωρώ ότι υποτιμάει αφενός τη συνεχή προσπάθεια του συστήματος να ενσωματώνει ή να αλλοιώνει τις κινηματικές εκφράσεις και τελικά (όχι και τόσο μεσοπρόθεσμα) να μειώνει την κοινωνική ισχύ του μπλοκ «των από κάτω». Καταλήγει, λοιπόν, σχετικά εύκολα σε μια συνεχή εκλογολογία ή «ανάγκη ανατροπής» αδυνατώντας όμως να παρέχει συνεχώς μέσα και εργαλεία για την μονιμοποίηση των κινηματικών δράσεων και θεσμίσεων. Η δεύτερη οπτική, εκφραζόμενη κατά κύριο λόγο από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (με σημαντικές και εδώ εσωτερικές διαφοροποιήσεις και φωνές κριτικής) κάνει μια συνεχή έγκλιση στην κινηματική πρωτοπορία. Αυτή η πρακτική δείχνει μια απροθυμία να μετασχηματίσει το πολιτικό υποκείμενο σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης ώσμωσης με τον κινηματικό χώρο, θεωρώντας ότι «όλα τελικά λύνονται και απολογίζονται στην καθαρότητα του προγράμματος».

Όμως, ένα μεταβατικό πρόγραμμα στη λογική του «αντι-ΤΙΝΑ» από τη μία πρέπει να δίνει απαντήσεις στα καθημερινά προβλήματα (και να μην τα μεταθέτει στον άγιο σοσιαλισμό), από την άλλη πρέπει να ωθεί συνεχώς το σύστημα στα όρια του και μάλιστα με συνεχή και δημόσιο τρόπο. Ισχυρίζομαι δε, πως στοιχεία αυτού του προγράμματος και της μεταβατικής λογικής βρίσκονται, πάντα ως δυνατότητες και όχι ως βεβαιότητες, στα υπαρκτά μικρότερα ή μεγαλύτερα κοινωνικά κινήματα της (ευρύτερης) περιόδου.  Η προγραμματική επεξεργασία είναι βάσιμη και βοηθητική εφόσον συμβαδίζει με την υπαρκτή κοινωνική κίνηση και κυρίως εφόσον τροφοδοτείται από αυτήν. Οι μόνες ρεαλιστικές διεκδικήσεις και κατ’ επέκταση το μόνο ρεαλιστικό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο θα είναι αυτό που θα πηγάσει μέσα από τον ίδιο τον κοινωνικό ανταγωνισμό.

Βέβαια, θα ήμουν αφελής αν δεν υπογράμμιζα την πραγματική αδυναμία των κινηματικών διεργασιών στο μετασχηματισμό τους σε πολιτικά παραγωγικές οργανωτικές μορφές με συνέχεια και ριζοσπαστική εμβάθυνση του λόγου και της πρακτικής τους. Η απουσία θεσμισμένων κινηματικών μορφών οργάνωσης μετά τις κινητοποιήσεις των πλατειών είναι εμφανής και σίγουρα πρέπει να θεωρηθεί πολιτική αποτυχία. Η αδυναμία αυτή όμως δεν θα πρέπει να εντοπιστεί αποκλειστικά στη ζωή των κινημάτων αλλά στην αλληλεπίδραση τους με τα αριστερά πολιτικά υποκείμενα. Η οργανωμένη πολιτική Αριστερά ακόμα και σήμερα παρότι αλληλεπιδρά με τις κινηματικές διεκδικήσεις, αδυνατεί να μετασχηματιστεί στον πυρήνα της από τις κινηματικές διεργασίες. Αυτό αφορά την εσωτερική δημοκρατία, τη δυνατότητα ή μη αξιοποίησης νέων ιδεών, πρακτικών, μεθοδολογιών και προσώπων και κυρίως την επάρκεια μας για ισχυρές δικτυώσεις που όχι μόνο εναντιώνονται στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο αλλά και νοηματοδοτούν μια κατεύθυνση κοινωνικού μετασχηματισμού. Με άλλα λόγια, το επίπονο έργο σήμερα δεν είναι να εκφράσουμε πολιτικά τις φωνές του «Όχι» και της αντίστασης αλλά να τις αξιοποιήσουμε ως ενεργά στοιχεία και υποκείμενα της στρατηγικής μας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ στο ζήτημα της ανασύνθεσης της Αριστεράς. Αναγνωρίζουμε, όλοι και όλες την ανάγκη για μια σε βάθος και πολυσυλλεκτική συζήτηση για τις εναλλακτικές και το πρόγραμμα με τέτοιο τρόπο που θα κινητοποιεί τους χώρους της οργανωμένης Αριστεράς και του κινήματος ενώ ταυτόχρονα θα προσπαθεί να καταλήξει σε μια κοινή συνιστάμενη. Αναγνωρίζουμε, επίσης, ότι «η κοινή δράση στο κίνημα» είναι σίγουρα αναγκαία αλλά όχι επαρκής. Απαιτούνται βήματα παρακάτω σε μια λογική ανασύνθεσης. Όμως, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος σήμερα να «ανασυνθέσουμε τις ήττες μας», δηλαδή να αναμετρηθούμε μεν με τις ανεπάρκειες μας, να μην μπορέσουμε να τις αντιμετωπίσουμε δε. Για πολλά χρόνια η ανασύνθεση της Αριστεράς στο όνομα της «πολιτικής Ανασύνθεσης» και δυστυχώς λόγω υπεράσπισης της «ιδεολογικής καθαρότητας των χώρων» δεν μπορούσε να κάνει ουσιαστικά βήματα παρακάτω και έμενε σε λογικές εκλογικών συμμαχιών, τακτικών συμπορεύσεων και μετώπων. Σήμερα, νομίζω, μπορούμε και πρέπει να μιλήσουμε για ουσιαστική ανασύνθεση σε όλα τα επίπεδα: από το πολιτικό μέχρι το στρατηγικό και ιδεολογικό. Είμαστε υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να μην αποφύγουμε τις ευθύνες μας και στη συγκεκριμένη «στιγμή» να παράξουμε όχι μόνο νέα πολιτική πρακτική και μέτωπα αλλά και νέα στρατηγική και θεωρία ενσωματώνοντας τις, πραγματικά πλούσιες, εμπειρίες μας τόσο από το κινηματικό όσο και από το πολιτικό πεδίο.