Το 2006 ήταν, και για τη Γαλλία, όπως και για την Ελλάδα, μια χρονιά δυναμικών κινητοποιήσεων. Το μεγάλο κίνημα που σημάδεψε εκείνη τη χρονιά ολόκληρη τη Γαλλία, αφήνοντας τα σημάδια του ενεργά και στα επόμενα χρόνια, έμεινε γνωστό ως “κίνημα ενάντια στο CPE”.
Την αρχή του κινήματος ωστόσο, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στις μεγάλες αναταραχές του φθινοπώρου του 2005 στα προάστια του Παρισιού, δεδομένου ότι και οι δύο εξεγέρσεις γεννήθηκαν από την αντίδραση του λαού στις ίδιες πολιτικές της τότε δεξιάς κυβέρνησης του Dominique de Villepin. Οι εξεγέρσεις, λοιπόν, στα προάστια, ήταν εκείνες που οδήγησαν και στη διαμόρφωση των δύο ενδοκυβερνητικών τάσεων για την πολιτική τους διαχείριση. Από τη μια μεριά ήταν η τάση που εκφράστηκε κυρίως από τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Nikolas Sarkozy, γνωστή ως η γαλλική εκδοχή της πολιτικής μηδενικής ανοχής, που επιδίωκε την με κάθε μέσο αποκατάσταση της δημόσιας τάξης. Είναι χαρακτηριστικό πως για την αντιμετώπιση των εξεγέρσεων επανενεργοποιήθηκε διάταγμα από την εποχή του πολέμου της Αλγερίας, που έθετε σε ισχύ την κατάσταση έκτακτης ανάγκης σ.1Διάταγμα της 3ης Απριλίου 1955, για την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης “σε περίπτωση άμεσου κινδύνου που οφείλεται σε σοβαρές επιθέσεις εναντίον της δημόσιας τάξης”. Το συγκεκριμένο διάταγμα εκδόθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας αλλά χρησιμοποιήθηκε και στις αναταραχές του 1984-85 στη Νέα Καληδονία (Γαλλική αποικία, ακόμη και σήμερα, στην Ωκεανία). Με το διάταγμα αυτό δίνεται ειδική και εξαιρετικά μεγάλη εξουσία αστυνόμευσης και καταστολής στον υπουργό Εσωτερικών, όπως η δυνατότητα επιβολής στρατιωτικού νόμου. Το συγκεκριμένο διάταγμα επανενεργοποιήθηκε στις 7/11/2005 στα προάστια του Παρισιού.. Από την άλλη μεριά o πρωθυπουργός Villepin, προωθούσε μια πιο μετριοπαθή στάση με τη δημιουργία διαλόγου για την επίλυση των κοινωνικών αιτιών των εξεγέρσεων. Στην ουσία τους, ωστόσο, οι δύο παραπάνω τάσεις, με δεδομένη την παθητική και απόμακρη στάση του Προέδρου Chirac, εκφράζανε παραλλαγές μιας ενιαίας και καλά συγκροτημένης πολιτικής, όπου ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εσωτερικών αλληλο-υποδύονταν το ρόλο του λιγότερο ή περισσότερο «κακού» ανάλογα με την πολιτική ευθύνη του καθενός και τις παρακαταθήκες που είχαν τη δυνατότητα να εγγράψουν για το πολιτικό τους μέλλον.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2006 κατατίθεται από την κυβέρνηση πολυνομοσχέδιο, που κατ΄ ευφημισμό –θα λέγαμε– ονομάστηκε “για την ισότητα των ευκαιριών”, το οποίο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, στόχευε στην εξίσωση των κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων. Το νομοσχέδιο πρότεινε μια σειρά από ετερόκλητα μέτρα σχετικά με την κατοικία, την εργασία, την εκπαίδευση και την κοινωνική μέριμνα. Στην ουσία του, όμως, επρόκειτο για ένα νομοσχέδιο που στόχευε στην αποδόμηση της γαλλικής κοινωνικής πολιτικής. Έτσι δημιουργώντας θέσεις επισφαλούς εργασίας ανέτρεπε βασικές αρχές του εργασιακού κώδικα, και επαναδιαπραγματευόταν σημαντικά κεκτημένα της γαλλικής κοινωνίας, όπως το δικαίωμα στην κοινωνική περίθαλψη και τα κοινωνικά επιδόματα, δεδομένου