Για μια διαρκή εμβάθυνση της δημοκρατίας

…ή μήπως βαδίζουμε προς το τέλος της πολιτικής;

Το ζήτημα της δημοκρατίας, της σχέσης των ανθρώπων με την πολιτική (και το πολιτικό εν γένει), της σχέσης δημοκρατίας και πολιτικού υποκειμένου, είναι από τα κεντρικά θέματα της εποχής. Αναμφισβήτητα, είναι αδύνατον να εξαντληθεί σε ένα κείμενο – επιχειρούμε κυρίως να βάλουμε κάποιες ορίζουσες για μια στρατηγική συζήτηση που είναι περισσότερο από επιτακτική, και στην οποία θέλουμε να εμβαθύνουμε στο k-lab. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν από λίγα πολύ σύντομα θεωρητικά στοιχεία γύρω από την πολιτική και τη δημοκρατία ως διαδικασίες χειραφέτησης και διαρκούς αυτομετασχηματισμού, για να περάσουμε στη συνέχεια στο κρίσιμο ερώτημα του άρθρου: τη δημοκρατία στο κίνημα και την αριστερά, τα σημερινά όρια και ελλείμματα, και την πολιτική μας στράτευση στο σήμερα.

 

Η πολιτική και η δημοκρατία ως τέχνες ζωής

Η κατάργηση του κράτους θα σηματοδοτεί τη “μετάβαση από την πολιτική κυβέρνηση των ανθρώπων στη διαχείριση πραγμάτων και τη διεύθυνση των παραγωγικών λειτουργιών”, έγραφε σε μια περίφημη διατύπωση του ο Ένγκελςσ.1 Ένγκελς, Φ. (1980). Ουτοπιστικός Σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.. Αγωνιζόμαστε λοιπόν για μια κοινωνία χωρίς πολιτική; Για μια ανθρώπινη κοινότητα που θα έχει αγγίξει την αυτοεκπλήρωσή της σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, έτσι που το μόνο διακύβευμα θα είναι η “τεχνική” διαχείριση πραγμάτων για την ομαλή λειτουργία του συνόλου; Πρόκειται για ένα από τα κομβικά ερωτήματα που, αναμφισβήτητα, δεν αφορά ένα αόριστο μέλλον, αλλά το πώς αντιλαμβανόμαστε τη ζωή μας και τη σχέση της με την πολιτική στο σήμερα, στις καθημερινές μας σχέσεις, στην κοινωνική και πολιτική πάλη, στις οργανώσεις και συλλογικότητες που συμμετέχουμε. Αν είναι έτσι για παράδειγμα, η δημοκρατία δεν είναι παρά ένα εργαλείο για να φτάσουμε σε αυτή την “τέλεια” κατάσταση, και η πολιτική ένα απλό μέσο σε μια πορεία που νοείται να έχει ένα τέλος, την ονειρική κομμουνιστική κοινωνία με όρους ουτοπίας – ή παραδείσου. Και τα άτομα σε αυτή την περίπτωση θα είναι κάποια επίσης τέλεια, απ-άνθρωπα όντα – και μάλλον κάπως τρομακτικά. Με άλλα λόγια, αν ορίσουμε τον κομμουνισμό ως το τέλος της πολιτικής, αυτό που προκύπτει είναι μάλλον είτε μια δυστοπία είτε ένα αυταρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης.

