Ο στρατηγικός στόχος ως αφετηρία μιας συστηματικής στρατηγικής ανάλυσης (Μέρος 2)

Από το «γιατί» στο «πως»: η σημασία της συστηματικότητας

Αφού έθιξα στο πρώτο μέρος τη θεμελιώδη σημασία της στρατηγικής συζήτησης για την αριστερά και την άμεση ανάγκη για το άνοιγμά της, έρχομαι στο ζήτημα του βέλτιστου τρόπου με τον οποίο πρέπει να γίνει η συζήτηση αυτή. Έχω την άποψη ότι αυτό που λείπει από πολλές διάσπαρτες στρατηγικές τοποθετήσεις αριστερών στελεχών, εδώ και δεκαετίες ίσως, αλλά ταυτόχρονα έχει αυξημένη σημασία σε μια τέτοια περίοδο, είναι η συστηματικότητα. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό μέχρι σήμερα, είναι ότι αρκετά κομμάτια από αυτό που θα αποτελούσε μια πλήρη στρατηγική ανάλυση θεωρούνταν λιγότερο ή περισσότερο ληγμένα, οπότε η συζήτηση περιστρεφόταν πάντα γύρω από επιμέρους σημεία της στρατηγικής (π.χ. η σχέση της με τη δημοκρατία, η έξοδος ή μη από την ΕΕ, οι «συμμαχίες της εργατικής τάξης» κλπ.), συνήθως πρόσφορα για ταυτοτικές αντιπαραθέσεις. Έτσι, το συμπληρωματικό στοιχείο της μη συστηματικότητας των στρατηγικών τοποθετήσεων είναι η ταυτόχρονη μερικότητα τους, η οποία συχνά οδηγεί σε στείρες αντιπαραθέσεις επί πολιτικών παρεξηγήσεων.

Νομίζω πως το βάθος της πρόσφατης στρατηγικής ήττας είναι τέτοιο που χρειαζόμαστε σήμερα μια όσο το δυνατό συνολικότερη και συστηματικότερη στρατηγική ανάλυση, με την έννοια του να βάζει μεθοδικά στο μικροσκόπιο το σύνολο των στοιχείων της στρατηγικής, ώστε να διευκολύνεται η συνεννόηση και η εύρεση κοινών τόπων μεταξύ των δυνάμεων της αριστεράς, έστω κι αν περιορίζονται στο «συμφωνούμε που διαφωνούμε». Σημειώνω εδώ τα εξής: Το να συμφωνούν ότι διαφωνούν οι διαφορετικές εκδοχές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι μάλλον τετριμμένο ζήτημα. Όμως, το να συμφωνούν που διαφωνούν δεν είναι μικρό πράγμα. Κι αυτό γιατί εμπεδώνεται έτσι ένα μόνιμο κλίμα ειλικρινούς διαλόγου και συνεργασίας στα επιμέρους, το οποίο βοηθά τον διαρκή στρατηγικό διάλογο και διευκολύνει την εξαγωγή κοινών συμπερασμάτων σε κομβικές συγκυρίες, μαζί με τις αντίστοιχες μετατοπίσεις, εφόσον η ιστορική πραγματικότητα του μέλλοντος  φέρει στο προσκήνιο (όπως και σήμερα) τις ανεπάρκειες της τότε στρατηγικής. Εν ολίγοις, τα παραπάνω συμβάλλουν στην απόκρουση του δογματισμού, ο οποίος ‒ οντολογικά μάλιστα ‒ συνδέεται με τον αυταρχισμό και αποστραγγίζει τη δημοκρατία από τον χώρο της αριστεράς.

