Η συζήτηση για το κίνημα του 2006-07 νόμιζα -αφελώς μάλλον- ότι θα ήταν μία εύκολη υπόθεση. Αποδείχτηκε γρήγορα πως τα πράγματα ήταν πολύ πιο σύνθετα. Και όχι γιατί αναφέρεται σε κάτι αρκετά μακρινό, οι μνήμες έχουν ξεθωριάσει και οι παλιές ιστορίες έδωσαν τη θέση τους σε άλλες πιο καινούργιες αλλά γιατί αναπόφευκτα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μία ολόκληρη δεκαετία σε προσωπικό αλλά κυρίως σε συλλογικό επίπεδο, η απαρχή της οποίας τοποθετείται ακριβώς σε εκείνο το καλοκαίρι.
Σε εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν του απόλυτου και καλοχωνεμένου μικροαστισμού, της πολιτιστικής παρακμής και ευτέλειας, της παγιωμένης αντίληψης πως με την πολιτική ασχολούνται κάτι γραφικοί [αντίληψη που στην πραγματική και ειλικρινή της έκταση απλά δήλωνε την πεποίθηση όσων την εξέφραζαν για ιδιοτέλεια] και που στην τελική τίποτα δεν έδειχνε στοιχειωδώς απειλητικό για το πολιτικό σύστημα -που ταλαντευόταν μεταξύ σκανδάλων και νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης -. Και όμως, σαν κεραυνός εν αιθρία, τα πανεπιστήμια όλης της χώρας γεμίζουν με κορίτσια και αγόρια που διστακτικά αλλά απίστευτα αποφασισμένα συγκροτούν αυτό που θα έμελλε να γίνει η μαζικότερη εκδήλωση απαξίας της εποχής εκείνης.
Και ακριβώς αυτή η μαζική εκδήλωση είναι που αναγνωρίζεται σαν τομή που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε όλες και όλους εμάς αλλά και που όρισε σε γενικές, αλλά πολύ διακριτές, γραμμές και τη μοίρα των αριστερών οργανώσεων στο εφεξής. Φοιτητές και φοιτήτριες, σχήματα και οργανώσεις της Αριστεράς και της Αυτονομίας πέρασαν μήνες ολόκληρους σε συνελεύσεις, καταλήψεις, συντονιστικά, παρεμβάσεις και εκδηλώσεις όποιας μορφής και περιεχομένου χωράει ο νους και τέλος σε αμέτρητες πορείες έτοιμοι και έτοιμες να συγκρουστούν με την πρωτοφανή για την εποχή αστυνομική βία και την υστερική υπεράσπισή της από τα ΜΜΕ. Δημιουργώντας έτσι μία πρωτόγνωρη μορφή συλλογικής έκφρασης -γεμάτη αντιθέσεις και αντιφάσεις- που όμως αποδείχτηκε ικανή να βάλει την ταξική πάλη ξανά στο προσκήνιο, επανανοηματοδοτώντας την σημασία της πολιτικής στη βάση της πρακτικής , αφήνοντας ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στη συνείδηση όλων μας. Και ακόμη περισσότερο αποδείχτηκε και διατεθειμένη να κάνει πολιτική “από τα κάτω” αμφισβητώντας συνήθειες και νόρμες τις οποίες πολλοί και πολλές από εμάς ακολουθούσαμε μέχρι τότε σαν θέσφατες, αναλαμβάνοντας το κόστος και τις απαιτήσεις που αυτή είχε.
Και αν για τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτό άφησε ένα ισχυρό βίωμα συμμετοχής, αλληλεγγύης, συνειδητοποίησης της δύναμης που έχει ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστά αλλά και τις προοπτικές που δημιουργούνται όταν αυτές συμπορευτούν, για τις οργανώσεις της Αριστεράς όρισε εκ νέου το ζήτημα των συμμαχιών, της ενότητας, του μετωπικού αγώνα και σε τελικά ανάλυση της ίδιας της έννοιας της ηγεμονίας οδηγώντας σε μια σειρά από πολιτικές διεργασίες αποτέλεσμα των οποίων είναι σημερινά κόμματα, φοιτητικά σχήματα και συλλογικότητες.
