Ζακ Ρανσιέρ: από μαθητής του Αλτουσέρ, μαθητής των προλετάριων

Με αφορμή την παρουσία του Ζακ Ρανσιέρ στο φετινό B-Fest , το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 26, 27 και 28 Μαΐου στη Σχολή Καλών Τεχνών, αξίζουν, νομίζουμε, λίγα λόγια για το συγκεκριμένο διανοητή, που μέσω της πρωτοτυπίας της προσέγγισής του, έχει καθιερωθεί ως μια πολύ σημαντική φωνή στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία και σκέψη. Στη συνέχεια, επιλέγουμε να μεταφράσουμε και να παρουσιάσουμε στα ελληνικά τον καταγεγραμμένο διάλογο-αντιπαράθεση του Ζακ Ρανσιέρ με τον Ερνέστο Λακλάου (“Δεν μας αντιπροσωπεύουν;”: Μια συζήτηση ανάμεσα στον Ζακ Ρανσιέρ και τον Ερνέστο Λακλάου), που έλαβε χώρα το 2012, και επικεντρώνει στα ζητήματα αντιπροσώπευσης αλλά και ριζοσπαστικής δημοκρατίας, σε άμεση συνάρτηση με τα κινήματα του 2011 και την κοινωνική δυναμική που ξεδιπλώθηκε τότε.

Εκκινώντας από την École Normale Supérieure, τη μαθητεία δίπλα στον Λουί Αλτουσέρ και την ομάδα του Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ο Ζακ Ρανσιέρ επιλέγει συνειδητά να χαράξει τη δική του πορεία, στην πραγματικότητα, μετά τον Μάη του 1968 και τη ρήξη με τον δομικό μαρξισμό. Αποκηρύσσοντας την αλτουσεριανή προσέγγιση που περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της ιδεολογίας, τη λειτουργία και τους μηχανισμούς της, ο Ρανσιέρ εγκαινιάζει μια προσπάθεια θεμελίωσης ενός αντίστροφου τρόπου σκέψης που να αποτελεί ταυτόχρονα και αντιστροφή του αλτουσεριανού μοντέλου. Μπορεί η πορεία του Ζακ Ρανσιέρ να έχει διέλθει διαφορετικές φάσεις από τη δεκαετία του 1970 μέχρι και σήμερα, όμως κάθε μια εντάσσεται αυστηρά πάνω στην ίδια γραμμή-προσπάθεια απαγκίστρωσης των υποκειμένων και των μαζών από το βαριά δεσμά της ιδεολογίας, που δεν τους αφήνουν, κατ΄ εκείνον, περιθώρια διαφυγής και χειραφέτησης.

Δίνοντας έμφαση στα υποκείμενα, τις συνθήκες και δυνατότητες ύπαρξής τους, μελετά την έννοια της ισότητας και την ορίζει, όχι ως ένα τελικό αίτιο-σκοπό, αλλά ως την κοινή ιδιότητα όλων, η οποία τους καθιστά ικανούς και ικανές να επιτύχουν την χειραφέτηση με τις δικές τους δυνάμεις. Με πυρήνα του, λοιπόν, τη συγκεκριμένη ιδέα – μοτίβο, ξεκινά από τη δεκαετία του 1970 μια διαδρομή διαρκούς εμβάθυνσης και προσεκτικής οικοδόμησης ενός συνολικoύ θεωρητικού συστήματος σκέψης που εκτείνεται από την κοινωνική ιστορία των προλετάριων των μέσων του 19ου αιώνα έως τα σύγχρονα ερωτήματα της πολιτικής φιλοσοφίας και αισθητικής.

Το Μάθημα του Αλτουσέρ αποτελεί την επίσημη χειρονομία ρήξης των δεσμών με τον δάσκαλό του και οι Νύχτες των Προλετάριωνδυστυχώς ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά- είναι το εντυπωσιακότερο, ίσως, αποτέλεσμα της προαναφερθείσας αντιστροφής, όπου τα υποκείμενα, οι δεσμοί τους και οι δυνατότητές τους να αντιστέκονται και να αυτοχειραφετούνται, προσεγγίζονται στο μικροεπίπεδο με εξαιρετικό ενδιαφέρον και ευαισθησία. Αλλά όχι μόνο. Οι Νύχτες των Προλετάριωνσ.1Το βιβλίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1981 υπό τον τίτλο “Nights of Labor: The Workers’ Dream in Nineteenth Century France” και η πρόσφατη έκδοσή του από το Verso έγινε υπό τον τίτλο “Proletarian Nights: The Workers’ Dream in Nineteenth Century France” (που βασίστηκαν στη διδακτορική θέση του Ζακ Ρανσιέρ), σηματοδοτούν, επίσης, την επιθυμία του να αντλήσει και ο ίδιος γνώση και ιδέες από τα κάτω, μέσα από παραδείγματα της καθημερινότητας όσων αντιστέκονται στην κυριαρχία του Κεφαλαίου με τρόπους που η ελίτ της διανόησης και ο ακαδημαϊκός μαρξισμός δεν θα μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν ή να παραδεχθούν.

