Συνέντευξη με τον Benno Teschke – Β’ Μέρος

Στη συνέντευξη αυτή, οι Γιώργος Σουβλής και Aurélie Andry συζητούν με τον Benno Teschke, συγγραφέα του βιβλίου Ο Μύθος του 1648: Τάξη, Γεωπολιτική και η Δημιουργία των Σύγχρονων Διεθνών Σχέσεων για τη σχέση ανάμεσα στον Μαρξισμό και τη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Όπως σημειώνει ο Teschke, ο Μαρξ δεν ανέπτυξε ποτέ μια ολοκληρωμένη θεωρία για τις διεθνείς σχέσεις, ενώ η απουσία μιας συνεκτικής μαρξιστικής θεωρίας των διεθνών σχέσεων έχει επιτρέψει την καθιέρωση και νομιμοποίηση επιζήμιων ισχυρισμών εντός του μαρξισμού, όπως, μεταξύ άλλων, εργαλειακές αντιλήψεις για το κράτος, την αντίληψη περί σταδίων της ιστορίας, ή μια γενικευτική αντίληψη για την καπιταλιστική διεθνή αγορά –. Συζητάει μαζί τους για τη διανοητική του πορεία, τα βασικά επιχειρήματα του έργου του, καθώς και εναλλακτικούς τρόπους κατανόησης των καπιταλιστικών διεθνών σχέσεων, ενώ παράλληλα διατυπώνει ορισμένες παρατηρήσεις για τον Πολιτικό Μαρξισμό, την οικειοποίηση του Carl Schmitt από την αριστερά, και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.     

Μετάφραση: Δημήτρα Αλιφιεράκη, Επιμέλεια: Γιώργος Σουβλής


Θα μπορούσες να εξηγήσεις τον τρόπο που η Μαρξιστική θεωρία, και συγκεκριμένα η έννοια των “σχέσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας” του Πολιτικού Μαρξισμού, μπορεί να συμβάλει στην επερώτηση και τον επαναπροσδιορισμό κάποιων από τους βασικούς ισχυρισμούς της θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων και της ιστορικής κοινωνιολογίας; Πιστεύεις ότι η θεωρία των Διεθνών Σχέσεων μπορεί, αντιστρόφως, να αξιοποιηθεί από τη μαρξιστική θεωρία;

Πρέπει να κατανοήσει κανείς ότι οι συμβατικές αγγλο-αμερικανικές ΔΣ βασίζονταν, μέχρι πολύ πρόσφατα, στον ισχυρισμό ότι αφετηρία της θεωρητικοποίησης είναι η ύπαρξη του διακρατικού συστήματος ως ενός φυσικoύ δεδομένου, παρά ως κάτι που χρήζει καταρχάς εξήγηση. Θέτει το πολιτικό ως αυτόνομη σφαίρα, εντός της οποίας τα κράτη διακρίνονται από μια ενιαία ορθολογικότητα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, κυρίως επιβίωση, ασφάλεια, και άρα μεγιστοποίηση της ισχύος. Άπαξ αυτά τα αξιώματα είναι στη θέση τους, μπορεί κανείς στη συνέχεια να καθιερώσει μέσω μιας σειράς λογικών συμπερασμάτων τον τρόπο που η ορθολογική κρατική δράση, υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας, οδηγεί σε ορισμένα πιθανά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανόμενης της ισορροπίας δυνάμεων, οδηγώντας σε ένα είδος αυτο-εξισορροπητικής συστημικής λογικής. Πρόκειται για μια ευχάριστη, μικρή εξάσκηση στην αφηρημένη λογική, διαμορφωμένη από τον Kenneth Waltz ουσιαστικά σε αναλογία προς τους μηχανισμούς της αναρχίας της ανταγωνιστικής αγοράς που αυτορρυθμίζεται από το αόρατο χέρι. Υπάχει επίσης ο ισχυρισμός ότι θεμελιώνεται στο αρχαίο απόφθεγμα – si vis pacem, para bellum (εάν θες ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο) –  κάτι ωστόσο που δε σχετίζεται με την πραγματικότητα. Έτσι, το έργο του  Hans Morgenthau και αργότερα του Kenneth Waltz πραγματικά βασίζονται στη χάραξη ενός αναλυτικού Ρουβικώνα ανάμεσα στο κράτος και τις συστημικές διακρατικές σχέσεις και οτιδήποτε συμβαίνει εντός των κοινωνιών αυτών των κρατών. Έτσι, το εγχώριο και το κοινωνικό αποκόπτονται απ’ ό,τι πεδίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πιθανή επιρροή στην πολιτική ικανότητα και την εξωτερική πολιτική – κομματική πολιτική, επιχειρηματικά και κλαδικά συμφέροντα, κοινωνικές κρίσεις κοκ..

Πρόκειται φυσικά για έναν εξαιρετικά στενόμυαλο, φτωχό και ιδεολογικό τρόπο, εάν θέλουμε να σκεφτούμε τις διεθνείς σχέσεις ως μια κοινωνική επιστήμη. Πιο ενδιαφέρουσα από την κριτική αυτών των ειδών δημιουργίας μοντέλων, η οποία συχνά λανσάρεται ως “σκληρή επιστήμη”, είναι η διανοητική γενεαλογία που μετατόπισε τη δεξία και κρατικιστική σκέψη της Βαϊμάρης, συχνά μέσω Γερμανών διανοούμενων, στη μεταπολεμική και πρώιμη ψυχροπολεμική αμερικανική σκηνή, εκτοπίζοντας μια παλιότερη “φιλελεύθερη” προσέγγιση των ΔΣ, σχετιζόμενη με τον Ουιλσονιανισμό (Wilsonianism). Ο Morgenthau, για παράδειγμα, όχι μόνο επηρεάστηκε από τον Max Weber αλλά επίσης κι από την έννοια του πολιτικού του Carl Schmitt, η οποία αντιλαμβάνεται το πολιτικό ως αυτόνομη σφαίρα, τιθέμενη σε ισχύ μέσω δυαδικών σχημάτων τύπου “εμείς” εναντίον “αυτών”. Αυτό δεν ήταν τόσο αναφορά στον ορισμό της κυριαρχίας του Schmitt, με όρους του ποιος κατέχει την εξουσία να διακηρύξει την κατάσταση εξαίρεσης που αναστέλλει τις συνηθισμένες λειτουργίες της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας στα φιλελεύθερα πολιτεύματα, όσο μάλλον στην περιβόητη ιδέα ότι μια διαφορετική, αμιγώς πολιτική λογική αρχίζει να επιδρά, μόλις ορισμένες προ-πολιτικές διαφορές φτάσουν σε μια τέτοια κατάσταση έντασης, ώστε να αποκτήσουν μια δυνάμει φονική ανταγωνιστική ποιότητα. Όπως φαίνεται, ο Morgenthau συμβούλεψε τον Schmitt να εισαγάγει αυτή την ιδέα της “εντατικοποίησης” μη πολιτικών ζητημάτων στην πραγματεία του στην Έννοια του Πολιτικού. Έτσι, μια συντηρητική και ημι-φασιστική έννοια του πολιτικού, που σφυρηλατήθηκε κατά την περίοδο της Βαϊμάρης για να απομονώσει την ταξική σύγκρουση, μετατοπίστηκε σε ένα τροποποιημένο αμερικανικό πλαίσιο, αυτή τη φορά χαρακτηριζόμενο από μια ψυχροπολεμική λογική.

Σήμερα, το πεδίο των ΔΣ είναι, φυσικά, πολύ πιο εμπλουτισμένο, ειδικά εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι όμως δύσκολο να εκτοπιστεί η κυριαρχία του ρεαλισμού, του νεορεαλισμού και της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης θεσμικής προσέγγισης – μία ακόμα εκδοχή ορθολογιστικής σκέψης πάνω στη στρατηγική συμπεριφορά του κράτους. Έτσι, αυτές οι παραδόσεις έγιναν απευθείας στόχος από το βιβλίο μου μέσω της επαναφοράς της ιστορικής κοινωνιολογίας.

