Περισσότερο από ένα χρόνο πρίν ο Αλέξανδρος Ζαχιώτης είχε γράψει ένα άρθρο με τον τίτλο «Αυτοί που ξέρουν» σ.1http://rednotebook.gr/2014/10/aftoi-pou-xeroun/ συμβάλλοντας στην συζήτηση για το κράτος και την αριστερή στρατηγική. Είχε σημειώσει τότε, πως προκειμένου να μπορείς να ασκήσεις μεροληπτική ταξική πολιτική διοικώντας τον κρατικό μηχανισμό, την ίδια στιγμή που η άσκηση μια τέτοιας πολιτικής σε οδηγεί να εναντιωθείς σε αυτόν χρειάζεσαι(-όμαστε) σταθερά σημεία αναφοράς «εκτός» κράτους, δηλαδή το κόμμα και το κίνημα.
Θα χρησιμοποιήσω μόνο τον τίτλο και όχι την μεθοδολογία σκέψης και επιχειρημάτων του Α. Ζαχιώτη για να ισχυριστώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα ως κυβέρνηση «δεν ξέρει».
Αφορμή για αυτή μου τη σκέψη αποτελεί το πρόσφατο κείμενο του Μπάμπη Γεωργούλα στην Εποχή σ.2http://epohi.gr/dilhmata-exei-kai-h-aristera/ όπου, στην προσπάθεια του να υπερασπιστεί το ΣΥΡΙΖΑ σήμερα και να ασκήσει «αντι-κριτική» στους/ις εκτός ΣΥΡΙΖΑ, έθεσε (για μια ακόμη φορά) την «κοινή απορία της αριστεράς όλων σχεδόν των αποχρώσεων και κάθε χώρας μπροστά στο ερώτημα “τι να κάνουμε;”, από τη στιγμή που τίθεται στο συγκεκριμένο περιβάλλον της κυριαρχίας του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού». Πράγματι, αυτό είναι το στρατηγικό ερώτημα για την Αριστερά σήμερα. Και πράγματι, με βάση αυτό το ερώτημα (όσο γενικό κι αν φαίνεται) συγκροτείται η «εφαρμοσμένη πολιτική (…) ως μέθοδος επιλογής μεταξύ των εκδοχών που προσφέρει ο κάθε φορά συσχετισμός δυνάμεων» σ.3οι αναφορές εντός εισαγωγικών είναι από το παραπάνω κείμενο του Μ. Γεωργούλα. Το ζήτημα όμως, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι και μετά απάντησε συγκεκριμένα. Στο ερώτημα «Τι να κάνουμε;» απάντησε «Δεν ξέρουμε».
Με την επιλογή της υπογραφής του τρίτου μνημονίου ενάντια στην θέληση της πλειοψηφίας του κόσμου που εκφράστηκε μέσω του δημοψηφίσματος, την εφαρμογή της λιτότητας, την εφαρμογή και υπεράσπιση πολιτικών ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία και με το ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πέρασε θεωρητικά απλώς στην αντίπερα όχθη. Δεν διολίσθησε απλώς στη διαχείριση της πραγματικής (real) πολιτικής και των ορίων που αυτή θέτει. Πέρασε στην αντίπερα όχθη με πολιτικούς και άμεσα υλικούς όρους και συνεπώς αναίρεσε τη δική του γνώση που προέρχεται από τη μήτρα της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την κινηματική, πολιτική, κοινωνική και επιστημονική γνώση που κατείχε. Και η γνώση αυτή δεν είναι παρά τα όπλα της Αριστεράς όλων των αποχρώσεων για τη στρατηγική, την καθημερινή πρακτική, τη δημοκρατία (εντός και εκτός κόμματος), τις κινηματικές διεργασίες και τη σχέση τους με την πολιτική των οργανωμένων φορέων της Αριστεράς. Αναίρεσε την πολιτική γνώση που μας μαθαίνει ότι ο συσχετισμός δύναμης δεν καθορίζει μονόδρομα τις πολιτικές επιλογές αλλά καθορίζεται και από αυτές, πόσο μάλλον όταν βρίσκεσαι ως «Αριστερά» στην εξουσία. Αναίρεσε την κινηματική γνώση ότι υπάρχουν δυνατότητες για «να παλέψουμε», όχι στο απώτερο μέλλον αλλά εδώ και τώρα με βάση τις υπαρκτές και ισχυρές κινηματικές διεργασίες και χώρους των τελευταίων χρόνων. Αναίρεσε την κοινωνική γνώση ότι υπάρχουν εναλλακτικές όταν έχεις μαζί σου (έστω και ως γενικευμένη στιγμή) την κοινωνική δυναμική. Αναίρεσε την στρατηγική-επιστημονική γνώση ότι με αστικούς και μη συγκρουσιακούς τρόπους δεν υπάρχει αριστερή πολιτική.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου απορίας άξιο πως ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα πολιτεύεται με έναν αγνωστικισμό στο στρατηγικό πεδίο, με μια μόνιμη απορία και μάλιστα θεωρητικοποιεί αυτή την απορία του. Αυτό συμβαίνει διότι, έχασε συνειδητά τη γνώση του. Τα παραδείγματα από την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική που μπορώ να χρησιμοποιήσω για να αιτιολογήσω τα παραπάνω είναι μάλλον πολλά. Θα σταθώ όμως μόνο σε μερικά κομβικά.
