Συνέντευξη με τον Benno Teschke – Α’ Μέρος

Στη συνέντευξη αυτή, οι Γιώργος Σουβλής και Aurélie Andry συζητούν με τον Benno Teschke, συγγραφέα του βιβλίου Ο Μύθος του 1648: Τάξη, Γεωπολιτική και η Δημιουργία των Σύγχρονων Διεθνών Σχέσεων για τη σχέση ανάμεσα στον Μαρξισμό και τη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Όπως σημειώνει ο Teschke, ο Μαρξ δεν ανέπτυξε ποτέ μια ολοκληρωμένη θεωρία για τις διεθνείς σχέσεις, ενώ η απουσία μιας συνεκτικής μαρξιστικής θεωρίας των διεθνών σχέσεων έχει επιτρέψει την καθιέρωση και νομιμοποίηση επιζήμιων ισχυρισμών εντός του μαρξισμού, όπως, μεταξύ άλλων, εργαλειακές αντιλήψεις για το κράτος, την αντίληψη περί σταδίων της ιστορίας, ή μια γενικευτική αντίληψη για την καπιταλιστική διεθνή αγορά –. Συζητάει μαζί τους για τη διανοητική του πορεία, τα βασικά επιχειρήματα του έργου του, καθώς και εναλλακτικούς τρόπους κατανόησης των καπιταλιστικών διεθνών σχέσεων, ενώ παράλληλα διατυπώνει ορισμένες παρατηρήσεις για τον Πολιτικό Μαρξισμό, την οικειοποίηση του Carl Schmitt από την αριστερά, και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.     

Μετάφραση: Δημήτρα Αλιφιεράκη, Επιμέλεια: Γιώργος Σουβλής

Σε ποιο ευρύτερο διανοητικό και πολιτικό πλαίσιο της Δυτικής Γερμανίας θα ενέτασσες την πορεία σου;

Φοίτησα σε ένα φραγκισκανικό γυμνάσιο της επαρχιώτικης Δυτικής Γερμανίας. Η διανοητική διαμόρφωση και πορεία προς τον Μαρξισμό όσων γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όπως εγώ, και έκλιναν προς την αριστερά, έφερε κατά πάσα πιθανότητα τη σφραγίδα της Σχολής της Φρανκφούρτης. Το ίδιο συνέβη και με μένα. Έβρισκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες τις επεξεργασίες της πρώιμης Σχολής της Φρανκφούρτης, εν μέρει τον Neumann και τον Kirchheimer και τη συζήτηση για τον φασισμό, εν μέρει το πρώιμο έργο του Jürgen Habermas (το οποίο, ωστόσο, σύντομα με απογοήτευσε) για τον ‘Δομικό Μετασχηματισμό της Δημόσιας Σφαίρας’, καθώς και τις μελέτες με ιστορικά και κοινωνιολογικά θεμέλια που επιχειρούσαν περισσότερο μια πολιτική ανάλυση με την κλασική έννοια, παρά μια φιλοσοφική ή πολιτισμική. Προκειμένου να αντισταθμίσω αυτήν την απομάκρυνση από την πολιτική οικονομία και την ιστορική κοινωνιολογία, στράφηκα, στη συνέχεια, στο έργο του ίδιου του Μαρξ, αλλά πάντα αισθανόμουν ότι η θεωρητική δομή του Κεφαλαίου – με εξαίρεση τα ιστορικά κεφάλαια –  και το βιβλιογραφικό corpus που είναι γνωστό ως η Λογική του Κεφαλαίου (KapitalLogik), ή, προσφάτως, ως η Νέα Διαλεκτική (the ‘New Dialectics), παρέμεναν στείρα, καθότι αποτελούσαν μια εξάσκηση στις διαλεκτικές αφαιρέσεις μιας καθαρά εννοιακής φύσης που είχε αφήσει πίσω την πραγματική της ιστορία. Παρόλα αυτά, η σχέση μου με τη Σχολή της Φρανκφούρτης και τον Δυτικό Μαρξισμό μου ενέπνευσε βαθιά αντιθετικιστικές πεποιθήσεις και, αν θέλετε, μια διαλεκτική ευασθησία όσον αφορά την αντίληψή μου για την έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες.