Επειδή όμως όλα αυτά ίσως να είναι εν μέρη γνωστά -ίσως ακόμα και σε γενικές γραμμές κοινά αποδεκτά- η συζήτηση που επιχειρείται κατά την γνώμη μου απαιτεί και την υπέρβαση τους. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι κανείς και καμία δεν επιφυλάσσει για τον εαυτό του, στις δύσκολες αυτές μέρες, το ρόλο του ιστορικού αφηγητή αλλά γιατί είναι η ίδια η πραγματικότητα αυτή που το επιτάσσει. Με καμία -συνειδητή τουλάχιστον- πρόθεση να βάλω κάτω από το χαλί κακές στιγμές (που αν μη τι άλλο υπήρξαν πολλές) αλλά και πολύ περισσότερο να αποφύγω μια συζήτηση, κρίσιμη κατά τα άλλα, για λάθη και ευθύνες είναι αδύνατον να συνεχίσουμε οποιαδήποτε σκέψη, πόσο μάλλον και κάτι παραπάνω, αν δεν αποδεχτούμε το γεγονός ότι είμαστε εδώ που είμαστε και γίναμε αυτό που γίναμε επειδή ακριβώς κάναμε αυτά που κάναμε και όχι κάποια άλλα. Και ο πληθυντικός δεν χρησιμοποιείται για να ξεπλυθούμε όλοι και όλες μέσα του αλλά γιατί από εκείνο το καλοκαίρι μέχρι και σήμερα ολόκληροι κόσμοι χτίστηκαν και κατέρρευσαν και όλοι μας με διαφορετικό τρόπο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συντελέσαμε σε αυτό.
Και κάπως έτσι φτάνουμε και στο ερώτημα αν όντως το κίνημα του 2006-07 είναι το βασικό σημείο αναφοράς μια ολόκληρης γενιάς και, πολύ περισσότερο, αν όντως ήταν γιατί. Είναι γεγονός ότι πολλοί και πολλές από εμάς ανατρέχουμε όλο και πιο λίγο σε εκείνη την εποχή, κάποιοι μάλιστα μπορεί να την έχουν ξεχάσει και τελείως βρίσκοντας τον εαυτό τους περισσότερο πια σαν κομμάτι άλλων στιγμών. Ο Δεκέμβρης του 2008, οι πλατείες, το δημοψήφισμα κρίσιμα σημεία μιας ιστορικής δεκαετίας που σίγουρα έπαιξαν καθοριστικότερο ρόλο στην πολιτική και κοινωνική κίνηση ανταγωνίζονται πια και διεκδικούν όλο και περισσότερο χώρο στις προσωπικές μας αναφορές αλλά και στην πολιτική μας τοποθέτηση.
Δεν θα φαινόταν συνεπώς κατ’ αρχήν λάθος να πούμε πως περισσότερο καθόρισαν τη γενιά μας τα γεγονότα που έπονται του φοιτητικού κινήματος 2006-07 παρά αυτό το ίδιο πετώντας την μπάλα πάντα μπροστά σε επόμενα -και με κάποιον τρόπο- πιο κρίσιμα σημεία. Το καταχώνιασμα όμως αυτό και η γρήγορη ιστορική “τακτοποίηση” ενός κινήματος που “ήταν αυτό που ήταν και τίποτα περισσότερο” χωράει τόσα νοήματα όσοι και οι χιλιάδες άνθρωποι που το δημιούργησαν, το στήριξαν και εν τέλει το κατέστησαν νικηφόρο και αναπόφευκτα οδηγεί περισσότερο σε σχετικισμό παρά σε μία ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη πια ματιά. Από την άλλη πλευρά θα ήταν μάλλον άγονο, ενδεχομένως και επικίνδυνο, να επιδιώξουμε μια θέση στη σελίδα της ιστορίας ενδυόμενοι το νικηφόρο παρελθόν μας και αυτοαναγορεύοντας τους εαυτούς μας σε παντοδύναμους κινητές των πολιτικών και κοινωνικών νημάτων τοποθετώντας το κίνημα αυτό ως αφετηρία όλων των επόμενων σημαντικών και πολύ κρίσιμων στιγμών.
