Σε αδρές γραμμές, οι συνθήκες εξόδου της Ελλάδας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σ.1 (Μεταξύ άλλων η ανάμειξη Βρετανών, Δεκεμβριανά, μη αποναζιστικοποίηση και ο επακόλουθος εμφύλιος σ.2 (καθώς και η καχεκτική μεταπολεμική δημοκρατία) , εμπόδισαν την υιοθέτηση της 9ης ή έστω 8ης Μαΐου ως ημέρα εορτασμού της νίκης επί του φασισμού, αντ’ αυτής επιλέχθηκε το με μισή καρδιά «ΟΧΙ» του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά την 28η Οκτωβρίου. Τόσο εξαιτίας των ανωτέρω αναφερομένων, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης θέσης την ελληνικής αντίστασης και ΕΑΜ τα χρόνια της κατοχής, και τον ωμοτήτων που διαπράχθηκαν επί ελληνικών εδαφών, o ελλαδικός δημόσιος διάλογος σε σχέση με τον Β’ ΠΠ καταλαμβάνεται ως επί το πλείστον από τα της χώρας μας. Ωστόσο, η ενίσχυση της επιρροής της ναζιστικής ιδεολογίας, την οποία γνωρίζουμε καλά από πρώτο χέρι, αλλά και το σταυροδρόμι ενώπιον του οποίου βρίσκεται η Ευρώπη, σε σχέση με τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, καθιστούν τον προβληματισμό επί των θεμάτων που ανοίγει η άνοδος και η πτώση του Τρίτου Ράιχ, επιβεβλημένο.

Με την αφορμή αυτή, δημοσιεύουμαι απόσπασμα από το προτελευταίο έργο του Πρίμο Λέβι, εκτοπισμένου από τον Φεβρουάριο του 1944 ως Εβραίος στο Άουσβιτς, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν (εκδόσεις Άγρα, 2006) το οποίο εκδόθηκε ένα χρόνο πριν την αυτοκτονία του το 1987. Το απόσπασμα ανήκει στο κεφάλαιο Γκρίζα Ζώνη, στο οποίο ο Λέβι κάνει μια ανατομία των διαιρέσεων μεταξύ του σώματος των εκτοπισμένων στα Λάγκερ ή στα γκέτο. Αναδεικνύει λοιπόν τη μεθόδευση από την πλευρά της ναζιστικής εξουσίας για την δημιουργία μιας γκρίζας ζώνης προνομιούχων, αλλά παράλληλα μας βάζει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας, όταν αποπειρόμαστε να εξάγουμε εύκολα αποτελέσματα για αυτούς.
Σημείωμα του k-lab.


 

Η ίδια impotentia judicandi μας παραλύει απέναντι στην περίπτωση του Ρουμκόβσκι. Η ιστορία του Χάιμ Ρουμκόβσκι δεν ανήκει ακριβώς στις ιστορίες των Λάγκερ, παρόλο που ολοκληρώνεται στο Λάγκερ: είναι μια ιστορία του γκέτο, αλλά τόσο εύγλωττη στο θεμελιώδες ζήτημα της ανθρώπινης ασάφειας, η οποία μοιραία προκαλείται σε συνθήκες καταπίεσης και πιστεύω ότι εναρμονίζεται άψογα με το θέμα μας. Την επαναλαμβάνω εδώ αν και την έχω ήδη διηγηθεί σ.3Lilit e altri racconti – Λίλιθ, μετ. Σάρας Μπενβενίστε, εκδ. Ροδαμός, 1992 (Σ.τ.μ.) .

Μετά την επιστροφή μου από το Άουσβιτς βρήκα στην τσέπη μου ένα παράξενο νόμισμα από ελαφρύ κράμα που το έχω ακόμα. Είναι χαρακωμένο και διαβρωμένο∙ στη μια του όψη φέρει το εβραϊκό άστρο (την «Ασπίδα του Δαυίδ»), τη χρονολογία 1943 και τη λέξη getto. Στην άλλη όψη τις επιγραφές QUITTUNG ÜBER 10 MARK και DER JUDEN IN LITZMANNSTADT, δηλαδή Απόδειξη 10 μάρκων και Ο Πρεσβύτερος των Εβραίων του Λίτζμανσταντ : ήταν με δύο λόγια το νόμισμα για εσωτερική χρήση σ’ ένα γκέτο. Για πολλά χρόνια λησμόνησα την ύπαρξη του∙ αργότερα, το 1947 περίπου, κατόρθωσα να ανασυνθέσω την ιστορία του, μια ιστορία συναρπαστική όσο και δυσοίωνη.