Έτσι, οι επόμενοι σταθμοί στην πορεία του εκλαμβάνονται, εκ των υστέρων, ως μια απόλυτα φυσική συνέπεια του αρχικού αυτού μικροβίου που απέκτησε αποκηρύσσοντας, αφενός, τον Αλτουσέρ και μαθαίνοντας, αφετέρου, από τους προλετάριους του. Η ιστορία του Ζοζέφ Ζακοτό και η απόδειξη της δυνατότητας των αδαών να διδάσκουν αυτό που δεν ξέρουν (Ο αδαής δάσκαλος) -και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία- αποτελεί τον επόμενο βασικό του σταθμό, ενώ, Το μίσος για τη δημοκρατία, όπου δίνει τον δικό του ορισμό της δημοκρατίας επιμένοντας στην ικανότητα του καθενός και της καθεμίας να συμμετέχει στην κοινή ζωή, αποτελεί ίσως το πιο επιδραστικό του έργο στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, την οποία ολοκληρώνουν μια σειρά συμβολών σε ζητήματα αισθητικής και πολιτικής (μεταφρασμένο σχετικά πρόσφατα στα ελληνικά, Ο χειραφετημένος θεατής).

Μετά από τη σύντομη, λοιπόν, αυτή εισαγωγή και έχοντας παρουσιάσει πριν από ένα χρόνο περίπου τη μετάφραση ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος κειμένου του Ζακ Ρανσιέρ για τον Κομμουνισμό σ.2Μέρος α΄: https://k-lab.zone/jacques-ranciere-kommounisteskommounistries-choris-kommounismo/ και μέρος β΄: https://k-lab.zone/jacques-ranciere-kommounisteskommounistries-choris-kommounismo-meros-v/, επιλέγουμε σήμερα να μεταφράσουμε και να παρουσιάσουμε τον καταγεγραμμένο διάλογο-αντιπαράθεση του Ζακ Ρανσιέρ με τον Ερνέστο Λακλάου, που έλαβε χώρα πέντε χρόνια πριν, τον Οκτώβριο του 2012 στο Μπουένος Άιρες, λίγο πριν από το θάνατο του δεύτερου. Η συγκεκριμένη αντιπαράθεση επιτρέπει και στον αναγνώστη που δεν έχει έρθει ξανά σε επαφή με τα επιχειρήματα του Ζακ Ρανσιέρ να αποκτήσει μια πρώτη εικόνα της προσέγγισής του σε σχέση με την αντιπροσώπευση, αλλά και γενικότερα τη θεωρία ριζοσπαστικής δημοκρατίας που εισηγείται. Κυρίως, όμως, μας δίνει τη δυνατότητα να ανατρέξουμε και πάλι σε έναν διάλογο που αφορά μια προβληματική η οποία είναι ενεργή από το 2011. Πρόκειται για την προβληματική των κινημάτων των πλατειών που εμφανίστηκαν τέτοιες μέρες το 2011 και την παρεπόμενη συζήτηση για την πολιτική εκπροσώπηση και έκφραση της κοινωνικής δυναμικής που εκφράστηκε έκτοτε, κατά βάση μέσα από τα παραδείγματα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και των Ποδέμος στην Ισπανία. Μέσα από την αντιπαράθεσή του Ζακ Ρανσίερ με τα επιχειρήματα του Ερνέστο Λακλάου, ο οποίος υποστηρίζει τον κομβικό ρόλο της αντιπροσώπευσης στη διαδικασία συγκρότησης του υποκειμένου “λαός”, βλέπουμε να ξεδιπλώνεται όχι μια αφυδατωμένη εν γένει κριτική και άρνηση από την πλευρά του, του όποιου ρόλου της αντιπροσώπευσης (όπως ίσως περιμένουν όσοι και όσες έχουν λανθασμένα κατατάξει το Ζακ Ρανσιέρ στους γνήσιους υπέρμαχους της αμεσοδημοκρατίας), αλλά να παρατίθενται βαθύτερα ερωτήματα ως προς τη σχέση αντιπροσώπευσης, δημοκρατίας και πολιτικής στο σημερινό ευρωπαϊκό συγκείμενο. Πολύτιμο υλικό για σκέψη πάνω σε μια προβληματική που δεν έχει κλείσει σίγουρα τον κύκλο της και η οποία αναμένεται να συζητηθεί και το ερχόμενο Σάββατο.

Η παρουσίαση της συγκεκριμένης συνομιλίας έγινε από τον Κίραν Ο’ Κόνορ στο blog του Verso στις 26 Μαίου 2015, με βάση τη μετάφραση του Ντέιβιντ Μπρόντερ από την El Dario. Ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου στα γαλλικά, από την παρουσίαση του Verso. Η πηγή μπορεί να βρεθεί εδώ: http://www.versobooks.com/blogs/2008-don-t-they-represent-us-a-discussion-between-jacques-ranciere-and-ernesto-laclau

“Δεν μας αντιπροσωπεύουν;”: Μια συζήτηση ανάμεσα στον Ζακ Ρανσιέρ και τον Ερνέστο Λακλάου

Στις 16 Οκτωβρίου 2012, στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρτίν στην αργεντίνικη πρωτεύουσα, ο Γάλλος φιλόσοφος Ζάκ Ρανσιέρ έδωσε μια διάλεξη με τίτλο “Δημοκρατία Σήμερα”, ως μέρος μιας εβδομαδιαίας διάσκεψης στο Μπουένος Άιρες και το Ροσάριο που διοργανώθηκε από το UNSAM (Universidad Nacional de San Martín – Εθνικό Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρτίν) και την εκδότρια Τίντα Λιμόν.