Το πρώτο είναι το ζήτημα της διακυβέρνησης και της διαχείρισης του κράτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη ένα χρόνο στην κυβέρνηση δεν έχει προσφέρει την παραμικρή τομή στην κρατική λειτουργία. Οι εντός κράτους θεσμοί, δεν έχουν αλλάξει (ή έστω μεταρρυθμιστεί), η κοινωνική διαβούλευση είναι ανύπαρκτη, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν ελέγχονται ή αξιολογούνται (ούτε καν θεσμικά) από κανέναν. Η διαχείριση της κυβερνητικής ατζέντας γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από το πρωθυπουργικό γραφείο, η διακυβέρνηση δεν άνοιξε ποτέ στην κοινωνική πλειοψηφία ούτε καν στο υπαρκτό και μεγάλο, επιστημονικό δυναμικό που θα μπορούσε να προσφέρει από αριστερή σκοπιά.
Οι επιλογές προσώπων γίνονται ακολουθώντας την πεπατημένη του ΠΑΣΟΚ και με απόλυτο σεβασμό στη «συνέχεια του κράτους». Και φυσικά, σε θέσεις κλειδιά επιλέγονται αυτοί/ες «που ξέρουν» είτε με δάνεια από άλλα κόμματα εκτός Αριστεράς είτε με τυφλή εμπιστοσύνη «όσων βρίσκονται στην πρώτη γραμμή», δηλαδή γνωρίζουν το κράτος από μέσα. Πολύ περισσότερο, η κατάθεση νομοσχεδίων συνεχίζει να γίνεται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος αφήνοντας εκτός της διαβούλευσης κοινωνικούς φορείς και κινήματα, διαδικασία που ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση στηλίτευε συνεχώς.
Την ίδια στιγμή το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει γίνει απλώς ο παρατηρητής ή ο σχολιαστής των εξελίξεων αλλά σχεδόν οργανικό κομμάτι του ίδιου του κράτους. Το κόμμα δεν παραμερίστηκε από την κυβέρνηση όπως προειδοποιούσαν (ή και προειδοποιούν) οι αριστερές φωνές εντός του, αλλά έγινε ένα με αυτή. Αναρωτιέμαι πόσα στελέχη και μέλη του κόμματος παραμένουν ακόμα εκτός της κρατικής λειτουργίας. Και το ερώτημα μου δεν είναι ρητορικό.
