Στις πρώτες σκηνές του Βλέμματος του Οδυσσέα (1995) ο Θ. Αγγελόπουλος αναπολεί την δική του εμπειρία αναμέτρησης με τον εγχώριο ακροδεξιό κι ευλογημένο από την εκκλησία εθνικισμό. Η σκηνή με το συγκεντρωμένο πλήθος με τις μαύρες ομπρέλες και τα αναμένα κεριά που αποτρέπει την προβολή μιας ταινίας του ίδιου που κρίνεται ως αντεθνική, είναι μια αναφορά στην περιπέτεια της προηγούμενης ταινίας του, δηλαδή του Μετέωρου βήματος του Πελαργού (1991), της οποίας τα γυρίσματα επιχείρησε να σταματήσει ο μητροπολίτης Φλώρινας Αυγουστίνος Καντιώτης με το επιχείρημα ότι η ταινία προσέβαλε το έθνος και την θρησκεία, προσκαλώντας τους χριστιανούς – κατοίκους της πόλης να δώσουν αυτή την «μάχη» μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν οι τοίχοι της πόλης να γεμίσουν με συνθήματα όπως «αθεϊα, αναρχία, ανθελληνισμός» και οι καμπάνες να χτυπούν πένθιμα ενώ οργανώθηκε και «επίσημη» τελετή αφορισμού του δημιουργού και των συνεργατών του. Το ενδιαφέρον είναι ότι πράγματι μεγάλο μέρος των κατοίκων της πόλης συμμετείχε σε αυτές τις «εκδηλώσεις», χειροκροτώντας τις ομιλίες του Καντιώτη και επιδοκιμάζοντας την επίθεση στους «ακόλαστους πράκτορες των Σκοπιανών» όπως ο μητροπολίτης αποκαλούσε τον σκηνοθέτη και το συνεργείο του.
Το παραπάνω, κάπως ξεχασμένο συμβάν, αναδεικνύει την παραλληρηματική έκταση που μπορεί να λάβει η εθνικιστική προπαγάνδα μέσω της επίκλησης σε ανιστόρητες εθνικές μυθολογίες και σε βαθιά ρατσιστικές αντιλήψεις για την καθαρότητα της φυλής. Ακόμη περισσότερο, το περιστατικό αυτό,αρκεί για να μας θυμίσει πως κάθε φορά που ο «εθνικοχριστιανικός» πανικός ανασύρεται από το χρονοντούλαπο του, φτιάχνει προνομιακό χώρο για την ανάπτυξη μιας ακροδεξιάς εθνικιστικής πολιτικής ατζέντας που απειλεί να μετατοπίσει το πολιτικό σύστημα ολοένα και πιο ακροδεξιά, δίνοντας χώρο και στους νεοναζί.
Σε πρώτο επίπεδο, το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα της εποχής είναι ακριβώς η αναχαίτιση της ακροδεξιάς στροφής, ο περιορισμός της επίδρασης της εθνικιστικής ρητορικής και το μπλοκάρισμα της προσπάθειας αναβάπτισης της φασιστικής Χρυσής Αυγής. Στο άμεσο μέλλον θα κριθεί αν το κεντρικό πρόσημο της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ θα καθορίζεται από μια αστική, ακροδεξιά, εθνικιστική λογική ή από μια ταξική, αριστερή, αντιιμπεριαλιστική λογική. Οι δύο παραπάνω οπτικές δεν συντίθεται και η σύγκρουσή τους είναι αναπόφευκτη. Αυτό είναι ένα άμεσο, πολιτικό καθήκον που θα καθορίσει την αριστερά και το κίνημα. Είναι μια συζήτηση πολιτικών προτεραιοτήτων και πρωτοβουλιών με σαφές ιδεολογικό βάθος, όχι όμως μια γενικόλογη ψευτοιδεολογική συζήτηση.
Όπως ορθά ανέφερε η μπροσούρα της Αντιπολεμικής Αντεθνικιστικής Συσπείρωσης σ.1https://libertarianarchive.gr/archive/item/15280?lang=el που μοιράστηκε πρώτη φορά στην Ομόνοια τον Απρίλη του 1992, δεν είναι οι γειτονικοί λαοί αυτοί από τους οποίους κινδυνεύουμε, αλλά αντίθετα οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι «η εθνική πλειοδοσία και ο ψηφοθηρικός πατριωτισμός». Μήπως εικοσιέξι χρόνια μετά αυτή η φράση δεν ταιριάζει γάντι στη πολιτική τακτική της Νέας Δημοκρατίας, η οποία πανικόβλητη έσπευσε να ανέβει με κάθε επισημότητα στο άρμα του ακροδεξιού εθνικισμού, την επομένη της μαζικής συγκέντρωσης της Θεσσαλονίκης; Μιας συγκέντρωσης που μεταξύ άλλων είχε ως αποτελέσματα τον εμπρησμό της Libertatia από νεοναζί, όπου από καθαρή τύχη δεν χάθηκαν ανθρώπινες ζωές, επιθέσεις και εκφοβισμούς πολιτών στην Καμάρα και στο Σχολείο από φασιστικές και άλλες ακροδεξιές ομάδες, με την κάλυψη της αστυνομίας.