Με το όνομα Λίτζμανσταντ, προς τιμήν του στρατηγού Λίτζμαν, νικητή κατά των Ρώσων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξαναβάφτισαν οι ναζί την πολωνική πόλη Λοντζ. Τους τελευταίους μήνες του 1944 οι τελευταίοι επιζώντες του γκέτο του Λοντζ μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς: πρέπει να βρήκα το άχρηστο πλέον νόμισμα στο χώμα του Λάγκερ.

Το 1939 το Λοντζ αριθμούσε 750.000 κατοίκους, και ήταν η σπουδαιότερη βιομηχανική πόλη της Πολωνίας, η πλέον «σύγχρονη» και πλέον άσχημη: ζούσε από την κλωστοϋφαντουργία, όπως το Μάντσεστερ και η Μπιέλλα, και εξαρτιόταν από την παρουσία πολυάριθμων μικρών και μεγάλων εγκαταστάσεων, στην πλειονότητά τους ήδη απαρχαιωμένων. Όπως σε όλες τις κάποιας σπουδαιότητας πόλεις της κατεχόμενης Ανατολικής Ευρώπης, οι ναζί έσπευσαν να δημιουργήσουν ένα γκέτο, αναβιώνοντας με μοντέρνα βαρβαρότητα το καθεστώς των γκέτο του Μεσαίωνα και της Αντιμεταρρύθμισης. Εκείνο του Λοντζ, ήδη σε λειτουργεία τον Φεβρουάριο του 1940, υπήρξε το πρώτο χρονικά και το δεύτερο σε πληθυσμό μετά το γκέτο της Βαρσοβίας: ο πληθυσμός του ξεπέρασε τους 160.000 Εβραίους και δε διαλύθηκε παρά το φθινόπωρο του 1944. Υπήρξε λοιπόν το μακροβιότερο των ναζιστικών γκέτο και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: στην οικονομική του σπουδαιότητα και στην περιπλεγμένη προσωπικότητα του προέδρου του.

Ονομαζόταν Χάιμ Ρουμκόβσκι. Πρώην αποτυχημένος μικροβιομήχανος, μετά από πολλά ταξίδια, δυσκολίες και καλοτυχίες, το 1917 εγκαθίσταται στο Λοντζ. Το 1940 ήταν ήδη εξήντα χρονών, χήρος, χωρίς παιδιά, απολάμβανε κάποιας εκτίμησης, ήταν γνωστός ως διευθυντής εβραϊκών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και ως άνθρωπος δραστήριος, ακαλλιέργητος και αυταρχικός. Το αξίωμα του Προέδρους (ή Πρεσβυτέρου) ενός γκέτο ήταν εγγενώς τρομακτικό, ήταν ωστόσο ένα αξίωμα, αντιπροσώπευε την κοινωνική αναγνώριση, ανύψωνε την κοινωνική βαθμίδα και παρείχε δικαιώματα και προνόμια, δηλαδή εξουσία∙ και ο Ρουμκόβσκι αγαπούσε με πάθος την εξουσία. Με ποιο τρόπο κατόρθωσε να περιβληθεί το αξίωμα δεν είναι γνωστό ίσως να επρόκειτο για μοχθηρή φάρσα ναζιστικού γούστου ( Ο Ρουμκόβσκι ήταν ή έδινε την εντύπωση ενός καθώς πρέπει ηλιθίου, εν συντομία του ιδεώδους κορόιδου)∙ ίσως ο ίδιος να δολοπλόκησε για να επιλεγεί, πρέπει να ήταν ακατανίκητη η επιθυμία του για εξουσία. Έχει επιβεβαιωθεί ότι τα τέσσερα χρόνια της προεδρίας του, ή μάλλον της δικτατορίας του, ήταν ένα εκπληκτικό σύμφυρμα μεγαλομανούς ονείρου, βάρβαρης ζωτικότητας και πραγματικής οργανωτικής και διπλωματικής ικανότητας. Σύντομα είδε τον εαυτό του στο ρόλο του απόλυτου αλλά πεφωτισμένου μονάρχη και αναμφίβολα ωθήθηκε σε αυτό το δρόμο από τους Γερμανούς κυρίους του, οι οποίοι τον περιγελούσαν βέβαια αλλά εκτιμούσαν το ταλέντο του, του καλού διοικητή και ανθρώπου της τάξης. Από αυτούς έλαβε την ιδέα για κυκλοφορία νομίσματος , μεταλλικών (όπως τα δικό μου) και χαρτονομισμάτων με υδατόσημο το οποίο προμηθεύτηκε επισήμως. Με αυτό το νόμισμα αμείβονταν οι εξαντλημένοι εργάτες του γκέτο∙ μπορούσαν να ξοδέψουν την αμοιβή τους στις καντίνες για να αγοράσουν την καθορισμένη ημερήσια τροφή, που ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 800 θερμίδες ημερησίως (υπενθυμίζω, εν συντομία ότι απαιτούνται τουλάχιστον 2.000 θερμίδες προς επιβίωση σε συνθήκες απόλυτης ανάπαυσης).

