Το ιταλικό δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου αν και έχει προκαλέσει αρκετή συζήτηση, θα λέγαμε πως στερείται μάλλον της αίγλης του προηγούμενου αντίστοιχου συμβάντος, του βρετανικού δημοψηφίσματος. Ίσως γιατί στο τελευταίο τα πράγματα ήταν λίγο πιο απλά ή τουλάχιστον πιο απλά διατυπωμένα: μένουμε ή φεύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Οπότε μπορούσε ο καθένας και η καθεμία να το θεωρήσει ως σημαντικό γεγονός εφόσον άμεσα ή έμμεσα οι συνέπειες του αποτελέσματος έδειχναν να υπερβαίνουν τα βρετανικά σύνορα. Στην περίπτωση του ιταλικού δημοψηφίσματος τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα ή τουλάχιστον αρκετά περίπλοκα συναρθρωμένα και διατυπωμένα που φαίνεται να μην βγάζουν ίσως πολύ νόημα, ειδικά για εμάς, τους εκτός Ιταλίας. Η κυβέρνηση Renzi έχει προτείνει μια συνταγματική μεταρρύθμιση που αφορά κυρίως την εσωτερική ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και την ίδια στιγμή το αποτέλεσμα του εσωτερικού αυτού και χωρίς εμφανή σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση δημοψηφίσματος χαρακτηρίζεται κρίσιμο για το μέλλον της ένωσης αλλά και των ευρωπαϊκών τραπεζών που είναι ήδη σε επιφυλακή για επικείμενες αναταράξεις. Και σαν να μην έφταναν όλα τα προηγούμενα, στο στρατόπεδο κατά της μεταρρύθμισης βρίσκονται ο Grillo, ο Berlusconi και η ιταλική αριστερά. Υπάρχει η αίσθηση ότι είναι σημαντικό αυτό που συμβαίνει στην Ιταλία και υπάρχει επίσης και η αίσθηση ότι δεν αφορά αποκλειστικά την Ιταλία. Οπότε ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον, όμως, να βρούμε κάποιες πειστικές εξηγήσεις.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τα βασικά. Ποιο είναι το προφανές επίδικο του ιταλικού δημοψηφίσματος; Ο βασικός στόχος των προωθούμενων αλλαγών είναι η πολιτειακή μετάλλαξη ώστε να εξασφαλίζεται συγκέντρωση αρμοδιοτήτων και ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας με τρόπο που θα επιτρέπει στο πολιτικό σύστημα της γειτονικής χώρας να δρα με σταθερότητα, ευελιξία και αποτελεσματικότητα. Το δεύτερο νομοθετικό σώμα, η Γερουσία, προτείνεται να αλλάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην συνιστά πλέον κομβικό πολιτειακό όργανο, εφόσον θα συγκροτείται πλέον από ελάχιστα διορισμένα μέλη και θα έχει περιορισμένες αρμοδιότητες. Αυτό σημαίνει την ενίσχυση του έτερου νομοθετικού σώματος, της βουλής και κατ΄ επέκταση την ενίσχυση της αναδεικνυόμενης από τη βουλή κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, ο οποίος στο ιταλικό πολίτευμα έχει ενισχυμένο ρόλο. Επίσης, πέρα από την αναδιάρθρωση των πολιτειακών οργάνων, προωθείται η ριζική αναδιάρθρωση της υλικής αρμοδιότητας. Ζητήματα για τα οποία μέχρι σήμερα υπάρχει αποκεντρωμένη τοπική αρμοδιότητα ώστε να λαμβάνονται υπόψιν οι ιδιαιτερότητες και οι ανάγκες των επιμέρους περιοχών, συγκεντρώνονται βίαια στην αρμοδιότητα του σκληρού πυρήνα του κράτους. Και μάλιστα, όλα τα ανωτέρω συνιστούν μια κίνηση η οποία πέρα από τα άμεσα πρακτικά αποτελέσματα, φέρει και ένα πολύ πιο σημαντικό συμβολικό φορτίο. Τη διάρρηξη του μεταπολεμικού συμβολαίου των αντιφασιστικών δυνάμεων, το οποίο αποτυπώθηκε στο ιταλικό σύνταγμα του 1948, με στόχο εκτός των άλλων να μην επιτρέψει την επανάληψη της τότε πρόσφατης μουσολινικής εμπειρίας. Το εξαιρετικό κείμενο του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη στο RedNotebook εξηγεί με πολύ αναλυτικό τρόπο της επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις, δίνοντάς τους μάλιστα και την αναγκαία ιστορική προοπτική, οπότε είναι μάλλον περιττό να πούμε κάτι επιπλέον για τις προτεινόμενες αλλαγές καθ΄ εαυτές.
