Το «εμείς» της χειραφέτησης αντιμέτωπο με την κατάσταση εξαίρεσης

 

 

Σε πρώτο χρόνο, θεωρούμε πως έχει αξία να εξετάσουμε δύο στοιχεία: το πολιτικό πλαίσιο, όπως διαμορφώνεται από την επιλογή του αντιπάλου να θέτει το προσφυγικό/μεταναστευτικό ως «πρόβλημα προς επίλυση», και ταυτόχρονα, τη σκιαγράφηση μιας μεθοδολογίας κουβέντας που θα  τροφοδοτεί και μια ορισμένη πρακτική των δυνάμεων που συγκροτούν το αντιρατσιστικό κίνημα,  στην κατεύθυνση υπέρβασης της κυρίαρχης αφήγησης, η οποία παρουσιάζει ως πρόβλημα τη μετακίνηση, εγκατάσταση και την ύπαρξη σε τελική ανάλυση προσφύγων και μεταναστών/τριών στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Τhe road so far

Έχει, λοιπόν, σημασία η ανάπτυξη μιας ορισμένης στρατηγικής του ανταγωνιστικού κινήματος, η οποία να αναγνωρίζει τη στρατηγική του αντιπάλου, ώστε να μπορεί μεν να συγκρούεται αποτελεσματικά μαζί της, αλλά και να την υπερβαίνει χαράζοντας μια αυτόνομη πολιτική πρακτική. Πιάνοντας το νήμα από τη «στιγμή» της εξέλιξης των τυπικών αστικών δημοκρατιών σε κράτη έκτακτης ανάγκης στα χρόνια της κρίσης – με προεξέχον το ελληνικό παράδειγμα, δεδομένης της ταχύτητας με την οποία αυτή συντελέστηκε και τον χαρακτήρα της έντασης που προσέλαβε – μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος σήμαινε βάθεμα της αυταρχικότητας, στρατιωτικοποίησή του κλπ, έδωσε τον τόνο ως προς το ποια πολιτική οι ελληνικές κυβερνήσεις επρόκειτο να επιλέξουν για την «επίλυση» του προσφυγικού.

Με αυτή την έννοια, στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, η προσέγγιση του ζητήματος των προσφύγων από πλευράς κυβερνήσεων δεν αφορούσε απλά την καθολικοποίηση του υποδείγματος της πολεμικής αντιμετώπισής τους, που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 είχε ως βασικό στοιχείο την εκφορά στο δημόσιο επίπεδο ενός ακραίου ρατσιστικού λόγου, χωρίς να λείπει και η προσπάθεια περιθωριοποίησης των προσφύγων, οι επιθέσεις και άλλες αντίστοιχες πρακτικές. Πολύ περισσότερο, στη συνθήκη της καπιταλιστικής κρίσης πια, διατηρώντας το παραπάνω στοιχείο ως συγκροτητικό μιας αφήγησης που βρήκε την ολοκλήρωση της στη διατύπωση της υπόσχεσης ότι το κράτος είναι αυτό που μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια απέναντι στον εσωτερικό εχθρό-πρόσφυγα, αυτό που συνέβη ήταν η ριζοσπαστικοποίηση του κρατικού μηχανισμού, ώστε να μπορεί να διεξάγει αποτελεσματικά αυτή την επίθεση. Αυτό σήμαινε επιχειρήσεις «σκούπα», στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατασκευή του φράχτη στον Έβρο, άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος στην ιθαγένεια σε πρόσφυγες δεύτερης γενιάς.