Από αυτούς του πεινασμένους υπηκόους του ο Ρουμκόβσκι φιλοδοξούσε να αποσπάσει όχι μόνο υπακοή και σεβασμό αλλά και αγάπη∙ σε αυτό το σημείο οι σύγχρονες δικτατορίες διαφέρουν από τις αρχαιότερες. Διαθέτοντας ένα στράτευμα έξοχων καλλιτεχνών και τεχνιτών, προθύμων σε κάθε νεύμα του, με αντίτιμο λίγο ψωμί, παρήγγειλε να σχεδιάσουν και να τυπώσουν γραμματόσημο που να φέρει τη μορφή του με κατάλευκα μαλλιά και γενειάδα στεφανωμένη από τος φως της Ελπίδας και της Πίστης. Διέθετε άμαξα την οποία έσερνε ένα σκελετωμένο ψωράλογο και πάνω της διέτρεχε τους πλημμυρισμένους με ζητιάνους και ικέτες δρόμους του μικροσκοπικού του βασιλείου. Φορούσε βασιλικό μανδύα και περιστοιχιζόταν από μία αυλή κολάκων και μπράβων∙ ανέθεσε στους αυλικούς ποιητές του τη σύνθεση ύμνων οι οποίοι δοξολογούσαν τα «σταθερά και ισχυρά του χέρια», όπως επίσης την ειρήνη και την τάξη που βασίλευαν χάρη σε αυτόν στο γκέτο∙ διέταξε να δίνονται εργασίες στα παιδιά των βδελυρών σχολείων, τα αποδεκατισμένα από τις επιδημίες, τον υποσιτισμό και τις επιδρομές των Γερμανών, που να εγκωμιάζουν τον «αγαπημένο και προνοητικό Πρόεδρό μας». Όπως όλοι οι δικτάτορες, έσπευσε να οργανώσει αποτελεσματική αστυνομία για τη διατήρηση της τάξης αλλά στην ουσία για τη δική του προστασία και την επιβολή της πειθαρχίας: εξακόσιοι φρουροί οπλισμένοι με ρόπαλα και ανεξακρίβωτος αριθμός χαφιέδων. Εκφώνησε πλήθος λόγων, κάποιοι έχουν σωθεί, το ύφος των οποίων είναι αναγνωρίσιμο: είχε υιοθετήσει τη ρητορική τεχνική του Χίτλερ και του Μουσολίνι, εκείνη της εμπνευσμένης απαγγελίας, του ψευδοδιαλόγου με το πλήθος, της συναίνεσης μέσω της υποταγής και τις επευφημίας. Ίσως αυτή η μίμηση να ήταν ηθελημένη ή ίσως να επρόκειτο για ασυνείδητη ταύτιση με το πρότυπο του «αναγκαίου ήρωα», η οποία κυριαρχούσε στην Ευρώπη εκείνης της εποχής και έχει υμνηθεί από τον D΄Αnnunzio∙ πιθανότερο είναι πως η συμπεριφορά του πηγάζει από την κατάσταση του, ως μικρού τυράννου, ανίσχυρου έναντι των ανωτέρων του και πανίσχυρου έναντι των υπηκόων του. Μιλούσε όπως αυτός που κάθεται σε θρόνο και κρατά σκήπτρο και δε φοβάται ότι θα αμφισβητηθεί ή θα χλευαστεί.

