«Για τον Μαρξ»: Μια φορά και ένα καιρό ο στρουκτουραλισμός συνάντησε το μαρξισμό…

(Βιβλιοκριτική στον τελευταίο τίτλο των Εκδόσεων “ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ”, τη νέα μετάφραση του Για τον Μαρξ” του Λουί Αλτουσέρ.)


Και άλλο βιβλίο για τον Μαρξ;

Σε πρώτη ανάγνωση, ναι. Άλλο ένα βιβλίο προστίθεται στην τεράστια βιβλιογραφία του μαρξισμού στην Ελλάδα, με ένα τίτλο τόσο λίγο ελκυστικό, που, ας είμαστε ειλικρινείς, γιατί να το διαβάσει κάποιος;
Τα πράγματα όμως δεν έχουν έτσι. Το βιβλίο «Για τον Μαρξ» δεν είναι ένα οποιοδήποτε βιβλίο μαρξισμού. Αποτελεί ίσως τη ζωτικότερη θεωρητική παρέμβαση που έγινε μεταπολεμικά στο πεδίο του μαρξισμού. Και ανήκει στο Λουί Αλτουσέρ. Τον άνθρωπο, που επιχείρησε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 να πραγματοποιήσει ένα τολμηρό πείραμα: Το ξεπέρασμα της κρίσης του μαρξισμού μέσα από τη συνάντησή του με το στρουκτουραλισμό. Μία πραγματική πρόκληση για τη μαρξιστική διαλεκτική!
Πρόκειται για ένα βιβλίο – ταυτότητα του Λουί Αλτουσέρ, που βρήκε περισσότερους πολέμιους (εντός του μαρξισμού), παρά φίλους. Κατά τη γνώμη μας, αποτελεί ένα σχετικά αναξιοποίητο θεωρητικό οπλοστάσιο, μια θεωρία που θα τη βρείτε άλλοτε υποτιμημένη και άλλοτε εξορισμένη από το σώμα του ιστορικού υλισμού.
Φωτίζοντας λοιπόν, τους κυριότερους άξονες του έργου αυτού, το παρόν κείμενο θα προσπαθήσει να απαντήσει στο ακόλουθο ερώτημα: Γιατί ένα βιβλίο για χρόνια εξαντλημένο από την ελληνική αγορά βιβλίου, επανεκδίδεται σήμερα και ποια αξία μπορεί να έχει για τη συγκυρία που διανύουμε;

Η συνεισφορά του Αλτουσέρ

Ο Αλτουσέρ με αυτό το βιβλίο κάνει σαφές το στίγμα της επιστημονικής του χειρονομίας, αυτό που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως αλτουσεριανισμό, εμπλουτίζοντας το μαρξισμό με νέα διακριτά θεωρητικά στοιχεία. Είναι η ιδρυτική του πράξη. Με αυτά φιλοδοξεί να εδραιώσει στέρεα την επιστήμη του μαρξισμού («ιστορικό υλισμό») και να δώσει μια πιο μάχιμη φυσιογνωμία στη φιλοσοφία του μαρξισμού («διαλεκτικό υλισμό»).
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε και να εξηγήσουμε τους βασικούς θεωρητικούς πυλώνες του αλτουσεριανισμού ή δομικού μαρξισμού που αναδεικνύει στο έργο του.