Νομίζω πως η αντι-δογματική στάση, σε αντίθεση με την κουλτούρα δογματισμού, ενδοαριστερής βίας και «εμφυλίου» που, αν και έχει υποχωρήσει σχετικά, υφίσταται ακόμα και σήμερα, είναι κάτι που πρέπει να κρατήσουμε από τη γραμμή του παλιού ΣΥΡΙΖΑ περί της «ενότητας της αριστεράς ως στρατηγική επιλογή», δηλαδή της διαρκούς προσπάθειας για στρατηγικές συγκλίσεις και υπέρβαση των ανεπαρκειών και δογματισμών κάθε επιμέρους οργάνωσης (άσχετα από το αν αυτή εκφυλίστηκε στο «να κατέβουμε μαζί στις εκλογές για να πάρουμε την κυβέρνηση όπως όπως»)σ.1 Νομίζω πως τη λογική αυτή πρέπει να την αφήσουμε πίσω μας οριστικά. Η προσπάθεια αναβίωσής της στη μικροκλίμακα του «να κατέβουμε μαζί στις εκλογές για να μπούμε στη βουλή όπως όπως», στην οποία, δυστυχώς, φαίνεται να αναλίσκεται η ΛΑΕ, θεωρώ πως εγκλωβίζει την αριστερά στον αστικό τρόπο πολιτικής. Θα επανέλθω αναλυτικότερα σε επόμενο μέρος της παρέμβασής μου.. Κατ’ επέκταση, η έννοια της συστηματικότητας – συνολικότητας που έθεσα προηγουμένωςσ.2Διευκρινίζω εδώ ότι χρησιμοποιώ την έννοια της συνολικότητας όχι με απολύτως κυριολεκτικό τρόπο, αλλά με μεταφορικό. Η έννοια του συνολικού, του καθολικού ή της πληρότητας, αποτελεί – κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον, αυτό είναι το πιθανότερο – μη έγκυρη οντολογική κατηγορία, και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να την διαχειριστεί πραγματικά ένας μη ψυχωτικός ανθρώπινος λόγος. Ωστόσο, η συστηματικότητα μιας μεθόδου (ή ενός συστήματος γενικότερα) επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την αξίωση της πληρότητας, έστω και σαν ορίζοντα, δηλαδή ενός άπιαστου στόχου, τον οποίο όμως μπορείς να πλησιάζεις όλο και περισσότερο. Με λίγα λόγια, ακολουθείς μια μέθοδο συστηματικά μόνο όταν πιστεύεις ότι είναι η πληρέστερη αναφορικά με το αντικείμενο της, ακόμα κι αν δεν είναι πλήρης με έναν απόλυτο τρόπο., αφορά και την εμπλοκή όσο το δυνατό μεγαλύτερου κομματιού του αντικαπιταλιστικού χώρου σε ένα διαρκή διάλογο με οργανωμένο τρόπο. Προσπερνώντας, ωστόσο, τη συγκεκριμένη οργανωτική διάσταση ενός στρατηγικού διαλόγου, θα εμπλακώ στη συνέχεια της γραπτής μου παρέμβασης με το «διά ταύτα» της συζήτησης περί στρατηγικής.

Η απώθηση του στρατηγικού στόχου και οι συνέπειές της

Παίρνοντας λαβή από τη συζήτηση περί αντι-δογματισμού, προτείνω ο αντι-δογματισμός να επικαλύπτει τα πάντα στη σκέψη μας, εκτός από τον στρατηγικό στόχο.  Όχι επειδή «για να κινηθεί μια πόρτα χρειάζεται σταθερούς μεντεσέδες» (που ισχύει κι αυτό), αλλά διότι ο στρατηγικός στόχος που επιλέγουμε είναι άλλης τάξης ζήτημα· δεν αφορά την αντι-δογματική σκέψη, αλλά ούτε και την δογματική, γιατί δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία της εκτίμησης, της αναλυτικής ορθότητας ή της πίστης, αλλά της θέλησης. Αφορά το τι θέλουμε για τον εαυτό μας, σε ποιον κόσμο, σε ποια κοινωνία προτιμάμε να ζήσουμε, πως θέλουμε να συνυπάρξουμε με τους γύρω μας και με τη φύση.

Συνεπώς, οποιαδήποτε στρατηγική συζήτηση δεν μπορεί παρά να ξεκινά και να οριοθετείται από το (προφανές;) τι στόχο θέτει κάθε δύναμη για τον εαυτό της. Ωστόσο, σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα, καθώς ο στρατηγικός στόχος ξεπερνιόταν ως δεδομένος και η ανάπτυξή του αναβαλλόταν για το μέλλον, όταν η συγκυρία θα ήταν καταλληλότερη και οι «συσχετισμοί» ευνοϊκότεροι για την αριστερά.