Η ιστορική κοινωνιολογία, με τη σειρά της, κυριαρχείται από νεοβεμπεριανισμό και από το ταυτολογικό επιχείρημα ότι “ο-πόλεμος-δημιούργησε-τα κράτη και τα-κράτη-τον-πόλεμο” – και αυτή είναι η επικρατούσα άποψη όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο εν πολλοίς αναδύθηκε το σύγχρονο κράτος και το διακρατικό σύστημα στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί κάνουν χρήση της έννοιας του  κράτους που βασίζει το οικονομικό του μοντέλο στη διατήρηση ενόπλων δυνάμεων (fiscal-military state) του John Brewer, το οποίο εξορθολογίζει τις κρατικές δομές προκειμένου να εξασφαλίσει έσοδα για τη διεξαγωγή πολέμου, για να το πούμε με άλλα λόγια. Πολλοί λίγοι άνθρωποι συνδέουν αυτές τις εξελίξεις με τις αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις και, συγκεκριμένα, με τον τρόπο που η κοινωνική σύγκρουση, παρά τις όμοιες στρατιωτικές αντιπαλότητες, έστρεψε τις πορείες του σχηματισμού κρατών προς διαφορετικές κατευθύνσεις – απολυταρχία, συνταγματικές μοναρχίες, δημοκρατίες, κλπ. Γι’αυτόν τον λόγο στάθηκε το έργο του Brenner τόσο σημαντικό για μένα.

Θα τόνιζα, ωστόσο, σήμερα, όπως είπα και πριν, ότι δε συμφωνώ πλέον με την έννοια των “κοινωνικών σχέσεων παραγωγής”, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που σχηματοποιήθηκε με αυστηρότερο αναλυτικό τρόπο από τον Brenner. Ο Brenner πρότεινε ότι οι κοινωνικές σχέσεις δημιουργούν – σχεδόν αυτο-δημιουργούν – καθορισμένους κανόνες αναπαραγωγής εκατέρωθεν της ταξικής σχέσης, είτε στις φεουδαρχικές είτε στις καπιταλιστικές “κοινωνίες” σ.1Robert Brenner, “The Social Basis of Economic Development, in Analytical Marxism, ed. John Roemer (Cambridge: Cambridge University Press, 1985), 23-53. Αυτές οδηγούν με τη σειρά τους είτε στη “μη-ανάπτυξη” στη φεουδαρχική κοινωνία είτε στην “ανάπτυξη” στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτό το σχήμα ήταν χρήσιμο για την ανάδειξη με σαφή τρόπο της αντίθεσης μεταξύ δύο διαφορετικών συνόλων κοινωνικών σχέσεων για αναλυτικούς σκοπούς, η σύλληψη αυτή επιστρέφει, ωστόσο, σε υποστασιοποιήσεις και δυσκαμψίες που δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική έρευνα (σίγουρα όχι στην περίπτωση του “καπιταλισμού”) και υπονομεύει τη “ζωντανή δράση” των ανθρώπων.

Νομίζω ότι το εμβληματικό άρθρο της Ellen Wood στο New Left Review με θέμα τον “Διαχωρισμό του Οικονομικού και του Πολιτικού στον Καπιταλισμό” (The Separation of the Economic and the Political in Capitalism), εάν διαβαστεί προσεκτικά, παραπέμπει σε μια διαφορετική κατανόηση, δηλαδή σε μια κατανόηση επικεντρωμένη στον κοινωνικο-πολιτικό και μη-οικονομιστικό χαρακτήρα του καπιταλισμούσ.2Ellen Meiksins Wood, “The Separation of the Economic and the Political in Capitalism,New Left ReviewI/127 (May-June 1981).. Αντικείμενο έμπνευσης στάθηκε πολύ παραπάνω το έργο του E.P. Thompson εκείνη την εποχή, και αισθάνομαι πολύ πιο άνετα με αυτή την ιστορικιστική, παρά με τη λογική-αναλυτική σύλληψη του καπιταλισμού. Αυτό πραγματικά μας οδηγεί στην επιστροφή στις πολύ θεμελειώδεις και μακροχρόνιες αντιφάσεις που έλκουν την καταγωγή τους απευθείας από το έργο του Μαρξ, όταν αυτός δηλώνει στον πρόλογο του Κεφαλαίου ότι αυτό αντιμετωπίζει “τα άτομα μόνον ως προσωποποιήσεις οικονομικών κατηγοριών, ως τους φορείς συγκεκριμένων ταξικών σχέσεων και συμφερόντων”, παρά ως ιστορικούς δρώντεςσ.3See Karl Marx, Capital, Volume One, trans. Ben Fowkes (London: Penguin, 1976), 92. Κατά τη γνώμη μου, το έργο του Brenner, τουλάχιστον στην αρχική Συζήτηση για τη Μετάβαση (Transition Debate), εγκλωβίζεται θεωρητικά μεταξύ αυτών των δύο αντιφατικών κατευθύνσεων: ταξική σύγκρουση και ιστορικότητα έναντι αφηρημένων κανόνων αναπαραγωγής και δυναμικών εξέλιξης και μη-εξέλιξης.

Αντίστροφα, το ερώτημα διατυπώνεται ως εξής: χρειάζεται πράγματι ο μαρξισμός τις ΔΣ – όχι τόσο το συστατικό σώμα των ακαδημαϊκών των ΔΣ, όσο την προβληματική των χωρικών και των διαχωρικών σχέσεων για τη μαρξιστική σύλληψη της ιστορίας, για τη μαρξιστική ιστοριογραφία και την κοινωνική επιστήμη; Επιμένω εδώ και χρόνια ότι οι διεθνείς σχέσεις αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τον μαρξισμό, κι αυτό, με τη σειρά του, έλκει και πάλι την καταγωγή του απευθείας από το έργο του ίδιου του Μαρξ. Ο Μαρξ δε σκέφτηκε πότε τις διεθνείς σχέσεις με συστηματικό τρόπο, ως διακριτό αντικείμενο έρευνας. Φυσικά, μπορούμε να στρέψουμε το βλέμμα μας στα δημοσιογραφικά του γραπτά, τις σημειώσεις και τα γράμματά του, τα οποία βρίθουν ενδιαφερουσών προσεγγίσεων της μιας ή της άλλης συγκαιρινής του διεθνούς κρίσης, παρότι αυτό δεν αποκρυσταλλώθηκε ποτέ σε κάτι πιο σοβαρό, με τη θεωρητική έννοια. Τα διεθνή ζητήματα του έλκυσαν περισσότερο το ενδιαφέρον στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, και αργότερα έγραψε εκτεταμένα για τον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο, στο “Ανατολικό Ζήτημα”, και για την Ινδία. Ο Kevin Anderson τα περιγράφει όλα αυτά με ωραίο τρόπο στο βιβλίο τουσ.4Kevin Anderson, Marx at the Margins: On Nationalism, Ethnicity, and Non-Western Societies (Chicago: University of Chicago Press, 2010)..

Το σύνθημα όμως δόθηκε από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο βρίθει χαριτωμένων  μεταφορών για τις διεθνείς σχέσεις – και επιβλητικών μεταφορών – εδώ, ωστόσο, η κατηγορία-κλειδί είναι η παγκόσμια αγορά ή “η αστική παγκόσμια κοινωνία”. Η παγκόσμια αγορά, λοιπόν, εξακολουθεί να επεκτείνεται, αλλά επεκτείνεται, ουσιαστικά, υπερεθνικά, “δημιουργώντας έναν κόσμο κατ’ εικόνα της”.  Δηλαδή, “δεν είναι το βαρύ πυροβολικό που γκρεμίζει όλα τα σινικά τείχη αλλά οι χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων”, που υποχρεώνουν όλα τα “βάρβαρα” έθνη να συνθηκολογήσουν και να υιοθετήσουν τον αστικό τρόπο παραγωγής. Όπως όμως γνωρίζουμε, δεν ισχύει κάτι τέτοιο: σε όλες τις περιπτώσεις ο καπιταλισμός υποχρεώθηκε να διεισδύσει σε μη-καπιταλιστικά εδάφη μέσω της κρατικής ισχύος, και συνήθως μέσω του πολέμου – εν προκειμένω [για την Κίνα] μέσω των Πολέμων του Οπίου των Άνισων Συνθηκών.