ότι ως θεμελιώδης αρχή όλων των μέτρων εμφανιζόταν η “ανάγκη για ασφάλεια” σ.2Αξίζει να σημειώσουμε πως σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι γονείς και οι οικογένειες παιδιών που θωρούνταν ότι παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά μπορούσαν να στερηθούν του κοινωνικού τους επιδόματος.. In extremis και λίγο πριν κατατεθεί στη βουλή, στο νομοσχέδιο αυτό προστίθεται το άρθρο για το Σύμφωνο Πρώτης Εργασίας σ.3Contrat Première Embauche (CPE). Πρόκειται για μια σύμβαση αορίστου χρόνου (Contrat à Durée Indéterminée – CDI) για τους νέους κάτω των 26 ετών, που εξασφαλίζει ποικίλες ευκολίες στους εργοδότες, για την διευκόλυνση των προσλήψεων, όπως τον “χρόνο εγγύησης” (“période de consolidation”) διάρκειας δύο ετών, κατά τον οποίο η σύμβαση μπορεί να διακοπεί από τον εργοδότη χωρίς την προβολή οποιασδήποτε αιτιολόγησης. Ουσιαστικά επρόκειτο για αντιγραφή του παλαιότερου Σύμφωνου Νέας Εργασίας (Contrat Nouvelles Embauches – CNE), το οποίο και είχε ήδη επικυρωθεί από τον Αύγουστο του 2005, χωρίς τα συνδικάτα τότε να προβάλλουν κάποια ιδιαίτερη αντίσταση. Τελικά, και το CNE, όπως και το CPE, ακυρώθηκε κάποια χρόνια αργότερα, τον Ιούνη του 2008., το οποίο και ενεργοποιεί την μαζική αντίδραση των φοιτητών, των μαθητών και των νέων μισθωτών.
Οι κινητοποιήσεις, που είχαν ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του Γενάρη, σταδιακά κλιμακώθηκαν, δημιουργώντας ένα τεράστιο κλίμα συλλογικής αντίδρασης, το μεγαλύτερο μετά τον Μάη του 1968 σ.4Μεγαλύτερο ακόμη και από τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στις εργασιακές μεταρρυθμίσεις του 1994, που είχε προωθήσει η κυβέρνηση Balladur., και συνένωσαν τους φοιτητές και τους μαθητές με τους εργαζόμενους, τα συνδικάτα και τους συλλόγους. Οι μεγάλες διαμαρτυρίες του Μάρτη κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω από δύο εκατομμύρια κόσμου στους δρόμους της Γαλλίας, που αιτούνταν όχι μόνο την απόσυρση του άρθρου για το CPE, αλλά και ολόκληρου του νόμου “για την ισότητα των ευκαιριών”. Στην πιο ενεργή φάση του κινήματος, τα τρία τέταρτα των πανεπιστημίων και των σχολών της Γαλλίας βρίσκονταν είτε κατειλημμένα είτε με διακοπές στα μαθήματά τους για συμμετοχή στις κινητοποιήσεις. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης για επιβολή του νομοσχεδίου τόσο πολιτικά σ.5Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Jacques Chirac ανακοίνωσε, στις 31 Μάρτη, τη δημοσίευση του νόμου. όσο και σε επίπεδο καταστολής του κινήματος σ.6Από τις αρχές του Φλεβάρη και μέχρι τα μέσα του Απρίλη, το κατασταλτικό έργο της αστυνομίας του N. Sarkozy οδήγησε σε: 4.350 συλλήψεις, 1.985 προφυλακίσεις, 637 ποινικές διώξεις (οι 271 με αυτόφορη διαδικασία), οι οποίες κατέληξαν σε 71 μη εξαγοράσιμες ποινές φυλάκισης, 167 ποινές με αναστολή ή κοινωνική εργασία και 188 ποινές εναλλακτικών μέτρων. , ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε, τελικά, να αποσύρει οριστικά το νομοσχέδιο στα τέλη του Απρίλη σ.7Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν –κυρίως με την μορφή των μη οργανωμένων διαδηλώσεων (manifs sauvages)– και τον Μάη του 2006, με κύριο αίτημα την κατάργηση πλέον του νόμου για το προϋπάρχον Σύμφωνο Νέας Εργασίας (CNE). .
