Βουτώντας στα βαθιά του μετασχηματισμού

«Αντίθετα, οι προλεταριακές επαναστάσεις, όπως οι επαναστάσεις του δεκάτου ενάτου αιώνα, κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε στιγμή την πορεία τους, γυρίζουν πάλι σε κείνο που φαίνεται πως έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, χλευάζουν με ωμή ακρίβεια τις ασυνέπειες, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες που παρουσιάζουν οι πρώτες δοκιμές τους…»

Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

«…έχουμε διαπράξει ωμότητες – πιθανότατα πέρα από το κανονικό – στην επίθεσή μας εναντίον αυτού που μας φαινόταν σαν ανώφελος συναισθηματισμός και άγονη αγάπη για τις παλιές φόρμουλες και τα παλιά σύμβολα. Αλλά, αληθινά, η γενιά μας… μπόρεσε να κατανοήσει με ξεχωριστό τρόπο την ανεπάρκεια της παλιάς γενιάς και να αναπτύξει τα καθήκοντα που φορτώθηκε αναγκαστικά με την προσέγγιση της αντιδραστικής χιονοθύελλας.»

Αντόνιο Γκράμσι, «Τριάντα χρόνια ζωής και αγώνων του Κ.Κ.Ι.»

Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει εντός της Αριστεράς, μετά την οριστική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ και την προσχώρησή του στο μνημονιακό μονόδρομο, μπορεί να σηματοδοτήσει ένα νέο ξεκίνημα, ενδέχεται όμως και να βαθύνει την ήττα για τις αριστερές δυνάμεις. Πολλά εξαρτώνται και θα εξαρτηθούν από το αν θέλουμε να αναμετρηθούμε με τις βεβαιότητες που είχαμε ως τώρα, κι επιπλέον, αν έχουμε τη διάθεση να τις ανανεώσουμε με θέσεις βγαλμένες μέσα από την αυτοκριτική και τον αναστοχασμό. Γιατί δεν μπορούμε να παράξουμε κάτι νέο μονάχα με την κριτική στους παλιούς μας εαυτούς, αντίθετα αυτοί θα επιμένουν σε πείσμα δικό μας να μας στοιχειώνουν – όσο τη θέση τους δεν παίρνει κάτι άλλο. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, νέες βεβαιότητες, ακόμα και αν είναι ασταθείς και πρόσκαιρες, ώστε να γίνουν η βάση ενός νέου ξεκινήματος. Με αυτόν τον τρόπο, η εμπειρία της ήττας μπορεί να είναι πραγματικά μετασχηματιστική και να μη λειτουργήσει απλά ως μια ευκαιρία  ανακατάταξης των συσχετισμών εντός της αριστεράς, που όμως θα ενδιαφέρει ελάχιστα όσους και όσες τοποθετούνται εκτός αυτής.

Αναμφίβολα, λοιπόν, έχουμε χάσει, και απ΄ αυτήν την παραδοχή οφείλουμε να ξεκινάμε. Έχουμε χάσει όχι γιατί η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι σε καμία περίπτωση της Αριστεράς, αλλά γιατί η ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται να έχει πάψει πια να είναι το πεδίο των έντονων συγκρούσεων και των μεγαλειωδών αγώνων που προμηνύουν ιστορικές αλλαγές, όπως συνέβαινε τα τελευταία χρόνια. Η παγωμάρα της μεγάλης χαμένης ευκαιρίας δεν αφορά μονάχα όσες κι όσους στρατεύονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά και πάμπολλες ανθρώπινες καθημερινότητες, που για ένα διάστημα χάσανε το ρουτινιάρικο στοιχείο τους και γίνανε το θέατρο ιστορικών γεγονότων. Η αίσθηση πως αποσυρθήκαμε πια από το προσκήνιο ως λαός για να επιστρέψουμε στην ασημαντότητα και την ανυποληψία ή έστω σε μια ζοφερή «ασφάλεια» είναι καθηλωτική.

Όμως η Ιστορία δεν έχει σε καμία περίπτωση σταματήσει, ούτε εμείς έχουμε οριστικά αποσυρθεί.