Έτσι, ακόμα και στα σημεία που έθιξε τις διεθνείς σχέσεις, φευγαλέα ή ως δευτερεύουσας σημασίας, φάνηκε να μην καταπιάνεται επαρκώς με την επίδραση των διεθνών σχέσεων στην πορεία κι ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το Κομμουνιστικό Μανεφέστο και η Γερμανική Ιδεολογία ανήκουν βέβαια στην πρώιμη φάση του Μαρξ, υπό την έντονη, ακόμα, επιρροή του Adam Smith, μια αντίληψη έντονα φιλελεύθερη του τρόπου με τον οποίο ο καπιταλισμός επεκτείνεται στην υφήλιο ουσιαστικά με ειρηνικούς τρόπους, ενόψει της ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας, παρά με γεωπολιτικούς όρους και όρους συγκρουσιακής ανατροπής των σχέσεων ιδιοκτησίας. Η παγκόσμια αγορά εμφανίζεται λοιπόν ως ένας παράγων που καθιστά πολλαπλές περιοχές ομογενείς μέσω της υπαγωγής τους στη λογική μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς. Έτσι, η παγκόσμια αγορά καθίσταται  το βασικό του αντικείμενο, γεγονός που παραγκωνίζει τη διαμεσολάβηση των πιέσεων της παγκόσμιας αγοράς από τα κράτη, καθώς και το πώς  τα επηρεαζόμενα κράτη και οι κοινωνικές τάξεις εντός αυτών απαντούν στις καταχρήσεις των επιταγών της αγοράς. Πώς επιτεύχθηκε από γεωπολιτική άποψη η διαδικασία αυτή και με ποιους τρόπους θεσμοθέτησαν οι δρώντες στην συνέχεια τις σχέσεις αγοράς;

Το βασικό ζήτημα είναι, επομένως, ότι ο Μαρξ δεν έγραψε ποτέ έναν ξεχωριστό τόμο με θέμα το διεθνές εμπόριο ή τον πόλεμο και τη γεωπολιτική – έναν τόμο που θα προβληματοποιούσε είτε τους α-χωρικούς ισχυρισμούς περί σταδίων στην ιστορική εξέλιξη είτε τα περί καπιταλιστικής παγκοσμιοποιημένης αγοράς.

Και υπ’αυτήν την έννοια η ανάγκη επανοικειοποίησης των ΔΣ – λιγότερο ως πειθαρχίας και περισσότερο ως προβληματικής – παραμένει πιεστική για τον μαρξισμό, παρά το σημαντικό έργο των κλασικών θεωρητικών του ιμπεριαλισμού: του Λένιν, του Μπουχάριν, και ως ένα βαθμό της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το πρόβλημα όμως εκεί ήταν ότι κατέληξαν σε μια λειτουργιστική και εργαλειακή εξήγηση των κρατών, και πολλοί άνθρωποι έχουν δείξει πόσο προβληματική είναι η θεμελίωση των ανταγωνισμών για την Αφρική και την κατανομή του κόσμου κατά τη μετάβαση από τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό των μέσων του 19ου αιώνα στον μονοπωλιακό καπιταλισμό της στροφής του αιώνα.

Έτσι, όσο δυναμική παρέμβαση κι αν αποτέλεσαν οι θεωρίες του ιμπεριαλισμού εκείνο τον καιρό, νομίζω ότι  αυτή που ξεχωρίζει ως η πιο συστηματική προσπάθεια εννοιολόγησης των διεθνών σχέσεων εντοπίζεται στην αντιμαρξιστική –  νεορανκιανή και νεοβεμπεριανή – παράδοση. Παρότι απογοητευτικό, το γεγονός αυτό μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε και να επαναδιεκδικήσουμε τις ΔΣ κατά έναν τέτοιον τρόπο  που θα τις καταστήσει συμβατές μετο μαρξισμό. 

ΓΣ και ΑΑ: Η πρόσφατη κρίση και η λιτότητα που έχει επιβληθεί έχουν οδηγήσει σε αυξανόμενη αμφισβήτηση τη νομιμοποίηση και τη βιωσιμότητα του σχεδίου της ΕΕ. Υπάρχουν διαφωνίες εντός των νέων Ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, Ποδεμος) σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης της ΕΕ ως πολιτικού οχήματος για την προώθηση προοδευτικών κοινωνικών μεταρρύθμισεων. Ποια είναι η θέση σου επί του ζητήματος αυτού;

Οι συνθήκες για μια προοδευτική αριστερή πολιτική στην Ευρώπη είναι δυσμενείς, όχι ωστόσο δίχως ελπίδα. Μου φαίνεται ότι κατά την τρέχουσα περίοδο εκδιπλώνονται στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι αντιφάσεις ενός προοδευτικού λαϊκισμού αφενός, εμπνευσμένου από μια λακλαουϊκή ανάγνωση του Carl Schmitt, η οποία στρέφεται γύρω από μια ανταγωνιστική στρατηγική εθνικής μαζικής κινητοποίησης, καλλιεργώντας έναν χοντροκομμένο διαχωρισμό ανάμεσα σε “αυτούς” και “εμάς”, και αφετέρου ενός αριστερίζοντος Ευρωπαϊκού ρεφορμισμού. Νομίζω ότι αυτός ο συγκρουσιακός λαϊκισμός έχει προκαλέσει, από πλευράς τακτικής, μία απάντηση εκ μέρους της Τροικα μακράν δριμύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί, ενώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματική προοπτική της εσωτερικής αυτοδιάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας αυτού. Ακόμα χειρότερα, μπορεί να δούμε τον δεξιό εταίρο από τον υπάρχοντα πολιτικό συνασπισμό να κερδίζει έδαφος στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της ήττας της ηγεσίας του Αλέξη Τσίπρα, συμπεριλαμβανόμενου του ενδεχόμενου μιας δεξιάς στρατιωτικής δικτατορίας. Μπορεί ο προοδευτικός λαϊκισμός να αποτελεί τη σωστή εγχώρια τακτική, αποτελεί όμως λανθασμένη στρατηγική αναφορικά με την εξωτερική πολιτική, καθώς επιτείνει τις αντιφάσεις χωρίς κάποια προοπτική υπέρβασής τους. Είμαι έξαλλος, βέβαια, όσον αφορά την αντίδραση της Γερμανίας στην ελληνική κρίση, η οποία καταλήγει σε μία μορφή οικονομικής κατοχής της Ελλάδας, σε ένα ανεπίσημο coup d’état, το οποίο καταστρατηγεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλη τη μωρολογία περί Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η ΕΕ, χωρίς αμφιβολία, εκτίθεται!

Χρειάζεται ωστόσο να διερωτηθούμε για το κατά πόσον αυτή η συγκρουσιακή-λαϊκιστική ρητορική, παρότι εδράζεται σε πραγματικές αιτίες, δεν έχει προκαλέσει  μία υπερ-συγκρουσιακή απάντηση από το εσωτερικό της Τροικα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επίπεδο δημοσίων σχέσεων. Είναι αποτρόπαια, διότι αντί να παρουσιάζει την κρίση ως διαμάχη ανάμεσα στο διεθνικό κεφάλαιο και την εργασία – τον φορολογούμενο – συγκροτείται μέσω των κυρίαρχων λόγων ως ανταγωνισμός μεταξύ των οικονόμων Γερμανών – ή των Βορειοευρωπαίων – και των τεμπέληδων Ελλήνων, αντί αυτού που πραγματικά είναι: Ευρωπαίοι φορολογούμενοι – οι κατώτερες και μεσαίες τάξεις – που διασώζουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες, τους επενδυτές, και τους δημόσιους δανειστές, οι οποίοι δρουν εξαπατητικά, με απερίσκεπτους τρόπους, ενώ οι μεταφορές ελληνικών κεφαλαίων εκτοξεύουν τις τιμές των ακινήτων σε Βερολίνο και Λονδίνο. Για να μην αναφέρουμε τον ρόλο που έπαιξε η  Goldman Sachs στο μαγείρεμα των λογιστικών βιβλίων αναφορικά με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, τις μαζικές φοροεπιθέσεις από την ελληνική ελίτ και τη διαθφορά εντός αυτής, τα προνόμια που καρπώθηκαν οι ευρωπαϊκές και ειδικά οι γερμανικές επιχειρήσεις μέσω χρηματοδοτούμενων από το χρέος επενδύσεων σε ανούσια ελληνικά έργα υποδομών και ούτω καθεξής.