Ουσιαστικά, το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής συζήτησης στη Δυτική Γερμανία – τόσο εξ αριστερών όσο και εκ δεξιών – το διαπερνούσε ακόμα η γερμανική καταστροφή και το Ολοκαύτωμα, κι αυτά αποτέλεσαν επομένως και τη δική μου πρώτη διανοητική προβληματική. Παρόλα αυτά, αντί να στραφώ στην πολιτισμική βιομηχανία ή σε μεγάλες φιλοσοφικές αφηγήσεις της “Διαλεκτικής του Διαφωτισμού”, έλκυσε, αρχικά, περισσότερο την προσοχή μου η αριστερή-φιλελεύθερη Σχολή του Bielefeld – πρόσωπα όπως ο Hans-Ulrich Wehler και ο Jürgen Kocka – οι οποίοι εξήγησαν την εμπειρία του Ναζισμού βασιζόμενοι στην ιδιαίτερη, μακρά πορεία κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης στη Γερμανία και στη διαδικασία συγκρότησης του γερμανικού κράτους, η παρέκκλισή της οποίας από την ισχύουσα δυτικοευρωπαϊκή πορεία ερμηνευόταν ως αποτέλεσμα της “αποτυχημένης αστικής επανάστασης” (γεγονότα του 1848) σ.1See Hans-Ulrich Wehler, The German Empire, 1871-1918 (Dover, NH: Berg Publishers, 1985) . Η συζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μεταξύ αυτών και η θεώρηση των David Blackbourn και Geoff Eley, όπως αυτή εκτέθηκε στο Peculiarities of German History, τράβηξε το ενδιαφέρον μου και με έπεισε για τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορικής κοινωνιολογίαςσ.2David Blackbourn and Geoff Eley, The Peculiarities of German History: Bourgeois Society and Politics in Nineteenth-Century Germany (Oxford: Oxford University Press, 1984) . Ενάντια σε αυτήν την αφήγηση, οι συντηρητικοί νεο-ρανκεανοί συνέχιζαν να εμμένουν στην αντίληψη περί της ιδιαίτερης γεωγραφικής θέσης της Πρωσίας στην καρδιά της Ευρώπης, γεγονός που επέβαλε, υποτιθέμενα, έναν κατασταλτικό αυταρχικό εγχώρια κι έναν επιθετικό μιλιταρισμό στο εξωτερικό. Δημιουργήσε, με άλλα λόγια, ένα ισχυρό χάσμα εντός της σχετικής συζήτησης μεταξύ των κοινωνικών ιστορικών, που περιόριζαν τις εξηγήσεις τους στις εγχώριες κοινωνικές σχέσεις,  και των παραδοσιακών ιστορικών, που επέμεναν στην αυτονομία του πολιτικού, στην προτεραιότητα της εξωτερική πολιτικής και στην υψηλή πολιτική – μια παράδοση που αντηχούσε την αντίληψη του Λέοπολντ Φον Ράνκε περί παγκόσμιας ιστορίας ως αποτέλεσμα εχθροπραξιών μεταξύ μεγάλων δυνάμεων αλλά και την πιο ολέθρια και διανοητικά εκφυλισμένη παράδοση γερμανικής γεωπολιτικής από τον Ratzel στον Haushofer. Ακόμα, θεωρώ αυτόν τον διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που δίνουν έμφαση στους εγχώριους παράγοντες, από τη μια, κι εκείνων που καταπιάνονται με τους εξωτερικούς, από την άλλη, ως βεβιασμένη και μη παραγωγική, συνδεόμενη με κανονιστικές πολιτικές θέσεις, χωρίς  ενδιαφέρον να εξετάσουν ουσιωδώς το ζήτημα. Το γεγονός αυτό λειτούργησε για μένα ως ισχυρό τείχος έναντι των ιδεολογικών χασμάτων και της ελλειματικής έμφασης που χαρακτήριζε τους κοινωνικούς ιστορικούς της περιόδου –  διαμάχες για την προτεραιότητα ή μη των εγχώριων σχέσεων σε σχέση με την εξωτερική πολιτική – και με οδήγησε στην αναζήτηση των θέσεων του Μαρξ και της ευρύτερης μαρξιστικής παράδοσης για την πολιτική γεωγραφία και τις διεθνείς σχέσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η ενσωμάτωση των εξωτερικών σχέσεων εντός μιας αναθεωρημένης μαρξιστικής προοπτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο – στα τέλη της δεκαετίας του ’90 – άρχισα να συνειδητοποιώ ολοένα και περισσότερο ότι δεν είχε παραμείνει καμία ιδιαίτερη παράδοση ιστορικής κοινωνιολογίας στη Δυτική Γερμανία που θα μπορούσε να ενημερώσει εκ νέου τον Μαρξισμό, αφενός επειδή πολλοί ιστορικοί κοινωνιολόγοι της Βαϊμάρης είχαν μεταναστεύσει, αφετέρου, ίσως, επειδή αυτή η γενιά ακαδημαϊκών είχε δυσφημιστεί από μια πιο ορθόδοξη ανατολικογερμανική βιβλιογραφία. Επρόκειτο για ένα πραγματικά περίεργο φαινόμενο, δεδομένου ότι η κοινωνιολογία, η ιστορική κοινωνιολογία, αποτελεί κατεξοχήν γερμανική επινόηση, έλκουσα την καταγωγή της από τους κλασικούς Γερμανούς και Αυστριακούς: από τη Γερμανική Ιστορική Σχολή και τη Διαμάχη περί Μεθόδου (Methodenstreit) τη δεκαετία του 1880, έως τον Weber, τον Schumpeter και τον Polanyi, και φυσικά τους Μαρξ και Ένγκελς. Αυτή η συζήτηση μεταφέρθηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις – στο σημείο αυτό, μου έρχεται στο μυαλό το έργο της Heide Gerstenberger – στα τέλη της δεκαετίας του ’80 – αρχές της δεκαετίας του ’90 εκτός Γερμανίας. Ταυτόχρονα, εξεπλάγην όταν τη δεκαετία του ’90 διαπίστωσα, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, ότι στη Γαλλία και τη Βρετανία το ίδιο ακαδημαϊκό corpus που στη Γερμανία ήταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης, εκεί ήταν ολοζώντανο – στη Γαλλία μέσω της Σχολής των Αννάλ (Marc Bloch και Fernand Braudel) και στη Βρετανία μέσω των μεγάλων Μαρξιστών ιστορικών (Eric Hobsbawm, E.P. Thompson, Perry Anderson, κλπ.). Στην πραγματικότητα, η πειθαρχία της ιστορικής κοινωνιολογίας αναζωογονήθηκε και αποκαταστάθηκε στην αγγλοσαξονική ακαδημία, αν και σαφώς με μη-μαρξιστικούς όρους, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 και του ’90 μέσα από τα γραπτά των Charles Tilly, Theda Skocpol, και Michael Mann. Θα έλεγα, επομένως, ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε να αποκρυσταλλώνεται μια συγκεκριμένη προβληματική, την οποία θα αποκαλούσα γενικά  ως έρευνα για μια μαρξιστική διεθνή ιστορική κοινωνιολογία. Κάτι τέτοιο αναζητούσα.

Ενόσω εκπονούσα τη διδακτορική διατριβή μου στο Τμήμα Διεθνών σχέσων του LSE, ασχολούμενος με αυτό το θέμα, συνάντησα το έργο του Robert Brenner και της Ellen Meiksins Wood, συνάντηση που αποτέλεσε ποικολοτρόπως έμπνευση. Θεωρώ αυτή τη βιβλιογραφία πραγματική τομή, και συγκεκριμένα τη συζήτηση για τη μετάβαση, με θέμα την ανάδυση του καπιταλισμού στην ύστερη μεσαιωνική Αγγλία. Δεν είναι συχνό το φαινόμενο μαρξιστές και μαρξίστριες να σκέφτονται πέραν των ορίων της πειθαρχίας τους, έξω από τις βασικές κατηγορίες και τις υποθέσεις που προέρχονται από τις λιγότερο ή περισσότερο βαθιά εδραιωμένες ορθόδοξες πεποιθήσεις τους, και να εισάγουν πρωτότυπες και οξυδερκείς μεθόδους που λαμβάνουν την ιστοριογραφική έρευνα σοβαρά υπόψη. σ.3The Brenner Debate: Agrarian Class Structure and Economic Development in Pre-industrial Europe, ed. T.H. Ashton and C.H.E. Philbin (Cambridge: Cambridge University Press, 1987); Ellen Meiksins Wood, “Marxism and the Course of History I/147 (September-October, 1984): 95-107. Ήθελα να δω πώς η αξιοποίηση του έργου του Brenner στα πεδία της πολιτικής γεωγραφίας και των διεθνών σχέσεων θα συνέβαλε στον στόχο της ιστορικοποίησης αυτών. Θεωρώ ότι ήταν τα παραπάνω αυτά που συνέβαλαν, ουσιαστικά, στη διαμόρφωση των μελετών μου, δηλαδή η επέκταση των επιχειρημάτων στη συζήτηση για τη μετάβαση στον καπιταλισμό, με σκοπό την ιστορικοποίηση των διεθνών σχέσεων και, ταυτόχρονα, την ανάπτυξη του Πολιτικού Μαρξισμού στη διεθνή ιστορική κοινωνιολογία.