Αντίθετα, είναι επιτακτικό να βρούμε τρόπους να οργανώσουμε την επιστροφή μας, απέναντι στις δυνάμεις της αντίδρασης που μονοπωλούν το διεθνές προσκήνιο. Από το σκοταδισμό νέων γενικευμένων πολεμικών συρράξεων κι ενός διαρκούς καθεστώτος έκτακτης ανάγκης για το «καλό της δημοκρατίας», του «Δυτικού τρόπου ζωής» και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ως το σκοταδισμό του ISIS και της Λε Πεν. Το «ή εμείς ή αυτοί» είναι πιο επείγον από ποτέ και μας τραβάει από το μανίκι.

Ας μην ξεχνάμε πως η ταξική πάλη δε λειτουργεί με τη λογική του μηδενικού αθροίσματος. Ό,τι χάνουμε εμείς, δεν το κερδίζει αναγκαστικά ο αντίπαλος. Έτσι, λοιπόν, από την αναγνώριση της ήττας μας, μέχρι το να πιστέψουμε πως ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός απέκτησε μια νέα δυναμική έπειτα από την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, ο δρόμος είναι μακρύς. Η ύπαρξη μιας τέτοιας δυναμικής δεν προκύπτει από πουθενά. Δεν προκύπτει ούτε από την κατάσταση των ευρωπαϊκών οικονομιών, ούτε, πολύ περισσότερο, από την ίδια την πολιτική διαχείριση της υφέρπουσας κρίσης ηγεμονίας των αστικών τάξεων πανευρωπαϊκά, τόσο στο επίπεδο των επιμέρους κρατών, όσο και στο επίπεδο των ευρωπαϊκών ολοκληρώσεων, είτε πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Ένωση των φραχτών είτε για την Ευρωζώνη των ειδικών οικονομικών ζωνών. Και παρόμοια, βέβαια, συμπεράσματα μπορεί να εξάγει κανείς αν κοιτάξει και σε άλλα μέρη του πλανήτη. Όλα δείχνουν πως ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια συνεχιζόμενη και πολυεπίπεδη κρίση, η οποία ακόμα δεν έχει παρουσιάσει το «διαρθρωτικό» της εαυτό. Αντίθετα, παίρνει ολοένα και περισσότερο τη μορφή μιας βαθιάς παρακμής.

Εντός αυτού του πλαισίου, η κριτική μας απέναντι στην κυβέρνηση και η δουλειά μέσα στο μαζικό κίνημα για την ανασυγκρότηση των κοινωνικών αντιστάσεων, δεν μπορεί να μη συνυπολογίζει τη συγκεκριμένη διάσταση. Το τρίτο μνημόνιο μπορεί να αποδειχθεί εξίσου αποτελεσματικό με τα δύο πρώτα στο να μετατοπίσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ του κεφαλαίου, ωστόσο, τοποθετείται χρονικά σε ένα σημείο καμπής όπου η «μακροημέρευση» της κρίσης κάνει πολύ περισσότερο εύθραυστη τη δυνατότητα ανάκαμψης. Πόσο μάλλον όταν  πρόκειται για μια ανάκαμψη βασισμένη στην επιδίωξη μεγάλων επενδύσεων και μακριά από οποιαδήποτε λογική να ενδυθεί αυτή η ανάπτυξη το μανδύα της κοινωνικής ευαισθησίας. Εάν το επιχείρημα, ρητό ή άρρητο, της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για να τα βάλει με το διεθνή καπιταλισμό, εμείς μπορούμε να το αντιστρέψουμε επιμένοντας: Και το ελληνικό μνημόνιο είναι πολύ μικρό για να τα βάλει με τη βαθιά κρίση του καπιταλισμού.