Τώρα, βέβαια, τα κράτη της ΕΕ έχουν εγκλωβιστεί εντός αυτής της συμφωνίας και δεδομένου του τι συνέβη στην Ελλάδα, βλέπουμε ότι κανένα βελούδινο γάντι δεν περιβάλλει τη σκληρή γροθιά της γερμανικής κυβέρνησης. Πρόκειται για την ευθεία επιβολή αναδιάρθρωσης και προγραμμάτων προσαρμογής που δεν είναι καν ιδιαίτερα αποτελεσματικά: ώθησαν την Ελλάδα και άλλα κράτη σε ακόμα βαθύτερη κρίση, χωρίς να επιλύουν το ουσιαστικό πρόβλημα του χρέους με οποιονδήποτε αξιόπιστο τρόπο. Έτσι, ο λαϊκισμός τρέφει και τις δύο κατευθύνσεις, καθώς ο γερμανικός τύπος – από τη  Frankfurter Allgemeine Zeitung έως τη χυδαία εφημερίδα Bild κλπ., σκιαγραφεί το πρόβλημα ποντάρoντας κυρίως στο εθνικό αίσθημα, μια προσέγγιση λανθασμένη , καλλιεργώντας στερεότυπα χείριστου είδους, χωρίς, βέβαια, να εξετάζει  επί της ουσίας τα πεπραγμένα των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών, προκειμένου να οδηγήσουν την Ελλάδα και άλλα ευρωπαϊκά κράτη στη χρεωκοπία – καθώς και τον ρόλο τους στην ανάκτηση των οφειλών αυτών διαμέσου της κοινωνικοποίησής τους. Έτσι, οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι διασώζουν την Ελλάδα και, ταυτόχρονα, διασώζουν τις γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες. Σε επίπεδο ρητορικής, το γεγονός αυτό δεν είναι συνδεδεμένο με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό αλλά με την ελληνική τεμπελιά. Σήμερα, υπάρχουν δυνάμεις στη Γερμανία – όπως η AfD [Alternative for Germany, ένα νέο ευρωσκεπτικιστικό ακροδεξιό συντηρητικό γερμανικό κόμμα] – η οποία εκμεταλλεύεται αυτόν τον κυρίαρχο λόγο, απαιτώντας τη συρρίκνωση της ΕΕ, την επιβίωση μόνο των σκληροπυρηνικών κρατών σε μια ανασχηματισμένη και πλήρως νεοφιλελευθεροποιημένη Ευρωζώνη, και τον παραγκωνισμό των υπόλοιπων κρατών: μια προοπτική που θα υποβίβαζε τα μεσογειακά κράτη της ΕΕ σε ένα μη βιώσιμο καθεστώς περιφέρειας στο άμεσο μέλλον.

Έχουμε φτάσει, λοιπόν, σε ένα κρίσιμο σημείο, το οποίο θα πρέπει όμως να εκμεταλλευτούμε. Θα έλεγα, από άποψη τακτικής, ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει να ηττηθεί – εντός της ΕΕ – και μπορεί να ηττηθεί, βάσει των προφανών δεδομένων, καθώς είμαι σίγουρος ότι στα ευρωπαϊκά κράτη υπάρχει μια αριθμητική πλειοψηφία αριστερά του κέντρου, ακόμα και στη Γερμανία και τη Γαλλία. Η πληθυσμιακή ομάδα των περισσότερο θιγομένων – οι νέοι – μπορούν να παίξου σημαντικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση. Η αριστερή πολιτική όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να βασίζεται σε εθνικά σχέδια ή στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς, αλλά οφείλει να κτίζει ισχυρές διεθνείς συμμαχίες. Αυτό απαιτεί μαζική εξωκοινοβουλευτική και ενδοκοινοβουλευτική κινητοποίηση, προσανατολισμένη προς μια ολοκληρωτική ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου. Κατά τη διαδικασία αυτή, η οπορτουνιστική ή αφηρημένη έγκληση για ρήξη με την ΕΕ, ειδικά σε περιπτώσεις όπου μια τέτοια απαίτηση αποτελεί μονοπώλιο της δεξιάς και όπου η αριστερά δεν έχει συνεκτική στρατηγική, συνιστά αδιέξοδο. Η επιλογή της δράσης εντός των ευρωπαϊκών θεσμών για λόγους στρατηγικής – ακόμα κι αν αυτοί είναι αναμφίβολα αντιδημοκρατικοί – δε θα πρέπει, επομένως, να απορριφθεί δίχως δεύτερη σκέψη.

Ας επιστρέψουμε στο έργο του Carl Schmitt. Η σκέψη του έχει λάβει όλοενα και μεγαλύτερη προσοχή τις τελευταίες δύο δεκαετίες εκ μέρους αριστερών διανοούμενων (Chantal Mouffe, Gopal Balakrishnan, Ernesto Laclau). Θεωρείς ότι η σύγχρονη αριστερή διανόηση θα πρέπει να ασχοληθεί με τα διλήμματα που θέτει ο Carl Schmitt; Ή συνιστά ένδειξη πολιτικής ήττας αυτή η τάση;

Το έργο του Schmitt είναι πολυδιάστατο και μπορεί να διαβαστεί με πολλαπλούς τρόπους. Μπορώ να κατανοήσω γιατί ασχολούνται με  την ανάλυση και κριτική του του αμερικανικού ιμπεριαλισμού οι ακαδημαϊκοί, ιδιαίτερα σε σχέση με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του για τις αλλαγές στο διεθνές δίκαιο, αναφορικά με την κατάργηση του κλασικού διακρατικού πολέμου και την αντικατάστασή του από μια έννοια πολέμου που βασίζεται στον αποκλεισμό του εχθρού από το δίκαιο (discriminatory concept of war), από έναν ανθρωπιστικό καθολικό παρεμβατισμό, και υπό τη συνθήκη της φιλελεύθερης κυριαρχίας που φτάνει μέχρι τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και την Κοινωνία των Εθνών. Έτσι, η αριστερά έχει το δικαίωμα να ασχολείται με τα διλήμματα που αυτός εντόπισε, εγώ όμως προσωπικά δε θα συνιστούσα τις πολιτικές λύσεις που πρότεινε. Μια αφηρημένη επαναδιεκδίκηση του πολιτικού, οργανωμένου σε κυρίαρχα κράτη, ή μια καταφυγή σε εχθροπραξίες, συνιστούν σαφώς μη αξιόπιστες και βιώσιμες εναλλακτικές για μια αριστερή προοδευτική πολιτική. Ένας πατριωτικός αριστερός λαϊκισμός, που επενδύει στη χοντροκομμένη διάκριση μεταξύ “εκείνων” και “ημών”, μπορεί να είναι κατάλληλος για ορισμένες χώρες, αλλά όχι για βαθιά ενσωματωμένα, μικρά κράτη εντός Ευρώπης. Αν μη τι άλλο, ο Schmitt συνηγόρησε έντονα υπέρ των αυταρχικών λύσεων στις κοινωνικές κρίσεις εντός των φιλελεύθερων-συνταγματικών κρατών – στην περίπτωσή του, στην κρίση της Βαϊμάρης – βασισμένων στην κήρυξη της κατάστασης εξαίρεσης από την εκτελεστική εξουσία του κράτους, με την αναστολή των θεσμών. Στο διεθνές επίπεδο, συνηγόρησε υπέρ της διαίρεσης του κόσμου ανάμεσα σε τέσσερις ή πέντε υπερδυνάμεις, με την καθεμιά να δημιουργεί τις δικές της τοπικές σφαίρες επιρροής, αυτό που αποκαλούσε ευρύτερους χώρους (Grossräume) ή καθολικές περιοχές (pan-regions).

Εξεπλάγην, συνεπώς, από το πόσο άκριτα ανασύρθηκε τη τελευταία περίπου δεκαετία στην αγγλο-αμερικανική βιβλιογραφία, συμπεριλαμβανομένων των ΔΣ, ως ένας προφανώς ριζοσπαστικός και κριτικός στοχαστής. Μπορώ, πλέον, να καταλάβω ως έναν βαθμό τον λόγο. Επικρατεί ωστόσο μια οιωνεί συλλογική αμνησία γύρω από τον Schmitt, ενώ οι μη Γερμανοί δε συσχετίζουν πάντα τον στοχασμό του με τον ρόλο του κατά την περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, τον βαθμό συσχέτισης του έργου του με τις πολιτικές συνθήκες της εποχής, καθώς και τον βαθμό της διανοητικής του συνενοχής ως αποτέλεσμα της εισαγωγής από αυτόν ενός σχεδίου για τη ναζιστική εξωτερική πολιτική. Η κριτική του για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό δε συνεπάγεται αυτόματα τη χρησιμότητα της πολιτικής του σκέψης για την αριστερά – μάλλον το αντίθετο!