Εδώ λοιπόν, ερχόμαστε μπροστά σε ορισμένες παρενέργειες με παράδοξο αποτέλεσμα: Κατ’ αρχάς, το να αποφεύγει η αριστερά να συζητά τον στρατηγικό της στόχο, οδηγεί όχι μόνο τους υποστηρικτές της, αλλά και τα οργανωμένα μέλη της, να ταυτίζονται περισσότερο με τη θέση που παίρνει η κάθε οργάνωση για ένα επιμέρους στρατηγικό ζήτημα (όπως ανέφερα στην αρχή), παρά με τον στρατηγικό της στόχο, ο οποίος εκφυλίζεται σε απλό σύνθημα. Το γεγονός αυτό με τη σειρά του εμποδίζει τελικά την πολυπόθητη βελτίωση των συσχετισμών, καθώς «ευνοϊκότεροι συσχετισμοί» για την αριστερά, με απλά λόγια σημαίνει περισσότεροι άνθρωποι ταγμένοι στην υπόθεση του «δικού της» στρατηγικού στόχου. Τέλος, η όλο και διακριτικότερη παρουσία του στρατηγικού στόχου στην εσωτερική συζήτηση μιας οργάνωσης, καταλήγει σε παντελή αδυναμία οποιουδήποτε απολογισμού (πόσο μάλλον στοιχειώδους ορθότητας) των επιμέρους στρατηγικών και τακτικών επιλογών, οι οποίες υποτίθεται πως γίνονται για να φέρουν την οργάνωση πιο κοντά στο στρατηγικό της στόχοσ.3Νομίζω πως αυτή είναι και η διαδικασία που δημιουργεί τις στρατηγικές παρεκκλίσεις στα κόμματα της αριστεράς διαχρονικά (από την αυταρχικοποίηση του ΚΚΣΕ μέχρι τη νεοφιλελεύθερη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ): Από τη στιγμή που μια σημαντική ενδιάμεση καμπή της στρατηγικής εκτοπίζει τον απώτερο στρατηγικό στόχο και ουσιαστικά παίρνει τη θέση του στη συνείδηση, τις ζυμώσεις και την καθημερινή πρακτική των οργανωμένων και μη αριστερών, καταλήγει να ξεχνιέται τελικά το πρωταρχικό ονομαστικό όραμα πάνω στο οποίο χτίστηκε ένα κόμμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το φαινόμενο ενός κόμματος που το ρητά αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό ή «απλώς» αριστερό ριζοσπαστικό του όνομα καταλήγει να μοιάζει με φάρσα, έχει καταντήσει συνηθισμένο. Παραδέχομαι φυσικά ότι η «εξήγηση» αυτή είναι κάπως φαινομενολογική και, ως εκ τούτου, ανεπαρκής. Σε κανένα κόμμα δεν ολοκληρώθηκε μια στρατηγική συστημική μετάλλαξη – ενσωμάτωση χωρίς έντονες συγκρούσεις στο εσωτερικό του και το σχηματισμό μιας υπό μετάλλαξη πλειοψηφίας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) που κατάφερε να ελέγξει το κόμμα και να περιθωριοποιήσει (συχνά μέσω της κρατικής ισχύος) την επιμένουσα στο αρχικό ιδεώδες μειοψηφία. Ούτε επίσης, υποστηρίζω ότι η εξήγηση αυτή έχει καθολική ισχύ, καθώς έχουν υπάρξει και πιο «συνειδητές» μεταλλάξεις που συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν δημοκρατικά με συγκροτημένο τρόπο από ορισμένα κόμματα. Ωστόσο, νομίζω ότι στις περιπτώσεις μεταλλάξεων που έγιναν διά της διολίσθησης, η εκτόπιση του στρατηγικού στόχου από την καθημερινή ατζέντα της κομματικής ζωής για χάρη κρίσιμων ενδιάμεσων στόχων είναι πολύ συχνό φαινόμενο..

Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται επαναχάραξη και τήρηση μιας νικηφόρας στρατηγικής για τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας χωρίς να ξεκινήσουμε από μια σαφή και, άρα, ανεπτυγμένη διατύπωση του στρατηγικού στόχου. Διδασκόμενοι από τις κωμικοτραγικές επαναλήψεις της ιστορίας, πρέπει να επαναφέρουμε με τακτική συχνότητα στο νου μας το στρατηγικό στόχο για τον οποίο παλεύουμε· γιατί όλη την υπόλοιπη στρατηγική ανάλυση και τις πρακτικές επιλογές που τη συνοδεύουν, οφείλουμε να τις θέτουμε σε αντίστοιχα συχνή αμφισβήτηση και έλεγχο, αλλά με αποκλειστικό κριτήριο το αν συμβάλλουν μεσοπρόθεσμα στο πλησίασμα του στρατηγικού στόχου.