Προχωρώντας παραπέρα, μπορούμε να πούμε πως το ίδιο ισχύει και για την πολιτική κρίση των αστικών δυνάμεων. Από τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος, ως την πρόσφατη διαχείριση του προσφυγικού, το “ευρωπαϊκό όραμα” παραπαίει ανάμεσα στην τάση για εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης αντιδραστικής ολοκλήρωσης και την τάση των επιμέρους κρατών να θωρακίζονται πίσω από εθνικές στρατηγικές, οι οποίες καμία σχέση δεν έχουν, ωστόσο, με τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων. Η ελπίδα πως η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, μαζί με την Αριστερά, θα αποτελέσουν τους πυλώνες μιας πολιτικής αναγέννησης του ευρωπαϊκού οράματος, όπως υποστηρίζει και η αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά τον Ιούλιο, καταρρέει καθημερινά, από το Παρίσι της “έκτακτης ανάγκης” και την Αθήνα του τρίτου μνημονίου, μέχρι την Ευρώπη Φρούριο. Και αν η κυβέρνηση αυταπατάται πως η πολιτική κρίση που άνοιξε το δρόμο για τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία πριν λίγα χρόνια, έχει οριστικά παρέλθει, αρκεί να κοιτάξει την ταχύτητα και τη βιαιότητα με την οποία τα ελληνικά αστικά κόμματα κατέρρευσαν ή επλήγησαν σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον να φυτοζωούν. Εάν έτσι είχε η κατάσταση στο πρόσφατο παρελθόν, τότε σήμερα ένα μόρφωμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο εφαρμόζει την πολιτική του κεφαλαίου με τις ψήφους – σε μεγάλο βαθμό – των λαϊκών τάξεων, και το οποίο δεν αποτελεί πλέον αριστερό κόμμα και βρίσκεται σε τροχιά μετατροπής σε αστικό (χωρίς όμως ακόμα να έχει αναπτύξει τους οργανικούς δεσμούς με την αστική τάξη ώστε να θεωρηθεί καθαρά ως τέτοιο), θα πρέπει να έχει σίγουρα αρκετούς λόγους να ανησυχεί.

Επανερχόμαστε, λοιπόν, πως για να είναι η ήττα μας θετικά μετασχηματιστική, θα πρέπει να δούμε αυτό που πήγε στραβά κι αυτό που δυνητικά θα οδηγήσει σε νέες ήττες, αν δεν αλλάξει. Σε ότι μας αφορά, λοιπόν, η χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει ορατή ως το σημείο τομής δύο, τουλάχιστον, ισχυρών συνθηκών: από τη μία της δικής του απροθυμίας να αμφισβητήσει τους κανόνες του παιχνιδιού κι από την άλλη της αποφασιστικότητας της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου να μην αφήσει να αμφισβητηθούν οι κανόνες αυτοί σε καμία περίπτωση.

Δεν τίθεται επομένως θέμα, πως κυρίαρχες όψεις του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ στο δρόμο προς την κυβερνητική εξουσία, αλλά και στο πρώτο εξάμηνο της άσκησής της, προμήνυαν μια δυσάρεστη εξέλιξη: το «καμία θυσία για το ευρώ» που γινόταν σταδιακά «πάση θυσία στο ευρώ», η οικοδόμηση ενός αρχηγοκεντρικού κόμματος χωρίς την παραμικρή δυνατότητα άσκησης ελέγχου, πολλώ δε μάλλον καθοδήγησης στην κυβέρνηση, ο προγραμματικός χυλός που υπονόμευε ολοένα και περισσότερο το μετασχηματιστικό πρόσημο και υποβάθμιζε τα αντίστοιχα κοινωνικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να το προσδώσουν προς όφελος των διάφορων ειδικών της διαχείρισης του κράτους και η αποθέωση του κοινοβουλευτισμού και του κυβερνητισμού που έδρασε κατασταλτικά προς τα κινήματα ορίζοντας ως μοναδική διέξοδο τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ώστε «όλα να φτιάξουν» καλλιεργώντας την ανάθεση την ίδια ώρα που την κατήγγειλε, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Δεν πρέπει ποτέ, από την άλλη, η κατοπινή αναβάπτιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον κυβερνητικό «ρεαλισμό» να μας κάνει να ξεχάσουμε τον αδυσώπητο χαρακτήρα της επίθεσης που δέχθηκε αυτή και μαζί της ο ελληνικός λαός. Όχι από συναισθηματισμό αλλά εν είδει ψυχρού πολιτικού υπολογισμού, για να ξέρουμε ακριβώς με τι έχουμε να κάνουμε. Εξαντλώντας τα όρια της υπερβολής, χάριν έμφασης, θα λέγαμε πως στον εκβιασμό της ΕΚΤ για τη βύθιση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τέθηκε ουσιαστικά το ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί να επιβιώσει ως μια οιονεί μη καπιταλιστική οικονομία κι αν η ελληνική κοινωνία μπορεί να κάνει το βήμα από την επαναστατική κατάσταση προς μια επαναστατική κρίση. Στις μέρες του δημοψηφίσματος και στην εκ των υστέρων διαχείρισή του, φάνηκε ότι η αποτύπωση αυτής της επαναστατικής κατάστασης ήταν σαφώς μη διαχειρίσιμη από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά το ίδιο ίσχυσε και για την υπόλοιπη Αριστερά και τις δυνάμεις του οργανωμένου κινήματος, που φάνηκαν ανίκανες να επιβάλουν μια διαφορετική εξέλιξη. Η «στιγμή» του δημοψηφίσματος πήγε πολύ πέρα απ’ όσο μπορούσαμε να φανταστούμε κι απ’ όσο είχαμε προετοιμαστεί. Εξ ου και δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί ή να αναβιώσει, γιατί ως «στιγμή» κατέδειξε απλώς μια δυνατότητα, κάτι που «θα μπορούσε να γίνει» και ταυτόχρονα υπάρχει για να μας θυμίζει αυτό για το οποίο δεν ήμασταν έτοιμοι και έτοιμες.