Σε αντίθεση με τον παραπάνω τρόπο σκέψης, κατανοούμε τη δημοκρατία και την πολιτική ως τρόπους ζωής της κοινωνίας και συγκρότησης του λαού, ως τέχνες ζωής. Μέσα από αυτό, αποτελούν φυσικά τρόπους μετάβασης και οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και ταυτόχρονες διαδικασίες διαρκούς αυτομετασχηματισμού, εκδημοκρατισμού και διαπαιδαγώγησης, συγκρότησης του λαού ως συλλογικού υποκειμένου. Η δημοκρατία και η πολιτική εδώ λοιπόν δεν είναι απλώς μέσα, πόσο μάλλον εργαλεία, αλλά ορίζουσες αυτοπροσδιορισμού των πολιτών. Αν ο κομμουνισμός δεν είναι κατάσταση που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, αλλά η πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτωνσ.2Μαρξ, Κ. και Ένγκελς, Φ. (1979). Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. Α, Αθήνα: Gutenberg, σ. 81-82., η αληθινή δημοκρατία δεν είναι παρά στιγμή μιας ενιαίας διαλεκτικής πορείας, με συνέχειες και ασυνέχειες, στην πορεία κατάκτησης της αυτονομίας και χειραφέτησης, πραγμάτωσης της ελευθερίας και προσέγγισης του κοινωνικοποιημένου ανθρώπου. Η αυτοθέσμιση αυτή επίσης δεν είναι κατάσταση αλλά διαδικασία, και μάλιστα χωρίς τέλος. Έτσι, και ο αγώνας για δημοκρατία, δεν ολοκληρώνεται ποτέ, παρά φτάνει διαλεκτικά στο κρίσιμο όριο της υπέρβασης, τομή που συνιστά η μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία, η οποία δεν απαιτεί παρά μακρά άσκηση των ανθρώπων σε διαδικασίες συλλογικής ζωής και χειραφέτησης. Στην κοινωνία αυτή, μιλάμε πράγματι για το τέλος της πολιτικής αλλά μόνο όπως την ξέρουμε σήμερα, ως διακριτής άσκησης εξουσίας από το σώμα των ειδικών της πολιτικής γνώσης και της γραφειοκρατίας, και ως προνόμιο, ως έκφραση και εξυπηρέτηση του μερικού συμφέροντος, το οποίο προβάλλεται ψευδώς ως καθολικό. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για το τέλος του πολιτικού.

Ταυτόχρονα, αν στον Χέγκελ η πολιτική νοείται ως δύναμη συντήρησης, ως αναπαραγωγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, ο Μαρξ έκανε την κρίσιμη αντιστροφή: εδώ η πολιτική είναι διαδικασία άρνησης και μετασχηματισμού της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική εκδοχή της διάκρισης μεταξύ ύπαρξης και πραγματικότητας, όπου δε μας ενδιαφέρει μόνο αυτό που είναι, αλλά και αυτό που θα μπορούσε να είναι, το δυνάμει υπάρχον που κυοφορείται στις αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες της εποχής. Την κρίσιμη μεσολάβηση μεταξύ των δύο συγκροτεί η εφαρμογή του κριτηρίου της πολιτικής πράξης, η στροφή στη φιλοσοφία της πράξης. Με αυτόν τον τρόπο προσλαμβάνεται και ο ρόλος της θεωρίας: ως ύψιστη μορφή πράξης και κριτικό/πρακτικό όπλο κατεξοχήν, ως διαδικασία παρέμβασης στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαισ.3 Χρύσης, Α. (2014). Ο Μαρξ της δημοκρατίας, Αθήνα: ΚΨΜ, σ. 100-104..

Εδώ λοιπόν το αίτημα της αυτονομίας, υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας της πράξης, προσλαμβάνει πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, όχι απλά ανθρωπολογικό. Και φυσικά, συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό ζήτημα: αν η πολιτική έχει στρατηγική διάσταση, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να συλλάβουμε αντιθετικά τα αφηρημένα δημοκρατικά ιδεώδη προς την υπάρχουσα υλική/αστική πραγματικότητα (όπως κάνει ο αστικός φιλελευθερισμός). Το ζήτημα της δημοκρατίας δεν τίθεται ως εξωτερικό ή σε διαφορετικό επίπεδο από εκείνο της υλικής ζωής, αλλά ως αναπόσπαστο μέρος του. Εκφράζει μια επαναστατική διαδικασία που προσβλέπει ταυτόχρονα στην κατάκτηση της ελευθερίας και την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος, την αντιμετώπιση της ανισότητας και της φτώχειας. Έτσι, όπως σημειώνει ο Αλέξανδρος Χρύσηςσ.4Ομοίως, σ. 113, η μαρξική θεωρία της δημοκρατίας δεν είναι εξωτερική τεχνική της πολιτικής εξουσίας προς όφελος “του λαού και του έθνους”, αλλά επιδιώκει τη θεμελίωση της πολιτικής στο κοινωνικό πεδίο: ως παρέμβαση ακριβώς εκεί που παράγεται και αναπαράγεται η ανισότητα.

