Πριν περίπου μία εβδομάδα δελτίο ειδήσεων μεγάλου ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού φιλοξένησε ρεπορτάζ για την καταστολή των πολιτικών δικαιωμάτων στην Τουρκία και για τις απειλούμενες διώξεις σε βάρος βουλευτών του HDP. Η Τουρκία εμφανιζόταν ακόμη μια φορά ως το φυσικό και συμβολικό σύνορο μεταξύ του δυτικού πολιτικού φιλελευθερισμού μερίδιο από τον οποίο έχει και η Ελλάδα και των υβριδικών καθεστώτων της Ανατολής και του μουσουλμανικού κόσμου. Για μια ακόμη φορά η Τουρκία παρουσιαζόταν να είναι μια αντιδημοκρατική χώρα, με έναν αυταρχικό πρωθυπουργό – έναν «Σουλτάνο» όπως τον έχουν κάποιες φορές χαρακτηρίσει – που κυβερνά χωρίς να υπόκειται λαϊκό έλεγχο, χειραγωγώντας τα ΜΜΕ και καταστέλλοντας τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Το περιεχόμενο του ρεπορτάζ δεν προξενεί εντύπωση γιατί αυτή είναι η κυρίαρχη αφήγηση για την γείτονα Τουρκία που παρουσιάζουν τα περισσότερα μεγάλα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί ως αναληθές ένα μεγάλο μέρος αυτής της αναπαράστασης – είναι γνωστό πως στην Τουρκία πράγματι καταστέλλονται κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και πως διώκεται η Αριστερά και τα άλλα κοινωνικά κινήματα- , σκέφτομαι πόση αντίφαση παράγεται μέσα από τις αφηγήσεις αυτών των ειδησεογραφικών μέσων όταν η καταστολή δικαιωμάτων των πολιτών που συμβαίνει συστηματικά στην Ελλάδα –ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα με την καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων και των διαδηλώσεων αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα και την αστυνομική βία που ασκείται σε βάρος πολιτών- είτε δεν υπάρχει ούτε ως αναφορά, είτε εμφανίζεται ως το πλήρως αντεστραμμένο είδωλο της αλήθειας και των γεγονότων που πραγματικά συμβαίνουν. Οι απεικονίσεις, ο χρόνος και ο τόπος σχετικοποιούνται μέσω της πλήρους άρνησης των όσων πραγματικά συμβαίνουν, των μαρτύρων και των τεκμηρίων τους.
Η ιστορία της πρωτοφανούς και απρόκλητης καταστολής σε βάρος πολιτών το απόγευμα της Κυριακής 7 Μαρτίου στη Νέα Σμύρνη είναι από μόνη της σοκαριστική, αλλά γίνεται ακόμη πιο σοκαριστική όταν διαβάζουμε την μεταφορά της ως είδησης από μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης – εφημερίδες και site-. Eν προκειμένω, αν δεν υπήρχαν τα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία επίσης ενίοτε λογοκρίνουν, και τα ελάχιστα μάχιμα και αξιόπιστα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης όπως το The Press Project και κάποιοι/ες δημοκρατικοί/ες δημοσιογράφοι, δε θα γίνονταν ποτέ ευρύτερα γνωστές οι πραγματικές διαστάσεις των όσων διαδραματίστηκαν στη Νέα Σμύρνη. Κι είναι άξιο ειλικρινούς απορίας, τι δείκτης δημοκρατίας για μια χώρα είναι αυτού του είδους η λειτουργία των Μέσων ενημέρωσης, η οποία φτάνει στο σημείο να επιδιώκει να διαστρεβλώσει ακόμη και την καταγραμμένη από κάμερα κινητών τηλεφώνων υπόθεση του απρόκλητου ξυλοδαρμού ενός πολίτη από αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ. Εδώ αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι το γεγονός της υποβάθμισης της θέση της Ελλάδας στην κλίμακα της δημοκρατικότητας από τον Εconomist το δημοσίευσαν αρκετά μεγάλα μέσα ενημέρωσης όπως για παράδειγμα η Καθημερινή. Είναι λοιπόν επίσης ενδιαφέρον σε ποιόν βαθμό συνεκτιμάται – και από ποιούς και ποιές – το αν αυτές οι πρακτικές της ενημέρωσης συμβάλλουν σε αυτή την επιδείνωση της δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών που καταγράφεται στην Ελλάδα.