Είσαι ένας από τους πρωτοπόρους του ερευνητικής ομάδας για τον Πολιτικό Μαρξισμό στο πανεπιστήμιο του Sussex. Ποιοι είναι οι στόχοι της ομάδας και πώς τοποθετείστε σε σχέση με την παράδοση του Πολιτικού Μαρξισμού;

Σκοπός της ερευνητικής ομάδας για τον Πολιτικό Μαρξισμό είναι να παράσχει μια πλατφόρμα που δε θα βασίζεται παθητικά στην πρώτη γενιά των Πολιτικών Μαρξιστών, αλλά που θα προσπαθεί επίσης να οδηγήσει το ερευνητικό πρόγραμμα και τις θεωρητικές συζητήσεις προς νέες κατευθύνσεις και παραγωγικά μονοπάτια.

Ένα ζήτημα, με βάση το οποίο διακρίνονται οι τάσεις εντός του Πολιτικού Μαρξισμού – που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν Πολιτικός Μαρξισμός 1 και Πολιτικός Μαρξισμός 2 – είναι η ανάγκη διερεύνησης της ανεπίλυτης έντασης ανάμεσα σε έναν εναπομείναντα δομισμό, ο οποίος αποτυπώνεται στην κατηγορία των σχέσων κοινωνικής ιδιοκτησίας και τους λογικά απορρέοντες “νόμους αναπαραγωγής”, και την ταυτόχρονη προσκόλληση σε έναν έντονο ιστορικισμό, ο οποίος εστιάζει στις κοινωνικές συγκρούσεις, στην ταξική δράση, και σε αθέλητες συνέπειες. Ο Samuel Knafo κι εγώ συζητάμε αυτό το πρόβλημα στο άρθρο μας “Οι Νόμοι Αναπαραγωγής του Καπιταλισμού: Μια Ιστορικιστική Κριτική”. Αυτή η ένταση έχει οδηγήσει σταδιακά, θεωρούμε, στην επινόηση ενός ιδεοτυπικού καπιταλισμού στον Πολιτικό Μαρξισμό 1, που ορίζεται ως “εξαρτημένος από την αγορά”, στον οποίο οι προσταγές της αγοράς φαίνεται να υπαγορεύουν και να παράγουν αυτόματα την ταξική δράση – μια ανάγνωση παρούσα στο έργο του Charles Post και του Vivek Chibber. σ.4Cf. Charles Post, The American Road to Capitalism: Studies in Class Structure, Economic Development and Political Conflict 1620-1877 (Leiden: Brill, 2011); Viviek Chibber, Postcolonial Theory and the Specter of Capital (London: Verso, 2013).

Προκειμένου να ξεπεραστεί αυτή η ”επαναφορά” σε μια λειτουργιστική σύλληψη, αφενός, και μια οικονομίστικη κατανόηση της λειτουργίας του καπιταλισμού (ακόμα κι όταν αυτός βασίζεται σε ένα διακριτό σύνολο καπιταλιστικών σχέσων κοινωνικής ιδιοκτησίας), αφετέρου, απαιτείται αυτό που αποκαλούμε εντονότερη πρόσδεση σε έναν ριζοσπαστικό ιστορικισμό. Αυτός θέτει στο προσκήνιο τη δράση, εντός του ιστορικού συγκείμενου, σε όλα τα επίπεδα, προκειμένου να ανακτηθεί μια αίσθηση ανοιχτών συγκρούσεων και θεσμικών καινοτομιών που χαρακτηρίζουν διαφορετικές πορείες του καπιταλισμού. Η βασική ιδέα είναι απλή: εάν ο καπιταλισμός νοείται ως μια πολιτικά αμφισβητούμενη κοινωνική σχέση, τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την πράξη των δρώντων ως προδιαγεγραμμένo σενάριο ή λογική. Πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και να διερευνήσουμε πώς πράττουν οι άνθρωποι ενώπιον των “επιταγών” ή των πιέσεων, προκειμένου να εντοπιστούν οι αλλαγές που αυτοί προκαλούν καθώς αναπαράγουν τους όρους της ύπαρξής τους – καινοτομώντας συχνά κατά τη διαδικασία αυτή. Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τους δρώντες ως παθητικούς τηρητές κανόνων αλλά ως ενεργά υποκείμενα που εκπονούν στρατηγικές αναπαραγωγής σε συγκεκριμένα συγκείμενα.

Το ζητούμενο, με άλλα λόγια, είναι το πώς μπορούμε να αντιληφθούμε τον καπιταλισμό όχι ως μια κλειστή θεωρητικά κατηγορία, αλλά ως μια ανοιχτή ιστορικά πράξη. Αυτό προϋποθέτει την απομάκρυνση από την κατασκευή γενικών μοντέλων, προς όφελος μιας ιστορικής συγκεκριμένoποιησης. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σχετίζεται συγκεκριμένα με το ζήτημα της ανάπτυξης μιας προσέγγισης των ΔΣ που δε θα υπάγει τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας σε ευρύτερες δομικές και συστημικές πιέσεις, είτε αυτή βασίζεται στην υποστασιοποιημένη “λογική” του καπιταλισμού είτε στην υποστασιοποιημένη “λογική” του κρατικού ορθολογισμού, αλλά που θα αναγνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγεται η πολιτική δράση καθεαυτή. Δεν πρόκειται για τον ισχυρισμό κάποιας ριζοσπαστικής αυτονομίας του κράτους, αλλά για τη σοβαρή θεώρηση του γεγονότος ότι η δράση δύσκολα μπορεί να πάρει τη μορφή επιταγών που απορρέουν από το συγκείμενο ή προγενέστερες συνθήκες, καθώς οι άνθρωποι τείνουν να καινοτομούν με απρόβλεπτους τρόπους, προκειμένου να ανταποκριθούν, να παρακάμψουν και να δραπετεύσουν από τέτοιες πιέσεις. Η ιστορία, ως εκ τούτου, δε γίνεται αντιληπτή ως έκφραση μιας καθολικής λογικής ή καθολικών νόμων – ως μία παραγόμενη συλλογιστική που σκοπός της είναι να επιβεβαιώνει a priori αφαιρέσεις και προεπινοημένα αξιώματα – αλλά βασικό πεδίο έρευνας, καθώς οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους.