Δεν ανήκε στους κλασικούς θεωρητικούς της γεωπολιτικής, αλλά μέσω της εκτίμησής του αρχικά  προς το Δόγμα Μονρόε  στο δυτικό ημισφαίριο, και αντιστεκόμενος στον πληθωρισμό του σε παγκόσμια κλίμακα μέσω του Ουιλσονιανισμού, πρόσφερε ουσιαστικά ένα πρότυπο και μια δικαιολόγηση για τη γερμανική κατάκτηση στην Ανατολή, την οποία σκιαγράφησε ως σύμφωνη, κατά το μάλλον ή ήττον, προς τη λογική της παγκόσμιας ιστορίας. Ουσιαστικά, οι νικηφόρες δυνάμεις διαμορφώνουν, ύστερα από τις κατακτήσεις τους, τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, έτσι ώστε το δίκαιο να έπεται της κατάκτησης, δημιουργώντας έναν “νόμο” – έναν συνδυασμό εδαφικής κυριαρχίας και δικαίου. Η περιγραφή αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί  ότι αποδίδει εύστοχα, εάν απο-κοινωνιολογικοποιηθεί, τη σχέση μεταξύ δικαίου και διεθνούς ισχύος, θέλουμε όμως πραγματικά να προσφύγουμε στη δυνατότητα των διανοητικών αντί σε αρχές πολιτικής ισχύος του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς τάξης;

Εντάσσω, λοιπόν, με δύο τρόπους τον Schmitt στο έργο μου: αποδομώντας, αφενός, την ιστορία του διεθνούς δικαίου και της τάξης, όπως σκιαγραφήθηκαν από αυτόν στο έργο του Ο Νόμος της Γης, και δείχνω πώς η απόπειρα να παράσχει μια ιδεολογική αφήγηση αντιπαραθετική προς τις φιλελεύθερες αφηγήσεις του διεθνούς δικαίου είναι στην πραγματικότητα ιστορικά προβληματική και απλώς ανακριβήςσ.5See Carl Schmitt, The Nomos of the Earth in the International Law of the Jus Publicum Europaeum, trans. G.L. Ulmen (Candor, NY: Telos Press, 2006). For criticisms, cf. Benno Teschke, “Decisions and Indecisions: Political and Intellectual Receptions of Carl Schmitt,” New Left Review II/67 (January-February 2011); and Teschke, “‘The Fetish of Geopolitics; Reply to Gopal Balakrishnan,” New Left Review II/69 (May-June 2011); and finally, Teschke, “Fatal Attraction: A Critique of Carl Schmitt’s International Political and Legal Theory,” International Theory 3 no. 2 (2011); 179-227..  Προσπαθώ, αφετέρου, να θέσω υπό αμφισβήτηση ένα πολύ λεπτό θεωρητικό λεξιλόγιο – το “σκέπτεσθαι της συγκεκριμένης τάξης” (concrete order thinking) και την έννοια του “πολιτικού” (τη διάκριση φίλου/εχθρού) – τα οποία προορίζονται να στηρίξουν και να θεμελιώσουν αυτήν την ιστορική αντι-φιλελεύθερη αντι-αφήγηση. Ταυτόχρονα, νομίζω ότι αποτελεί σύμπτωμα το γεγονός ότι αριστεροί στοχαστές, συμπεριλαμβανομένων των Gopal Balakrishnan και της Chantal Mouffe κλπ., στράφηκαν στον Schmitt για να παράσχουν την εκλείπουσα μαρξιστική γεωπολιτική, ειδικά για την περίοδο του μεσοπολέμουσ.6Cf. Gopal Balakrishnan, The Enemy: An Intellectual Portrait of Carl Schmitt (London: Verso, 2002), and his “The Geopolitics of Separation: Response to Teschke’s ‘Decisions and Indecisions,’” New Left Review II/68 (March-April 2011); Chantal Mouffe, The Return of the Political (London: Verso, 1993).. Αυτό σχετίζεται, με αυτήν την έννοια, με την προηγούμενη θέση μου: επειδή οι ΔΣ είναι ακόμα σχετικά απούσες από τη μαρξιστική βιβλιογραφία, οι άνθρωποι ψηλαφίζουν τριγύρω προκειμένου να βρουν τις κατάλληλες έννοιες, να εφεύρουν αφηγήσεις που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την κρίση του δικαίου και της διεθνούς τάξης από τα τέλη του 19ου αιώνα και εξής, στη διάρκεια της κρίσης του τριακονταετούς πολέμου, και εντός του 20ου και 21ου αιώνα, χωρίς να έχουν εξετάσει επαρκώς τη διανοητική αρχιτεκτονική της σκέψης του Schmitt στο σύνολό της. Περίεργες συναναστροφές!

Ελπίζω να κατέδειξα πόσο εσφαλμένη και προβληματική είναι η χρήση των σμιτιανών κατηγοριών και η συσχέτισή τους με τις έννοιες  του καπιταλισμού και της ταξικής σύγκρουσης. Για τον λόγο, κυρίως, ότι ο Schmitt αντιλαμβανόταν εξ αρχής τον εαυτό του ως έναν διακηρυγμένο αντι-κοινωνιολογικό στοχαστή, γεγονός που τον συνδέει πολύ περισσότερο με τη ρεαλιστική και αυταρχική παράδοση παρά με οτιδήποτε άλλο. Θυμηθείτε απλώς ότι ο ορισμός του της κυριαρχίας προέρχεται από την πολιτική θεολογία, την παπική πληρότητα της εξουσίας και την απολυταρχία, και επικυρώνει την εκτελεστική εξουσία ως κάτι εκτός και πέραν των κοινωνικών συγκρούσεων και των των κοινωνικών αγώνων. Προσπαθεί, λοιπόν, να απομονώσει και να προστατέψει την πολιτική και το πολιτικό από οποιοδήποτε είδος κοινωνικής αμφισβήτησης και λογοδοσίας. Ο Κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης. Και η επίκληση της έννοιας του πολιτικού στρέφεται γύρω από μία χoντροκομμένη έννοια κοινωνικής ομοιογένειας, οδηγούμενης από μια υπαρξιακή πολιτική του φόβου, σχεδιασμένη να καλύψει τα ρήγματα εντός κοινωνικο-πολιτικά ετερογενών και ταξικά διχασμένων κοινωνιών των πολιτών.

Η αποδοχή της συμβατότητας των παραπάνω με τον μαρξισμό – είτε θεωρητικά είτε πολιτικά – απαιτεί μεγάλο άλμα πίστης, δεδομένου ότι οφείλει να λάβει κανείς υπόψη τουλάχιστον δύο πράγματα σε σχέση με την κυριαρχία: πρώτον, ότι η κυριαρχία είναι κοινωνική σχέση. Ίσως αυτό να ακούγεται γενικό, οποιοσδήποτε όμως επικαλείται την κατάσταση εξαίρεσης οφείλει να έχει υπόψη του πριν τη διακήρυξή της τη δυνατότητα ή μη της εφαρμογής της. Ποια είναι η κοινωνική κατάσταση; Ποιες είναι οι διαθέσιμες – στρατιωτικές, πολιτικές, διοικητικές – πηγές για την εφαρμογή της κατάστασης εξαίρεσης; Η κατάσταση εξαίρεσης αποτελεί πάντοτε μια βαθιά κοινωνικοποιημένη σχέση, σχεδόν το αντίθετο από αυτό που προσπαθούσε να ισχυριστεί ο Schmitt. Δεύτερον, τι είδους είναι η κρίση που προκαλεί την εμφάνιση των έκτακτων εξουσιών; Από τη στιγμή που η πολιτική θεολογία δεν ενδιαφέρεται για την εξήγηση της κρίσης, σε αντίθεση με την ιστορική κοινωνιολογία ή την πολιτική οικονομία, ο σμιτιανός στοχασμός δεν παρέχει τις κατηγορίες για την κατανόηση των κοινωνικο-πολιτικών κρίσεων – εξ ου και η αστόχαστη υποτροπή σε μια αφηρημένη έννοια του “πολιτικού”: μια χοντροκομμένη διάκριση μεταξύ του “εμείς” και “αυτοί”. Και, όσον αφορά στις εδαφικές κατακτήσεις  – αρπαγές γης – ο Schmitt τάσσεται φυσικά  και πάλι υπέρ μιας βαθιά απο-κοινωνικοποιημένης αντίληψης περί ρεαλιστικής λογικής της γεωπολιτικής δυναμικής και της εξουσίας, συνειδητά αποσυνδεδεμένων από οτιδήποτε συντελείται εντός των κοινωνιών. Τα κράτη, από τη φύση τους, επέμενε, επεκτείνονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τον χώρο! Έτσι, είτε μιλάμε για τις ανακαλύψεις του 1492 είτε για την περίοδο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών των τελών του 19ου αιώνα, ο Schmitt θα τα ερμήνευε ως επιβεβαίωση του δικαίου του ισχυρότερου. Αυτό ακριβώς κάνουν τα κράτη: αυτο-συντήρηση δια της επέκτασης, δημιουργώντας έναν νόμο, παρά έναν κόσμο ή λόγο (logos).