Αυτό με το οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια είναι η απάντηση κάποιων ερωτημάτων δεύτερης τάξης, τα οποία όμως παραμένουν εξίσου ενδιαφέροντα. Γιατί η κυβέρνηση Renzi θέλει τόσο πολύ τη συνταγματική αυτή αλλαγή και την προκλητική ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, ώστε ο Ιταλός πρωθυπουργός έχει συνδέσει ακόμη και την παραμονή του στην εξουσία με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος; Γιατί η ενίσχυση αυτή του εκτελεστικού βραχίονα του κράτους έχει ιδιαίτερη σημασία αν τη δούμε σε συνδυασμό με την πρόσφατη αλλαγή του εκλογικού νόμου, ο οποίος απομακρύνεται από το αναλογικό πρότυπο και κινείται πιο κοντά στην κατεύθυνση της γνωστής σε εμάς ενισχυμένης αναλογικής; -Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο σχηματισμός κυβέρνησης, πλέον, δεν απαιτεί ευρείες συναινέσεις και συνεργασίες, αλλά ο πρώτος σε ψήφους ενισχύεται με μπόνους εδρών που του εξασφαλίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και για να γίνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένες, ο νέος εκλογικός νόμος μπορεί να μεταφραστεί σήμερα σε πιθανή άμεση αυτοδύναμη κυβέρνηση για τον Grillo και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων που φαίνεται να αγγίζουν το 30% στις περισσότερες δημοσκοπήσεις-. Επομένως, γιατί τόση ανευθυνότητα από την κεντροαριστερή κυβέρνηση Renzi, τη στιγμή που ο κατά τα άλλα λαϊκιστής Grillo είναι προ των πυλών και υπάρχει το ισχυρό ενδεχόμενο να σχηματίσει κυβέρνηση που όχι μόνο θα είναι αυτοδύναμη αλλά θα έχει και εξουσίες που δεν είχε καμία μεταπολεμική κυβέρνηση; Γιατί να σπάσει το μεταπολεμικό πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο και να διαταραχθεί η μεταπολεμική ισορροπία; Γιατί να δημιουργηθεί τόση ανασφάλεια και αστάθεια και να ταραχθούν οι ευαίσθητες αγορές, τη στιγμή που αυτό που χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το βρετανικό δημοψήφισμα είναι ηρεμία, ασφάλεια και σταθερότητα. Γιατί, τελοσπάντων, τόσο ρίσκο και τέτοια προφανής αντιδημοκρατικότητα;
Ας συνεχίσουμε με κάποιες πιο αναλυτικές σκέψεις πάνω ακριβώς στη συγκεκριμένη αντιδημοκρατική ποιότητα των μεταρρυθμίσεων αυτών. Έχουμε συνηθίσει οτιδήποτε μειώνει τη στάθμη κεκτημένων δικαιωμάτων, οτιδήποτε έχει ως σκοπό να αποδυναμώσει δημοκρατικούς θεσμούς να το χαρακτηρίζουμε αντιδημοκρατικό παίρνοντας θέση απέναντί του. Αλλά πάντα έχει σημασία να αναζητάμε την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα του κάθε γεγονότος. Ίσως αν μιλήσουμε εδώ με παραδείγματα να είναι πιο εύκολο: Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων από τα έθνη-κράτη, όπως το ιταλικό, σε υπερεθνικά μορφώματα, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες του σχετικά κραταιού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με τρόπο που απομάκρυνε την χάραξη και άσκηση πολιτικής από την κοινωνική βάση των επιμέρους κρατών αποτελούσε και αποτελεί ένα είδος αντιδημοκρατικότητας. Η περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων τις “χρυσές” εποχές της τρομοκρατίας που συνεχίζεται και σήμερα, είναι ένα άλλο είδος. Έτσι, αντίστοιχα, η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσία και η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων σε κεντρικό κρατικό επίπεδο, με σκοπό εν τέλει και την ενίσχυση του ρόλου και των δυνατοτήτων του ίδιου του έθνους-κράτους, είναι απ΄ ότι φαίνεται εκφάνσεις της αντιδημοκρατικότητας που ταιριάζει στη δική μας εποχή των αντιπαγκοσμιοποιητικών τάσεων, της κρίσης των υπερεθνικών σχηματισμών και της αδυναμίας υπέρβασης της οικονομικής κρίσης με τρόπο που να εγγυάται τον ήπιο και ελέγξιμο χαρακτήρα των ταξικών ανταγωνισμών.