EE και κράτη δολοφόνοι

Το κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έγινε σταδιακά και σίγουρα ύστερα από την πίεση που άσκησε το αντιρατσιστικό κίνημα – σηματοδοτώντας τη βούληση για αλλαγή κατεύθυνσης στη διαχείριση του προσφυγικού, δίνοντας πια βάρος όχι στην κράτηση και στην καταστολή αλλά στην υποδοχή και την μετεγκατάσταση. Ακόμα και αν στοιχεία αυτού του προσανατολισμού διατηρήθηκαν σε ένα βαθμό (και για μικρό διάστημα), μετά την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο Τ.Ι.Ν.Α. έμελλε να αντικατασταθούν γρήγορα από την αναγνώριση ότι ο προσανατολισμός της ΕΕ να κρατήσει μακριά από τα ευρωπαϊκά σύνορα τους πρόσφυγες ως «ο μόνος ρεαλιστικός», είναι και ο μόνος αποτελεσματικός. Στον αντίποδα, η απαίτηση του αντιρατσιστικού κινήματος για γκρέμισμα του φράχτη στον Έβρο και άνοιγμα των συνόρων χαρακτηρίστηκε από τον πρωθυπουργό ως «μια ιδέα που φαίνεται καλή αν είσαι ανίδεος», ο οποίος αντέτεινε την συνεργασία με την Τουρκία ώστε να σταματήσουν οι ροές και «να διαχειριστούμε με υπευθυνότητα ένα πρόβλημα». Μια συνεργασία που φαίνεται να διαμορφώνεται μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας περισσότερο με όρους οικονομικής διαπραγμάτευσης, με ότι αυτό μπορεί να συνοδεύεται ειδικά σε σχέση με το ασφυκτικό πλαίσιο αυταρχισμού που έχει διαμορφώσει ο Ερντογάν στον πολιτικό και κοινωνικό σχηματισμό της Τουρκίας.

Τον τόνο έδωσε στη συνέχεια ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουσκ λέγοντας πως «είναι ανεύθυνοι όσοι ισχυρίζονται ότι το προσφυγικό κύμα είναι πολύ μεγάλο για να το σταματήσουμε» και ότι αντίθετα «πρέπει να το σταματήσουμε ακριβώς επειδή είναι πολύ μεγάλο».  Η στρατηγική λοιπόν της ΕΕ είναι σαφής: οικονομικά κίνητρα στην Τουρκία προκειμένου να επαναπροωθεί πρόσφυγες  στη Συρία και να ελέγχει αποτελεσματικά τα σύνορα της, αναβάθμιση της στρατιωτικοποίησης στη φύλαξη των συνόρων στην Ελλάδα με την δράση μονάδων της FRONTEX, δημιουργία και ανάπτυξη νέων σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, λειτουργία hot-spots για την καταγραφή, τον διαχωρισμό, την κράτηση και την επαναπροώθηση προσφύγων, εσωτερική αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών της Σένγκεν. Αυτό το τελευταίο στοιχείο μεταφράζεται στην «υποχρέωση» της κάθε κυβέρνησης να παίξει τον ρόλο που της αναλογεί (ένα ρόλο ιδιαίτερα αναβαθμισμένο αν πρόκειται για χώρα που αποτελεί πέρασμα για την υπόλοιπη Ευρώπη) και όλες μαζί να υπεραμυνθούν μιας Ευρώπης που συγκροτείται ως φρούριο απέναντι στον εχθρό-ξένο. Και το ενδιαφέρον με τα φρούρια είναι ότι για να εγγυηθούν την συντριβή του εχθρού (ακόμα και αν πρόκειται για πρόσφυγες που προσπαθούν να διαφύγουν από την βαρβαρότητα του πολέμου), απαιτούν στο εσωτερικό τους πειθάρχηση – και σίγουρα όχι δημοκρατία.