Σε αυτή τη διάλεξη, ο Ρανσιέρ επεκτάθηκε στις ήδη πολύ γνωστές αναπτύξεις του πάνω στην προβληματική: “Η δημοκρατία δεν είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης, αλλά η πάντα συγκρουσιακή και αποδιοργανωτική διακήρυξη της αρχής της ισότητας”. Ως παράδειγμα, περιγράφει το πως οι εργαζόμενες τάξεις του δέκατου ένατου αιώνα αποφάσισαν να δράσουν όχι σαν να ήταν απλή εργατική δύναμη, αλλά άνθρωποι ισότιμοι με τους υπόλοιπους στην νοημοσύνη και τις ικανότητές τους, στη δυνατότητά τους να διαβάζουν, να σκέφτονται, να γράφουν και να οργανώνουν μόνοι τους την εργασία τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημοκρατία είναι η παρουσίαση της “μη κυβερνησιμότητας”, δηλαδή μια εξισωτική δραστηριότητα που αποδιοργανώνει την ιεραρχική κατανομή των χώρων, των κοινωνικών ρόλων και των κοινωνικών λειτουργιών, ανοίγοντας τη σφαίρα αυτού που είναι δυνατό και διευρύνοντας τους ορισμούς της κοινοτικής ζωής.

Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που ονομάζεται δημοκρατικό κράτος”: αυτό ήταν το εντυπωσιακό σχόλιο του Ρανσιέρ μπροστά σε ένα ακροατήριο με ένα έντονο ενδιαφέρον στο πολιτικό συγκείμενο πίσω από τις προοδευτικές κυβερνήσεις της περιοχής (Βενεζουέλα, Αργεντινή, Εκουαδόρ, Ουρουγουάη κλπ). Εννοώντας πως δεν υπάρχει κάποια δυνατή θεσμική μετάφραση αυτού του αποδιοργανωτικού και επεκτατικού πολιτικού υπόγειου ρεύματος. Μπορεί να έχει πολλές συνέπειες όταν μιλάμε για ελευθερίες ή δικαιώματα˙ παρόλαυτά “η δημοκρατία δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως μορφή του κράτους˙ πολύ περισσότερο, υποδηλώνει μια δυναμική η οποία είναι αυτόνομη από το χώρο, το χρόνο και την ατζέντα του κράτους.”

Μετά τη διάλεξη, όπως ήταν προγραμματισμένο, ο Ερνέστο Λακάλου πήρε το λόγο. Ένας λαϊκιστής θεωρητικός της ηγεμονίας, και ένα κομβικό θεωρητικό σημείο αναφοράς για την ομάδα που ίδρυσε και τώρα αποτελεί την ηγεσία των Ποδέμος, ο Λακλάου έχει πολύ καλή γνώση της δουλειάς του Ρανσιέρ, και έχει γράψει πολυάριθμες συμβολές εξηγώντας τόσο τις συγγένειες όσο και τις διαφωνίες με τη σκέψη του. Σε αυτό το σημείο αναπαράγουμε τη σύντομη συζήτηση ανάμεσα στους δύο στοχαστές, ως ένα ερέθισμα για περαιτέρω σκέψη σε σχέση με τις εντάσεις ανάμεσα στις δυναμικές της πολιτικής και του κράτους (ή στην πραγματικότητα, ανάμεσα στο κίνημα των 15Μ και τους Ποδέμος).

Ερνέστο Λακλάου:

Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να απολογηθώ για το γεγονός πως έχασα το πρώτο μισό της παρουσίασης του Ζακ Ρανσιέρ – υπήρχε πολλή κίνηση και, λοιπόν, όλα αυτά τα προβλήματα. Άρα, δυστυχώς, δεν θα έχω τη δυνατότητα να απαντήσω στην συμβολή του Ζακ με τον ίδιο τρόπο, όπως εάν είχα την ευκαιρία να ακούσω το σύνολο της ομιλίας του.

Παρόλαυτά, υπάρχουν μερικά κομβικά ζητήματα που οι δυο μας έχουμε συζητήσει υπό άλλες περιστάσεις, και αν θέλαμε να τις συνοψίσουμε σε μια θεματική, θα έλεγα πως πρόκειται για τη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και αντιπροσώπευσης. Πιστεύω πως εδώ μπορούν να εντοπιστούν οι αποχρώσεις της διαφωνίας ανάμεσα στην ανάλυση του Ζακ και τις δικές μου προσπάθειες.