Εξακολουθούν, επομένως, να με εκπλήσσουν οι προσπάθειες επανοικειοποίησης ειδικά της ιστορικής οπτικής του Schmitt, καθώς και των εννοιλογικών του εργαλείων και της πολιτικής του σκέψης από τους μαρξιστές. Αποτελεί κατά τη γνώμη μου αδιέξοδο και είναι συνιστά ένδειξη διανοητικής και πολιτικής ηττοπάθειας. Πράγματι, είναι απίστευτη η ομοιότητα της τωρινής κατάστασης με την περίοδο της μεσοπολεμικής κρίσης και της κατάστασης της Βαϊμάρης επί Schmitt. Είμαστε αντιμέτωποι με μια δριμεία καπιταλιστική κρίση, με τις δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις στις περισσότερες χώρες της ΕΕ να απορροφούν προς όφελός τους την κοινωνική δυσαρέσκεια, κι ένα φιλελεύθερο κέντρο υπό κατάρρευση. Η υπεράσπιση, όπως μου υπενθύμισε ο Steffan Wyn-Jones, ενός αριστερού λαϊκισμού και εθνικισμού που συχνά αλληλεπικαλύπτεται με δεξιές πολιτικές συνταγές – μέσω της επίκλησης του Schmitt, μου φαίνεται ολέθρια. Στην τελική, ο Εθνικοσοσιαλισμός άκμασε κατά τη αμαγαλμάτωση αριστερών και δεξιών πολιτικών στοχεύσεων κατά την άνοδό του στην εξουσία, προτού τερματιστεί οποιοδήποτε όνειρο λαϊκιστικού σοσιαλισμού “τη νύχτα των μεγαλών μαχαιριών” από τη στιγμή που οι Ναζι βρέθηκαν στην εξουσία. Μπορεί να ακούγεται αφελές, αλλά μου φαίνεται ότι μια ευρεία διεθνική συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων αποτελεί τον μίνιμουμ αποδεκτό και ρεαλιστικό τρόπο να προχωρήσουμε.

Φαίνεται ότι η έμφαση στο “διεθνές” μας επιβάλλει να ξανασκεφτούμε το κράτος. Δεδομένου ότι κάποιοι το έκαναν αυτό στρεφόμενοι σε μη μαρξιστές στοχαστές, ποια θεωρείς ότι είναι η αξία της επιστροφής σε τάσεις εντός του μαρξισμού – όπως στη γερμανική “συζήτηση για το κράτος” (state debate), η οποία προσπάθησε να συνδυάσει την κατανόηση της μορφής του καπιταλιστικού κράτους με μια ανάλυση της εμπλοκής του σε σχέσεις καπιταλιστικού ανταγωνισμού και παγκόσμιας αγοράς, ή στη συζήτηση ανάμεσα στον Ralph Miliband  και τον Νίκο Πουλαντζά, η οποία προσπάθησε εν μέρει να συνδέσει μια θεωρία του κράτους με ζητήματα επαναστατικής στρατηγικής και οργάνωσης; Πώς θα μπορούσαν αυτά τα ρεύματα της μαρξιστικής, ειδικά, θεωρίας για το κράτος να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε το “διεθνές” σήμερα; Και, αντίστροφα, πώς θα μπορούσε η ανανεωμένη προσοχή σου στο “διεθνές” να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την κρατική εξουσία και την πολιτική στρατηγική;

Η έννοια του “διεθνούς” αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια προβληματική επινόηση που εξακολουθεί να αποδέχεται τη γλώσσα της τραγικής αναγκαιότητας και των άχρονων επιταγών που υποστηρίζεται από ρεαλιστές και νεορεαλιστές στις ΔΣ. Προτείνω την αντικατάστασή της, έχοντας συναίσθηση του πόσο διαφορετικά οργανώνονταν η πολιτική γεωγραφία και οι σχέσεις ανάμεσα στα πολιτεύματα ανά την ιστορία. Ειδάλλως, εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε υπό την επιρροή μιας στατικής υπερ-αφαίρεσης μη παραμερίσιμης που παγώνει τη δημιουργική σκέψη και τις προοδευτικές στατηγικές για μια χειραφετητική αλλαγή και δράση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά σημασία η ιστορία. Δεν είναι, για παράδειγμα, ακριβής – ή είναι τουλάχιστον μονομερής – ο ισχυρισμός ότι τα επαναστατικά κράτη, ανεξάρτητα από την εσωτερική τους σύνθεση και τις στρατηγικές της εξωτερικής τους πολιτικής, ενσωματώνονται σταδιακά στις κανονικότητες του περιβάλλοντος συστήματος κρατών, χαρακτηριζόμενου από την αμείλικτη λογική των πολιτικών ισχύος και της αυτοβοήθειας, όπως εξακολουθούν να λένε οι νεορεαλιστές και κατά τον τρόπο που ισχυρίζονται οι νεοβεμπεριανοί ιστορικοί κοινωνιολόγοι, όπως η Theda Skocpol, όταν εξέτασε τη γαλλική, τη ρωσική και την ιρανική περίπτωση. Είναι πιο ακριβής σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα ο ισχυρισμός ότι τα επαναστατικά κράτη, όπως η Βρετανία του 17ου, η Γαλλία και οι ΗΠΑ του 18ου, η Σοβιετική Ένωση κατά τον 20ό αιώνα, και ίσως ακόμα και η σύγχρονη Γερμανία, άλλαξαν θεμελιωδώς τους ‘όρους του παιχνιδιού’ βάσει των οποίων εκτυλίσσεται η διεθνής πολιτική. Το γεγονός αυτό οδηγεί, σε πολλές περιπτώσεις, σε εγχώρια προσαρμογή στις καινοτομίες – θεσμικά, στρατιωτικά, στρατηγικά, οικονομικά, κοινωνικά – που εγκαινίασαν τα επαναστατικά κράτη χωρίς να δημιουργούν κατά τη διαδικασία αυτή ακριβή αντίγραφα. Το επιχείρημα αυτό δε στοχεύει στην ανάδειξη του ειρηνικού χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής είτε των φιλελεύθερων είτε των σοσιαλιστικών κρατών, ή της ‘προόδου’ στην παγκόσμια ιστορία, όσο τη μεταβλητότητα των εξωτερικών πολιτικών και των στρατηγικών σύγκρουσης και συνεργασίας, η οποία δεν μπορεί να προέρχεται ούτε από μια συστημική διακρατική λογική ούτε από τον εγχώριο ‘τρόπο παραγωγής’.