Αυτό το είδος σκέψης διαφέρει από τη μαρξιστική γεωγραφία του David Harvey, ο οποίος θεμελιώνει ουσιαστικά τη δυναμική του “εξαγόμενου κεφάλαιου” σε βαθιά ριζωμένες συστημικές πιέσεις, που απαιτεί “χωρικές επιλύσεις” (spatial fixes) στο επίπεδο των υποδομών και στη βάση διαδοχικών γύρων “συσσώρευσης δια της υφαρπαγής” (accumulation by dispossession). Πρόκειται ουσιαστικά για μια οικονομιστική και ολιστική σύλληψη της διαδικασίας πολυεθνικοποίησης του καπιταλισμού που δε λαμβάνει υπόψη της τη διεθνή πολιτική, η οποία συλλαμβάνεται εκ των υστέρων διαμέσου της προβληματικής και υποστασιοποιημένης προσθήκης μιας λογικής της εξουσίας, ασκούμενης προφανώς μέσω των κρατικών διαχειριστών. Η θεωρία του κοσμο-συστήματος του Immanuel Wallerstein, όταν πρωτοδιατυπώθηκε τουλάχιστον, αποτέλεσε ένα ακόμα παράδειγμα υπαγωγής της ιστορίας σε μεγάλους κύκλους – τους κύκλους της ηγεμονίας – και σε συστημικές πιέσεις των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη του κέντρου, τα ημιπεριφερειακά και τα περιφερειακά κράτη. Το πρόσφατο έργο του Rosenberg, με τη σειρά του, φαίνεται να εγκολπώνει τη θετικιστική και νομολογική αντίληψη μιας ασύμμετρης και συνδυασμένης ανάπτυξης ως μιας ακόμα υπερπεριεκτικής κεντρικής έννοιας και ενός γενικού νόμου που καλύπτει την παγκόσμια ιστορία στο σύνολό της. σ.5See Justin Rosenberg, “The ‘Philosophical Premises’ of Uneven and Combined Development,” Review of International Studies 39, no. 3 (2013): 569-97; also his “Uneven and Combined Development: Theorizing the “International” in Theory and History,” in Historical Sociology and World History: Uneven and Combined Developed in the Longue Durée, ed. Alexander Anievas and Kamran Matin (Lanham: Rowman & Littlefield International, 2016). For a detailed discussion, see Benno Teschke, “IR Theory, Historical Materialism, and the False Promise of International Historical Sociology,” Spectrum: Journal of Global Studies, 6, no. 1 (2014): 1-66. Εδώ, η ιστορία και η δράση είναι ουσιαστικά υποβαθμισμένες σε εκφράσεις ενός νόμου χωρίς υποκείμενο που θέτει τις επιταγές του ερήμην των ανθρώπινων ενεργημάτων, ώστε η ιστορία να περιορίζεται σε μερικές a priori ολιστικές κατηγορίες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κλασικές μαρξιστικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού έπεσαν εξίσου στη δομική-λειτουργιστική παγίδα, αφού ο μονοπωλιακός καπιταλισμός έγινε κατανοητός από αυτές ως στάδιο σε επίπεδο συστήματος, τουλάχιστον στις ευρωπαϊκές χώρες με επιρροή, το οποίο [σύστημα] επέβαλλε τoυς όρους του στα κράτη και την εξωτερική τους πολιτική. Αυτό μείωσε δραστικά την αποτελεσματικότητα της διπλωματίας και την ενεργή άσκηση διεθνούς πολιτικής. Οι θεωρίες αυτές είναι προβληματικές στον βαθμό που αναπτύσσουν θεωρίες διεθνών σχέσεων από τις οποίες απουσιάζει η διεθνής πολιτική, αφενός, και, κυρίως, η διατύπωση “μεγάλων στρατηγικών” που μας λένε περισσότερα για τη σχέση της εγχώριας και εξωτερικής πολιτική – και σε τελική ανάλυση για την διεθνή τάξη. Είναι αυτή η πρόσδεσή μας σε έναν αντι-φορμαλιστικό ριζοσπαστικό ιστορικισμό που συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την ειδοποιό διαφορά της δικής μας αντίληψης για τον Πολιτικό Μαρξισμό.

Αυτός είναι, λοιπόν, ουσιαστικά ο στόχος μας: να υπερβούμε την αρχική “συζήτηση για τη μετάβαση” προκειμένου να ιστορικοποιήσουμε πιο ολοκληρωμένα τον καπιταλισμό και τις “καπιταλιστικές” διεθνείς σχέσεις. Προσανατολίζομαι λοιπόν περισσότερο σε αυτό που αποκαλώ πολιτικές γεωγραφίες του ιστορικού καπιταλισμού: πώς μπορεί να σκεφτεί  κανείς την εξωτερική πολιτική, ενημερωμένη από την προσέγγιση του Πολιτικού Μαρξισμού, δίνοντας έμφαση στη μονομερή ή διμερή δημιουργία και τις συγκρούσεις των κρατικών στρατηγικών, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οποίων συχνά οδηγούν σε μη ηθελημένα αποτελέσματα. Αυτό που θεωρώ ότι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη εδώ είναι το γεγονός ότι η ιστορική έρευνα αναφορικά με την “καπιταλιστική” εξωτερική πολιτική – τη δημιουργία και διαχείριση χώρων του κεφαλαίου – είναι εξαιρετικά ετερογενής: από τη Συνθήκη της Ουτρέχτης που άφησε μια συγκεκριμένη πολιτική γεωγραφία στην Ήπειρο, ρυθμιζόμενη από τη Βρετανική ισορροπία δυνάμεων, μέσω της Συνθήκης της Βιέννης και της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, τη συγκρότηση του Δυτικού Ημισφαιρίου μέσω του Δόγματος Μονρόε, τους επίσημους και ανεπίσημους ιμπεριαλισμούς στα τέλη του 19ου αιώνα, την αμερικάνικη μεσοπολεμική στρατηγική που στόχευε στην διάλυση των παλαιών αυτοκρατοριών και την αντικατάστασή τους στις Βερσαλλίες με την προώθηση του πολλαπλασιασμού των μικρών κρατών μέσω της αρχής του “εθνικής αυτοδιάθεσης”, βασιζόμενης σε φιλελεύθερες και ρεπουμπλικανικές κρατικές μορφές και προσδεδεμένης σε αντιλήψεις συλλογικής ασφάλειας, γερμανικές και ιαπωνικές έννοιες αυταρχικής πολιτικής διαχείρισης σε επιμέρους περιοχές – οι “ευρύτεροι χώροι” του Carl Schmitt – έως την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και το Σχέδιο Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Οι πολιτικές γεωγραφίες του ιστορικού καπιταλισμού δεν μπορεί να προέρχονται από κάποια συγκεκριμένη “λογική του κεφαλαίου”, είτε με την προσφυγή στη γενική έννοια καθεαυτή, είτε σε συγκεκριμένες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά απαιτούν μια πολύ πιο προσαρμοσμένη και ακριβή ιστορικιστική προσέγγιση που θα δίνει έμφαση στον τρόπο συγκρότησής τους – αντί της υπαγωγής τους σε κάποια διαχρονική οπτική – είτε πρόκειται, στο πλαίσιο των ΔΣ, για το σχήμα λόγου της πολιτικής ισχύος και των κρατών ως συσσωρευτών  ασφάλειας σε μία συνθήκη αναρχίας, είτε για το κλασικό μαρξιστικό σχήμα λόγου της καπιταλιστικής γεωπολιτικής. Διότι, τι μπορεί να είναι η καπιταλιστική εξωτερική πολιτική, γενικά και αόριστα; Έτσι, επιχειρούμε άνοιγμα σε άλλα πεδία, σε άλλες περιοχές, ενώ παράλληλα προσπαθούμε να επανορίσουμε ή να επαναδιατυπώσουμε το πρώιμο ιδιοφύες, αλλά θεωρητικά κάπως προβληματικό, έργο του Brenner και της Wood.