Γνωρίζοντας πως όλα τα παραπάνω καλύπτουν μονάχα ένα μικρό κομμάτι των όσων μπορούν να ειπωθούν, κι αυτό με πολύ συμπυκνωμένο, άρα χονδροειδή τρόπο, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως μια νέα στρατηγική για την Αριστερά – αν δε θέλουμε να χάσουμε ξανά στο μέλλον – θα πρέπει να έχει υπόψη τόσο το «πραγματικό» αυτής τη δυνατότητας, και άρα ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο, όσο και τα καθήκοντα που αυτή η δυνατότητα θέτει αν θέλουμε να γίνει πράξη.

Θα το πούμε χωρίς περιστροφές: μια στρατηγική που εγκλωβίζεται ξανά στην αντιμνημονιακή ρητορεία και αναγνωρίζει ως το μείζον τη συγκρότηση αντιμνημονιακού μετώπου, αναγκαστικά ετερογενούς και υπερ-ταξικού, είναι πίσω από τις ανάγκες του πολιτικού αγώνα στην παρούσα φάση. Από την άλλη, η εμμονή στη διατύπωση ενός οσοδήποτε ριζοσπαστικού «μεταβατικού προγράμματος», χωρίς όμως να λαμβάνεται μέριμνα για τη στοίχιση του προγράμματος αυτού με την κοινωνική κίνηση, τις πρακτικές και τις μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας είναι εξίσου αναποτελεσματική για τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας.

Η ρήξη με τα μνημόνια, όπως και η ρήξη με την ΕΕ και την Ευρωζώνη, δε συνιστούν ένα στάδιο στο μακρύ δρόμο προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό, με την έννοια ενός πολιτικού προγράμματος που στόχο έχει την ανασυγκρότηση της Ελλάδας ως καπιταλιστικής οικονομίας, ώστε έπειτα αυτή να κάνει το βήμα προς το σοσιαλισμό. Αντίθετα πρόκειται για βουτιά στα βαθιά του αντικαπιταλιστικού αγώνα, κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ την παράθεση αιτηματολογίας με χαρακτηριστικά σοσιαλδημοκρατικά, έστω και ριζοσπαστικά. Απαιτεί στρατηγική ενίσχυσης της κοινωνικής (αντί)εξουσίας μέσα σε ένα πλέγμα κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων που θα υπηρετούν τον κοινωνικό μετασχηματισμό, ως όραμα, αλλά και ως ανάγκη για την επιτυχία ενός στοιχειωδώς αριστερού σχεδίου.