Βέβαια, η κρίση της αξιοπιστίας των ΜΜΕ δεν είναι κάτι νέο. Είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται διαρκώς και που η αμέσως προηγούμενη περίοδος της κλιμάκωσης της συνέβη κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια όταν μαζί με την κατάρρευση των διάφορων άλλοτε πανίσχυρων εκδοτικών συγκροτημάτων κατέρρεε και η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την ποιότητα και τον χαρακτήρα της ενημέρωσης που αυτά παρήγαγαν. Είναι όμως επίσης γεγονός πως τα όσα συμβαίνουν μεσούσης της υγειονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αποτελούν μια τομή και διαμορφώνουν εκ νέου – μεταξύ άλλων- τα χαρακτηριστικά της δημόσιας σφαίρας και του πολιτικού διαλόγου. Κι εδώ θα λέγαμε, ότι τόσο εναρμονισμένα με την κυβερνητική αφήγηση ΜΜΕ ενδεχομένως να μην έχουμε δει ούτε στα μνημονιακά χρόνια. Και το τελευταίο θα μπορούσε να θυμίζει λίγο Τουρκία, την όποια τόσο “απεχθάνονται” τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια και άλλα ειδησεογραφικά μέσα.
Σε ένα τέτοιο σύντομο σημείωμα δε θα χρειαστεί να επαναληφθεί το προφανές αλλά οπωσδήποτε όχι ήσσονος σημασία αίτημα για πλουραλιστική αντικειμενική ενημέρωση. Εξάλλου, το τελευταίο ως αίτημα, μάλλον θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί καθώς πια η κατάσταση που διαμορφώνεται σε σχέση με την λειτουργία των Μέσων Ενημέρωσης, τις πρακτικές λογοκρισίας ή αποσιώπησης των πραγματικών γεγονότων απαιτεί μια πιο συνολική στρατηγική αντιμετώπισης πέρα από την καταγγελία της.
Γράφοντας αυτές τις γραμμές μου έρχεται στο μυαλό η ιστορία του σεναριογράφου του «Πολίτη Κέιν» (1941), του Χέρμαν Μάνκιεβιτς – *ο Γουέλς συνυπέγραψε το σενάριο το οποίο όμως στην πραγματικότητα είχε γραφτεί από τον Μάνκιεβιτς- ο οποίος είχε δεχτεί ασφυκτικές πιέσεις για να μην παρουσιάσει τον χαρακτήρα του Κέιν, που βασιζόταν στην προσωπικότητα του πανίσχυρου εκδότη Γουίλιαμ Χερστ. Ο Μάνκιεβιτς ωστόσο, αγνόησε τις πιέσεις – πληρώνοντας κι ένα βαρύ επαγγελματικό και προσωπικό τίμημα για αυτό – κι έγραψε μια από τις πιο σύνθετες και πολυεπίπεδες αφηγήσεις για τα ΜΜΕ, την πολιτική και τη δημοκρατία. Κι επιπλέον, μία από τις αφηγήσεις που συχνά όσοι/ες αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι/ες δημοσιογράφοι – στην Ελλάδα και βέβαια και αλλού- αφελώς απλουστεύουν επειδή ακριβώς αδυνατούν ή αρνούνται να αναγνωρίσουν τη συνθετότητα των νοημάτων της. Kάνω την υπόθεση ότι αυτή η αδυναμία της κατανόησης της πηγάζει κι από την συστηματική κι εκλογικευμένη άρνηση όψεων της πραγματικότητας στην οποία καθημερινά ασκούνται μέσω της δημοσιογραφίας που υπηρετούν. Aυτών των όψεων της πραγματικότητας που όπως φαίνεται υπάρχουν διαχρονικά άλλοι και άλλες που τις κατανοούν καλύτερα.