Κομμουνισμός ρε!

Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για το στρατηγικό στόχο της επιλογής μας. Φαντάζομαι πως οι περισσότερες/οι που θα διαβάσουν αυτό το κείμενο δηλώνουν κομμουνίστριες/ές, όπως κι εγώ. Όμως, η λέξη «κομμουνισμός» δεν λέει και πολλά από μόνη της, κι αυτό διότι λέει …περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε! Ακριβώς επειδή το σημαίνον «κομμουνισμός» έχει συνδεθεί κατά καιρούς – και κατά τόπους – με πλήθος νοημάτων και παραδειγμάτωνσ.4Από το χρουστσωφικό «παλλαϊκό κράτος» και τη Βόρεια Κορέα, μέχρι το μαρξικό τέλος του μαρασμού του κράτους, τον λεγόμενο «ελευθεριακό κομμουνισμό», ή ακόμα και με αναρχικές ουτοπίες, ο «κομμουνισμός» πάει με όλα. Για το δε ξεχείλωμα του επίθετου «κομμουνιστικό», νομίζω πως ό,τι και να πω θα είναι λίγο., γι’ αυτό οφείλουμε να αναπτύξουμε επαρκώς το νόημα που έχουμε στο μυαλό μας, όταν χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη.

Στο δικό μου μυαλό, λοιπόν, ο κομμουνισμός είναι ένας τρόπος οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας με τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά του καπιταλισμού, ήτοι: i) την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ii) την αναρχία στην παραγωγή, iii) τον ανταγωνισμό, iv) την αυταρχική σχέση αφεντικού – υφιστάμενου, v) την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, vi) την αδιαφορία για το περιβάλλον, vii) το διαχωρισμό χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, viii) το κυνήγι του μέγιστου κέρδους και ix) την κυριαρχία του χρήματος ως αντικείμενο φετιχιστικής λατρείας. Συνεπώς, ο κομμουνισμός συνίσταται σε μια οικονομική δραστηριότητα κατά την οποία α) κανείς\μία δεν θα αποσπά κέρδος από την εργασία άλλης\ου, β) η παραγωγή θα σχεδιάζεται δημοκρατικά σε τοπική και υπερτοπική κλίμακα, γ) οι διευθυντικές σχέσεις (όπου χρειάζονται) θα έχουν δημοκρατικό και όχι αυταρχικό χαρακτήρα, δ) θα υπάρχει συλλογική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ε) ο στόχος της παραγωγής θα είναι η κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και όχι το κέρδος, στ) δεν θα υπάρχει οικονομικός ανταγωνισμός αλλά συνεργασία, ζ) η πνευματική εργασία θα συνδυάζεται με τη χειρωνακτική η) το περιβάλλον θα προστατεύεται σε κάθε περίπτωση και θ) το χρήμα θα έχει εργαλειακό και όχι φετιχιστικό χαρακτήρα.