  • Η επιστημολογική τομή

Ολόκληρο το βιβλίο διαπνέεται από την έντονη ανησυχία του Αλτουσέρ να ξεκαθαρίσει μια και καλή το ότι ο μαρξισμός αποτελεί, δίχως αμφιβολία, μία επιστήμη. Την επιστήμη της Ιστορίας. Αυτή η αγωνία είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Το βιβλίο γράφεται σε μία συγκυρία όπου η κυρίαρχη εκδοχή του μαρξισμού είναι εκείνη που βρίσκει κανείς στα επιστημονικά εγχειρίδια της ΕΣΣΔ (δηλαδή, ο σοβιετικός μαρξισμός), κάτι το οποίο έχει σα συνέπεια να βάλλεται από φίλους και εχθρούς σα δογματική και καταπιεστική θεωρία. Όχι απλά επιστήμη δεν είναι για όλους αυτούς, αλλά κάτι που περισσότερο προσιδιάζει σε θρησκεία.
Ο Αλτουσέρ θα αναλάβει ένα μάλλον δυσανάλογο ιστορικό καθήκον: Να αποδείξει την επιστημονικότητα του μαρξισμού, μέσα από μια διπλή κίνηση: Πρώτον, με μία χρονολογική και τοπολογική επισκόπηση της επιστημονικής θεμελίωσης του μαρξισμού ως επιστήμης, με αξιολογικό κριτήριο τα νέα εννοιακά εργαλεία της επιστημολογικής τομής και της προβληματικής. Παράλληλα, δε διστάζει όπου χρειάζεται να συγκρουστεί με το σοβιετικό μαρξισμό, αμφισβητώντας και ο ίδιος τον επιστημονικό του χαρακτήρα. Η τεκμηρίωση της άρνησής του δε μετέρχεται τα επιχειρήματα των αντιπάλων, αλλά σταθμίζεται στο μέτρο που έχουν θέσει τα αυστηρά θεωρητικά κριτήρια της πρώτης κίνησης. Ο Αλτουσέρ δε χαρίζεται όταν πρόκειται για τη θεωρία: Είναι ο τρόπος του να πετάξει τα νερά, αλλά να κρατήσει το μωρό.
Έτσι λοιπόν, προβαίνει σε μία περιοδολόγηση του έργου του Μαρξ, αναζητώντας σε ποιο χρονικό σημείο (χρονολογική διερεύνηση) και σε ποιο έργο (τοπολογική διερεύνηση) ο μαρξισμός αρχίζει να διαμορφώνεται σαν επιστήμη. Προτείνει βάσει αυτής της ανάλυσης, το 1845 ως το χρονικό σημείο όπου αρχίζουν να αναδύονται τα πρώτα επιστημονικά στοιχεία στη σκέψη του Μαρξ και συγκεκριμένα στα έργα του, «Θέσεις για το Φόιερμπαχ» και «Γερμανική Ιδεολογία». Είναι η στιγμή της επιστημολογικής τομής. Τον όρο θα το δανειστεί ο Αλτουσέρ από τον Γκαστόν Μπασελάρ, ένα θεωρητικό της ιστορίας των επιστημών, γιατί το θεωρεί κατάλληλο για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία ένα επιστημονικό αντικείμενο συγκροτείται ως τέτοιο. Αυτό σημαίνει ότι: Από τη μία, αρχίζουν να ξεχωρίζουν και να υποχωρούν τα ιδεολογικά στοιχεία που ηγεμόνευαν προηγουμένως και να κερδίζουν έδαφος καινούριες αμιγώς επιστημονικές έννοιες. Από την άλλη, θα εξακολουθούμε να βρίσκουμε τις παλιές («ιδεολογικές») έννοιες να χρησιμοποιούνται ακόμα ως το περιγραφικό ισοδύναμο των νέων θεωρητικών εργαλείων. Οι δύο παραπάνω μορφές της αμήχανης συνύπαρξης «παλιάς» και «νέας» γλώσσας εντός ενός επιστημονικού πεδίου, είναι η καλύτερη εικόνα της επιστημολογικής τομής.
Η περίοδος που προηγείται της επιστημολογικής τομής, αφορά τα έργα της νεότητας του Μαρξ (από τη διδακτορική του διατριβή ως τα Χειρόγραφα) και είναι η «ιδεολογική» περίοδος, όπου η ιδεολογία «κυοφορεί» δυνητικά μια νέα επιστήμη. Η περίοδος που έπεται της τομής είναι η «επιστημονική περίοδος» και αφορά τα έργα της ωριμότητας του Μαρξ (από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μέχρι το Κεφάλαιο). Είναι ο τόπος όπου διαμορφώνεται η μαρξιστική προβληματική, με άλλα λόγια, ο εννοιακός χώρος, η θεωρητική εργαλειοθήκη ανάλυσης και ερμηνείας της ιστορίας, με την απαραίτητη επιστημονική αυστηρότητα. Σε αυτήν την περίοδο ανήκουν έννοιες όπως τρόπος παραγωγής, κοινωνικός σχηματισμός, κεφάλαιο και ταξική πάλη .
Ο Αλτουσέρ ορίζοντας την επιστημολογική τομή και τη μαρξιστική προβληματική, οροθέτησε με σαφήνεια την επιστημονικότητα του μαρξισμού. Τελειώνει μια για πάντα η εποχή του ιδεαλισμού για να τη διαδεχτεί η εποχή του υλισμού. Από το σταθερό αυτό έδαφος θα δώσει όλες τις θεωρητικές του μάχες, τόσο με το σοβιετικό όσο και με τον εγελιανό/ ανθρωπιστικό μαρξισμό .