Το δεύτερο παράδειγμα μας έρχεται από την πολύ άμεση συγκυρία. Η κυβέρνηση καταθέτει (;) σ.4βέβαια με τις τελευταίες εξελίξεις στην διαπραγμάτευση η ακριβής ημερομηνία κατάθεσης των νομοσχεδίων είναι ακόμα στον αέρα τις επόμενες μέρες νέα νομοσχέδια προς ψήφιση: ασφαλιστικό, φορολογικό, ενώ ακολουθούν αυτά για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το ταμείο αποκρατικοποιήσεων. Τα συγκεκριμένα νομοσχέδια, δεν είναι ακόμη κάποιοι νόμοι αλλά η επιτομή της αριστερής ή μη πολιτικής. Ο υπουργός εργασίας κ. Κατρούγκαλος κατά την παρουσίαση των νομοσχεδίων ισχυρίστηκε ότι υπάρχουν διαχωριστικές μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και η κυβέρνηση με τα συγκεκριμένα νομοσχέδια, τάσσεται σαφώς με την πρώτη καθώς προστατεύει την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία σε μια περίοδο οικονομικής ασφυξίας και πιέσεων. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι και το γνωρίζει ακόμα και ο ίδιος ο κ. Κατρούγκαλος. Όσον αφορά το ασφαλιστικό, δεν πρόκειται για καμία εξυγίανση ή μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος ως προσαρμογή στα μνημονιακά δεδομένα, αλλά για την απορρύθμιση του στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού. Για το δε φορολογικό, τα πράγματα είναι εξίσου σκληρά για την κοινωνική πλειοψηφία που καλείται να πληρώσει λεφτά που δεν κατέχει με (κυρίως) έμμεσους φόρους μέσω της «αβάσταχτης ελαφρότητας της αύξησης του ΦΠΑ» σ.5βλ. http://www.thepressproject.gr/article/92779/I-abastaxti-elafrotita-tis-auksisis-tou-FPA.Η “κυβέρνηση της Αριστεράς” υλοποιεί μια πολιτική που όχι μόνο αριστερή δεν είναι αλλά αντίθετα, είναι ταξικά μεροληπτική υπέρ του κεφαλαίου, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και (κυρίως) μακροπρόθεσμα.
Το τρίτο παράδειγμα είναι η επιμονή από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ στην επικοινωνιακή πολιτική και μόνο. Η διαχείριση των διαρροών εντός του ΔΝΤ για το ελληνικό ζήτημα είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η ρητορική περί ενός «κακού και στυγνού ΔΝΤ που αποκαλύφθηκε σήμερα» ποιόν άραγε προσπαθεί να πείσει; Δεν νομίζω ότι η κοινωνική πλειοψηφία πιστεύει ότι το ΔΝΤ είναι «το διεθνές ισοδύναμο του προσκοπισμού» σ.6βλ. το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Δημοσθένη Παπαδάτου – Αναγνωστόπουλου http://alterthess.gr/content/real-virtuality-apo-tis-theories-synomosias-stis-istories-epityhias-toy-dimostheni-papadatoy και βρίσκεται εδώ για το καλό μας. Η κυβέρνηση όμως επιμένει σε αυτή τη ρητορική, τη στιγμή μάλιστα που παρά τους όποιους τακτικούς ελιγμούς, προσαρμόζεται πλήρως στα κριτήρια επιτυχίας που οι θεσμοί θέτουν. Σε αυτό το πλαίσιο τι είναι τελικά πιο σοκαριστικό και αποκαλυπτικό; Η ίδια η συνομιλία Βελκουλέσκου – Τόμσεν ή οι δηλώσεις υπουργών ότι το χρέος είναι βιώσιμο και ότι το πρόγραμμα βγαίνει;
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην μας συνοδεύει ως κυβέρνηση για καιρό ακόμα. Γιατί μια από τις συνέπειες της στροφής του κόμματος στη συστημική-αστική πολιτική και την επιλογή νέων συμμάχων και αντιπάλων είναι και ο μετασχηματισμός του σε μια δύναμη αναλώσιμη. Οι «συμμαχικοί», ευρωπαϊκοί και διεθνείς θεσμοί ξέρουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα χρήσιμος καθώς αποτελεί το σημαντικότερο εχέγγυο που έχουν για την πολιτική επιτυχία των μέτρων λιτότητας. Δεν θα διστάσουν όμως να του πριονίσουν την καρέκλα καθώς πάντα υπάρχουν πιο «αξιόπιστοι» συνομιλητές που περιμένουν. Και αυτή η διαπίστωση δεν είναι σενάριο συνωμοσιολογίας αλλά προκύπτει από τη συνεχιζόμενη αδυναμία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού να βγει από την κρίση του. Θα δοκιμάζει και θα δοκιμάζει διάφορα πολιτικά σενάρια και εναλλαγές όπως μας δείχνει και η πρόσφατη ιστορία. Η «απώλεια γνώσης» του ΣΥΡΙΖΑ, όμως θα μας συνοδεύει για καιρό, για να μας υπενθυμίζει ότι η κοινωνική δυναμική και ο συσχετισμός ισχύος δεν είναι στιγμές αλλά διαμορφώνονται (και) από την πολιτική μας πρακτική. Να μας κτυπάει το καμπανάκι, λέγοντας ότι αριστερή πολιτική με αστική γνώση, εργαλεία, ιδέες και δάνεια από το σύστημα δεν υφίσταται.
Υποσημειώσεις