Και όμως, η προσωπικότητά του υπήρξε περισσότερο πολύπλοκη από όσο εμφανίζεται έως αυτό το σημείο. Ο Ρουμκόβσκι δεν υπήρξε μόνο αποστάτης και συνεργός∙ σε κάποιο βαθμό, πέραν του να πείσει τους άλλους, πρέπει και ο ίδιος να είχε σταδιακά πειστεί ότι ήταν ένας Μεσσίας, ένας σωτήρας του λαού του, το καλό του οποίου, τουλάχιστον κατά διαστήματα, θα πρέπει να είχε σίγουρα επιθυμήσει. Πρέπει να ευεργετήσουμε για να αισθανθούμε ευεργέτες, και να το αισθανθείς ευεργέτης είναι ευάρεστο ακόμη και σε έναν διεφθραμένο σατράπη. Παραδόξως, η ταύτιση με τους καταπιεστές εναλλάσσεται ή συμβαδίζει με την ταύτισή του με τους καταπιεσμένους, εφόσον ο άνθρωπος όπως λέει ο Τόμας Μαν, είναι αντιφατική ύπαρξη∙ και καθίσταται περισσότερο αντιφατικός, μπορούμε να προσθέσουμε, όσο περισσότερο υποβάλλεται σε εντάσεις∙ στο σημείο αυτό διαφεύγει της κρίσης μας με τον ίδιο τρόπο που η βελόνα της πυξίδας τρελαίνεται όταν αγγίξει το μαγνητικό πόλο.

Μολονότι υπήρξε σταθερά αντικείμενο περιφρόνησης και εμπαιγμού εκ μέρους των Γερμανών, ο Ρουμκόβσκι πιθανόν να σκεφτόταν τον εαυτό του σαν ένα θεό και όχι σα δούλο. Πρέπει να είχε πάρει στα σοβαρά το αξίωμά του∙ όταν η Γκεστάπο συνέλαβε απροειδοποίητα τους συμβούλους «του», έσπευσε με θάρρος να τους βοηθήσει, εκτιθέμενος σε χλευασμούς χαστούκια, τα οποία υπέμεινε με αξιοπρέπεια. Και σε άλλες περιπτώσεις προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους Γερμανούς, οι οποίο απαιτούσαν συνεχώς μεγαλύτερες ποσότητες υφασμάτων από το Λοντζ και από τον ίδιο συνεχώς περισσότερα άχρηστα στόματα (ηλικιωμένους, παιδιά, αρρώστους) για τους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα στην αρχή και του Άουσβιτς αργότερα. Η αληθινή σκληρότητα με την οποία έσπευσε να καταστείλει τις στάσεις ανυπακοής των υπηκόων του (στο Λοντζ, όπως και σε άλλα γκέτο, δρούσαν πυρήνες ριψοκίνδυνης πολιτικής αντίστασης, σιωνιστικής ή κομμουνιστικής απόχρωσης) δεν οφειλόταν τόσο στη δουλικότητά του έναντι των Γερμανών όσο στην αγανάκτηση για την προσβολή προς το βασιλικό του πρόσωπο, για διάπραξη «εγκλήματος καθοσιώσεως».

Τον Σεπτέμβριο του 1944, λόγω της προέλασης των ρωσικών στρατευμάτων, οι ναζί αποφάσισαν τη διάλυση του γκέτο του Λοντζ. Δεκάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς, anus mundi, ύστατο σημείο εκροής του γερμανικού σύμπαντος∙ εξαντλημένοι όπως ήταν, αμέσως θανατώθηκαν σχεδόν όλοι. Στο γκέτο παρέμειναν περί τα χίλια άτομα, για την αποσυναρμολόγηση των μηχανών των εργοστασίων και την εξαφάνιση κάθε είδους σφαγής: απελευθερώθηκαν από τον Ερυθρό Στρατό λίγο αργότερα, και σε αυτούς οφείλουμε τις πληροφορίες που παραθέτουμε εδώ.