Ποιο πιστεύω πως είναι το πρόβλημα με την αντιπροσώπευση; Το ζήτημα είναι το εξής: εάν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία και την αντιπροσώπευση, είναι επειδή υπάρχει η πεποίθηση πως η δημοκρατία αντιπροσωπεύει μια λαϊκή ταυτότητα που εξ ορισμού αποκλείει τους μηχανισμούς της αντιπροσώπευσης. Ο ίδιος ο Ρουσώ πίστευε πως η μόνη γνήσια μορφή δημοκρατίας ήταν η άμεση δημοκρατία. Είχε στο μυαλό του τη Γένοβα της εποχής του, την οποία σκεφτόταν υπό αρκετά ουτοπικούς όρους. Αλλά η κατάσταση των μεγάλων κρατών έκανε τη στιγμή της αντιπροσώπευσης να φαίνεται αναπόδραστη.

Επομένως, αυτό εγείρει τo ακόλουθo ερώτημα: Είναι η αρχή της αντιπροσώπευσης αναγκαία ολιγαρχική; Εννοώντας με αυτό, πως είναι κάτι που αποτελεί ένα μικρότερο κακό το οποίο προσαρτάται σε μια δημοκρατική αρχή η οποία διαφορετικά θα αντιπροσώπευε μια ομοιογενή λαϊκή βούληση; Πιστεύω πως αυτό θα συνέβαινε μόνο εάν η λαϊκή βούληση μπορούσε να σχηματιστεί ολοκληρωτικά έξω από τους μηχανισμούς της αντιπροσώπευσης. Και εδώ είναι το σημείο όπου θα τραβούσα μια γραμμή. Δεν πιστεύω πως είναι δυνατόν να σχηματιστεί μια δημοκρατική βούληση, παρά μέσα από τους μηχανισμούς της αντιπροσώπευσης.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή η διαδικασία της αντιπροσώπευσης είναι διττή. Όπως ο Ζακ πολύ σωστά υπέδειξε, η αρχή της αντιπροσώπευσης συνεπάγεται το ενδεχόμενο μιας ολιγαρχικής εξουσίας. Αλλά μπορεί, επίσης να σημαίνει και κάτι άλλο. Εάν, στο επίπεδο των κοινωνικών θεμελίων ενός συστήματος, υπάρχουν περιθωριοποιημένοι τομείς με μια βούληση που δύσκολα τη σχηματίζουν μόνοι τους, οι μηχανισμοί αντιπροσώπευσης μπορούν σε ένα βαθμό να λειτουργήσουν ως όχημα για τη μορφοποίηση αυτής της βούλησης. Τις προάλλες, στη διάρκεια της συζήτησης που είχαμε με τον Ζαν Λυκ Μελανσόν (τον επικεφαλής του Μετώπου της Αριστεράς) εδώ στο Μπουένος Άιρες, είπαμε πως το πρόβλημα με τις αναρχικές δημοκρατικές μορφές που συναντούμε σήμερα (για παράδειγμα τους αγανακτισμένους στην Ισπανία) είναι πως εάν αυτή η βούληση δεν μεταφραστεί στην αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, τότε διασκορπάται.

Με άλλα λόγια, δεν διαπιστώνω πως υπάρχει μια δημοκρατική αρχή που αντιτίθεται στην αρχή της αντιπροσώπευσης, αλλά αντ΄ αυτού μια διαδικασία πολιτικής συγκρότησης η οποία τέμνει οριζόντια τη στιγμή του σχηματισμού της λαϊκής βούλησης στη βάση και τη στιγμή της αντιπροσώπευσης. Εάν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο το ερώτημα της καθολικότητας και της ολότητας έχει αποτυπωθεί στην πολιτική θεωρία, είναι ξεκάθαρο πως ο Χέγκελ είδε το κράτος ως το μοναδικό σημείο όπου η καθολική φύση της πολιτικής κοινότητας συγκροτείται. Αυτό συμβαίνει επειδή η κοινωνία των πολιτών είναι το πεδίο της λογικής του ιδιωτικού συμφέροντος, αυτού που αποκάλεσε το “σύστημα των αναγκών”. Έτσι, θα μπορούσε να υπάρξει ένας απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στη στιγμή της (κρατικής) ολότητας και του (ιδιωτικού) κατακερματισμού. Ο Μαρξ διαφώνησε και επιχειρηματολόγησε αντ΄ αυτού πως το κράτος είναι μια σφαίρα μερικότητας, εφόσον είναι το όργανο της άρχουσας τάξης, και μόνον εάν μια τάξη επρόκειτο να αναδυθεί, η οποία να είναι εντός της και καθ΄ εαυτή καθολική -να αναδυθεί στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών- θα ήταν δυνατόν να ξεπεραστεί αυτός ο κατακερματισμός και η μερικότητα. Για τον Μαρξ, αυτό θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής και την βαθμιαία εξάλειψη των κρατικών μορφών.

Εάν κοιτάξουμε στον Γκράμσι, μπορούμε να διακρίνουμε ένα ενδιάμεσο σημείο, το οποίο για μένα είναι η αφετηρία ενός επαρκούς πολιτικού πλαισίου για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα. Ο Γκράμσι συμφώνησε με τον Μάρξ πως η κοινωνία των πολιτών είναι επίσης ένα σημείο για τη συγκρότηση του καθολικού, αλλά και πως ο Χέγκελ ήταν σωστός όταν έλεγε ότι αυτή η καθολική στιγμή ήταν μια πολιτική στιγμή. Και γι΄ αυτόν το λόγο, ο Γκράμσι μίλησε για το “ολοκληρωτικό κράτος”.