Και τι μας ενδιαφέρουν όλα αυτά εμάς εδώ, σήμερα;

«Ο κομμουνισμός δεν είναι μια καθαρή ιδέα ούτε ένα δογματικό πρότυπο για την κοινωνία. Δεν είναι το όνομα ενός κρατικού καθεστώτος ούτε ενός νέου τρόπου παραγωγής. Είναι το όνομα ενός κινήματος που υπερβαίνει/καταργεί αδιάκοπα την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Αλλά είναι και ο σκοπός που καθώς αναδύεται από το κίνημα, το προσανατολίζει και του επιτρέπει, εν αντιθέσει προς τις πολιτικές χωρίς αρχές, τις αποσπασματικές δράσεις και τους καθημερινούς αυτοσχεδιασμούς, να προσδιορίσει τι μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό τον σκοπό και τι μας απομακρύνει από αυτόν. Με αυτή την έννοια, δεν είναι μια επιστημονική γνώση του σκοπού και της διαδρομής, αλλά μια ρυθμιστική στρατηγική υπόθεση.»σ.5Μπενσαΐντ, Ντ. (2012). «Δυνάμεις του κομμουνισμού» Ουτοπία: 100, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, σ. 89. Και συνεχίζει ο συγγραφέας: «Κατονομάζει, αδιαχώριστα, το όραμα ενός άλλου κόσμου με δικαιοσύνη, ισότητα, αλληλεγγύη και το διαρκές κίνημα που αποσκοπεί στην ανατροπή της τάξης πραγμάτων που υπάρχει στην εποχή του καπιταλισμού· και την υπόθεση που προσανατολίζει αυτό το κίνημα προς μια ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και εξουσίας, σε απόσταση από συμβιβασμούς με ένα μικρότερο κακό που θα ήταν ο συντομότερος δρόμος προς το χειρότερο κακό»

Αν όπως σημειώνει ο Μπενσαΐντ, ο κομμουνισμός είναι μια ρυθμιστική στρατηγική υπόθεση που σχετίζεται καθοριστικά με το παρόν, τι σημαίνει αυτό για την κοινωνική και πολιτική πάλη, για την καθημερινότητα και τη ζωή μας; Ας εστιάσουμε σε μόνο δύο από τα πολλά σημεία.

Αυτή η ταλαίπωρη δημοκρατία στο κίνημα και την Αριστερά, ερώτημα που διαρκώς επανέρχεται.