Αν θεωρήσουμε, τώρα, τα παραπάνω σημεία ως μια βάση για να εμβαθύνουμε περισσότερο τη συζήτηση, προσωπικά θα ήθελα να πάω ένα-δύο βήματα παραπέρα. Κατά πρώτον, ο δημοκρατικός σχεδιασμός της οικονομίας με βάση τις ανθρώπινες ανάγκες, συνεπάγεται αναγκαστικά ότι πρέπει να ξεπεράσουμε τον άναρχο και καριερίστικο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας που επικρατεί σήμερα. Ας εξηγήσουμε το πρόβλημα με ένα παράδειγμα: έστω ότι μια κοινωνία έχει 100 πολιτικούς μηχανικούς οι οποίοι εργάζονται σε 20 αναγκαία έργα σε μια δεδομένη χρονιά, και τα οποία απορροφούν ισόποσα την 8ωρη ημερήσια εργασία των 100 μηχανικών. Αν την επόμενη χρονιά τα αναγκαία έργα είναι 10, τότε υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα, ανάλογα με τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας. Στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, οι μισοί μηχανικοί απλά θα έμεναν άνεργοισ.5Φυσικά, η εργοδοσία θα αποφάσιζε ποιοι/ες θα απολύονταν. Πιθανόν να έφευγαν οι αριστεροί/ες συνδικαλιστές/τριες, οι νιόπαντρες γυναίκες που μόλις είχαν μείνει έγκυες, οι νέοι/ες μηχανικοί χωρίς επαρκή εμπειρία ή οι παλαιότεροι μηχανικοί που έχουν αυξημένο ασφαλιστικό (ή και μισθολογικό) κόστος. Ό,τι θέλει το αφεντικό μας!. Στο σοσιαλδημοκρατικό καπιταλισμό το κράτος θα έκοβε χρήμα και θα ξεκίναγε άλλα 10 έργα (χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη απαραίτητα) προκειμένου να απορροφήσει  τους/τις 50 μηχανικούς. Μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι εκτός από την αύξηση του δημοσίου χρέους και του πληθωρισμού, θα είχαμε και μια επιπλέον περιβαλλοντική επιβάρυνση. Όμως στον κομμουνισμό (με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά), θα έπρεπε είτε ένα ποσοστό των μηχανικών να αλλάξουν αντικείμενο εργασίας ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες, μειώνοντας έτσι και την αναγκαία εργασία των εργαζομένων στους υπόλοιπους τομείς, είτε όλοι\ες οι μηχανικοί να δουλεύουν τις μισές ώρες στα έργα και τις άλλες μισές ώρες σε άλλες αναγκαίες εργασίες. Όμως το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει εάν οι μηχανικοί είναι καριερίστες/τριες και δεν καταδέχονται να κάνουν κάποια άλλη χειρωνακτική εργασία σε μια τέτοια περίπτωση. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οικονομία των αναγκών και προστασία του περιβάλλοντος – άρα και κομμουνισμός ‒ δεν υφίστανται αν δεν εκλείψει ο καριερισμός.

Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα. Αν σκεφτούμε ότι σε μια οικονομία των αναγκών, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα προϊόντα και υπηρεσίες μπορεί να μη χρειάζεται να παράγονται διαρκώς εκτός από την τροφήσ.6Το ίδιο ισχύει και με την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, την υγεία και την εκπαίδευση, αλλά αν αφαιρέσουμε αυτούς τους τομείς που έχουν «εθνικό» στρατηγικό χαρακτήρα, για άλλα προϊόντα όπως τα αυτοκίνητα, τα εργαλεία, οι τηλεοράσεις, κλπ., ή τα ρούχα για γάμους και βαφτίσια, είναι προφανές ότι δεν χρειαζόμαστε από ένα κάθε χρόνο., αντιλαμβανόμαστε ότι το κατεξοχήν πεδίο απορρόφησης των εργαζομένων από άλλα επαγγέλματα σε περιπτώσεις όπως η παραπάνω, δεν μπορεί παρά να είναι η αγροκτηνοτροφική παραγωγή, σε συνδυασμό με την μεταποιητική παραγωγή διατροφικών προϊόντωνσ.7π.χ. λάδι, ψωμί, ζυμαρικά, γαλακτοκομικά προϊόντα κλπ. . Κατά συνέπεια, η πρακτική εφαρμογή του κομμουνισμού απαιτεί την εξάλειψη των διαφορών μεταξύ πόλεων και υπαίθρου και την επανασύνδεση του σύγχρονου ανθρώπου με τη φύση (που, παρεμπιπτόντως, θεωρώ απαραίτητη προϋπόθεση για να εμπεδωθεί στη συνείδηση και την κουλτούρα των ανθρώπων η προστασία του περιβάλλοντος). Αυτό σημαίνει ότι ο κομμουνισμός είναι ασύμβατος με την αστυφιλία που επικρατεί κατά κόρον στο σημερινό πληθυσμό. Τουναντίον, απαιτείται μια αντίστροφη μετακίνηση πληθυσμού από τα αστικά κέντρα στην ύπαιθρο, καθώς η οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής οικονομίας των αναγκών δεν μπορεί να έχει το ίδιο κέντρο με αυτό της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το έτερο όνομα της οποίας είναι αστική.

Επίσης, άλλη μια συνεπαγωγή των αρχικών χαρακτηριστικών είναι και η ισότητα των φύλων. Από τη στιγμή που είμαστε με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, δε γίνεται να ανεχόμαστε την εκμετάλλευση μιας κατηγορίας ανθρώπων από μια άλλη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κουλτούρα ίσης συμμετοχής και των δύο φύλων από τις θέσεις δημόσιας ευθύνης μέχρι τα επαγγέλματα και τις οικιακές εργασίες, αλλά και μέριμνα για την ανάλογη απαλλαγή των γυναικών από την εργασία σε περιόδους κύησης και θηλασμού.