Εντούτοις, ακόμα και ο πιο καλοπροαίρετος (αν και θα επρόκειτο περί αφέλειας) μπορεί να κατανοήσει πως δεν είναι δυνατό να προκύψει ανθρωπιστική διαχείριση του προσφυγικού (αν πραγματικά υπάρχει κάτι τέτοιο) με την εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πράττει ήδη προς την αντίθετη κατεύθυνση υιοθετώντας πλήρως τη στρατηγική της ΕΕ. Η βίαιη εκκένωση της Ειδομένης δε σηματοδοτεί μόνο ότι τα σύνορα θα μένουν ανοιχτά για την διακίνηση των εμπορευμάτων της hewlett packard – και όχι για οικονομικούς και πολιτικούς πρόσφυγες. Ταυτόχρονα αυτή η επέμβαση, που χαιρετίστηκε από κυβερνητικά στελέχη και τη μείζονα αντιπολίτευση ως μια «επιστροφή στην ομαλότητα», σηματοδοτεί και την πλήρη αποκατάσταση του κράτους ως εγγυητή της ασφάλειας και της διακίνησης του χρήματος. Άλλωστε πραγματοποιήθηκε αξιοποιώντας την εμπειρία από αντίστοιχες επιχειρήσεις «σκούπα» που διεξήγαγαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας απέναντι σε πρόσφυγες στο κέντρο της Αθήνας.

H μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο και η μεταστροφή του σε κόμμα του κράτους, δε συνοδεύτηκε στο ζήτημα του προσφυγικού από την υιοθέτηση της ακροδεξιάς ρητορικής γύρω από την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις αξόνιζαν την (αντί)μεταναστευτική πολιτική. Αυτή όμως η αποδοχή του ρόλου του διαχειριστή ενός κράτους που διατηρεί οριακά στο ακέραιο τα στοιχεία που το συγκρότησαν το προηγούμενο διάστημα ως έκτακτης ανάγκης, σε συνδυασμό με την όχι μόνο δίχως προστριβές εκτέλεση του σχεδίου της ΕΕ, αλλά πολύ περισσότερο την υπεράσπιση του στο εσωτερικό ως την μόνη ορθολογική «λύση» πάνω σε ένα «πρόβλημα», κάθε άλλο παρά μας κάνει να αισιοδοξούμε για μια «ανθρωπιστική» αντιμετώπιση του ζητήματος.

Για την ακρίβεια, δεν διαφαίνεται από πουθενά ότι, για παράδειγμα, η κατάσταση εγκλωβισμού προσφύγων στην Ελλάδα που δημιούργησε το κλείσιμο των συνόρων, δεν θα αντιμετωπιστεί με επαναλειτουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και επαναπροωθήσεις. Δεν διαφαίνεται από πουθενά με λίγα λόγια, ότι η πολιτική επιτήρησης και καταστολής δεν θα οξυνθεί, αυτή τη φορά μάλιστα ως επιλογή που θα αποκαθιστά την ομαλότητα που υπαγορεύει ο πολιτικός ορθολογισμός. Όσα τελικά δεν καταφέρει να τα εξασφαλίσει η υπερεθνική δομή για τα κράτη-μέλη θα τα εγγυηθούν τα ίδια τα κράτη-έκτακτης ανάγκης.

Τα διακυβεύματα του αντιρατσιστικού και χειραφετητικού κινήματος

Η ίδια η υπόσταση του φράχτη στον Έβρο (αποτελούμενο από ατσάλινες λεπίδες θανατηφόρας κατασκευής) καθώς και τα μεγέθη της βιομηχανίας «προστασίας των συνόρων» (αξία σε παγκόσμιο επίπεδο 25,8 δις το 2012, εκτιμώμενη περίπου στα 49,6 δις ως το 2020), παρά τη λογική της αποτροπής και της αποθάρρυνσης που εμπεριέχουν, αναδεικνύουν πως το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα σήμερα, στον πυρήνα του, δεν είναι ούτε ένα «πρόβλημα προς επίλυση» ούτε μία ακόμη «ροή προς διαχείριση». Πρόκειται για μια ευρύτερη κοινωνικό-πολιτική συνθήκη, που ο αντίπαλος προσπαθεί να νοηματοδοτήσει στο πλαίσιο του δόγματος της ασφάλειας και του νέου ολοκληρωτισμού και σε συνάρθρωση ακόμα με τα κριτήρια της οικονομικής ανταποδοτικότητας. Όπως και να ‘χει, η συνθήκη αυτή διανοίγεται μέσα από τα κενά και τις ρωγμές που δημιουργούνται στην υπόσταση του έθνους-κράτους ως τον κοινό δεσμό ομοιογενοποίησης, πρόσδοσης ταυτοτήτων και νομικής υπόστασης, ως το κοινό σώμα που εκχωρείται στην ιδεολογία της γενικής βούλησης, ως την κυρίαρχη εν τέλει μονάδα που ορίζει το συλλογικό, γεγονός στο οποίο δεν έχει να προτάξει κάτι πέρα απ την επιβολή, τον αυταρχισμό και την πειθάρχηση.