Οπότε, προκειμένου να επιστρέψουμε στα ανωτέρω ερωτήματα και προκειμένου να δούμε γιατί η επιχειρούμενη συνταγματική μεταρρύθμιση δεν είναι ούτε δημοκρατική, ούτε αθώα θα βοηθήσει ίσως να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε κάνοντας ταυτόχρονα μια επιστροφή και στα πολύ βασικά. Όταν μιλάμε για ένα κράτος, δεν μπορούμε να μην λαμβάνουμε υπόψιν την αστική τάξη του κράτους αυτού (πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την ιταλική αστική τάξη και το διαχειριστή της τρίτης ισχυρότερης οικονομίας της Ευρωζώνης). Και όταν μιλάμε για συντάγματα, δηλαδή για τους θεμελιώδεις κανόνες ενός κράτους, δεν μπορούμε να μην εξετάζουμε την ιστορική στιγμή της θέσπισης ή αναθεώρησής τους. Η ριζική συνταγματική αναθεώρηση την οποία προωθεί ένα μείζον αστικό κόμμα της Ιταλίας δεν μπορεί μάλλον να εξηγηθεί πειστικά απλώς ως ένα προσωπικό στοίχημα του Μ. Renzi και της της κυβέρνησής του. Ούτε μάλλον απλώς ως ένα στρατηγικό στοίχημα της ιταλικής κεντροαριστεράς. Το σπάσιμο των μεταπολεμικών ισορροπιών (ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις του πολιτικού φάσματος, αλλά και ανάμεσα στις διαφορετικές και ετερόκλητες “Ιταλίες”) που τολμά η προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση αλλά και η προκλητική αδιαφορία μπροστά στο γεγονός πως η αναθεώρηση αυτή σε συνδυασμό με το νέο εκλογικό νόμο μπορεί να ανεβάσει τον Grillo εξαιρετικά ενδυναμωμένο στην εξουσία δείχνει πως οι συγκεκριμένες προσπάθειες ενδέχεται να έχουν πολύ πιο βαθύ, στρατηγικό και δομικό χαρακτήρα για την ίδια την ιταλική αστική τάξη ή τουλάχιστον για ένα σημαντικό μέρος αυτής στην κατεύθυνση επιβίωσης της στο εξαιρετικά ρευστό και αβέβαιο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σκηνικό. Οι φυγόκεντρες τάσεις, η διάχυση των εξουσιών, η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων μπορούσαν να είναι μέρος ενός λειτουργικού μεταπολεμικού μοντέλου όπου το κράτος φαινόταν πως έπρεπε να υποχωρήσει σταδιακά από τον παραδοσιακό του ρόλο. Όμως, σε μια ιστορική φάση που το μέλλον της ευρωπαϊκής και γενικότερα υπερεθνικής συνεργασίας φαίνεται πως έχει σοβαρά προβλήματα, οι εθνικοί ανταγωνισμοί έχουν κάνει δυναμική επανεμφάνιση και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί φαίνεται πως μπορεί να οξυνθούν ακόμη περισσότερο, η διασφάλιση ενός σταθερού εδάφους εντός του έθνους-κράτους, η οποία θα επιτρέπει ευκολία κινήσεων και ελιγμών είναι αρκετά ασφαλής επιλογή. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανησυχία και οι αναταράξεις που έχει προκαλέσει η εκκρεμότητα του ιταλικού δημοψηφίσματος στις αγορές και όχι μόνο, μάλλον αξίζουν τον κόπο μπροστά στα μεσοπρόθεσμα οφέλη της νίκης του Ναι και στους νέους ευνοϊκούς όρους που αυτή μπορεί να δημιουργήσει.