Τέλος, η ελευθερία έκφρασης και λόγου και η γενικότερη κουλτούρα δημοκρατικής ανοχής στη διαφορετική άποψη, πεποίθηση, αισθητική ή σεξουαλική προτίμηση είναι προϋποθέσεις χωρίς τις οποίες θα περιορίζεται ακόμα και η ειδικότερη δημοκρατική οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς θα συμπιέζεται από τις αντίστοιχες εκδοχές αυταρχισμού.

Κομμουνισμός, πληρότητα και μάζες

Ύστερα από μια αρχική – αλλά επαρκώς ανεπτυγμένη για τη συνέχεια – διατύπωση του στρατηγικού στόχου, και πριν προχωρήσω στην επακόλουθη στρατηγική ανάλυση, θέλω να καταπιαστώ με ορισμένα ερωτήματα.

Κατ’ αρχάς, δικαιούται ο κάθε κομμουνιστής/τρια ή η κάθε γκρούπα να αναπτύσσει σε τέτοιο βαθμό το πως θα είναι ο κομμουνισμός; Έχει ένα τέτοιο διάβημα πραγματικό νόημα; Απαντώ ευθέως θετικά, για μια σειρά από λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η περιγραφή του κομμουνιστικού στρατηγικού στόχου που προηγήθηκε, πόρρω απέχει από το να εκληφθεί ως εξαντλητική ή πλήρης. Εκτός από την κατ΄ αρχήν απόρριψη της κυριολεκτικής έννοιας της πληρότητας που ανέφερα βιαστικά νωρίτερασ.8Βλέπε υποσημείωση 2., έχω αφήσει εσκεμμένα κενά στην παραπάνω περιγραφήσ.9Για παράδειγμα, η «συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» μπορεί να υλοποιηθεί είτε ως εθνική ή κρατική ιδιοκτησία, όπου θα παραχωρείται σε συνεταιρισμούς εργαζομένων (έναντι ενός τιμήματος, συμβολικού ή εν είδει φορολογίας), είτε ως συνεταιριστική ιδιοκτησία των εργαζομένων που τα χρησιμοποιούν (πιθανόν με απαγόρευση της πώλησης και ρευστοποίησής τους κτλ.). Αντίστοιχα, η κατάργηση του διαχωρισμού διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας περιλαμβάνει ένα φάσμα πιθανών υλοποιήσεων, από το «ουτοπικότερο» (όλοι οι εργαζόμενοι σε μια κατασκευή να είναι και οικοδόμοι και μηχανικοί) έως το «ρεαλιστικότερο» (όσοι είναι μηχανικοί να εργάζονται και μια-δυο ημέρες τη βδομάδα εκ περιτροπής ως χειρώνακτες οικοδόμοι., (ξέχωρα από το μεγάλο ζήτημα των κρατικών ή άλλων μορφών εξουσίας που θα τα θίξω αργότερα), και επ’ ουδενί δεν έχω την απαίτηση να λήξω εγώ ή η οργάνωσή μου τα πάντα σχετικά με την πρακτική υλοποίηση του κομμουνισμού. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν προτείνω να περιγράψουμε τον κομμουνισμό όπως θα είναι, αλλά όπως θέλουμε να είναι – υπενθυμίζοντας ότι ο στρατηγικός στόχος (θα έρεπε να) έχει να κάνει με επιθυμίες και όχι με προβλέψεις ή με ερμηνευτικές ορθότητες των μαρξιστικών γραφών. Συνεπώς, δηλώνω απόλυτα πρόθυμος να συμφωνήσω και να διαφωνήσω με άλλες κομμουνίστριες και κομμουνιστές σχετικά με τη μία ή την άλλη πτυχή του κομμουνισμού, και να συνυπάρξω μαζί τους δημοκρατικά ώστε να συνεργαστούμε για την οικοδόμησή του. Άλλωστε, γι’ αυτό είναι αναγκαίο να συζητάμε συχνά για το στρατηγικό μας στόχο· γιατί η μη πληρότητά του σημαίνει και δυνατότητα ζύμωσης, εμβάθυνσης, διόρθωσης ή μερικής μετατόπισης, ανάλογα με τη νέα εμπειρία και γνώση, καθώς και τη μετανάστευση της επιθυμίας μας. Ωστόσο, κάθε συνύπαρξη ή συνεργασία χρειάζεται οριοθέτηση· θεωρώ, λοιπόν, πως χωρίς μια αρχική συναίνεση γύρω από τα θεμελιακά 9+4 σημεία που παρέθεσα προηγουμένως, προσωπικά θα δυσκολευόμουν να χαρακτηρίσω κομμουνισμό αυτό για το οποίο θα παλεύαμε (αν και είμαι διατεθειμένος να ακούσω οποιονδήποτε αντίλογο).