Οι προηγούμενες πικρές εμπειρίες της αναζοπύρωσης του ελληνικού εθνικισμού, οι περισσότερες εκ των οποίων συνέπεσαν με φάσεις μεγάλης πολιτικής αμηχανίας και οικονομικής κρίσης, έγιναν αντικείμενα συστηματικής κριτικής και έρευνας που συνεισέφερε καθοριστικά στην ανάδειξη του βαθμού διαστρέβλωσης της ιστορίας, απόκρυψης ιστορικών γεγονότων καθώς και του ρατσιστικού υποβάθρου των αφηγήσεων που τις πλαισίωναν. «Τα είπαμε τόσες φορές που σε λίγο θα τα πιστέψουμε κι ίδιοι» σ.2http://www.iospress.gr/ios2005/ios20051023.htm έγραφε η συντακτική ομάδα του Ιου το φθινόπωρο του 2005 όταν πάλι με αφορμή την εκκρεμή εξέταση του αιτήματος για ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην Ε.Ε. η εθνικιστική προπαγάνδα περί Μακεδονικού ζητήματος είχε πάλι ανανήψει.
Ακόμη χειρότερα, όπως και την περίοδο 1991-94, εκτός από την Δεξιά, την Ακροδεξιά και τις αστικές ελίτ, στο πλευρό των μακεδονομάχων με τις περικεφαλαίες στρατεύονται και δυνάμεις που κανονικά θα έπρεπε να είναι από την απέναντι πλευρά, είτε με την συμμετοχή στις συγκεντρώσεις, είτε με την συμβολική τους στήριξη, θυσιάζοντας στον βωμό της αγάπης μιας αφηρημένης «φωνής του λαού», τις αξίες διεθνισμού και της αλληλεγγύης μεταξύ λαών, καθώς και της αναγνώρισης του δικαιώματος τους για αυτοδιάθεση και αυτοπροσδιορισμό.
Και το κάνουν αυτό με πρόσχημα τον αντιμνημονιακό λόγο και την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Πώς όμως μπορείς να συνεχίσεις να δίνεις την μάχη ενάντια στους πλειστηριασμούς, ενάντια στην κατάργηση κοινωνικών επιδομάτων και για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην απεργία ενώ αφήνεσαι να παρασυρθείς από το ίδιο ρεύμα που απειλεί να σκεπάσει όλα αυτά τα πραγματικά προβλήματα και μαζί και τις ευθύνες της κυβέρνησης;
Στην καθημερινή συναναστροφή με ανθρώπους εκτός των στενών κύκλων των κοινωνικών δικτύων, γίνεται κατανοητή η επικίνδυνη ψυχολογία που δημιουργείται στο έδαφος της εθνικιστικού παραλογισμού. Μπορεί να μην είναι το κλίμα όπως το 1992, ωστόσο ήδη είναι εμφανής μια άκρως ανησυχητική αλλαγή. Οι συστημικές παρατάξεις και κόμματα, μπορούν μέσα σε μια στιγμή να μεταμορφωθούν σε ακραίους μακεδονομάχους, ακριβώς για να εκπροσωπήσουν το δήθεν λαϊκό αίσθημα και, κυρίως, για να ξεπλυθούν από τις πολιτικές ευθύνες τους. Άνθρωποι που δε θα τους χαρακτήριζες ακροδεξιούς βουτούν με επικίνδυνη ευκολία μέσα σε ανορθολογικές, ανιστόρητες και «ψεκασμένες» θέσεις. Η αριστερά δε μπορεί να κερδίσει σε αυτή την αρένα. Δε μπορεί να στρέψει αυτό το ποτάμι σε άλλη θάλασσα, αντίθετα θα παρασύρεται έτσι ώστε να μη μοιάζει με αριστερά στη συνέχεια.