Δύο είναι οι παράγοντες στους οποίους θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε κυρίως την επιτυχία του κινήματος ενάντια στο CPE.
Πρώτον, το ίδιο το αντεργατικό περιεχόμενο του εισηγούμενου μέτρου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε στο ξέσπασμα μιας συσσωρευμένης αγανάκτησης απέναντι σε μια κυβέρνηση όλο και πιο αντιλαϊκή και αυταρχική. Το μέτρο αυτό παρόλο που, σύμφωνα με την κυβέρνηση, στόχευε στην ευκολότερη ένταξη των “νέων των προαστίων” στην εργασία, στην ουσία επηρέαζε αρνητικά το σύνολο, σχεδόν, της γαλλικής νεολαίας. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για την θεσμοθέτηση της επισφάλειας στον τομέα της εργασίας, δεδομένου ότι ακύρωνε τη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων απέναντι στους εργοδότες. Και, εν τέλει, εισήγαγε την αρχή της αποδόμησης του εργασιακού κώδικα στη Γαλλία πράγμα που επετεύχθη αργότερα με το γνωστό νόμο El Khomri του 2016.
Δεύτερον, ο ίδιος ο χαρακτήρας του κινήματος ήταν αυτός που του προσέδωσε και τη μεγάλη επιτυχία. Ήταν ένα κίνημα που κατάφερε να ενώσει, όπως και ο Μάης του ’68, τη σπουδάζουσα και μαθητική νεολαία με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Επιπλέον, έχει ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε τη γεωγραφική και κοινωνική ευρύτητα αυτού του κινήματος. Αρχικά, ξεκίνησε σε πανεπιστήμια θεωρητικών επιστημών (κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες κ.λπ.), τα οποία παρέχουν και τα λιγότερο «κερδοφόρα» πτυχία στην αγορά εργασίας, και συγκροτήθηκε κυρίως στις επαρχιακές πόλεις, οι οποίες συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό φοιτητών (Rennes, Nantes, Montpellier) –και, σε αντίθεση με το Παρίσι, διαθέτουν συνδικαλιστική και πολιτική προϊστορία–, οι οποίες και υιοθέτησαν πιο κλασικές μορφές οργάνωσης και αγώνα (γενικές συνελεύσεις, καταλήψεις σχολών και διαδηλώσεις). Στο Παρίσι οι κινητοποιήσεις οργανώθηκαν, από τη μεριά των φοιτητών με σημείο εκκίνησης τη Σορβόνη (λόγω και του συμβολικού της ρόλου από το Μάη του ’68) και το πανεπιστήμιο Paris 8 στο προάστιο του Saint-Denis. Αντίθετα οι φοιτητές των Μεγάλων Σχολών (Grandes Écoles), που αποτελούν δυνητικά και την εργασιακή ελίτ, παρέμειναν, κατά κύριο λόγο, εκτός των κινητοποιήσεων και σε πολλές περιπτώσεις τις παρεμπόδισαν. Από την άλλη μεριά, τα εργατικά συνδικάτα εντάχθηκαν κλιμακωτά στις κινητοποιήσεις, και εστίασαν τον αγώνα τους στην απόσυρση μόνο του άρθρου για το CPE, σε αντίθεση με τους φοιτητές και μαθητές που ζητούσαν την απόσυρση ολόκληρου του νόμου που περιελάμβανε και το παλαιότερο Σύμφωνο Νέας Εργασίας (CNE).