Το μερικό και πρόσκαιρο άνοιγμα των συνόρων της ΕΕ είναι λοιπόν τόσο πραγματικό όσο και το επικείμενο κλείσιμο, στο βαθμό που συνέβη όχι για την προστασία των προσφύγων αλλά την προστασία των κρατών από τους πρόσφυγες, σε μια λογική διαχείρισης της παταγώδους αποτυχίας της συνολικής ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής. Από την μεριά μας, επιμένουμε πως η ίδια η μαζική και μαχητική κίνηση των προσφύγων το προηγούμενο διάστημα ως σήμερα, και η επιμονή τους για ζωή, αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα αμφισβήτησης της υπάρχουσας μεταναστευτικής πολιτικής, χωρίς να παραγνωρίζουμε την συμβολή της από τα κάτω δραστηριοποίησης και του κινήματος αλληλεγγύης. Το αλληλέγγυο κίνημα πανευρωπαϊκά κατάφερε να εισβάλλει στον δημόσιο λόγο, σε βαθμό που πολλές φορές να είναι αυτό που δίνει τον τόνο στην κουβέντα, αναδεικνύοντας την επιτακτικότητα και την ανάγκη να επανανοηματοδοτήσουμε τη σκέψη και τη δράση μας.

Μέσα στη διεθνή συγκυρία ανοίγεται λοιπόν ένας νέος κύκλος πολιτικών ανταγωνισμών, μέσα στον οποίο η κάθε πλευρά πασχίζει για την ανάδυση και την εδραίωση των δικών της νοημάτων. Σε τελική ανάλυση, η αλληλεπίδραση των κοινωνιών με την οριακή υπόσταση του πρόσφυγα και του μετανάστη/μετανάστριας θα καθορίσει το πρόσημο του μετασχηματισμού των υποκειμένων εντός μιας νέας κοινωνικής θέσμισης που, είτε θα χτίζει σχέσεις ισότητας και γέφυρες αλληλεγγύης, είτε θα εδραιώνει την ποινικοποίηση του Άλλου τόσο ως γυμνή κι αόρατη ζωή όσο και ως εχθρό δια της στρατιωτικοποίησης.

Στο σημείο που βρισκόμαστε παραμένουν σημαντικές και εμβληματικές οι παρακαταθήκες του αντιρατσιστικού κινήματος τα προηγούμενα χρόνια, ενώ έχουμε να απολογίσουμε θετικά τη δημιουργία σε Ελλάδα και Ευρώπη ενός «εργαστηρίου» έμπρακτης αλληλεγγύης που κατάφερε να μπολιάσει το κοινωνικό με το αξιακό φορτίο που φέρουν τα χειραφετητικά προτάγματα, να απαντήσει οργανωμένα και συντονισμένα σε επιτακτικές ανάγκες, να αναδείξει πτυχές μιας άλλης κοινωνίας στο τώρα, να φτιάξει αυτές τις αναγκαίες προβολές του μέλλοντος για τους κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστών.