  • Η φύση (και η πρωτοκαθεδρία) της δομής

Βρισκόμαστε στην κατεξοχήν αλτουσεριανή θεωρητική στιγμή. Έχοντας σαν κοινή αφετηρία με το μαρξισμό, το γεγονός της προτεραιότητας του γίγνεσθαι πάνω στη συνείδηση, προχωρά κάνοντας μία καθοριστική τροποποίηση της ποιότητας αυτού του γίγνεσθαι. Εδώ βρισκόμαστε ακριβώς στον τόπο που λαμβάνει χώρα η στρουκτουραλιστική παρέμβαση.
Μέχρι τότε ο κυρίαρχος μαρξισμός θεωρούσε πως το κοινωνικό γίγνεσθαι αποτελεί μία ολότητα, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο αρμονική, με την έννοια ότι κάθε μέρος της αντανακλά ή περικλείει αυτήν την ολότητα. Με λίγα λόγια, το κάθε τμήμα είναι ένα μερικό Όλο. Στη βάση αυτής της αντίληψης, ερμηνεύτηκε και το σχήμα «βάσης – εποικοδομήματος» ως εάν το δεύτερο να αποτελεί απλή μηχανική αντανάκλαση της βάσης (οικονομίας), χωρίς καμία αυτονομία και δυνατότητα ανάδρασης στη βάση. Αυτό θα επέφερε τη θεώρηση ενός υποκειμένου, το οποίο ενσαρκώνει αυτό το «Όλο», που συνιστά μια αλλοτριωμένη πραγματικότητα και άρα βρίσκεται σε άμεσο συντονισμό με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Αλτουσέρ, αντιλαμβανόμενος τον ιδεαλισμό που περικλείει η παραπάνω θεωρητική κατασκευή (τόσο στο σκέλος του υποκειμένου με τη στενότητα δράσης του τελικά, όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας), προτείνει ένα άλλο περιεχόμενο της κοινωνικής δομής (που στη γλώσσα του αφορά τον κοινωνικό σχηματισμό και πιο αφαιρετικά τον τρόπο παραγωγής), με τη θεωρητική αυστηρότητα που ορίζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  1. Η δομή διατηρεί την πρωτοκαθεδρία πάνω στο υπό ένταξη υποκείμενο. Ή διαφορετικά: Η δομή «προϋπάρχει» του υποκειμένου. Το υποκείμενο είναι οργανικό κομμάτι αυτής της δομής και καθορίζεται αποφασιστικά από αυτήν.
  2. Τα υποκείμενα κατασκευάζονται εντός των ταξικών εξουσιαστικών σχέσεων της δομής και ως εκ τούτου αποτελούν υλική συμπύκνωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες υπόκειται (οικονομικές, ιδεολογικές, πολιτικές).
  3. Το περιεχόμενο μιας εξουσιαστικής κοινωνίας, όπως του καπιταλισμού, συνιστά μία σύνθετη δομή, μη προδεδομένη, κατασκευασμένη πάντοτε ιστορικά και ενικά, αρθρώνοντας ασύμμετρα και ετεροβαρή στοιχεία μεταξύ τους (οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς), άλλα τα δημιουργεί εκ του μηδενός, άλλα τα παραλαμβάνει από το παρελθόν και τα πλάθει κατά πως την εξυπηρετεί. Όλα τα στοιχεία της δομής μπορούν να αναδρούν στα υπόλοιπα μέρη και να την επικαθορίζουν συνολικά. Προκύπτει τελικά μία αρθρωμένη ολότητα, η οποία διαθέτει ένα κέντρο, που αναλαμβάνει το έργο της αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων και των ταξικών συσχετισμών δύναμης. Το κεντρικό αυτό στοιχείο είναι μεταβαλλόμενο στη διαδοχή των ιστορικών συγκυριών ή καλύτερα μετατιθέμενο. Για παράδειγμα, αν στην εποχή του καπιταλισμού του κοινωνικού συμβολαίου ο βασικός μηχανισμός αναπαραγωγής των όρων της καπιταλιστικής παραγωγής ήταν ο σχολικός μηχανισμός, σήμερα την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, σίγουρα είναι τα ΜΜΕ. Άρα, η δομή του Αλτουσέρ, μπορούμε να πούμε ότι είναι και έκκεντρη.
  4. Αυτή η δομή όμως, διαθέτει μία ύστατη αναγωγή. Διαθέτει δηλαδή ένα συνεκτικό στοιχείο, εκείνο τον αποφασιστικό μοχλό που βρίσκεται παρών σε όλη την εργασία της διαμόρφωσης αυτής της δομής. Αυτή η παρουσία όμως βρίσκεται συνήθως στο φόντο, κατόπιν πολλών διαμεσολαβήσεων. Ο Αλτουσέρ τον ονομάζει προσδιορισμό σε τελική ανάλυση ή αλλιώς δεσπόζουσα και στον καπιταλισμό είναι η οικονομία, η παραγωγική διαδικασία. Είναι διαφορετικά, ο δικός του τρόπος να οροθετήσει το περιεχόμενο του παλιού σχήματος βάσης-εποικοδομήματος.
  5. Τέλος, θα φροντίσει να θωρακίσει το θεωρητικό του σχήμα από την απειλή του οικονομισμού, επιστρατεύοντας ένα από τα κλασικά του εννοιακά ζεύγη με πρωτοκαθεδρία. Το ζεύγος παραγωγικές σχέσεις – παραγωγικές δυνάμεις. Στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, την προτεραιότητα την έχουν οι παραγωγικές σχέσεις (ταξικές εκμεταλλευτικές σχέσεις) πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις . Βάζει έτσι, γερές βάσεις για μία μαρξιστική θεωρία αντιοικονομίστικη και αντιεξελικτική.