Μπορείς να εξηγήσεις το επιχείρημα του έργου σου, Ο Μύθος του 1648, και τον τρόπο που αυτό συνιστά πρόκληση για την υποστασιοποίηση της Συνθήκης της Βεστφαλίας ως της ιδρυτικής στιγμής των σύγχρονων διεθνών σχέσεων; Εάν η Βεστφαλία δεν ήταν η ιδρυτική στιγμή των σύγχρονων διεθνών σχέσεων, τι σημαίνει αυτό με πολιτικούς και ιστορικούς όρους; Τι είδους κριτική σου ασκήθηκε;

Το έργο αυτό εμφανίστηκε σε μια στιγμή πολύ ευνοϊκή, απαντώντας στην “ιστορική και μετά-θετικιστική στροφή” στο πεδίο των ΔΣ, το οποίο, όπως προανέφερα, αποτελούσε εκείνη την εποχή ασυνήθιστo ακαδημαϊκό αντικείμενο και εστίαζε υπερβολικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρείχε – και παρέχει ακόμα, στις ΗΠΑ και αλλού – ουσιαστικά στρατηγικές συμβουλές αναφορικά με την εξουσία: συμβουλές προς τον Ηγεμόνα σε ζητήματα πολιτικής ικανότητας, ή τη γνώση του κυριαρχείν, όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης. Εδώ υπήρχε ένα ολόκληρο πεδίο ακαδημαϊκής έρευνας που δε δίσταζε να καθυποτάσσεται ευθέως στην κρατική εξουσία, ένα πεδίο εντός του οποίου οι ακαδημαϊκοί μετακινούνταν ακούραστα μεταξύ πανεπιστημιακών τμημάτων, think tanks και κυβερνητικών θέσεων – όλα εστιασμένα στην επινόηση τρόπων για τη διατήρηση ή βελτίωση της θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην κορυφή της διακρατικής ιεραρχίας – είτε μέσα από πολέμους είτε μέσω συνεργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια διανοητική ρηχότητα, η οποία με εξέπληξε από την αρχή, όντας σκανδαλωδώς ασυγχρόνιστη σε σχέση με όλα τα κριτήρια της κοινωνικο-επιστημονικής και ιστοριογραφικής έρευνας.

Εκ των υστέρων, θα έλεγα ότι ξεκίνησα την έρευνα μου έχοντας τρια βασικά ερωτήματα κατά νου: Πρώτον, πώς θα μπορούσα να αναδείξω την ιστορικότητα της πολιτικής γεωγραφίας, τα καθεστώτα διακυβέρνησης που συγκροτούν γεωπολιτικές τάξεις, και τις “διεθνείς σχέσεις” τους μέσω της θεμελίωσης αυτών στις ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις. Εξ ου και η επιστροφή στη μεσαιωνική ιστορία. Η επιστροφή αυτή σχεδιάστηκε προκειμένου να εκτοπίσει τον κυρίαρχο κρατικοκεντρισμό και τις ιστορικά απίστευτα μυωπικές και αποπροσανατολιστικές προσπάθειες διιστορικής γενικής θεωρίας δημιουργίας κρατών (general-theory-bilding) στις συμβατικές Αγγλο-Αμερικανικές ΔΣ, θεμελιωμένες γύρω από την αναρχία, τη μεγιστοποίηση της ισχύος, και την ισορροπία δυνάμεων, λες και η εξωτερική πολιτική εξελίσσεται από αμνημονεύτων χρόνων με τον ίδιο τρόπο.

Δεύτερον, για ποιον λόγο – και αυτό αποτελεί πραγματικά ενδιαφέρον ερώτημα – υπάρχει ο καπιταλισμός εντός ενός συστήματος πολλαπλών κρατών και ποια είναι η ιστορική σχέση μεταξύ των δύο. Αυτό το ερώτημα τέθηκε έτσι ώστε να επερωτήσει και να αποσταθεροποιήσει τον ισχυρισμό, τον οποίο εξέφραζε για παράδειγμα και η θεωρία των κοσμο-συστημάτων του Wallerstein, ότι το διακρατικό σύστημα, οι πολλαπλές πολιτικές δικαιοδοσίες που διαιρούν το καπιταλιστικό πεδίο συνεκτεινόμενες με την παγκόσμια αγορά, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη “φυσική” ή “αναγκαία” (γεω-)πολιτική μορφή του καπιταλισμού, αιτιακά συνδεδεμένη με τις ανάγκες του καπιταλισμού – ως εκ τούτου και η ανάγκη να επιστρέψουμε στην Αυτοκρατορία των Καρολιδών και να να ανιχνεύσουμε τις μεταβαλλόμενες πολιτικές γεωγραφίες της μεσαιωνικής και πρώιμης νεωτερικής Ευρώπης. Στόχος ήταν να δειχθεί η κοινωνικο-πολιτική και γεωπολιτική κατασκευή του διακρατικού συστήματος στη διάρκεια της απολυταρχικής-δυναστικής περιόδου ως ιστορικού αποτελέσματος, πρότερου της ανάδυσης του καπιταλισμού.