Πολύ περισσότερο από όλα αυτά μου φαίνεται πως αυτό που μας συνέχει, μας καθορίζει και μας οδήγησε να πράξουμε όπως πράξαμε από κει και στο εξής είναι ότι υπήρξαμε μέρος ενός μαζικού ρεύματος που αποπειράθηκε την υπέρβαση. Ενός ρεύματος δηλαδή που έμελλε να αμφισβητήσει όχι μόνο την πανεπιστημιακή πραγματικότητα αλλά και τις αξίες και θέσεις μιας ολόκληρης εποχής που δραματικά θα έκλεινε επισήμως λίγα χρόνια αργότερα. Και ενώ μέχρι τότε η ματιά μας δεν ξεπερνούσε αυτό, που αργότερα θα χαρακτηριζόταν ως μικροπολιτική, θέσαμε τους όρους για τους επόμενους και πολύ πιο ισχυρούς πολιτικούς κλυδωνισμούς. Και άρα κατά αυτόν τον τρόπο το κίνημα του 2006-07 συνιστά το δικό μας σημείο αναφοράς, το δικό μας συγκροτητικό βίωμα. Αυτό δεν μας καθιστά ούτε ανώτερους πολιτικά ούτε και μας τοποθετεί στο απυρόβλητο, δίνει όμως ένα νόημα σε ότι ακολούθησε αλλά και σε ότι προϋπήρξε.
Και όλα αυτά ίσως να είχαν μικρή σημασία αν η ιστορία τελείωνε εκεί. Αν δηλαδή όλο αυτό το δυναμικό ριζοσπαστικοποίησης δεν εκφραζόταν λίγα χρόνια αργότερα στο Δεκέμβρη του 2008, αν δεν συναντούσε νέα “παιδιά” που με τη σειρά τους καθόρισαν και σφράγισαν με τα δικά τους χαρακτηριστικά την μεγαλύτερη εξέγερση της σύγχρονης ιστορίας, αν δεν βρισκόταν στις πλατείες διεκδικώντας χώρο και λόγο και αν τέλος δεν έδινε τη μάχη του δημοψηφίσματος με τέτοια ορμή και αποφασιστικότητα. Και όλα αυτά θα είχαν μικρή σημασία ακριβώς γιατί θα αφορούσαν ένα εφήμερο “εμείς”, που σαν από λάθος κάποια στιγμή συνέβη. Όμως η δεκαετία που μεσολάβησε αποδεικνύει πως όχι μόνο δεν ήταν έτσι αλλά και πως πολύ περισσότερο καινούργια “εμείς” εμφανίστηκαν, εμπλουτίζοντας ή και ακυρώνοντας εν μέρει τα υπάρχοντα, διαμορφώνοντας τις νέες πρακτικές που θα μας οδηγούσαν στο επόμενο και συμβάλλοντας έτσι ριζικά στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Χωρίς, σε καμία περίπτωση, να επιχειρώ την σκιαγράφηση ενός υπερβατικού συνόλου που υπάρχει και δρα ως τέτοιο όλα αυτά τα χρόνια, ισχυρίζομαι ότι οι κοινοί τόποι και οι υλικές συναντήσεις των ανθρώπων της γενιάς μας αλλά και όλων όσων ακολούθησαν είναι πολλές και στενά συνδεδεμένες. Αυτό το εμείς λοιπόν -ο πληθυντικός του οποίου δεν επιχειρεί να αποκρύψει τις ιδιαιτερότητες του καθενός αλλά ούτε και τις αντιφάσεις του συνόλου- που μέσα στα χρόνια αυτά εμπλουτίστηκε, συγκρούστηκε, αναδείχτηκε και τσακίστηκε και που σήμερα ίσως δεν είναι και στα καλύτερα του, δείχνει να αναζητά και πάλι τον τρόπο για να συγκροτηθεί ψάχνοντας το δρόμο για να τραβήξει μπροστά.
Υποσημείωση για την επιλογή του τίτλου: με αυτά και με εκείνα θυμηθήκαμε και τον Λέανδρο (κόμικ Ο Παρίας)