Πριν κλείσουμε αυτή την ενότητα, αξίζει να σταθούμε στην παρατήρηση ότι η παραπάνω θεωρία είναι εντελώς πρωτότυπη, στο βαθμό που αποτελεί σύζευξη του μαρξισμού με τη ψυχανάλυση. Οι έννοιες συμπύκνωση, μετάθεση, δεσπόζουσα, είναι στην πραγματικότητα «φροϋδικά δάνεια». Τις χρησιμοποίησε ο Φρόιντ για να περιγράψει την ψυχική εργασία του ονείρου, αλλά και του ευφυολογήματος, των παραδρομών και των νευρώσεων . Οι αναλογίες είναι εμφανείς εδώ: Όπως μια καπιταλιστική κοινωνία έχει ένα τελικό προσδιορισμό, την οικονομία, έτσι και ένα όνειρο έχει ως αντίστοιχη δεσπόζουσα την ασυνείδητη επιθυμία του ατόμου. Ένα κράτος λειτουργεί ως συμπύκνωση της αστικής ταξικής κυριαρχίας, αλλά πάντα συσκοτίζοντας το ρόλο του σαν τέτοιο, ενώ από την άλλη το όνειρο σπονδυλώνεται γύρω από πυκνούς και διφορούμενους συμβολισμούς των ασυνείδητων πόθων κάτω από την στρέβλωση της λογοκρισίας. Τέλος, σε σχέση με τη μετάθεση, όπως ένας κοινωνικός σχηματισμός αναθέτει μία στον έναν και μία στον άλλον μηχανισμό του κράτους το κύριο βάρος της αναπαραγωγής του, έτσι και το όνειρο χρησιμοποιεί τη μετάθεση μεταξύ των (συνήθως ανύποπτων ή αδιάφορων) στοιχείων του για να επιτελέσει πιο αποτελεσματικά τους στόχους του (συσκότιση/ εκπλήρωση απωθημένης επιθυμίας). Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Αλτουσέρ, δε φοβήθηκε να εγγράψει στοιχεία μιας άλλης θεωρητικής προβληματικής (ψυχανάλυσης) εντός του μαρξιστικού corpus, της μόνης ίσως μεροληπτικά ερμηνευτικής επιστήμης .