Το πρώτο είναι το προφανές: το ερώτημα της δημοκρατίας έχει ταλανίσει σε όλα τα επίπεδα το κίνημα αλλά και τα πολιτικά υποκείμενα, τις συλλογικότητες και οργανώσεις της Αριστεράς. Η εργαλειακή αντιμετώπισή του οδηγεί συχνά στην υποτίμηση του, μπροστά στην “αποτελεσματικότητα” και το σκοπό. Η Αριστερά φέρει με βάρος μια παράδοση που έχει καταλήξει μέχρι και στον αυταρχισμό, το φόβο της διαφορετικής άποψης, την υποτίμηση των διαδικασιών, τις λογικές μηχανισμών. Ακόμα όμως και τα ρεύματα εκείνα της Αριστεράς που συγκροτήθηκαν ως αριστερή κριτική σε τέτοιες παθογένειες των πιο παραδοσιακών μορφών της, συχνά δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν στην πράξη την αναπαραγωγή αντίστοιχων λογικών και πρακτικών. Φαίνονται εξάλλου σαν να έχουν και ένα σχετικό πραγματικό έρεισμα: αφενός την ανάγκη να αντιμετωπιστεί μια φαινόμενη αντίφαση μεταξύ δημοκρατικής λειτουργίας και αποδοτικότητας, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο (η οποία είναι μεν φαινόμενη, παράγει δε πραγματικές δυσλειτουργίες στο βραχυπρόθεσμο επίπεδο με την παρούσα κατανόηση της πολιτικής λειτουργίας), και αφετέρου, την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας, με όσα συνεπακόλουθα έχει αυτό, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Κι έτσι, καθώς μορφή και περιεχόμενο είναι σε διαλεκτική σύνδεση, και οι δημοκρατικές ελλείψεις σχετίζονται φυσικά με τη συνολικότερη στρατηγική ανεπάρκεια της Αριστεράς στις μέρες μας, συγκροτούνται δυο κόσμοι, των οποίων την αντίθεση βλέπουμε να παροξύνεται σήμερα διαρκώς: από τη μία πλευρά, ο κόσμος των μηχανισμών της Αριστεράς, των στενών κύκλων ανθρώπων, αγωνιστών και αγωνιστριών, που προσφέρουν σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, εγκλωβιζόμενοι/ες όμως συχνά σε ένα μικρόκοσμο που αδυνατεί να δει τη μεγάλη εικόνα. Κι από την άλλη, η λεγόμενη κοινωνική αριστερά, είτε αγωνιστές/στριες που δεν συμμετέχουν στην οργανωμένη πάλη αλλά ενεργοποιούνται καθημερινά στην κοινωνική ζωή, είτε άνθρωποι που έχουν συμμετάσχει ενεργά στην Αριστερά στο παρελθόν και πλέον αποστασιοποιούνται. Φυσικά, αυτή η αποστασιοποίηση δεν είναι απλώς ζήτημα προσωπικό, οργανωτικό, ή ακόμα και “μικροαστισμού”, όπως συχνά λέγεται. Είναι κατά βάση πρόβλημα των συλλογικοτήτων, της αδυναμίας να εμπνεύσουν, να συμπεριλάβουν, να λειτουργήσουν ως οι συλλογικοί διαννοούμενοι που επιχειρήσαμε να περιγράψουμε στην αρχή. Αντίστοιχα, υποτιμούνται οι αντιθέσεις, ζητήματα φύλου, ισότητας και δικαιωμάτων, σεβασμού στη διαφορετικότητα, σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο.

Η διαδικασία αυτή, σχεδόν αποξένωσης, αφορά κατεξοχήν τα ανώτερα ηλικιακά στρώματα της νεολαίας (οι περίφημες ηλικίες 25-35), τα οποία ωστόσο κάθε άλλο παρά ανενεργά είναι. Αρκούν οι στιγμές όξυνσης του κινήματος για να κατακτήσουν ξανά εκείνο το μοναδικό πάθος για την πολιτική πάλη (χαρακτηριστική ήταν η ενεργοποίηση ενός πολύ πλατιού τέτοιου δυναμικού τη βδομάδα του δημοψηφίσματος), ενώ η κρίση και τα προσωπικά αδιέξοδα οξύνουν διαρκώς την ανάγκη πολιτικής δράσης (την ίδια στιγμή που οδηγούν φυσικά σε πρακτικές αναδίπλωσης και ατομικοποίησης): είναι ενδεικτικό ότι στην πρόσφατη εκδήλωση αρκετών site νεολαιίστικου-αριστερού προσανατολισμού, συγκεντρώθηκαν πάνω από 500 άτομα ηλικιών 25-35, σε μια πλατιά συσπείρωση των πιο ζωντανών ηλικιών και πιο διαφορετικών πολιτικοποιήσεων, που είχε χρόνια να εμφανιστεί ενσώματη και συγκεκριμένησ.6http://www.toperiodiko.gr/%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%8C%CF%87%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%AF/.