Τρίτον, τι επίδραση άσκησε η ανάδυση του καπιταλισμού στην πρώιμη νεώτερη Αγγλία, όπως το έθεσε ο Brenner, στη διαμόρφωση του βρετανικού κρατούς και στη συνολική στρατηγική για την διάταξη  και, τελικά, για τον μετασχηματισμό των προκαπιταλιστικών γεωπολιτικών σχέσεων στον υπόλοιπο κόσμο. Κατά μία έννοια, το 1648 ήταν θύμα αυτού του ερευνητικού προγράμματος και όχι ο πρωταρχικός στόχος – εν μέρει επειδή μου φαινόταν προφανές ότι οποιοσδήποτε ημιμαθής της πρώιμης σύγχρονης ιστορίας και των συνθηκών ειρήνης δε θα έπαιρνε στα σοβαρά τους ισχυρισμούς των ΔΣ σχετικά με τη “νεωτερικότητα” της συμφωνίας της Βεστφαλίας – παρότι φάνηκε στο τέλος ότι είχα υποτιμήσει το πόσο βαθιά εδραιωμένη ήταν αυτή η ιδεοληψία εντός του πεδίου των ΔΣ. Έτσι, ο Μύθος του 1648 και η επακόλουθη Eτήσια Αναμνηστική Διάλεξη Isaac Deutscher  (Deutscher Memorial Lecture) έλαβαν ευρεία αποδοχή, εντός και εκτός των ΔΣ, και εντός και εκτός του μαρξισμού.

Η απάντηση από το πεδίο των ΔΣ εστίασε λιγότερο σε αυτά τα αναλυτικά ερωτήματα – τα οποία υιοθετήθηκαν με πιο δημιουργικό τρόπο από τη μαρξιστική συζήτηση – και περισσότερο στην επανεξέταση του στάτους του 1648. Λίγοι ήταν εκείνοι που διαφώνησαν με την εμπειρική εγκυρότητα της ερμηνείας μου για την Συνθήκη, ενώ παρουσιάστηκαν τρεις σταθερές απαντήσεις, πέραν εκείνων των λίγων που αντιλήφθηκαν την εξήγησή μου ως ευλογοφανή εναλλακτική θεωρητικοποίηση.

Η αναμενόμενη κίνηση τακτικής ήταν να πουν ότι, ενώ ο όρος “Βεστφαλία” ήταν πράγματι ευρέως αποδεκτός ως αφετηρία για τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις, δεν αποτέλεσε ωστόσο ποτέ σοβαρή ιστοριογραφική θέση στις ΔΣ ως επιστημονικό πεδίο. Η υπόθεση αναρχίας που συσχετίστηκε με τη Βεστφαλία ήταν απλώς ένα συμβατικό μοντέλο Πολιτικής Επιστήμης, του οποίου η ιστορική εγκυρότητα είναι ενδεχομενική. Είναι απλώς ένα μοντέλο απεικόνισης των διακρατικών σχέσεων σε άναρχο περιβάλλον. Η λογική ήταν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ειδική προέλευση της διακρατικής τάξης, δεδομένου ότι η ιστορία ήταν δευτερεύον ζήτημα εντός των ΔΣ και μπορούσε να παραλειφθεί.

Η δεύτερη απάντηση ήταν ότι υπήρχε, μεν, ορισμένη αλήθεια στην επιχειρηματολογία μου, αλλά ότι στην πραγματικότητα οι ΔΣ ποτέ δεν ισχυρίστηκαν ότι το σύγχρονο διακρατικό σύστημα έπεσε εν μία νυκτί από τον ουρανό, πλήρως ανεπτυγμένο, ότι θεσμοθετήθηκε ξαφνικά μετά τον Τριαντακονταετή Πόλεμο, ώστε το 1648 αποτέλεσε απλώς ένα βήμα μιας πολύ πιο μακροχρόνιας και εκτεταμένης, σταδιακής διαδικασίας..

Η τρίτη απάντηση, προερχόμενη συχνά από μεταδομιστές, ήταν ότι ίσως είχα δίκιο, αλλά ότι παραμένει ένας μύθος, ένας λογοθετικός μύθος, άρα ένας ισχυρός επιτελεστικός λόγος, συγκροτητικός όχι μόνο της επιστημονικής πειθαρχίας αλλά επίσης της ίδιας της πραγματικότητας, στον βαθμό που οι φορείς χάραξης πολιτικής χρησιμοποιούν τη Βεστφαλία, κατά το μάλλον ή ήττον, ως ρητορικό όχημα ή ως επιτελεστική πράξη, έτσι η ιδέα έλαβε αφ’εαυτής ιστορική δραστικότητα. Και υπ’αυτήν την έννοια το 1648 πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Το επιχείρημα αυτού του τύπου είναι, βέβαια, αληθές – εάν οι άνθρωποι αρχίσουν να πιστεύουν σε λανθασμένους ισχυρισμούς, τότε αυτοί καθίστανται ιδεολογικοί. Αυτή όμως η παρατήρηση δε συγκροτεί στην πραγματικότητα μια εξήγηση περί του πώς να σκεφτούμε τη Βεστφαλία, ειδικά από μια κριτική οπτική.

Πώς αξιολογείς πλέον την επιρροή αυτής της μελέτης και της ιστορικής σου προσέγγισης για την κατανόηση των καπιταλιστικών διεθνών σχέσεων; Πώς επηρέασε αυτό την πορεία της πρόσφατης έρευνάς σου;