  • Το μπραντεφέρ του Αλτουσέρ με το Χέγκελ

Κομβικό σημείο στη ρήξη του Μαρξ με το ιδεαλιστικό παρελθόν του είναι η σταδιακή εγκατάλειψη της έννοιας της αλλοτρίωσης, εντεύθεν χρονικά της επιστημολογικής τομής. Ο όρος αλλοτρίωση είναι εγελιανής καταγωγής και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το Μαρξ στα έργα της νεότητάς του. Το βασικότερο είναι ότι είναι κεντρική αναλυτική κατηγορία που κυριαρχεί στο μαρξισμό (σοβιετικό και μη) της εποχής του. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Αλτουσέρ χύνει τόσο μελάνι για να αντιπαρατεθεί μαζί της.
Το σχήμα γενικά έχει ως εξής: Ο άνθρωπος στον καπιταλισμό αλλοτριώνεται, τόσο μέσα από την εκμετάλλευση που δέχεται στη σφαίρα της παραγωγής όσο και μέσα από τον καταναγκασμό και την ιδεολογική κατίσχυση στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Η διαδικασία της αλλοτρίωσης όμως, αναγκαστικά συνεπάγεται άρρητα μια πρωθύστερη στιγμή όπου υπήρχε μία Ουσία, η ουσία του ανθρώπου, της οποίας ήταν ο απόλυτος κάτοχος. Στη συνέχεια, με τη μεσολάβηση της διαδικασίας της αλλοτρίωσης, αυτή η Ουσία τροποποιείται σε τέτοιο βαθμό που ο άνθρωπος αποξενώνεται πλέον από αυτήν. Η ανάκτηση της είναι και ο απαραίτητος όρος για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ο δρόμος όμως προς την ανάκτηση της Ουσίας περνάει μέσα από τη συνείδηση του ανθρώπου των συνθηκών ύπαρξής του, δηλαδή τη μερική αναίρεση της αλλοτρίωσης που έχει υποστεί. Ο καπιταλισμός ο οποίος παράγει ο ίδιος τους όρους αναίρεσής ή υπέρβασής του, κινητοποιεί τη Συνείδηση να ανακτήσει το χαμένο της εαυτό. Ή αλλιώς: η Συνείδηση είναι η εντέλει η σκηνή πάνω στην οποία διαδραματίζεται η (αυτο)αναίρεση του καπιταλισμού.
Συγκεφαλαιώνουμε το σχήμα που περιγράψαμε παραπάνω: Υποκείμενο – Ουσία – Αλλοτρίωση – Αντίφαση – Διαλεκτική Υπέρβαση – Συνείδηση. Αν στη θέση της Ουσίας βάλουμε την Ιδέα, παίρνουμε την κίνηση της αυτοπραγμάτωσης της Απόλυτης Ιδέας του Χέγκελ . Ο Αλτουσέρ λοιπόν, είχε την οξυδέρκεια να αντιληφθεί τόσο τον εξελικτισμό (την εξέλιξη μέσω διακριτών σταδίων) όσο κυρίως την τελεολογία του θεωρητικού αυτού σχεδίου. Έδειξε γλαφυρά ότι όποτε υπάρχει κάποια Ουσία (πάντα προδεδομένη), κάπου εκεί κοντά βρίσκεται κρυμμένο και κάποιο Τέλος. Αν κάτι δεν παράγεται αλλά ανακαλύπτεται (ή αποκαλύπτεται), τότε για τον Αλτουσέρ αυτό ισοδυναμεί με βεβαιότητα ανακάλυψης (ή αποκάλυψης). Με λίγα λόγια, αν ένα υποκείμενο ανάγεται στην ουσία του και αν ταυτόχρονα σε πείσμα όλων αυτών ορίζεται ως η απειρία των δυνατοτήτων του, τότε παύει να αποτελεί διακύβευμα. Αργά ή γρήγορα θα δικαιωθεί. Το Τέλος είναι το ανεστραμμένο είδωλο της Ουσίας.
Και τι σημασία έχουν όλα αυτά; Ο Αλτουσέρ αποκωδικοποιώντας φιλοσοφικά τις καταστροφικές πολιτικές τακτικές της Τρίτης Διεθνούς μετά το 4ο συνέδριο (ιδίως η τρίτη περίοδος, αλλά και η σοσιαλδημοκρατική στροφή μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), βρίσκει αυτό ακριβώς το ζεύγος εξελικτισμού – τελεολογίας. Ίσως τώρα καταλαβαίνουμε γιατί η απόσυρση του όρου αλλοτρίωση, είναι συντακτικός όρος ενός υποκειμένου (ατομικού, κοινωνικού ή πολιτικού) που δε θα αναμένει μια αυτοπραγμάτωση που δε θα έρθει ποτέ…