Το κίνημα ενάντια στο CPE ενέπνευσε, σε μεγάλο βαθμό, και το περσινό κίνημα ενάντια στην αλλαγή του εργασιακού κώδικα, δεδομένου ότι το τελευταίο δομήθηκε –κυρίως οργανωτικά– στις βάσεις που είχαν τεθεί το 2006. Βέβαια, στη δεκαετία που μεσολάβησε ανάμεσα στα δυο μεγάλα κινήματα, και ιδιαίτερα στα τελευταία της χρόνια, επιχειρήθηκε μια σταδιακή αποδυνάμωση των εργασιακών δικαιωμάτων με μια σειρά από νόμους σ.8βλ. https://k-lab.zone/ema-ton-allon-ntokymanter-tou-bruno-muel-tou-1975-gia-tis-synthikes-ergasias-sto-ergostasio-tis-peugeot-sto-sochaux-galliki-afypnisi-stin-katedafisi-tou-ergasiakou-kodika/, που κορυφώθηκε με τον νόμο El Khomri το 2016. Το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο, ωστόσο, στο οποίο αναπτύχθηκε το περσινό κίνημα αποδείχθηκε αρκετά διαφορετικό. Παρόλο που τελικά οι κινητοποιήσεις, αψηφώντας την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ήταν πολύ πιο μεγαλειώδεις και μαζικές, και οδήγησαν ακόμη και σε πολυήμερες απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων που παρέλυσαν κυριολεκτικά τη Γαλλία, δεν πέτυχαν να αποτρέψουν ή να ακυρώσουν την επιβολή του νόμου με Προεδρικό Διάταγμα από την κυβέρνηση των σοσιαλιστών. Ενώ στην περίπτωση του CPE η δημοσίευση του νόμου ενδυνάμωσε και μαζικοποίησε το κίνημα, πέρυσι το Προεδρικό Διάταγμα τελικά αποδυνάμωσε και εκτόνωσε τις κινητοποιήσεις.
Σήμερα στη Γαλλία παραμένουν ελάχιστοι ζωντανοί αγωνιστικοί θύλακες, κυρίως στις πόλεις της επαρχίας που αφενός συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό φοιτητών αφετέρου προωθούν ακόμη συγκεκριμένες διεκδικήσεις, όπως στην περίπτωση της Νάντης που εναντιώνεται στη κατασκευή ιδιωτικού αεροδρομίου στην Notre-Dame-des-Landes. Τον τελευταίο μήνα έχουν επίσης αυξηθεί και οι διαμαρτυρίες ενάντια στην αστυνομική βία που ανθίζει στα βόρεια προάστια του Παρισιού. Ωστόσο, η Γαλλία βρίσκεται, σήμερα, σε ύπνωση κάτω από το βαρύ πέπλο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της αντιτρομοκρατικής υστερίας, αλλά και υπό τη σκιά των επικείμενων προεδρικών εκλογών.
Το κίνημα ενάντια στο CPE παραμένει, παρόλα αυτά, μια σημαντική παρακαταθήκη για τους αγώνες στη Γαλλία. Πολλά από εκείνα τα παιδιά ήταν και πάλι στους δρόμους πέρυσι, ενάντια σε μια πολύ πιο βίαιη επίθεση στα εργασιακά τους δικαιώματα. Αρκετά, όμως, από εκείνα τα παιδιά, όντας, πλέον, στην αγορά εργασίας, φαίνεται πως κρύβονται πίσω από τη σκιά μιας –όπως πιστεύουν– ισχυρής Γαλλίας στην ΕΕ, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι σήμερα η ανάγκη για συλλογικούς αγώνες και διεκδικήσεις είναι πιο σημαντική από ποτέ.
Υποσημειώσεις