Γιατί επιδιώκουν οι ΗΠΑ μια πολυμερή ηγεμονία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αντί του απομονωτισμού ή του ιμπεριαλισμού, δεδομένου ότι ακολούθησαν το πρώτο κατά τον Μεσοπόλεμο και το δεύτερο υπό τον Θ. Ρούζβελτ; Μπορούμε να  απαντήσουμε το ερώτημα αυτό με αναφορά είτε σε διακρατικές επιταγές είτε στη λογική του κεφαλαίου; Γιατί υιοθέτησε η Βρετανία στις αρχές του 18ου αιώνα πολιτική ισορροπίας και μη επέμβασης σε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη και ιμπεριαλιστική επέκταση στο εξωτερικό, αντί μιας απλώς πολιτικής ισχύος και ιμπεριαλισμού σε όλα τα μέτωπα ταυτόχρονα; Γιατί η σύγχρονη Γερμανία επιδιώκει τοπική ηγεμονία εντός του πλαισίου ενός πολύπλευρου ατλαντικισμού αντί της προσφυγής σε σχήματα τοπικής αυτάρκειας; Ο καπιταλισμός και η διακρατική τάξη προβάλλουν ενδεχομένως ορισμένες πιέσεις, αλλά οι απαντήσεις που αναπτύσσουν τα κράτη προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτές τις πιέσεις, βασικό επιχείρημα του Πολιτικού Μαρξισμού, δεν μπορούν να “προέρχονται” από αυτά τα συμφραζόμενα. Τι είναι, επομένως, λογικά ή εννοιακά ένα σαφώς καπιταλιστικό κράτος και μια καπιταλιστική εξωτερική πολιτική – εκτός ιστορίας;

Μου φαίνεται ότι είναι αυτό ακριβώς το είδος επιχειρηματολογίας που με καθιστά επιφυλακτικό προς τη Γερμανική Σχολή Μεθοδικής Παραγωγής του Κράτους (German State Derivation School) που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του εβδομήντα. Εάν θυμάμαι σωστά, οι εκπρόσωποι της Μεθοδικής Παραγωγής προσπάθησαν να συνηγορήσουν υπέρ της “μορφής του αστικού κράτους” και του “αστικού δικαίου” και των λειτουργιών του ως αναγκαίου αποτελέσματος των απαιτήσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ή ακόμα και της εμπορευματικής ανταλλαγής. Η “σχετική αυτονομία” του – το γεγονός ότι η άρχουσα τάξη δεν άρχει – συγκάλυψε το γεγονός ότι είχε να φέρει εις πέρας σε επίπεδο δομής, αλλά όχι εργαλειακά, τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η σχετική αυτονομία προερχόταν από την ιδέα ότι το κράτος λειτουργούσε προς το γενικό συμφέρον του κεφαλαίου να συντονίζει τη βούληση πολλών κεφαλαίων. Eνώ “η σχετική αυτονομία” ήταν συνομολογημένη, το κράτος δεν ήταν ουδέτερο, αλλά εκπλήρωνε δομικά τα καθήκοντα της γενικής καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αυτή η συζήτηση ήταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό αφηρημένη και θεωρητικίστικη, τη θεωρούσα ανέκαθεν βαθιά ανιστορική και αόριστη, δεδομένου ότι επιχειρηματολογούσε για το “καπιταλιστικό κράτος” γενικά και αόριστα. Τα γραπτά της Heide Gerstenberger ήταν κατ’εμέ πιο οξυδερκή όσον αφορά την ιστορική προέλευση και ανάπτυξη του “αστικού κράτους”, καθότι προσδεδεμένα σε συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές διαμάχες, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές “εκδηλώσεις” και πορείες αυτού, αν και εν πολλοίς παρέλειψε τη διάσταση της εξωτερικής πολιτικής από τις μελέτες της. Αυτή η παραμέληση της εξωτερικής πολιτικής επικρατούσε επίσης και στις μαρξιστικές συζητήσεις της δεκαετίας του εβδομήντα.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα όρια των παραδοσιακών μαρξιστικών θεωριών του ιμπεριαλισμού, και πώς θα μπορούσε να μας επιτρέψει το έργο σου να ξανασκεφτούμε την ιστορία του ιμπεριαλισμού, ειδικά του σύγχρονου;

Ανέφερα παραπάνω ότι οι παραδοσιακές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού εκείνη την περίοδο ήταν ήδη προβληματικές, κυρίως επειδή ήταν εξαιρετικά γενικευτικές σε σχέση με τα βασικά καπιταλιστικά κράτη που συναποτελούσαν το διακρατικό σύστημα κατά τη διάρκεια της belle époque, και παρείχαν δομιστικές-λειτουργιστικές εξηγήσεις της κρατικής τακτικής και της διεθνούς πολιτικής. Ισχυρίζονταν την άμεση ταυτότητα του κράτους με το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Συγκεκριμένα “στάδια” του καπιταλισμού, εν προκειμένω ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, θεωρούνταν ότι παρείχαν ενδελεχή εξήγηση της εξέλιξης των διεθνών σχέσεων, δηλαδή του διακρατικού ανταγωνισμού και της συμμετοχής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο την περίοδο εκείνη.

Διαφορετικές κρατικές στρατηγικές οργάνωσης των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας δεν ήταν άξιες λόγου! Εντούτοις, οι μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού παραμένουν αξιοθαύμαστες στο βαθμό που, για πρώτη φορά, υποχρέωσαν τους ανθρώπους να σκεφτούν πιο συστηματικά επιρροές της εξωτερικής πολιτικής διαφορετικές από εκείνες που ήταν ταυτόσημες είτε με μια υποστασιοποιημένη ορθολογικότητα του κράτους και τα πρωτεία της εξωτερικής πολιτικής, ή την υποτροπή σε βιολογικές αναλογίες, οι οποίες αντιλαμβάνονταν το κράτος, από τα τέλη του 19ου αιώνα και εξής, ως παγιδευμένο σε νεοδαρβινικούς, μηδενικού αθροίσματος αγώνες για επιβίωση σε έναν εδαφικά πεπερασμένο πλανήτη, στον οποίο ο Ζωτικός Χώρος (Lebensraum) ήταν δυσεύρετος. Αυτός ο τρόπος σκέψης δεν περιοριζόταν στη Γερμανία, εντός της οποίας η πολιτική γεωγραφία του Friedrich Ratzel και η Γεωπολιτική του Karl Haushofer έγιναν κυρίαρχες, αλλά ήταν επίσης ζωντανός και στο ΗΒ, όπου ο πρώην διευθυντής του LSE, ένας γεωγράφος ονόματι Halford Mackinder, έγραψε το 1904 ένα άρθρο με σημαντική επιρροή με τίτλο “Ο Γεωγραφικός Άξονας της Ιστορίας”, του οποίου η θεωρία της ενδοχώρας ενημέρωσε τη βρετανική γεωπολιτική στρατηγική και την παρακμάζουσα Αυτοκρατορία. Παρόμοια πράγματα συνέβησαν στις ΗΠΑ μέσω της θαλάσσιας πολιτικής του Ναυάρχου Thayer Mahan και τη στρατηγική προτεραιότητα της θαλάσσιας ισχύος. Ο Rudolf Kjellen, ο οποίος επινόησε τον όρο “γεωπολιτική”, ήταν Σουηδός πολιτικός επιστήμονας. Η Ιταλία και η Ιαπωνία είχαν τα δικά τους σχήματα για την υπερεθνική περιφερειακή τάξη.