Απαιτεί, ταυτόχρονα, έναν νέο τρόπο άσκησης πολιτικής που θα μας επιβεβαιώνει ως τον κατεξοχήν αντισυστημικό πολιτικό χώρο, με όλη τη σημασία του όρου αυτού. Τόσο για την κυβέρνηση, όσο και για το κοινωνικό μπλοκ του κεφαλαίου, από τους παραγωγικούς πρωτοπόρους του, μέχρι τους διανοούμενους και τις οργανωμένες εκφράσεις του, η έννοια της «πολιτικής σταθερότητας» είναι πλέον το κλειδί. Για την κυβέρνηση μπορεί να είναι απλώς η προσπάθεια να κερδίσει χρόνο και χώρο πείθοντάς μας πως «ήρθε για να μείνει». Για το κεφάλαιο, ωστόσο, η πολιτική σταθερότητα είναι πραγματικό οξυγόνο, είναι η αναγκαία συνθήκη για να επικρατήσει το «ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα», για να δουλέψει δηλαδή απρόσκοπτα η καπιταλιστική μηχανή.

Αυτή η σταθερότητα πρέπει να γίνει ο πρώτος και βασικός μας αντίπαλος, με τη σημείωση, πως στόχος δεν μπορεί να είναι απλώς η «διατάραξή» της κατά το αναρχικό πρότυπο, ούτε πάλι η αναγωγή των πάντων στις εκλογές. Αντίθετα, η εναντίωσή μας στην πολιτική σταθερότητα οφείλει να έχει το χαρακτήρα της υπονόμευσης της προς όφελος μιας σταθερότητας που οικοδομείται στο έδαφος πρακτικών και δομών των υποτελών τάξεων όταν αυτές παίρνουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Αντί της συνηθισμένης ως τώρα ρουτίνας, όπου ο στόχος της πολιτικής πάλης είναι να εκπροσωπήσουμε αυτό που ήδη υπάρχει, κι άρα εγκλωβιζόμαστε στη λογική πως τα πολιτικά σχέδια κρίνονται σε τελική ανάλυση μονάχα στις εκλογές, το επίδικο οφείλει να είναι η πραγματοποίηση αυτού που υπάρχει μεν, αλλά μονάχα ως δυνατότητα: με αγώνες που διευρύνουν τη δική μας ηγεμονία, με πολιτικές και συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις γνήσια ταξικές και με έμφαση σε κοινωνικές ομάδες που μπορούν να παίξουν πρωτοπόρο ρόλο, με αξιοποίηση του ολοένα διευρυνόμενου πεδίου των αναξιοποίητων δυνατοτήτων αλλά και των ανικανοποίητων αναγκών, τις πρακτικές και τις μορφές οργάνωσης που αυτό γεννά καθημερινά.

Το να σκεφτούμε πέρα από την εκλογική εκπροσώπηση δε σημαίνει προφανώς να σκεφτούμε κόντρα στην εκλογική εκπροσώπηση, να την απαξιώσουμε ως τέτοια. Πολύ δε περισσότερο, δε σημαίνει να αποφύγουμε την προβληματική του πολιτικού υποκειμένου προς όφελος των κοινωνικών αγώνων που έχουν προτεραιότητα. Αντίθετα, μια νέα στρατηγική για την Αριστερά, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την ανάγκη ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, ικανό να την υπηρετεί. Ενός πολιτικού υποκειμένου σύστοιχου με τα καθήκοντα που συνεπάγεται η ρήξη και η οργάνωση του κοινωνικού, μακριά από κάθε είδους σεχταρισμούς. Που, συνεπώς, θα απελευθερώνει δυνατότητες δια της συμμετοχής και θα αξιοποιεί την διαθεσιμότητα και τη δημιουργικότητα των μελών του. Ενός υποκειμένου πιο ομοιογενούς στρατηγικά, πιο δημοκρατικού και συλλογικού, που δε θα αναπαράγει τον αστικό τρόπο άσκησης πολιτικής. Που θα μαθαίνει από την εμπειρία της γέννησης και της κυριαρχίας της γραφειοκρατίας, των μικροεξουσιών και της πολιτικής ρουτίνας, που εν τέλει βολεύονται με την αδράνεια για να εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή τους. Μέσα από μια τέτοια μεθοδολογία, μπορούν να δημιουργηθούν οι όροι μιας νέας συμμετοχικής δημοκρατικής διαδικασίας εκπροσώπησης, η οποία δε θα αποτελεί το υδροκέφαλο μέρος ενός ατροφικού οργανισμού όπως στο παρελθόν.