Ουσιαστικά, η συζήτηση γύρω από τον εντοπισμό μιας καθορισμένης στιγμής μέσα στον χρόνο – ενός κρίσιμου σημείου σε ολόκληρο το σύστημα για την άφιξη των νεωτερικών ή καπιταλιστικών διακρατικών σχέσεων – οδηγεί σε διανοητικό αδιέξοδο, επενδυμένο με τελεολογικούς ισχυρισμούς. Ο ουσιαστικός ισχυρισμός της έρευνάς μου είναι απλά ότι η αναζήτηση ξαφνικών “συστημικών” αλλαγών κατά μήκος των διεθνών διευθετήσεων είναι μάταιος. Σχετίζεται με την αντίληψη της ιστορίας ως μιας διαδικασίας αλλεργικής σε περιοδολογήσεις σε επίπεδο συστήματος, με σαφή “πριν” και “μετά”, δεδομένων των διαφορετικών χρονικοτήτων εξέλιξης σε διαφορετικές περιοχές. Μας αποδίδει επίσης γνώση των “νεωτερικών” ή “καπιταλιστικών” διεθνών σχέσεων, από τη στιγμή που το φαντασιακό τις έχει συλλάβει ως τέτοιες. Δεν τις γνωρίζουμε! Τι σημαίνει ότι αυτή ή εκείνη η εξωτερική πολιτική είναι ξεκάθαρα καπιταλιστική, εάν οι καπιταλιστικές εξωτερικές πολιτικές λαμβάνουν διακριτές μορφές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις; Όπως γνωρίζουμε, αυτές μπορεί να εκτείνονται από αμυντικές στάσεις μέχρι συμμαχικούς σχηματισμούς, από τυπικό μέχρι άτυπο ιμπεριαλισμό, από προσπάθειες να καθιερωθούν διακριτές γεωγραφικές σφαίρες επιρροής, όπως αυτές θεσμοθετήθηκαν, για παράδειγμα, στο Δόγμα Μονρόε στις ΗΠΑ ή στη φασιστική δημιουργία Eυρύτερων Χώρων (Grossraum-building), έως μορφές οιωνεί συναινετικής ηγεμονίας, αποαποικιοποίηση, ή ενσωμάτωση χωρών, όπως στην περίπτωση της ΕΕ. Κανείς  και καμία σώφρων δε θα μπορούσε να αρνηθεί ότι η καπιταλιστική συσσώρευση αποτελεί ισχυρό κίνητρο στους υπολογισμούς της εξωτερικής πολιτικής των καπιταλιστικών κρατών, αλλά αυτό δε μας λέει και πολλά για την ειδική συγκρότηση των συγκεκριμένων στρατηγικών εξωτερικής πολιτικής, των πολιτικών γεωγραφιών, και τις πιθανότητες πραγματοποίησής τους.

Το επιχειρήμα μου δεν έχει να κάνει τόσο με τον εντοπισμό του χρονικού σημείου εμφάνισης των νεωτερικών ή καπιταλιστικών διεθνών σχέσεων όσο με το να δοθεί έμφαση στη μεταβλητότητα της διαμόρφωσης στρατηγικών εξωτερικής πολιτικής για τη γεωπολιτική διαχείριση των διακρατικών σχέσεων στο πέρασμα του χρόνου, ακόμα κι εντός ενός καπιταλιστικού πλαισίου. Από την άλλη, αυτό το είδος ιστορικισμού συχνά απορρίπτεται από πιο θετικιστικά διακείμενους θεωρητικούς των ΔΣ, οι οποίοι εξομοιώνουν τις ΔΣ ως κοινωνική επιστήμη με μια αντίληψη περί θεωρίας που επιβεβαιώνει τους ντετερμινισμούς και τις γενικεύσεις, ώστε κάποιες φορές να γίνεται αναφορά στο έργο μου περισσότερο ως ιστοριογραφία ή ερμηνεία ή κάτι άλλο. Η επιστημολογική μου στρατηγική υποβιβάζεται έτσι σε μη επιστημονική, ίσως κονστρουκτιβιστική, ερμηνευτική  ή κάτι τέτοιο, και έτσι σαν να μη συνάδει με το αντικείμενο των ΔΣ – κι αυτό οφείλεται και στους Μαρξιστές, οι οποίοι απέδωσαν δομική δραστικότητα στον καπιταλισμό και στις επεκτατικές του τάσεις. Το σημείο κλειδί για μένα είναι ωστόσο να συνεχίσουμε να διακηρύσσουμε ότι είναι παραπλανητική η επικέντρωση σε μια προκαθορισμένη και ιδεοτυπική έννοια καπιταλισμού ως δομικά δραστικού για τις διεθνείς σχέσεις με ντετερμινιστικό τρόπο. Αυτό που μάλλον χρειαζόμαστε είναι να ιστορικοποιούμε συνεχώς και, όταν το κάνουμε αυτό, θα αρχίσουμε να διαπιστώνουμε ότι ο σύνδεσμος, η διαμεσολάβηση μεταξύ της παρουσίας του καπιταλισμού και της διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής είναι πολυποίκιλη, συχνά μη καθορισμένη, όχι μόνο με όρους διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής αλλά επίσης και με όρους πολιτικής γεωγραφίας. Συνεπώς, πρόκειται για την αντίδραση στη συνήθη ιδέα ότι πρέπει να εκκινούμε από σταθερά αξιώματα ή σταθερές προσδοκίες, προερχόμενες από τις συστημικές πιέσεις του καπιταλισμού.

Κάπου στο πρώιμο έργο μου προτείνω ότι ο καπιταλισμός αναδύθηκε και άρχισε να εξαπλώνεται από τον 17ο αιώνα κι εξής, όχι όμως ως οργανική διαδικασία, επιδεκτική μιας αυστηρής θεωρητικοποίσης. Αυτό που μάλλον παρατηρούμε είναι μια απίστευτη ποικιλομορφία στη δημιουργία εξωτερικών πολιτικών και χωρικών διευθετήσεων από τις αρχές του 18ου αιώνα κι εξής μέχρι σήμερα. Έτσι, αυτή η περίοδος διαμόρφωσης φαίνεται σαφώς διαφορετική απ’ ό,τι στις αρχές του 19ου αιώνα, μετά την εισαγωγή θεσμικών, γεωγραφικών και πρακτικών καινοτομιών στις διεθνείς σχέσεις – το Σύστημα Συμφωνιών και την “Ιερή Συμμαχία” μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους στο Συνέδριο της Βιέννης, στο οποίο, παρεπιπτόντως, η Βρετανία ήταν ανίκανη και απρόθυμη να επιβάλει οτιδήποτε που να θυμίζει τα ηγεμονικά σχήματα, όπως αυτά που εισηγήθηκαν οι νεογκραμσιανοί σε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη: κι αυτό, με τη σειρά του, φαίνεται πολύ διαφορετικό από την εγκαθίδρυση των πιο τυποποιημένων συμμαχικών συστημάτων και της ισορροπίας δυνάμεων μετά το πέρασμα στον επόμενο αίωνα την περίοδο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεταπολεμική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί, με τη σειρά της, έναν πολύ διαφορετικό τρόπο διευθέτησης των καπιταλιστικών διακρατικών σχέσεων, έπειτα, η 11η Σεπτεμβρίου, και ούτω καθεξής. Αυτό το γνωρίζουμε βέβαια όλοι. Οι μαρξιστές επιμένουν όμως παρόλα αυτά να το ανάγουν είτε σε κάποια ουσία του καπιταλισμού είτε σε κάποιο στάδιο του καπιταλισμού ή σε κάποια άλλη γενική εξηγητική φόρμουλα. Νομίζω ότι η ιστορική έρευνα αναδεικνύει πόσο προβληματική είναι η αυστηρή διάκριση μεταξύ καπιταλισμού, ενός συγκεκριμένου είδους εξωτερικής πολιτικής και ενός συγκεκριμένου είδους γεωπολιτικής τάξης. Άρα εννοώ, εν ολίγοις, ότι το ερευνητικό πρόγραμμα που προέρχεται από αυτό το σχέδιο είναι να κάνουμε πολύ πιο λεπτομερή δουλειά, ιστοριογραφική δουλειά.