Το πρόβλημα που έχω με τη δημοκρατία υπό αυτή την έννοια, αποδεχόμενος εν μέρει το επιχείρημα του Ζάκ, παρόλο που μένουν κάποια σημεία διαφωνίας, είναι πως δε χρειάζεται να υπάρχουν μορφές πολιτικής διαμεσολάβησης που τέμνουν οριζόντια τη διάκριση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών. Οτιδήποτε συνεισφέρει στη ριζοσπαστικοποίηση της διάκρισης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο όρους οδηγεί είτε προς μια κενή κοινοβουλευτική σοσιαλδημοκρατία, εάν κάποιος δώσει έμφαση στην καθαρά κρατική στιγμή, ή διαφορετικά προς τον ακραίο φιλελευθερισμό μιας μυθικής λαϊκής βούλησης που μπορεί να συγκροτηθεί ολοκληρωτικά εκτός του κράτους.

Πιστεύω πως με κάποιο τρόπο οι δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες είναι προς το παρόν σε εξέλιξη, αποτελούν μια προσπάθεια να υπερβληθούν αυτές οι εντάσεις και αποτελούν ίσως τον καλύτερο τρόπο να δοθεί ένα παράδειγμα αυτού που είναι θεμελιώδες στις συλλήψεις του Γκράμσι σε σχέση με τον πόλεμο θέσεων, την ηγεμονία και το ολοκληρωτικό κράτος. Λοιπόν, Ζάκ, θα σε αφήσω με αυτές τις μικρές προκλήσεις, ώστε να μπορέσεις να απαντήσεις στο υπό ερώτηση ζήτημα και μετά να ανοίξεις δρόμο για τη γενική βούληση του κοινού (γέλια).

Ζακ Ρανσιέρ:

Πρώτα απ΄όλα, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ένα σημείο για την κουβέντα. Για μένα δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ένα ερώτημα ορισμού της αρχής της άμεσης δημοκρατίας ως μιας ομοιογενούς λαϊκής βούλησης. Στην πραγματικότητα, δεν εκκινώ από την οπτική γωνία αυτής της αναζήτησης μιας ομοιογενούς λαϊκής βούλησης, ούτε ακριβώς από τη σύγκρουση ανάμεσα στην αντιπροσώπευση και την άμεση δημοκρατία. Ουσιαστικά, στη δουλειά μου έχω θέσει το ερώτημα του τι είναι η πολιτική εξουσία και γιατί μια εξουσία για να είναι πολιτική, πρέπει σε κάποιο βαθμό να ενσωματώνει τη δημοκρατική αρχή της ισότητας.

Η εξουσία υπήρχε ανέκαθεν και υπάρχουν πολλές μορφές εξουσίας που δεν είναι πολιτικές: η εξουσία του αφεντικού, του δασκάλου, του ιδιοκτήτη, του αφέντη.. Είναι ιδιωτικές εξουσίες, σχέσεις εξουσίασης με κοινωνικές λειτουργίες. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πως θα εγκαθιδρύσουμε, σε γενικές γραμμές, την ίδια την ιδέα της πολιτικής. Και αυτό που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι ο τρόπος με τον οποίο η δημοκρατική αρχή λειτουργεί από μόνη της ως μια πρόκληση στην αρχή του κράτους. Επειδή η αρχή του κράτους, παρόλα τα υπόλοιπα, πάντα λειτουργούσε ως μια αρχή αποστέρησης και ιδιωτικοποίησης της συλλογικής εξουσίας.

Για να σκεφτούμε το ζήτημα της αντιπροσώπευσης πρέπει να εκκινήσουμε από το γεγονός πως σήμερα, χωρίς να αρνούμαστε την πολύ διαφορετική και εντυπωσιακή κατάσταση στην Αργεντινή, τουλάχιστον στις ευρωπαϊκές χώρες η αντιπροσωπευτική αρχή του κράτους έχει ενσωματωθεί πλήρως στους ολιγαρχικούς μηχανισμούς που αναπαράγει. Σίγουρα δε λειτουργεί ως μέσο οικοδόμησης μιας λαϊκής βούλησης. Ίσως έτσι να συνέβαινε στα ευρωπαϊκά κράτη του παρελθόντος, αλλά όχι πλέον. Η αντιπροσώπευση είναι τα πάντα εκτός από παρωχημένη. Αυτό θα ήταν το πρώτο σημείο μου.

Δεύτερον, είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως αν και ίσως μπορεί να συμφωνούμε στη διττή, ή διπρόσωπη φύση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, κάποιος οφείλει να κοιτάξει σε ποια πλευρά θα πέσει η σκάλα. Εγώ προφανώς προτιμώ ένα σύστημα να είναι αντιπροσωπευτικό, με σύντομες, όχι ανανεώσιμες και όχι διαδοχικές θητείες, κλπ, παρά διαφορετικά. Και αν συζητάμε για τις δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής, δεν μπορώ να αντιληφθώ το δημοκρατικό καθεστώς εάν κάθε έξι χρόνια πρέπει να εκλέξουμε τον ίδιο Πρόεδρο (αυτό συμβαίνει στη Βενεζουέλα). Πιστεύω πως ένας δημοκρατικός Πρόεδρος κάνει τη δουλειά του και μετά φεύγει. Και παραδίδει την εξουσία σε κάποιον άλλο παρά στον ίδιο, γιατί διαφορετικά αυτό που έχουμε είναι μια ιδιωτικοποίηση της εξουσίας.