Όλα αυτά θα πρέπει να συνεχίσουν να μας απασχολούν όχι μόνο για τη συγκρότηση του δικού μας αντιπαραδείγματος στην εποχή της κατάρρευσης των παραδοσιακών φαντασιακών, νοημάτων και κοινωνιών, αλλά ακόμα περισσότερο επειδή βρισκόμενοι και βρισκόμενες σε μια χώρα τράνζιτ, σε ένα οχυρό για την ασφάλεια της ευρωπαϊκής μητρόπολης, θα βρεθούμε αντιμέτωποι/ες με ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους πρόσφυγες και τις μετανάστριες, που αναδύεται από τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό, και με μία ενδεχόμενη  συντηρητική αναδίπλωση της ελληνικής κοινωνίας. Οι ελεύθεροι χώροι οργάνωσης της αλληλεγγύης μπορούν να αποτελέσουν ισχυρό ανάχωμα στις τάσεις αυτές και χώρο συνεύρεσης και έμπνευσης όσων βιώνουν τον αποκλεισμό και την ματαίωση και επιθυμούν την υπέρβασή τους.

Άμεσα θα κληθούμε να αναμετρηθούμε βέβαια με μια βίαιη περαιτέρω πολιτικοποίηση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, μέσα στην οποία θα πρέπει να αναπτύξουμε και άλλες μορφές του κινήματος αλληλεγγύης, να αναβαθμίσουμε την δράση μας, να ασκήσουμε πολιτικές πιέσεις με ριζοσπαστικό πρόσημο. Ο αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας και το αντιπολεμικό πρόταγμα, αν και αναγκαία τη στιγμή που η ΕΕ αξιώνει μια αναβαθμισμένη εμπλοκή της στο Συριακό ζήτημα με το πρόσχημα των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι, παραμένουν μερικά σε σχέση με τη συνολική διάσταση του ζητήματος, ενώ η υπερβολή σ΄ αυτά καταλήγει να ακυρώνει τη σχετική αυτονομία φαινομένων όπως ο ISIS, και εν τέλει να απαξιώνει τη δυναμική των κοινωνικών σχέσεων και της ίδιας της ταξικής πάλης.

Ταυτόχρονα με την οργάνωση της διεθνιστικής μας αλληλεγγύης για όσες και όσους αγωνίζονται για γη και ελευθερία στο Συριακό έδαφος, χρειαζόμαστε ένα δυναμικό κίνημα πολιτικής διεκδίκησης που θα θέτει συνολικά το επίδικο της διεύρυνσης των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Η πανευρωπαϊκή δικτύωση και οργάνωση των αγώνων μας θα αποτελέσει ένα κρίσιμο σημείο όχι μόνο για την έκβασή τους αλλά και στη συγκρότηση ενός άλλου φαντασιακού, πέρα από αυτό της εκμετάλλευσης και της βαρβαρότητας, και τη μέριμνα έτσι ώστε αυτό να αποκτά πραγματικές μορφές και να διεκδικεί πολιτική ισχύ.

Υπό αυτό το πρίσμα το αντιρατσιστικό κίνημα, μέσα από ενωτικές διεργασίες ανοικτές στην κοινωνία, με έμφαση στη διασπορά και την αποκέντρωση των δράσεων, τη μέριμνα απεύθυνσης ειδικά στην νεολαία και εμβάθυνσης γενικά σε φαντασία και δημιουργικότητα, καλείται να σχηματοποιήσει και τις πολιτικές του αιχμές, γύρω από τις οποίες θα συσπειρώσει ένα κοινωνικό μπλοκ που θα επιθυμεί να στρέψει το βλέμμα του στον Άλλον και από κοινού να αναλάβει την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας. Για αυτό το κοινό μας ταξίδι λοιπόν θέλουμε να ρίξουμε τους  φράχτες, να ανοίξουμε ασφαλή περάσματα σε πρόσφυγες και μετανάστες/τριες, να δημιουργήσουμε και να διεκδικήσουμε ανοιχτές δομές φιλοξενίας και περίθαλψης, να ανοίξουμε έναν νέο κύκλο νομιμοποίησης σε πείσμα όσων θέλουν να εξαιρούν ζωές ακόμα και από το φάσμα των πιο θεμελιωδών δικαιωμάτων που ορίζουν την ύπαρξη.