Στην παρούσα φάση ασχολούμαι με τη Συνθήκη Ειρήνης της Ουτρέχτης, η οποία ακούγεται με τη σειρά της παλαιολιθική, πρόκειται ωστόσο για σημαντική συμφωνία ειρήνευσης, σε μεγάλο βαθμό παραμελημένη από τις ΔΣ, με την οποία έληξαν οι Ισπανικοί Πόλεμοι για τη Διαδοχή το 1713 κι άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Η σημασία της έγκειται για μένα στο ότι μου επιτρέπει να χαράξω διαχωριστικές μεταξύ του παλαιοκαθεστωτικού χαρακτήρα του 1648 και της πρώτης προσπάθειας από τη μεριά της Βρετανίας, μετά το 1688, να αναπτύξει μια νέα και πολύ διαφορετικού τύπου μεγαλεπίβολη στρατηγική, αποκαλέστε την καπιταλιστική αν θέλετε, ακριβώς χωρίς να προωθεί τον καπιταλισμό στην Ήπειρο. Έτσι, μετά την Ένδοξη Επανάσταση το 1688, η Βρετανία αρχίζει να κάνει τα ακριβή σχέδια της εξωτερικής της πολιτικής διεθνώς αισθητά, τα οποία επιβλήθηκαν και έγιναν πολύπλευρα αποδεκτά. Αυτό που συνιστά καινοτομία εδώ, ένα σημείο που υπαινίσσομαι στο τέλος του βιβλίου μου, αλλά πλέον πιο συγκεκριμένα και ξεκάθαρα, είναι ότι η Βρετανία ανέπτυξε μια νέα και μοναδική θεσμική βάση για τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, καθώς η εξωτερική πολιτική λογοδοτεί εφεξής στο Κοινοβούλιο. Το γεγονός αυτό δίνει περιθώριο για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής με όρους πολύ πιο διαυγούς και ορθολογικού υπολογισμού του “εθνικού συμφέροντος”, αποσυνδεδεμένου πλέον από τις ιδιοτροπίες των πολιτικών υπό την καθοδήγηση των υπουργικών συμβουλίων (Kabinettspolitik) των αυταρχικών ηγεμόνων. Αυτό συνεπάγεται την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής γεωγραφίας σε ευθυγράμμιση με τα βρετανικά συμφέροντα ασφάλειας και, σ’ αυτή τη νέα γεωγραφική βάση, τη μέριμνα για την ισορροπία δυνάμεων προς αποφυγή της επανεμφάνισης ενός ευρωπαϊκού ηγεμονικού εχθρού.

Η ισορροπία δυνάμεων δεν αποτελεί, επομένως, νόμο της παγκόσμιας πολιτικής, αλλά μια πολύ συγκεκριμένη συνειδητή πρακτική – μια συνειδητή δημιουργία μεγαλεπίβολης στρατηγικής, αναπτυσσόμενης από χωροθετημένους δρώντες. Ο Daniel Baugh έγραψε τη δεκαετία του ογδόντα ένα εξαιρετικό άρθρο, αναδεικνύοντας την ανάδυση της “στρατηγικής γαλάζιο νερό” (blue-water strategy), η οποία είχε διπλή όψη: την εγκαθίδρυση μονόπλευρης θαλάσσιας-εμπορικής υπερατλαντικής κυριαρχίας, όντας ταυτόχρονα πολύ πιο αμυντική σε σχέση με την Ευρώπη. σ.6Daniel A. Baugh, “Great Britain’s ‘Blue-Water’ Policy, 1689-1815,” The International History Review 10 no. 1 (February 1988): 33-58. Αυτό όμως δεν ήταν λειτουργικό αποτέλεσμα μιας καπιταλιστικής συνταγματικής μοναρχίας, στην οποία η κυριαρχία τίθεται δήθεν μέσω του Κοινοβουλίου πλέον, αλλά απαιτούσε τη συγκρότηση μια πολύ συγκεκριμένης πολεμικής στρατηγικής και ενός σχεδίου ειρήνης, διαφιλονικούμενου μεταξύ Άγγλων Φιλελεύθερων και Συντηρητικών, θεσπισμένου στην Ουτρέχτη, και υπό διαπραγμάτευση με τα υπόλοιπα μέρη της ειρηνευτικής συμφωνίας. Έτσι, αν προωθήσει κανείς  εννοιολογικά αυτόν τον τρόπο δουλειάς, θα συνειδητοποιήσει πολύ γρήγορα ότι έννοιες όπως το “σύγχρονο” στις διεθνείς σχέσεις δε σημαίνουν πολλά, δεν προσφέρουν πολλά, διότι υπαινίσσονται ομοιότητες παρά διαφορές. Η ανάδυση του καπιταλισμού στη Βρετανία και ο τρόπος που αυτό οδήγησε σε νέες περιπέτειες εξωτερικής πολιτικής και, αργότερα, ο μετασχηματισμός της ευρωπαϊκής και υπερπόντιας πολιτικής, σίγουρα δεν αποτελούν μια διαδικασία μη επαναλαμβανόμενη, απλά αυτά τα γενικά σχήματα καθεαυτά δεν παρέχουν και πολλά όσον αφορά στον τρόπο που οι πολιτικοί των κρατών ουσιαστικά καινοτομούν στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής. Η ιστορία είναι, επομένως, μια διαδικασία, μια διαδραστική κατασκευή – αυτό είναι το προφανές σημείο, το βασικό σημείο που θα ήθελα να τονίσω ενάντια σε κάθε πειρασμό επιστροφής σε δομικές εξηγήσεις.

Εδώ το δεύτερο μέρος της συνέντευξης.

O Benno Teschke είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Sussex. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τη Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, την Ιστορική Κοινωνιολογία, τον Μαρξισμό και τη Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Ο Mύθος του 1648: Τάξη, Γεωπολιτική και η Δημιουργία των Σύγχρονων Διεθνών Σχέσεων (Λονδίνο: Verso, 2009).

  • Φωτογραφία: Απόσπασμα από τον πίνακα Portrait of a Philosopher (1915) της Lyubov Popova…

Υποσημειώσεις[+]