Τέλος, αναρωτιέμαι εάν χρειάζεται να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε με τους όρους του κράτους εναντίον της κοινωνίας των πολιτών. Με την ορολογία αυτής της χεγκελιανής λογικής, όπου, από τη μια πλευρά υπάρχει η κοινωνία των πολιτών (το ιδιωτικό) και από την άλλη το καθολικό κράτος κλπ. Τα πράγματα δεν δουλεύουν έτσι πλέον. Το είπες και ο ίδιος σε κάποιο βαθμό: πάνω απ΄ όλα, το κράτος είναι ολοένα και περισσότερο μια αρχή ιδιωτικοποίησης, και το κράτος απορροφά την αντιπροσώπευση. Δεν πρόκειται για την προσπάθεια αντιπαραβολής της αντιπροσώπευσης με τους ανθρώπους που άμεσα παρουσιάζουν τους εαυτούς τους στους δρόμους. Όπως έχει, τα μόνα μέσα αντιπαράθεσης σε αυτή τη σταθερή ιδιωτικοποίηση από το κράτος είναι ουσιαστικά οι μορφές της αυτόνομης διαμαρτυρίας από τους ανθρώπους, μια αυτόνομη παρουσία των ανθρώπων. Ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε να υπάρχει απλά το κράτος και το αντιπροσωπευτικό μοντέλο το οποίο το απορροφά, είναι να υπάρξει μια άλλη εξουσία με αυτόνομες μορφές ύπαρξης. Δε μιλάω για μια μάζα ανθρώπων που τους ενώνει μια ομοιογενής βούληση, αλλά αντ΄ αυτού για ενα δυνατό κίνημα δράσης το οποίο ενσαρκώνει μια εξουσία η οποία είναι εξουσία όλων και κανενός. Αυτή είναι η ίδια η αρχή της ύπαρξης και της δημοκρατίας και της πολιτικής. Και για μένα αυτό είναι το πιο ουσιώδες σήμερα.

Αμέσως μετά, ακολουθούν μερικές ερωτήσεις που επερωτούν τη διάκριση και την αντίθεση ανάμεσα στη δημοκρατική λογική και την κρατική λογική, δίνοντας πρόσφατα παραδείγματα από την Αργεντινή (αυτό αφορά το 2012). Απο τη μία, ο “Ley de Medios” (ο Νομος των ΜΜΕ) μέσω του οποίου τα τηλεοπτικά μονοπώλια (για παράδειγμα το μονοπώλιο της ομάδας Κλαρίν) ρυθμίζονται. Από την άλλη, συντηρητικά ή αντιδραστικά στοιχεία που διαδηλώνουν ενάντια στην κυβέρνηση Κίρχνερ βγαίνουν στους δρόμους. Αυτά τα παραδείγματα επισημαίνται για να δείξουν κατάστάσεις στις οποίες το κράτος μάχεται ενάντια στην ολιγαρχία τη στιγμή που οι άνθρωποι στους κατειλημμένους δρόμους το υπερασπίζονται – παραδείγματα που υποτίθεται πως θέτουν υπό αμφισβήτηση ή περιπλέκουν την ανάλυση που προτείνεται από τον Ρανσιέρ.

Ζακ Ρανσιέρ:

Είναι απόλυτα προφανές πως ο καθένας μπορεί να καταλάβει τους δρόμους και έχουμε δει ομάδες που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη στάση για να επιβάλλουν ιδιωτικά συμφέροντα. Δε λέω πως όταν οι άνθρωποι καταλαμβάνουν τους δρόμους είναι “ο λαός”, ούτε πως ο,τι εκφωνείται από το δρόμο είναι καλό πράγμα. Υπάρχει αυτή η ειδική περίσταση σε αρκετές λατινοαμερικάνικες χώρες, όπου τα κράτη έχουν προσπαθήσει να επιβάλλουν περιορισμούς σε συγκεκριμένες οικονομικές επιρροές και δεν είμαι αντίθετος με αυτό.

Αλλά αυτό που φαίνεται θεμελιώδες σε μένα είναι να διακρίνουμε κατά πόσο το κράτος αυτοπεριορίζεται στο να κάνει τα ελάχιστα βήματα που απαιτούνται από αυτό, ή αν πράγματι παρέχει, υπό μια ευρύτερη έννοια, τα μέσα για μια άλλη μορφή έκφρασης. Αυτος θα ήταν ο μόνος τρόπος για εμάς να ξεφύγουμε από τη μάχη που τοποθετεί τα παντοδύναμα συμφέροντα και το κράτος, τα μεν απέναντι στο δε, ως τους μόνους πολιτικούς δρώντες. Με τον ίδιο τρόπο, είναι σίγουρα αληθές πως, εκεί, η Λατινική Αμερική έχει μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα συγκρινόμενη με την Ευρώπη, όπου υπάρχει μια σχεδόν ολοκληρωτική ενοποίηση της πολιτικής εξουσίας (του κράτους, της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης) και της οικονομικής εξουσίας.