Για τον επίλογο της μοίρας του Ρουμκόβσκι υπάρχουν δύο εκδοχές, σαν η αμφισημία που είχε σφραγίσει τη ζωή του να παρατάθηκε για να περιβάλει και το θάνατό του. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, κατά τη διάλυση του γκέτο προσπάθησε να αντιταχθεί στην εκτόπιση του αδελφού του, τον οποίο δεν ήθελε να αποχωριστεί∙ τότε ένας Γερμανός αξιωματικός του πρότεινε να αναχωρήσει οικειοθελώς με τον αδερφό του και αυτός δέχτηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτός που αποπειράθηκε να τον σώσει ήταν ο Χανς Μπήμποβ, μια άλλη διπλοπρόσωπη φιγούρα. Αυτός ο αμφίβολης τιμιότητας Γερμανός βιομήχανος ήταν ο υπεύθυνος λειτουργός της διοίκησης του γκέτο και συγχρόνως ο ανάδοχος εργολαβιών εντός του γκέτο: επομένως η θέση του ήταν λεπτή, διότι τα εργοστάσια υφαντουργίας του Λόντζ δούλευαν για τις ένοπλες δυνάμεις. Ο Μπήμποβ δεν ήταν άγριο θηρίο∙ δεν ενδιαφερόταν να υποβάλει σε άσκοπες ταλαιπωρίες ούτε να βασανίσει τους Εβραίους επειδή είχαν γεννηθεί Εβραίοι, αλλά να πλουτίσει από τις προμήθειες με νόμιμα ή άλλα μέσα. Το μαρτύριο του γκέτο τον άγγιζε, αλλά μόνο έμμεσα∙ επιθυμούσε να δουλεύουν οι σκλάβοι και για αυτό δεν ήθελε να πεθάνουν από την πείνα∙ το αίσθημα ηθικής για αυτόν σταματούσε εδώ. Στην πράξη αυτός ήταν το αληθινό αφεντικό του γκέτο, και με το Ρουμκόβσκι τον συνέδεε μια σχέση εργολάβου-προμηθευτή, η οποία συχνά οδηγεί σε μια τραχιά φιλία. Ο Μπήμποβ , μικρό τσακάλι, αρκετά κυνικός ώστε να πάρει στα σοβαρά τη δαιμονολογία περί φυλής, θα επιθυμούσε να αναβληθεί η διάλυση του γκέτο – μια εξαιρετική επιχείρηση για αυτόν – και να σώσει από την εκτόπιση τον Ρουμκόβσκι, του οποίου τη συνενοχή εμπιστευόταν∙ στο σημείο αυτό βλέπουμε πως συχνά ένας ρεαλιστής υπερέχει αντικειμενικά ενός θεωρητικού. Αλλά οι θεωρητικοί των Ες-Ες ήταν αντίθετης γνώμης και υπερίσχυσαν. Ήταν gründlich, ριζοσπάστες: απαλλαχθείτε από το γκέτο, απαλλαχθείτε από τον Ρουμκόβσκι.

Αδυνατώντας να πράξει διαφορετικά, ο Μπήμποβ, ο οποίος είχε υψηλές γνωριμίες, έδωσε στον Ρουμκόβσκι ένα γράμμα με παραλήπτη τον διοικητή του στρατοπέδου προορισμού, και εγγυήθηκε ότι αυτό το γράμμα θα του εξασφάλιζε προστασία και ιδιαίτερη ευνοϊκή μεταχείριση. Λένε πως ζήτησε και απέσπασε την άδεια να ταξιδέψει έως το Άουσβιτσς, αυτός και η οικογένειά του, με την αρμόζουσα στο αξίωμά του αξιοπρέπεια, δηλαδή σε ένα ειδικό βαγόνι στην ουρά της αμαξοστοιχίας, όπου στα βαγόνια για εμπορεύματα ασφυκτιούσαν οι εκτοπισμένοι χωρίς προνόμια∙ αλλά το πεπρωμένο των Εβραίων στα χέρια των Γερμανών ήταν ένα και μοναδικό για ήρωες ή δειλούς, για ταπεινούς ή αλλαζόνες. Ούτε το γράμμα ούτε το βαγόνι ήταν αρκετά για να σώσουν από τα αέρια τον Χάιμ Ρουμκόβσκι, βασιλιά των Ιουδαίων.

Μια ιστορία σαν και αυτή δεν κλείνει εδώ. Είναι πλήρης νοήματος, δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα μπορεί να απαντήσει, συνοψίζει το σύνολο της θεματικής της γκρίζας ζώνης και μας αφήνει μετέωρους. Κραυγάζει, απαιτώντας να γίνει κατανοητή, επειδή διακρίνουμε σε αυτή ένα σύμβολο, όπως στα όνειρα ή στους οιωνούς του ουρανού.