Μπορεί ο Ένγκελς λοιπόν να μίλησε για την κατάργηση της πολιτικής και την αντικατάσταση της από την διαχείριση των πραγμάτων στην κομμουνιστική κοινωνία (και εμείς να διαφωνούμε), ωστόσο φαντάζει σαν η Αριστερά να αντιμετωπίζει και σήμερα την πολιτική ως διαχείριση (πραγμάτων, και ανθρώπων εκτός των άλλων). Έτσι εμφανίζονται ταυτόχρονα φαινόμενα συγκεντρωτισμού, αρχηγισμού και παραγοντισμού, επίλυσης υπαρξιακών ορίων ή ελιτίστικων φαντασιώσεων και εύκολων απαξιώσεων, εμμονικών αναπαραγωγών των παραδεδομένων σχημάτων (σε επίπεδο περιεχομένου και μορφής, ακόμα και… αισθητικής), για την αντιμετώπιση των οποίων κλειδί δεν είναι παρά η αναφορά στη συλλογικότητα και το βάθεμα της ουσιαστικής δημοκρατίας. Αυτά δεν αφορούν μόνο ορισμένες εκδοχές της Αριστεράς, ούτε φυσικά τις αφορούν όλες το ίδιο. Ωστόσο, είναι ερωτήματα που συχνά επανέρχονται.

Τα κινήματα της τελευταίας πενταετίας από την άλλη πλευρά έχουν αναμετρηθεί ιδιαίτερα με αυτή την κριτική και με τη δυνατότητα εμβάθυνσης της δημοκρατίας. Ενδεικτικό ήταν το πως έθετε το ζήτημα το κίνημα των πλατειών, επιχειρώντας συγκεκριμένες πολιτικές (συντακτική συνέλευση, δομές) και οργανωτικές προτάσεις (πιο αμεσοδημοκρατική και διαφανής λειτουργία συνελεύσεων κλπ.). Εκφραζόταν έτσι μια πραγματική ανάγκη, με υπαρκτά όρια στα οποία προσέκρουσε (συχνά αναπαράγοντας αντίστοιχες πρακτικές), ή και τον κίνδυνο να μετατραπεί σε επίκληση ηθικού τύπου. Για να αποφύγουμε παράλληλα την κατάληξη τέτοιων προβληματικών στο πρόταγμα για δημιουργία κινηματικών “νησίδων”, που θα τοποθετούνται υποτίθεται σε άλλο επίπεδο από αυτό της κοινωνικής οργάνωσης (ας θυμηθούμε τον Χόλογουει να αναφωνεί για το πάρκο Ναυαρίνου σε ένα διεθνές συνέδριο στο Λονδίνο ότι “αυτό ήταν κομμουνισμός!”)σ.7https://ilesxi.wordpress.com/2011/02/17/%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-2%CE%BF-%CE%B7-%CE%B9%CE%B4%CE%AD%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-john-holloway/ , είναι αναγκαίο να τεθεί ακριβώς το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας (με όλους τους κόμβους της) στον πυρήνα της συζήτησηςσ.8 “…προκειμένου να υπερβούμε την αντινομία ανάμεσα στην οργάνωση και το συνεταιρισμό, ανάμεσα στα εργαλεία και την καθημερινή πρακτική του κομμουνισμού”. Τοσκανο, Α. (2012). “Η πολιτική της αφαίρεσης: Κομμουνισμός και φιλοσοφία”, Ουτοπία: 100, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, σ. 80.

.