Τι σημαίνει να λέμε “η εξουσία του καθενός/καθεμίας”; Σημαίνει να αναλαμβάνουμε δράση σύμφωνα με μια δυνατότητα που ανήκει σε όλους/ες, στον καθένα/καθεμία. Εάν βγαίνεις στους δρόμους για να υπερασπιστείς τα δικαιώματα της εταιρείας Κλαρίν, δε βγαίνεις στους δρόμους στο όνομα της δημοκρατικής αρχής, αλλά στο όνομα άλλων αρχών: στο ότι υπάρχουν αυτοί που γνωρίζουν και εκείνοι που δε γνωρίζουν κλπ. Δε σημαίνει πως όποιος βγαίνει στους δρόμους έχει δίκιο. Μιλώντας για την εξουσία του καθενός/καθεμίας είναι να σαν να παίρνουμε την πλευρά του καθολικού. Η εξουσία του καθενός/καθεμίας σημαίνει πως υπάρχει μια δυνατότητα που δεν μπορεί να μονοπωληθεί από καμία ομάδα, είτε είναι η ολογαρχία ή η “εργατική τάξη”, που τη θεωρεί δική της. Δεν υπάρχει καμία μεμονωμένη ομάδα η οποία να αντιπροσωπεύει την καθολική δυνατότητα, αυτή της πολιτικής. Υπάρχουν αρχές που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ώστε να σκεφτούμε μέσα από αυτό το “καθένας/καθεμία”. Μπορούμε να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας, ποια είναι η αρχή δράσης που εξελίσσεται στο εδώ και τώρα; Άρα πρέπει να θέσουμε σε κίνηση μια σειρά από μορφές έρευνας και αξιολόγησης για να θέσουμε αυτή τη διαφοροποίηση υπό δοκιμή, να διακρίνουμε κατά πόσο αυτό το “καθένας/καθεμία” είναι μια καθολική μορφή ή μια μορφή ιδιωτικών συμφερόντων.

Μια άλλη ερώτηση από το ακροατήριο επερωτά κατά πόσο είναι δυνατόν να ζήσουμε σε μια πραγματική δημοκρατία ή αν θα ζούμε πάντα κάτω από ολιγαρχίες που μας εξουσιάζουν, διανθισμένες με σύντομες παρεμβολές λαϊκής διαμαρτυρίας.

Ζακ Ρανσιέρ:

Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Το ζητούμενο για μένα είναι να δούμε πως το παρόν ανοίγει ή κλείνει πόρτες σε διαφορετικά είδη μέλλοντος, να σκεφτόμαστε το παρόν ως αυτό το οποίο ανοίγει και κλείνει αυτές τις πόρτες. Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν, όπως οι Τικάν (σημ. Μτφ.: ομάδα του περιοδικού Tiqqun) ή η Aόρατη Επιτροπή (Invisible Committee), πως μόνο ένα είδος καταστροφής θα μπορούσε να στρώσει το δρόμο για την απελευθέρωση. Μετά υπάρχει και ο Τόνι Νέγκρι, από τη δική του πλευρά, ο οποίος πιστεύει πως είναι η ίδια η διαδικασία της εργασίας υπό συνθήκες καπιταλισμού που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μελλοντικό κομμουνισμό. Υπάρχουν ομάδες που επιχειρηματολογούν πως οι αντικειμενικές συνθήκες πρέπει να ωριμάσουν, πως πρέπει να δημιουργήσουμε πρωτοπορίες και πως σε πέντε χιλιάδες χρόνια η πραγματική επανάσταση θα έρθει κλπ.

Σε όλα αυτά λέω όχι. Επιμένω σε αυτή την εναλλακτική λαϊκή παρουσία ως απάντηση στην αποστέρηση της εξουσίας του καθενός/καθεμίας από το κράτος, ή από εξουσίες που σχετίζονται με τις οικονομικές δυνάμεις. Η πρωταρχική προϋπόθεση για ένα άλλο μέλλον είναι να διευρύνουμε στο εδώ και τώρα τις σφαίρες πρωτοβουλίας που βασίζονται σε έναν κοινό τρόπο σκέψης, τους τρόπους κοινής λήψης αποφάσεων, τους θύλακες αυτονομίας που μπορούν να ενδυναμώσουν τον καθένα και την καθεμία. Που βρίσκονται οι προϋποθέσεις για άλλα είδη μέλλοντος που δεν θα αποτελούν αναπαραγωγή του παρόντος; Εδώ, στο παρόν. Που θα οδηγήσει αυτό; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως μια εναλλακτική στο παρόν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη δημιουργία άλλων αυτόνομων θυλάκων εξουσίας και έκφρασης, άλλων τρόπων αξιοποίησης των ικανοτήτων των ανώνυμων. Δηλαδή, διατηρώντας και ανανεώνοντας τις μορφές ύπαρξης μιας εξουσίας που δεν είναι ολιγαρχική.