  • Θεωρητικός αντιανθρωπισμός: Η απόλυτη πρόκληση

Σε ένα κόσμο που έχει γίνει μάρτυρας του συμβάντος «Άουσβιτς», το να εισάγει ένας κομμουνιστής φιλόσοφος τον όρο «αντιανθρωπισμός» είναι τουλάχιστον πρόκληση αν όχι χυδαιότητα. Ας μη παρασυρθούμε όμως τόσο εύκολα σε αυτό το συμπέρασμα. Ο Αλτουσέρ κάνοντας χρήση του όρου αυτού πετυχαίνει δύο πράγματα: Αφενός, να λυγίσει το ραβδί από την άλλη στην ανθρωποκεντρική φιλοσοφική παράδοση του μαρξισμού που έλκει την καταγωγή της από το Διαφωτισμό, μιμούμενος το Λένιν κατά κάποιο τρόπο. Αφετέρου, με μία κυνική θεωρητική ακριβολογία, αξιώνει ένα αποτέλεσμα, μια αλλαγή εντός του εννοιολογικού χώρου του ιστορικού υλισμού, με το βλέμμα προσηλωμένο στην πολιτική απόληξη αυτής.
Ας εξηγηθούμε πριν παρεξηγηθούμε: Ο Αλτουσέρ εκτιμά πως ο «άνθρωπος» έχει καταστεί η βασική κατηγορία του ιστορικού (και διαλεκτικού) υλισμού, τόσο στο μαρξισμό της δεύτερης όσο και της τρίτης διεθνούς. Για αυτόν το μαρξισμό, εμμέσως πλην σαφώς, το υποκείμενο της ιστορίας είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο ο άνθρωπος για να γίνει πρωταγωνιστής στην ιστορία πρέπει να υπερσκελίσει τον πραγματικό κινητήρα της ιστορίας – για τον ύστερο Μαρξ, την ταξική πάλη.
Ορθά κατά τη γνώμη μας, ο Αλτουσέρ αναδεικνύει ότι αυτή η υποκατάσταση, συνιστά την «αντανάκλαση» μιας μερικούς ηγεμονίας της κυρίαρχης (αστικής) ιδεολογίας στο πεδίο του ιστορικού υλισμού. Σε μία ιδιότυπη επιστήμη – που ταυτόχρονα προσιδιάζει σε πολιτική φιλοσοφία – σαν το μαρξισμό, η κυρίαρχη ιδεολογία θα παρούσα διαρκώς με ποικίλες μορφές. Το να διεισδύει όμως και στην κεντρική αναγωγή του μαρξισμού και να εγκαθιδρύει μια ιδεαλιστική νησίδα είναι σοβαρό ζήτημα.
Αποκαθιστώντας την ταξική πάλη σαν κινητήριο μοχλό της ιστορίας, δίνουμε τη δυνατότητα στο/α υποκείμενο/α εντός των ταξικών σχέσεων να δράσει με όλο το φάσμα της ελευθερίας που ορίζει ο ανοιχτός και ενδεχομενικός χαρακτήρας της κοινωνικής αναμέτρησης. Κοντολογίς, απελευθερώνει την ουσιαστική δυναμική του μαρξισμού ως θεωρία της κοινωνικής χειραφέτησης.
Η υποχώρηση της έννοιας της πάλης των τάξεων σαν αναλυτικό εργαλείο είχε μάλιστα ορισμένες κωμικοτραγικές συνέπειες στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Μία από αυτές ήταν η ανακήρυξη του παλλαϊκού κράτους και του τέλους της πάλης των τάξεων στην ΕΣΣΔ στο Σύνταγμα του 1936. Μια δεύτερη ήταν και η προσωπολατρία, σα βασική έννοια αποτίμησης της σταλινικής περιόδου κατά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ. Και στις δύο περιπτώσεις το θύμα ήταν η ταξική πάλη: Στην πρώτη περίπτωση απλά ανακοινώνεται ο «θάνατός» της (με την ακατανόητη διατήρηση της έννοιας του κράτους) και στη δεύτερη αποσιωπάται πλήρως, αφήνοντας την προσωπολατρία να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά (καταστολή, βάθεμα της ταξικής διάρθρωσης της σοβιετικής κοινωνίας της σταλινικής περιόδου) …