Το νέο μοντέλο που θα προκύψει στην περίπτωση της έγκρισης των μεταρρυθμίσεων θα συνιστά για την ιταλική αστική τάξη μια εξαιρετική διπλή οχύρωση σε ένα μέλλον που όχι μόνο δεν μπορεί να προοικονομηθεί, αλλά μπορεί να αποδειχθεί και πολύ δύσκολο. Μια ισχυρή κυβέρνηση και ένας ισχυρός Πρωθυπουργός που μπορεί να νομοθετεί εύκολα, να ελέγχεται δύσκολα και να παράγει κεντρικό σχεδιασμό μπορεί να αντιμετωπίσει σίγουρα με καλύτερους όρους το εξωτερικό μέτωπο με την Ευρωπαϊκή Ένωση, προς όφελος, υπό προϋποθέσεις, και της τελευταίας. Καλύτερη εσωτερική διαχείριση για την Ιταλία μπορεί να σημαίνει και καλύτερη διαχείριση τραπεζικών και όχι μόνο κρίσεων για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο βαθμό που οι επιμέρους αστικές τάξεις δουλεύουν για τη διατήρηση του κοινού μέλλοντος της ένωσης. Από την άλλη, οι κραδασμοί μιας πιθανής διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μιας παρατεταμένης διευρυμένης κρισιακής συνθήκης μπορούν να ελεγχθούν πολύ καλύτερα από μια δυνατή κυβέρνηση, η οποία θα είναι σίγουρα πιο απειλητική όταν θα θέτει τους όρους της και όταν θα απαιτεί. Ακόμη και η απειλή του M. Renzi για μερική δημοσιονομική αυτονόμηση, υπό ένα πιθανό νέο καθεστώς, μπορεί να αποκτήσει νέα δυναμική, εφόσον πλέον θα μπορεί να γίνει πράξη αρκετά ευκολότερα. Αντίστοιχα, στο εσωτερικό μέτωπο η διαχείριση των κοινωνικών εντάσεων και των ταξικών συγκρούσεων που συνεπάγεται μια οικονομία σε βαθιά κρίση, με φθίνουσα παραγωγικότητα, τεράστια ανεργία και πιθανή άμεση τραπεζική κρίση μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη με τους νέους όρους, ακόμη ίσως και με το Κίνημα των 5 αστέρων στην εξουσία. Άλλωστε, η αστική τάξη στην Ιταλία, και όχι μόνο, φαίνεται να υπολογίζει και να φοβάται την ταξική πάλη περισσότερο απ΄ όσο ίσως οι εργαζόμενοι και η ίδια η αριστερά πιστεύει πλέον σε αυτή.
Νίκη, επομένως, για το στρατόπεδο του Ναι στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου σίγουρα θα σημαίνει ένα λιγότερο δημοκρατικό πολίτευμα για την Ιταλία. Θα συνεπάγεται νέες δυνατότητες για την ιταλική αστική τάξη στην εξωτερική σχέση με την ΕΕ και τη διαχείριση πιθανών συγκρούσεων και τριγμών, αλλά και νέες δυνατότητες για αυτή αναφορικά με τον εσωτερικό συσχετισμό δύναμης. Αλλά ακόμη και σε περίπτωση νίκης του ΟΧΙ, οι στρατηγικοί στόχοι πίσω από την προτεινόμενη αναθεώρηση δεν σημαίνει ότι θα εγκαταλειφθούν διαπαντός. Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο θα επιχειρήσουν να αναδιπλωθούν οι εκπρόσωποι της αναθεώρησης σε ένα τέτοιο σενάριο, η ανάγκη αλλαγής των εσωτερικών δομικών όρων διαχείρισης για τον ιταλικό αστισμό θα παραμένει και μπορεί να επανέλθει και από άλλα μονοπάτια. Το ιταλικό δημοψήφισμα, συνεπώς, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για όλους τους παραπάνω λόγους και ήδη εξαιρετικά ανησυχητικό ως χειρονομία αλλά και ως ένδειξη προσπάθειας εισόδου σε θέση μάχης. Περισσότερα συμπεράσματα θα μπορέσουμε σίγουρα να βγάλουμε αρκετά σύντομα.