Ένα επόμενο ερώτημα που συγγενεύει με το παραπάνω αφορά τη σχέση μας με την κριτική του Μαρξ στους ουτοπικούς σοσιαλιστές που περιέγραφαν εξαντλητικά την κομμουνιστική καθημερινότητα. Μήπως αγνοούμε έτσι, τη δημιουργική κίνηση των μαζών; Αυτές μονάχα δεν μπορούν (ή δεν θα ‘πρεπε) να οικοδομήσουν τον κομμουνισμό αντί για μια φωτισμένη πρωτοπορία; Κατ’ αρχάς, η ιστορία έχει δείξει – κι η απλή λογική συναινεί – ότι πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν πρωτοπορίες· με την απλώς χρονική έννοια της λέξης, φυσικά, όχι με τη έννοια του προφήτη – κατόχου της αντικειμενικής και απόλυτης κοσμικής Αλήθειας. Απλά συμβαίνει σ’ αυτό το σύμπαν, κάποιοι\ες να σκέφτονται και να υλοποιούν μια ιδέα πρώτοι/ες απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο, και κάποιοι/ες άλλοι/ες να βλέπουν ότι τους αρέσει και να μιμούνται – ακολουθούν τους/τις πρώτους/ες στη συνέχεια. Από κει και πέρα, στην τελική, δεν είμαστε κι εμείς κομμάτι των μαζών; Ή είμαστε κάποιοι κρυφοί υπέρτατοι καθοδηγητές που υπεριπτάμεθα πάνω από τα κεφάλια των μαζών και προσπαθούμε να τις διδάξουμε το πως θα γίνουν πρωταγωνιστές της ιστορίας; Αφού βιαστούμε να δηλώσουμε το πρώτο, ας σκεφτούμε στη συνέχεια σε ποιο απ’ τα δύο τείνουν οι πράξεις μας. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, το να αναπτύσσουμε σε χρόνο ενεστώτα το στρατηγικό μας στόχο, κάθε άλλο παρά συνεπάγεται βίαιες εξουσιαστικές τάσεις σε βάρος των μαζών· αντιθέτως μας εγκαλεί στο να παλεύουμε πραγματικά σε χρόνο ενεστώτα για τον στρατηγικό μας στόχο, αντί να τον αναβάλλουμε εξαιτίας αφηρημένων εμποδίων, όπως οι «συσχετισμοί», η διάθεση των μαζών, το «κράτος», το χρέος, η ΕΕ, κ.α.

Μία ακόμα παρατήρηση με αφορμή το τελευταίο σχόλιο. Αλίμονο αν αρνιόμουν την ύπαρξη πραγματικών εμποδίων, στα οποία παραδέχομαι ότι ανήκουν και όλα όσα, μόλις πριν, χαρακτήρισα αφηρημένα. Επισημαίνω, όμως, ότι αφηρημένο δεν σημαίνει ανύπαρκτο. Το ζήτημα είναι να μην μένουμε σε αφηρημένες διαπιστώσεις – χωρίς να επαληθεύουμε αν και πως στέκουν τελικά· αντιθέτως, να μελετάμε και να εντοπίζουμε το πως συγκεκριμένα εμποδίζει το καθετί την οικοδόμηση του στρατηγικού μας στόχου – του κομμουνισμού – και με βάση τη συγκεκριμένη ανάλυση να χαράζουμε την περαιτέρω στρατηγική και τακτική μας. Μ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα θα καταπιαστώ εκτενώς στο επόμενο κομμάτι της παρέμβασής μου.

  • Πίνακας του Felix Vallotton, Forum Roman Or Seen Close The Palatine One, 1913.

Τα υπόλοιπα μέρη του άρθρου:
Περί στρατηγικής: με στρατηγική η’ όπως να ‘ναι; (μέρος 1)

Για τα θεωρητικά εργαλεία της στρατηγικής ανάλυσης (Μέρος 3)

Υποσημειώσεις[+]