Ο Αλτουσέρ συνεπώς δεν είναι αντιανθρωπιστής. Βγάζει τον άνθρωπο από το κέντρο της ιστορίας ώστε να μπορέσει να του δώσει τους όρους και τη δυναμική που απαιτείται για να αλλάξει την ιστορία. Θα μπορούσαμε να κωδικοποιήσουμε σε αυτό το σημείο ένα συμπέρασμα με τη βοήθεια μιας μαθηματικής λαθροχειρίας: Αντιτελεολογία + Θεωρητικός αντιανθρωπισμός = (προικίζουν με) δυνατότητα το κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο στον επαναστατικό μετασχηματισμό των αστικών δομών.

Στοιχεία κριτικής

Η παρουσίαση ενός βιβλίου δε θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν περιλάμβανε τις κριτικές μας αντιρρήσεις. Σε δύο σημεία οφείλουμε κατά βάση να σταθούμε.
Το πρώτο είναι η ακραία θετικιστική οπτική του Αλτουσέρ για τη μαρξιστική φιλοσοφία, το διαλεκτικό υλισμό. Είναι ένα πρόβλημα που ταλάνισε πολύ τον Αλτουσέρ από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και το τέλος της ζωής του. Στο βιβλίο του, φαίνεται πως η δομιστική θεωρητική του πρακτική, τον εξωθεί σε ένα πλήρως θετικιστικό ορισμό της φιλοσοφίας: Φιλοσοφία είναι η θεωρία της επιστημονικής πρακτικής. Μία θέση που δικαιολογημένα μπορεί να εκληφθεί σαν εξίσωση επιστήμης και φιλοσοφίας.
Ωστόσο, η φιλοσοφία την «πλήρωσε» ευτυχώς, μόνο προσωρινά από το στρουκτουραλισμό, διότι στη δεκαετία του ’70, ο Αλτουσέρ επανέρχεται αρκετές φορές για να τροποποιήσει τον ορισμό της φιλοσοφίας με τρόπο που να απηχεί κάπως τον αινιγματικό ορισμό της από τον Μαρξ στην 11η θέση του για το Φόιερμπαχ. Έτσι το 1972 , θα διορθώσει τον εαυτό του λέγοντας ότι η φιλοσοφία είναι σε τελική ανάλυση η πάλη των τάξεων μέσα στη θεωρία (κάθε είδους ταξικές θέσεις μάχης, ιδεολογικές, πολιτικές, κλπ). Το 1973, στην απάντησή του στον Τζων Λιούις, θα γράψει πως η φιλοσοφία δεν είναι η επιστήμη των επιστημών, όπως είχε αφήσει κάποτε να εννοηθεί, αλλά το «θεωρητικό συμπύκνωμα της πολιτικής» (Λένιν). Εντέλει, η προβολή της πολιτικής εντός της φιλοσοφίας αναίρεσε σημαντικά τον αρχικό άγονο θετικισμό.
Κατά δεύτερον, το βιβλίο αποπνέει έναν αυστηρό θεωρητικισμό – ιδιαίτερα στον τρόπο προσέγγισης της δομής. Η λεπτομερής προσέγγιση όλων των δομικών στοιχείων, των σχέσεων μεταξύ τους, της βαρύτητας και των επικαθορισμών τους, έχει τέτοια αποτελέσματα πάνω στα υποκείμενα, που τα καθιστά «μαριονέτες» αυτών και εξαρτήματά τους. Ενώ η πρόθεση του Αλτουσέρ είναι να απελευθερώσει θεωρητικά, όλες τις δυνατότητες δράσης του υποκειμένου, παύοντας να είναι ενσαρκώσεις της προδιαγεγραμμένης κίνησης της Απόλυτης Ιδέας, καταλήγει να τα εγκλωβίζει σε απλούς «εντολοδόχους» των δομών και των εγκλήσεων τους . Μία προσέγγιση που επίσης, δε θα μείνει χωρίς διόρθωση στο μέλλον.