Το ερώτημα που γεννιέται στην πραγματικότητα (και) εδώ είναι: (Με) ποια Αριστερά; Είναι λοιπόν αναγκαία μια νέα πρόσληψη της συγκρότησης και λειτουργίας του πολιτικού υποκειμένου, που θα αναμετριέται τολμηρά με αυτά τα όρια, θα τροφοδοτείται από την επινοητικότητα των κινημάτων σε αυτό το πεδίο, θα πειραματίζεται με νέες μορφές και δομές, θα αναγεννά την έννοια της συλλογικότητας σε όλα τα επίπεδα. Όλα εκείνα τα πειράματα και οι δομές λαϊκής αυτενέργειας και επινοητικότητας, συλλογικής βούλησης, εργατικής οργάνωσης, αντιφασιστικής-αντιρατσιστικής-αντιιεραρχικής πάλης και αλληλεγγύης, μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν ως μορφές συγκρότησης του οργανωμένου λαού, ως θεσμοί επιβολής της λαϊκής βούλησης, χειραφέτησης και μετασχηματισμού της συνείδησης, γεγονός που προϋποθέτει την εμπιστοσύνη σε αυτές και το σεβασμό της αυτοτέλειάς τους και της διαφορετικότητάς τους. Κι έτσι το πολιτικό υποκείμενο δεν θα αποτελεί μια στατική, οργανωτική και γραφειοκρατική μορφή, αλλά εργαστήριο διαρκούς πολιτικού πειραματισμού, μηχανισμό αντι-ηγεμονίας και μαθησιακή διαδικασία σε μια συνεχή διαλεκτική θεωρίας και πράξης και σε συνθήκες βαθιά αντιιεραρχικής και συμμετοχικής δημοκρατίαςσ.9Σωτήρης, Π. (2012). “Η επιστροφή του φαντάσματος (Σημειώσεις πάνω στην τρέχουσα συζήτηση για τον κομμουνισμό”, Ουτοπία: 100, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, σ. 66..

Ήρωες/ιδες ! (?)

Το δεύτερο σημείο που προκύπτει από όλα αυτά είναι ίσως λιγότερο προφανές: Αν λοιπόν αυτή είναι η έννοια της πολιτικής, η διαδικασία πραγμάτωσης της ενεργούς ζωής, η νοηματοδότηση και επανανοηματοδότηση της ζωής με ορίζουσα όχι το ατομικό συμφέρον αλλά τη συμμετοχή στην αυτόνομη και συλλογική πολιτική λειτουργία της κοινωνίας, τι σημαίνει αυτό για την ενασχόλησή μας με την πολιτική; Είναι ένα ερώτημα που επανέρχεται, ειδικά σε καιρούς ιδιαίτερους σαν τους σημερινούς, που οι δυνατότητες αλλά και οι κίνδυνοι διογκώνονται, που η ελπίδα του πραγματικού ενδεχομένου της ανατροπής του υπάρχοντος εναλλάσσεται με τις συναπτές απογοητεύσεις, που άλλοτε νιώθουμε πιο βαριά την ευθύνη, πιο επιτακτική την κατάσταση, πιο αναγκαία τα βήματα, και άλλοτε πιστεύουμε ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα ή σημασία. Η ενασχόληση με την πολιτική, δεν είναι απλώς προσφορά στην κοινωνία, θυσία ή ηρωική πράξη, χαράμισμα της ζωής ή του ελεύθερου χρόνου, μια επιλογή μέσα στις πολλές. Είναι διαδικασία συλλογικής διαπαιδαγώγησης, καλλιέργειας, απόκτησης συνείδησης εαυτού, μιας προσέγγισης αυτονομίας και χειραφέτησης, διαρκούς αυτομετασχηματισμού, που φυσικά δεν μπορεί παρά να ολοκληρωθεί στα πλαίσια μιας διαδικασίας κοινωνικής χειραφέτησης, συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Είναι η δική μας μετατροπή από την ιεράρχηση του ζωώδους ατομικού συμφέροντος στο συλλογικό αυτοπροσδιορισμό ως πολιτικά υποκείμενα. Κι από αυτό το πρίσμα τίθεται εκ νέου η διαλεκτική νίκης και ήττας, ευθύνης και δυνατότητας. Η πολιτική δράση λοιπόν ως συνείδηση αγώνα και ζωής για ένα καλύτερο μέλλον που όμως είναι και καλύτερο παρόν, και που δεν αφορά κάποιους/ες άλλους/ες αλλά και εμάς τους/ις ίδιους/ες.

 

Υποσημειώσεις[+]