Κατά τη γνώμη μου, όπως προανέφερα, δεν είναι δυνατή η επιστροφή σε μια νεολενινιστική ή νεοκαουτσκιανή ανάλυση, ακόμα και αν αυτή αναδιατυπωθεί με βάση δύο ‘λογικές εξουσίας’ – μία που θα υποστασιοποιεί την κρατική εξουσία και την εδαφικότητα, και μία που θα υποστασιοποιεί τον καπιταλισμό και τις  απεδαφοποιήσεις – προκειμένου να συλλάβει τους ιστορικά διαφορετικούς τρόπους υπό τους οποίους συγκροτήθηκαν ‘οι χώροι της καπιταλιστικής συσσώρευσης’ και να συνδεθεί με ζητήματα κρατικής ασφάλειας. Παρατηρούμε εντός της μαρξιστικής συζήτησης την επιστροφή σε επιχειρήματα υπέρ μιας ισχυρών δομιστικών λογικών  υπαγορευμένων από καπιταλιστικές ‘ανάγκες’ και ‘επιταγές’, εκ των οποίων η ‘εξωτερική πολιτική’ έλκει την καταγωγή της. Αυτό οδηγεί σε μια εννοιολογική χαλάρωση, όπου οι έννοιες του ιμπεριαλισμού, τυπικές ή άτυπες, βρίθουν αδιακρίτως. Είναι οι παταγώδεις αποτυχίες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν κατά τον ίδιο τρόπο ιμπεριαλιστικές όπως οι ανταγωνισμοί για την Αφρική στα τέλη του 19ου αιώνα και η βιετναμέζικη τραγωδία; Είναι δύσκολο να τυποποιήσουμε κάποιου είδους ουσία της  μαρξιστικής ανάλυσης της γεωπολιτικής, εντούτοις η πρώτη προϋπόθεση είναι να απαγκιστρωθούμε από τη στρουκτουραλιστική-λειτουργιστική παγίδα της επικέντρωσης στις διαδικασίες διαμόρφωσης της εξωτερικής στρατηγικής και στα ανεξέλεγκτα αποτελέσματα αυτών των στρατηγικών, όπως έχουμε δει στη Μέση Ανατολή, όπου η δημοκρατία και και ο ‘κανόνας του δικαίου’ δεν ξεπήδησαν ως εκ του θαύματος μόλις απομακρύνθηκαν οι δικτάτορες, όπως πίστευαν οι Νεοσυντηρητικοί, αλλά μάλλον οδηγούν σε κρατικές αποτυχίες, εκτοπισμούς, μεταναστεύσεις, και την ανασύνταξη των τρομοκρατών σε μια μεταβατική βάση, η οποία είναι πλέον ισχυρότερη απ’ ό,τι πριν τον “πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία”. Ένα καλό παράδειγμα διεξαγωγής μιας τέτοιας ανάλυσης είναι η μελέτη του Neil Smith “Αμερικάνικη Αυτοκρατορία”, η οποία αναδεικνύει πολυ λεπτομερέστερα τον τρόπο που η στρατηγική και η διπλωματία διαμορφώνονται από τους σχεδιαστές τους – με προεξάρχουσα τη φιγούρα του Isaiah Bowman – με τρόπους που είναι, στην πραγματικότητα, πολύ λιγότερο “σχεδιασμένοι” και “συνεκτικοί” απ’ ό,τι τείνουμε να πιστεύουμε όταν επαναθέτουμε εκ των υστέρων ορισμένες “λογικές” που  εφαρμόζονται σαν να υλοποιούσαν οι πολιτικοί ένα προκαθορισμένο σενάριο. Παραμένει αυτό μαρξιστικό; Θα έλεγα ναι, και θα προτιμούσα να παραπέμψω τoν αναγνώστη στην κριτική του Μαρξ στα Grundrisse στην αφηρημένη και γενικευτική σκέψη υπό την οπτική γωνία της αιωνιότητας, προς όφελος της αναγνώρισης και ανακατασκευής περιπτώσεων sui generis. Είναι αυτή η διαδικασία διεξαγωγής  εμπειρικά πλούσιων και περιπτωσιακών ερευνών, απρόσβλητων από γενικεύσεις και λογικές, που καθιστά εφικτή, θεωρώ, την επανασύνδεση με την ανάγνωση μου του Πολιτικού Μαρξισμού – ή του Γεωπολιτικού Μαρξισμού  – ώστε να καλύψει την επιρροή πληθώρας παραγόντων στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και τις απρόβλεπτες αντιδράσεις άλλων χωρών που αυτή προκαλεί.

ΓΣ και ΑΑ: Πώς εξηγείται η αναζωπύρωση των δεξιών εθνικισμών στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και σε άλλα μέρη του κόσμου; Το ζήτημα του διεθνούς εμπορίου και του διακρατικού ανταγωνισμού είναι κρίσιμο εν προκειμένω, με πολλά κόμματα και κινήματα να υιοθετούν αντι-παγκοσμιοποιητικές ή φιλο-παγκοσμιοποιητικές θέσεις υπέρ της παγκοσμιοποίησης.

BT: Είναι σαφές ότι ο όρος παγκοσμιοποίηση αποτελούσε ανέκαθεν μια ιδεολογική κατασκευή που κατέπνιγε τις διαφορετικές κοινωνικές συνέπειες της φιλελευθεροποίησης και του νεοφιλελευθερισμού σε διαφορετικά μέρη. Όπως παραδέχονται πλέον ακόμα και οι νεοφιλελεύθεροι, υπάρχουν λίγοι νικητές και πολλοί περισσότεροι ηττημένοι εντός και μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών. Βιώνουμε πρωτοφανούς βαθμού ανισότητες σε πλούτο, ειδόδημα και ευκαιρίες, ειδικά εντός των νεότερων γενιών, διαφθορά και απάτη σε γιγαντιαία κλίμακα από τη Βραζιλία μέχρι την Τουρκία, από την Ισπανία μέχρι την Ελλάδα, κι επιπλέον την καταστροφή του κράτους πρόνοιας εντός του καπιταλιστικού  πυρήνα, τη μείωση των μισθών για τους περισσότερους, και την όξυνση των επισφαλών συνθηκών εργασίας. Ταυτόχρονα, οι μεσαίες τάξεις που παρείχαν το κοινωνικό θεμέλιο για τη συναίνεση μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, έχουν παντού συμπιεστεί στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α.. Επιπλέον, υπάρχει ένα ευρέως διαδεδομένο αίσθημα ότι οι τραπεζίτες και οι ‘νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί ειδικοί’ τους που προκάλεσαν την οικονομική κρίση του 2008 ξέφυγαν σε μεγάλο βαθμό με ατιμωρησία κι εξακολουθούν να διακηρύσσουν τις ίδιες αποτυχημένες λύσεις, ενώ οι ίδιοι πλουτίζουν: ευκολότερες πιστώσεις, χαλαρή νομισματική πολιτική και ρευστότητα, ενώ ταυτόχρονα αποσαρθρώνονται και εξαντλούνται τα αποθέματα του πληθυσμού κι ενώ οι φορολογικοί παράδεισοι πολλαπλασιάζονται. Ως εκ τούτου, δυσαρεστημένοι και αποξενωμένοι ψηφοφόροι θεωρούν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία συχνά ανήμπορη, ενώ οι κοινωνίες είναι βαθιά πολωμένες. Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο οι αριστερές όσο και οι δεξιές διαμαρτυρίες εναντίων του κατεστημένου και των ελίτ είναι ευάλωτες σε λαϊκιστικές και εθνικιστικές διεξόδους. Όπως προανέφερα, θα ήταν άστοχο να ακολουθήσει η αριστερά μια εθνικιστική στρατηγική, καθώς αυτό διακινδυνεύει την απορρόφηση από νεοεθνικιστικά κινήματα. Η επιλογή δε βρίσκεται ανάμεσα στην προσφυγή στην αντιπαγκοσμιοποίηση και στη νεοφιλελεύθερη υπεράσπιση της παγκοσμιοποίησης, αλλά ανάμεσα σε οπισθοδρομικούς εθνικισμούς και στον προοδευτικό διεθνισμό. Αυτό απαιτεί κάτι παρόμοιο με ένα τοπικό ή και, ίσως, παγκόσμιο New Deal’. Εφαρμόστηκε και παλαιότερα, γιατί όχι και τώρα; Πράγματι, η σοσιαλδημοκρατία, ο παρεμβατισμός και ο ‘ενσωματωμένος φιλελευθερισμός’  ομολογουμένως κοινωνήθηκαν με σκληρό τρόπο μετά από δύο παγκοσμίους πολέμους και πιθανότατα έγινε δυνατή η ύπαρξή τους μόνο υπό τη συνθήκη της παρουσίας μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής, της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα, το παγκόσμιο πλαίσιο είναι διαφορετικό, αλλά εάν ο κλυδωνισμός των πολιτικών ηγεσιών από μαζικές διαδηλώσεις, συντονισμένα και διεθνώς, πρόκειται να έχει κάποια σημασία, τότε τον χρειαζόμαστε τώρα! Οποιοσδήποτε μπορεί να διαβλέψει τις πιθανές συνέπειες σε διεθνές επίπεδο εάν συνεχίσουμε να κινούμαστε ολοταχώς προς μία νέα Βαϊμάρη που θα σφραγίζει την εξασθένιση της Δύσης.

Εδώ το πρώτο μέρος της συνέντευξης.

O Benno Teschke είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Sussex. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τη Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, την Ιστορική Κοινωνιολογία, τον Μαρξισμό και τη Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Ο Mύθος του 1648: Τάξη, Γεωπολιτική και η Δημιουργία των Σύγχρονων Διεθνών Σχέσεων (Λονδίνο: Verso, 2009).

Υποσημειώσεις[+]