Συμπερασματικά (ή ποια είναι η αξία χρήσης του βιβλίου σήμερα;)

Γνώμη μας είναι ότι μια ψύχραιμη αποτίμηση του βιβλίου «Για το Μαρξ», οφείλει να δει το βιβλίο από την οπτική γωνία μίας πολύ σημαντικής και καινοτόμου αλλά ανολοκλήρωτης συνεισφοράς. Ο Αλτουσέρ που είχε το θάρρος να «συστήσει» το μαρξισμό στο στρουκτουραλισμό και την ψυχανάλυση, έκανε μόνο την αρχή με το εν λόγω βιβλίο πριν 50 ακριβώς χρόνια.
Στα επόμενα έργα του θα δουλέψει πάνω στις τρεις αυτές προβληματικές, κυρίως διορθώνοντας σχήματα από το δομισμό και προεκτείνοντας συλλογιστικές ψυχαναλυτικής καταγωγής. Θα μπορούσαμε να πούμε, υπερβάλλοντας κάπως, ότι η ψυχανάλυση και ο δομισμός συνιστούν παραμέτρους στη μαθηματική συνάρτηση που λέγεται μαρξιστική διαλεκτική. Έτσι, μόνο αν δούμε το βιβλίο σαν τμήμα της συνολικής αλτουσεριανής παρέμβασης, μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της συνεισφοράς του, αλλά και να βρούμε μία αξία χρήσης σήμερα.
Ο Φουκώ κάνει κάπου την ακόλουθη παρατήρηση για την ιστορία του δομισμού: «Η πραγματική του αφετηρία βρίσκεται σε μια σειρά ερευνών που αναπτύχθηκαν στην ΕΣΣΔ και στην Κεντρική Ευρώπη γύρω στη δεκαετία του είκοσι. Εκείνη η μεγάλη πολιτισμική ανάπτυξη, στους τομείς της γλωσσολογίας, της μυθολογίας, του φολκλόρ, κλπ που είχε προηγηθεί της ρωσικής επανάστασης του ’17 και είχε συμπέσει τρόπον τινά με αυτήν, εξετράπη και μάλιστα κατεστάλη από το σταλινικό οδοστρωτήρα […] ο δομισμός ήταν το μεγάλο πολιτισμικό θύμα του σταλινισμού, μια δυνατότητα μπροστά στην οποία ο μαρξισμός δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει». Παρ’ όλα αυτά, ο δομισμός είχε κάποιες σημαντικές ελλείψεις, στις οποίες ο Αλτουσέρ δεν μπορούσε παρά να παρέμβει.
Αρχικά λοιπόν, η φύση της δομής θα τροποποιηθεί κάπως, όχι ως προς την πρωτοκαθεδρία της, αλλά ως προς τη στιβαρότητα της συνοχής της. Δεν είναι αρραγής, αλλά ρωγματώδης και φέρνει ένα καταστατικό κενό εντός της. Ένα κενό που κλείνεται μόνο προσωρινά και συνεπώς είναι πάντα διακύβευμα και την καθιστά ευάλωτη και τρωτή. Είναι τα διάκενα κατά τον Αλτουσέρ, οι νησίδες του απρόβλεπτου και του ενδεχομενικού, οι οποίες οφείλονται στην ύπαρξη του ταξικού ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, η δομή είναι μία σημαίνουσα/ συμβολική οντότητα και αναδύεται εκεί όπου υπάρχει κενό. Είναι η προσωρινή και πλασματική κλειστότητα της πάλης των τάξεων. Αυτή η «διορθωμένη» δομή αποκαθιστά τους βαθμούς ελευθερίας του υποκειμένου, μια που ο τόπος δράσης του είναι ακριβώς το κενό στο κέντρο της . Αυτός είναι ο υλισμός του αστάθμητου.
Αν στα παραπάνω λάβουμε υπόψη μας και τον εντελώς πρωτότυπο ορισμό της ιδεολογίας από τον Αλτουσέρ στις Θέσεις του, μακριά από τις αντιλήψεις ψευδούς συνείδησης που κυριαρχούσαν τότε στο μαρξισμό, μπορούμε να κατανοήσουμε το βάθος της επιρροής που άσκησε η ψυχανάλυση πάνω στη θεωρία του στη δεκαετία του ’70 (ιδίως η λακανική αυτή τη φορά). Η ιδεολογία μακριά από το να είναι ο στρεβλωτικός φακός της αλήθειας, είναι πάνω από όλα πρακτική στον Αλτουσέρ. Δηλαδή, δραστηριότητα με ισχύ μετασχηματισμού και συγκεκριμένη υλική απόληξη. Διαθέτει μία επιτελεστική διάσταση, που έγκειται τόσο στην έγκληση του ατόμου ως υποκειμένου (Συμβολικό στο Λακάν) όσο και στο ότι αποτελεί την αναπαράσταση της φανταστικής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του (Φαντασιακό στο Λακάν), επικαθορίζοντας έτσι την συνολική κοινωνική του πρακτική. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι πολύ αργότερα ο Ζίζεκ θα προεκτείνει αυτού του τύπου το συλλογισμό, επιχειρώντας ένα τολμηρό παραλληλισμό ψυχανάλυσης και ιστορικού υλισμού, με την ιδεολογία να αντιστοιχεί στο Φαντασιακό, την πάλη των τάξεων στο (ασυμβολοποίητο) Πραγματικό και τη ολοκλήρωση της θεραπείας στην επανάσταση, με την άρση των συμπτωμάτων – που αντιστοιχούν στα αποτυχημένα επαναστατικά εγχειρήματα του παρελθόντος – και ένα νέο σημείο διαρραφής στο Συμβολικό .
Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν, ώστε να αναδείξουμε ακόμα πιο καθαρά την δύναμη και άρα την αξία χρήσης της αλτουσεριανής εκδοχής της θεωρίας του Μαρξ. Μία θεωρία η οποία μπορεί τόσο να γίνει εργαλείο συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης στα χέρια της εργατικής τάξης, όσο και να διερευνεί τους όρους και το φάσμα των δυνατοτήτων για μία ελεύθερη δράση του υποκειμένου, στα όρια που ορίζει η παραπάνω ανάλυση και μακριά από τελεολογικές βεβαιότητες. Μία μαρξιστική θεωρία της «κατασκευής» των καπιταλιστικών δομών και της «παραγωγής» πολλαπλών αληθειών – και όχι της ανάσυρσης στην επιφάνεια μιας προδεδομένης Αλήθειας – είναι το δίχως άλλο μία θεωρία της «κατάφασης» του Υποκειμένου.
Για να απαντήσουμε και στο αρχικό ερώτημα, μία επιστημονική θεωρία έχει διαχρονική αξία (μέχρι να διαψευστεί ή να απορριφθεί ολοκληρωτικά) και ποτέ μία αξία χρήσης μόνο για το σήμερα. Το θέμα είναι να υπάρξει μία τέτοια, δηλαδή ο μαρξισμός να βγει επιτέλους από την πολυετή κρίση του. Η θεωρία που παρουσιάσαμε εδώ είναι αρκετά ταξικά μεροληπτική (κατά την υπόδειξη του Μαρξ), ώστε να μπορεί να ερμηνεύει τον κόσμο μόνο υπό την προοπτική της επαναστατικής αλλαγής του και να πληροί τις προϋποθέσεις για μία δημιουργική συγχώνευση με το εργατικό κίνημα. Ή αλλιώς: Να «υποδεικνύει» τις αδυναμίες και τα κενά των εξουσιαστικών δομών σαν τόπους υποκειμενοποίησης, σαν τόπους νίκης.
Μετά από όλα αυτά, ας αναρωτηθούμε, πολύ σοβαρά: Μπορεί μία σύγχρονη επαναστατική θεωρία να προσπεράσει τον Αλτουσέρ..;

408