Ποιος είναι ο Ρουμκόβσκι; Δεν είναι τέρας αλλά ούτε και κοινός άνθρωπος αλλά όμοιος με πολλούς ανθρώπους γύρω μας. Οι αποτυχίες, οι οποίες προηγήθηκαν της καριέρας του, είναι ενδεικτικές∙ είναι λίγοι οι άνθρωποι που αντλούν ηθική δύναμη από μια αποτυχία. Νομίζω ότι στην ιστορία του αναγνωρίζουμε, σε υποδειγματική μορφή, τη φυσική σχεδόν ανάγκη, η οποία υπό καθεστώς πολιτικού εξαναγκασμού γεννά την ακαθόριστη σφαίρα της αμφισημίας και του συμβιβασμού. Γύρω από κάθε απόλυτο μονάρχη συνωθούνται για να αρπάξουν το μικρό τους μερίδιο εξουσίας άνθρωποι όπως ο δικός μας: είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέαμα, έρχεται στη μνήμη μας η θανάσιμη διαμάχη τους τελευταίους μήνες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου μεταξύ των αυλικών του Χίτλερ και μεταξύ των υπουργών του Σαλό∙ άνθρωποι γκρίζοι και αυτοί, τυφλοί πρωτίστως και μετά εγκληματίες, μανιώδεις να μοιράσουν τα ράκη μιας εγκληματικής και ετοιμοθάνατης εξουσίας. Η εξουσία είναι σαν το ναρκωτικό: η ανάγκη και των δύο είναι άγνωστη σε όποιον δεν έχει δοκιμάσει, αλλά μετά τη μύηση ( η οποία, όπως και για τον Ρουμκόβσκι, μπορεί να είναι τυχαία) δημιουργείται εθισμός και ανάγκη συνεχώς αυξανόμενων δόσεων, όπως επίσης η άρνηση της πραγματικότητας και η επιστροφή στα παιδικά όνειρα παντοδυναμίας. Εάν είναι χρήσιμη η ερμηνεία ενός Ρουμκόβσκι δηλητηριασμένου από την εξουσία, πρέπει να δεχτούμε πως η δηλητηρίαση εκδηλώθηκε όχι εξαιτίας αλλά σε αντίθεση προς το περιβάλλον του γκέτο∙ δηλαδή είναι τόσο ισχυρή ώστε να υπερισχύσει σε συνθήκες οι οποίες φαινομενικά σβήνουν κάθε ατομική βούληση. Πράγματι ήταν ευδιάκριτο σε αυτό, όπως και στα πλέον διάσημα πρότυπά του, το σύνδρομο της μακρόχρονης και αδιαμφησβήτητης εξουσίας: διαστρεβλωμένη αντίληψη του κόσμου, δογματική αλαζονεία, επιθυμία κολακείας, σπασμωδική προσκόλληση στους μοχλούς διοίκησης, περιφρόνηση των νόμων.

Όλα αυτά δεν απαλλάσσουν το Ρουμκόβσκι από τις ευθύνες του. Το γεγονός ότι από την οδύνη του Λοντζ αναδύθηκε ένας Ρουμκόβσκι, θλίβει και δυσαρεστεί∙ εάν είχε επιζήσει της τραγωδίας του και της τραγωδίας του γκέτο, την οποία μίανε προβάλλοντας τη δική του φιγούρα, του θεατρίνου, κανένα δικαστήριο δε θα τον αθώωνε, και βέβαια ούτε εμείς μπορούμε να του δώσουμε ηθική απαλλαγή. Έχει όμως ελαφρυντικά: ένα σατανικό σύστημα, όπως ο εθνικοσοσιαλισμός, διαθέτει μια τρομακτική δύναμη να διαφθείρει, από την οποία δύσκολα προστατεύεσαι. Εκφυλίζει και αφομοιώνει τα θύματά του επειδή έχει ανάγκη συνενοχής, μικρής ή μεγάλης. Για να αντισταθείς, είναι απαραίτητη μια στέρεα ηθική θωράκιση, και εκείνη του Ρουμκόβσκι, εμπόρου του Λοντζ, καθώς και όλης της γενιάς του, ήταν εύθραυστη∙ αλλά πόσο ισχυρή είναι η δική μας, των σημερινών Ευρωπαίων; Πως θα συμπεριφερόταν ο καθένας από εμάς εάν βρισκόταν εκτεθειμένος στην ανάγκη και ταυτόχρονα στη σαγήνη;

Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν (εκδόσεις Άγρα, 2006)

  • Πίνακας του ζωγράφου του Λοντζ Izrael Lejzerowicz που απεικονίζει τον Ρουμκόβσκι στο γκέτο του Λοντζ.

Υποσημειώσεις[+]