Ερνέστο Λακλάου:

Θα συνεισφέρω με κάτι ακόμα στη γενική σύγχυση, λέγοντας το ακόλουθο: Ο Ντεριντά και ο Ντελέζ επικέντρωσαν μέρος της ανάλυσής τους στη σχεση της αντιπροσώπευσης. Φαινομενικά ισχυρίζονται το αντίθετο, αλλά πιστεύω πως αυτό είναι που κάνουν. Ο Ντελέζ λέει πως “η αντιπροσώπευση προϋποθέτει παρουσία, αλλά από τη στιγμή που αυτή η γνήσια παρουσία ποτέ δεν εμφανίζεται, η αντιπροσώπευση εξίσου στερείται νοήματος”. Ο Ντεριντά λέει: “από τη στιγμή που καμία γνήσια παρουσία δεν υπάρχει, το μόνο που υπάρχει είναι παιχνίδια αντιπροσώπευσης”. Αυτή η ντεριντιανή “παρουσία” εισάγει περισσότερες δυνατότητες για πολιτική ανάλυση. Γίνεται ξεκάθαρο πως υπό μια έννοια, όπου η αντιπροσώπευση λαμβάνεται υπόψιν, δεν υπάρχει τίποτα “εκτός κειμένου”. Δεν υπάρχει κανένα ριζοσπαστικό “έξωθεν” του πεδίου της αντιπροσωπευτικής πολιτικής. Η συγκρότηση των αντιπαραθέσεων θα πρέπει να φτιάχνεται μέσα από το πεδίο της λογικής της αντιπροσώπευσης.

Αυτή η λογική της αντιπροσώπευσης μπορεί να οδηγήσει σε ολιγαρχικές μορφές. Ή εναλλακτικά, μέσα από τις στρατηγικές που μπορούν να αναπτυχθούν εντός του πεδίου της αντιπροσώπευσης, μια πιο ριζοσπαστική δημοκρατία μπορεί να εγκαινιαστεί. Δε συμμερίζομαι τη γνώμη πως η δημοκρατία υπάρχει έξω από την πολιτική και πως η πολιτική είναι κάτι που αντιτίθεται στο κράτος. Εξαιρώντας, βέβαια, το κράτος στις παρούσες μορφές του. Αλλά υπάρχει κάτι στην κρατική λογική που εκφεύγει των ήδη αποκρυσταλλωμένων κρατών που βρισκόμαστε απέναντί τους. Είναι το “μέρος εκείνων που δεν έχουν κανένα μέρος” για το οποίο μιλά ο Ζακ, δηλαδή οι άνθρωποι που βρίσκονται σε πόλεμο με το σύστημα και που χρειάζεται να τους φέρουμε να συμμετέχουν και να αποκτήσουν μια φωνή με διαφορετικά μέσα. Με τον ίδιο τρόπο, πιστεύω πως αυτό αναγκαία περνά μέσα από μια διαδικασία πολιτικής συγκρότησης και μέσα από αντιπροσωπευτικούς μηχανισμούς.

Ζακ Ρανσιέρ:

Δεν πιστεύω πως υπάρχουν γνήσιες εκπροσωπήσεις, ή ένας γνήσιος “λαός”, ούτε μια γνήσια λαϊκή βούληση – που είναι εκούσια ή ομοιογενής. Φυσικά δεν υπάρχουν. Αλλά πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα βγαίνουν στους δρόμους και θα λένε “είμαστε ο λαός” και για μένα αυτό είναι δημοκρατία. Όχι υπό την έννοια ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ενωμένοι κυριολεκτικά εκεί, αλλά περισσότερο πως μια “φιγούρα του λαού” παρουσιάζει τον εαυτό της εκεί. Μια “φιγούρα του λαού” είναι η αναπαράσταση της ικανότητας που δεν ανήκει σε καμία συγκεκριμένη ομάδα, σε καμία συγκεκριμένη πρωτοπορία, ούτε σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική επιστήμη, αλλά πολύ περισσότερο στην ικανότητα όλων, του καθενός/καθεμίας.

Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όπως αυτό που ονομάζεται πολιτική επιστήμη, υπάρχει μόνο επιστήμη της διακυβέρνησης. Και είναι κοινή σκέψη πως η επιστήμη της διακυβέρνησης (ή η επιστήμη των ψηφοφοριών) είναι πολιτική επιστήμη. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολιτικές επιστήμες, αλλά μόνο παρουσίες (presentations), παρουσίες της πολιτικής, περιπτώσεις. Ίσως τις ονομάζουμε παρουσίες αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για πιθανές αμφισημίες εδώ, γιατί αυτό που ονομάζουν αντιπροσώπευση (representation) -που είναι, το εκλογικό παιχνίδι- είναι μόνο μια, ανάμεσα στις διάφορες μορφές παρουσίας. Πρέπει να υπάρχουν κι άλλες: οι αυτόνομες μορφές παρουσίας μιας εναλλακτικής εξουσίας, κυρίως όταν ο κοινοβουλευτικός τύπος της αντιπροσώπευσης έχει γίνει σχεδόν παρωχημένος. Και αυτό πρέπει να γίνει πολύ ξεκάθαρο.

*εδώ μια δεύτερη πιο ανάλαφρη, αλλά επίσης, πολύ κατατοπιστική γνωριμία με τον Ζακ Ρανσιέρ

Υποσημειώσεις[+]