Μέσα από αυτή την εθνικιστική ανάταση για το θέμα της Μακεδονίας δεν εκδηλώνεται η αντιμνημονιακή κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά υποκλέβεται και μεταλλάσσεται σε δύναμη συντήρησης. Στις μεγάλες στιγμές πολιτικής αναταραχής του 2010-2012 ή στην ιστορική βδομάδα του δημοψηφίσματος, η αναγνώριση της ανισότητας εντός της ΕΕ και της ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην προσπάθεια μιας διαφορετικής πορείας για τη χώρα, μπορούσε να συνδυάσει την πάλη για να είναι «ο λαός αφέντης στον τόπο του» με τον αγώνα για εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Υπό αυτό το πρίσμα, ο αγώνας του ελληνικού λαού ενάντια στις ευρω-μνημονιακές πολιτικές ήταν ταυτόχρονα διεθνιστικός, αντιιμπεριαλιστικός και εργατικός, ενώ στις καλύτερες στιγμές του ήταν και αντιφασιστικός και αντιρατσιστικός. Για αυτό η πλατεία Συντάγματος είχε σύμμαχο την Πουέρτα δελ Σολ, την Ταχρίρ, το πάρκο Γκεζί και το Occupy Wall Steet.
Δεν είναι φυσικά η συνέχεια αυτών, τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, αλλά η ήττα και ο κακοφορμισμός τους. Σε αντίθεση με ένα αίσθημα κοινού αγώνα των λαών ενάντια στους ισχυρούς της γης, κυριαρχεί το δηλητηριώδες μίσος ενάντια στους γειτονικούς λαούς και μάλιστα από τη θέση αυτή τη φορά του ισχυρού. Δεν υπάρχει καμία αντιιμπεριαλιστική και αντι- ΝΑΤΟική πλευρά στην ενίσχυση της αστικής εθνικιστικής πολιτικής ενάντια σε μια σαφέστατα πιο αδύναμη χώρα και η συμπόρευση με την ακροδεξιά εκδοχή της εξωτερικής πολιτικής. Ο ρόλος της Ελλάδας ως του ισχυρού ΝΑΤΟικού παίχτη στην περιοχή σαφώς δεν είναι αριστερή πολιτική, είτε με την πιο ακροδεξιά, είτε με την πιο μετριοπαθή- φιλελεύθερη εκδοχή του. Αριστερή πολιτική είναι να αρνείσαι τους «νονούς» των λαών, να υπερασπίζεσαι το δικαίωμα τους στην αυτοδιάθεση και να προωθείς την ειρήνη και τον κοινό αγώνα των εργαζομένων και της νεολαίας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους εθνικισμούς. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης σε πρόσφατο κείμενό του σ.3http://prin.gr/?p=18834, έγραψε ότι ιστορικά διαμορφώθηκαν δύο προσεγγίσεις του μακεδονικού ζητήματος. Η μια ήταν η εθνικιστική, ή άλλη είχε στο κέντρο της λογικής της τη συνεργασία και την αλληλεγγύη των λαών που κατοικούν τη Μακεδονία. Αυτή τη δεύτερη προσέγγιση πρέπει να υπερασπιστούμε και σήμερα.
«Ό,τι χρώμα και να παίρνει η Σαλαμάντρα δεξιά είναι»*,
Κ.Γώγου, Ιδιώνυμο, 1980.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης αλλά και η προγραμματισμένη την ερχόμενη Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στην Αθήνα είναι εκδηλώσεις με αμιγές ακροδεξιό, εθνικιστικό και ρατσιστικό περιεχόμενο που καθοδηγούνται από τις πιο αντιδραστικές εγχώριες πολιτικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει τίποτα χειραφετητικό στα ρατσιστικά συνθήματα και στους μύθους περί φυλετικής καθαρότητας. Και είναι πράγματι ντροπή, να τους αποδίδεται οποιαδήποτε «αντισυστημικότητα». Κι όλα αυτά να συμβαίνουν με φόντο την εμπειρία της «αντισυστημικής» Χ.Α.
Αυτή την στιγμή, περισσότερο απ όλα προέχει η μάχη ενάντια στον εθνικισμό και η ανάληψη πρωτοβουλιών για έμπρακτη αντίσταση. Αυτή η μάχη είναι ταυτόχρονα η μόνη πραγματικά αντιιμπεριαλιστική. Η αντιφασιστική διεθνιστική συγκέντρωση, οι οργανωμένες περιφρουρήσεις των καταλήψεων στέγης και των κοινωνικών χώρων από το ενδεχόμενο φασιστικής επίθεσης κατά το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης αποτελούν πρώτα κρίσιμα βήματα για την αντιφασιστική, ταξική κινηματική αντεπίθεση.
Υποσημειώσεις