Το δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού ήταν αποκαλυπτικό. Όχι μόνο για την υπέρβαση και τη γενναιότητα του 62%, όχι μόνο σε σχέση με το πού το πήγαινε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και την πλήρη συστημική ενσωμάτωση του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και για το φαινόμενο «Μένουμε Ευρώπη», για το οποίο πολλά γράφτηκαν τότε, όμως παραμένει απόλυτα επίκαιρο, απόλυτα υπαρκτό ως ρεύμα εντός της ελληνικής κοινωνίας και άρα είναι αναγκαίο να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη συζήτηση για την ανασυγκρότηση της αριστεράς και τους δρόμους ανατροπής της -όλο και βαθύτερης- μνημονιακής καταστροφής.
Το «Μένουμε Ευρώπη» ήταν η σαφής και απειλητική δήλωση της κυρίαρχης τάξης ότι τα συμφέροντά της είναι στρατηγικά προσδεδεμένα στο εγχείρημα της ΕΕ και ότι είναι έτοιμη να υπερασπιστεί αυτή την πορεία σε κάθε επίπεδο, ακόμα και στο κινηματικό. Σε ένα πεδίο που ουσιαστικά μονοπωλούσε η αριστερά επί δεκαετίες, με τους εκπροσώπους του αστικού μπλοκ (πολιτικούς και ΜΜΕ) να λοιδορούν κάθε λαϊκή κινητοποίηση, να μιλούν για καταστροφή της αγοράς του κέντρου και ούτω καθεξής, εν τέλει η δεξιά έδειξε ότι όλα αυτά τα χρόνια έκανε μαζική δουλειά με άλλους τρόπους και ότι έχει χτίσει κι αυτή ρεύμα γύρω από τις δικές της επιδιώξεις -ρεύμα που εγκολπώνει πολλούς μικροαστούς αλλά και λαϊκό κόσμο. Ρεύμα που είναι έτοιμο να βγει κι αυτό στον δρόμο –απαραίτητο εργαλείο ακόμα και για ενδεχόμενο πραξικόπημα, αν χρειαστεί να φτάσουν μέχρι εκεί. Οι προτροπές του Τζήμερου για κατάληψη των υπουργείων τις ημέρες του δημοψηφίσματος μπορεί να φάνηκαν έως και γραφικές, όμως είναι μαθηματικό βέβαιο ότι τα ίδια θα ακούγονταν από πολύ πιο «επίσημα» χείλη αν η κυβέρνηση δεν υπέγραφε νέο μνημόνιο. Το ομολόγησε άλλωστε ο Διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας. Και οι χιλιάδες μενουμευρώπηδες θα έδιναν την αναγκαία εικόνα «λαϊκής νομιμοποίησης» για ό,τι θα ακολουθούσε – όπως συνέβη άλλωστε και στην Ουκρανία με το Μεϊντάν, πάλι στο όνομα της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Δεν ισχυρίζομαι, φυσικά, ότι η κυβέρνηση ορθώς έπραξε και υπέγραψε συμφωνία ώστε να αποφύγει το πραξικόπημα. Αντιθέτως! Ο λόγος που αναφέρομαι στο κίνημα των «Μένουμε Ευρώπη» είναι ακριβώς για να τονίσω ότι απέναντι στους μηχανισμούς που είναι έτοιμοι να ενεργοποιηθούν από την αστική τάξη, η απάντηση μπορεί να έρθει μόνο με ένα σοβαρό, οργανωμένο κίνημα που θα ζητά συνειδητά –και θα προετοιμάζει- την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. Αυτό ακριβώς δηλαδή που δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ισχυρίζομαι ότι ο (όλος) ΣΥΡΙΖΑ, με την τυχοδιωκτική επιλογή –στο όνομα της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας- να υιοθετήσει ή έστω να συναινέσει στην ατζέντα του Τσίπρα, δηλαδή τις διαβεβαιώσεις ότι «θα βρεθεί λύση εντός ευρώ και ΕΕ», τις δηλώσεις ότι «η ρήξη θα είναι καταστροφή» και τόσες ακόμη, έκανε αναπόφευκτη εν τέλει την υπογραφή νέου μνημονίου. Είναι εξαιρετικά ρηχές οι απόψεις που λένε ότι μετά το 62% του δημοψηφίσματος ήταν «η ιδανική στιγμή για ρήξη», καθώς έτσι «βγάζουν λάδι» την όλη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Όχι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το δημοψήφισμα είχε ξεπουληθεί πολύ πριν. Μέρος του 62% άλλωστε ψήφισε μετά τη διαβεβαίωση του Τσίπρα ότι, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, θα υπάρξει συμφωνία. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του «όχι» ήταν συνειδητά υπέρ της ρήξης, και ότι όλοι γνώριζαν πως –παρά τις δηλώσεις του Τσίπρα- η ρήξη σε περίπτωση νίκης του «όχι» θα ήταν ένα ενδεχόμενο, καθώς “it takes two to tango”. Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει πως στο ενδεχόμενο της ρήξης, συνολικά το 62% θα επέμενε στο «όχι». Η περίοδος της ρήξης θα είναι αντικειμενικά δύσκολη, ακόμα και χωρίς τις –βέβαιες- προβοκάτσιες του αστικού μπλοκ. Αυτό πρέπει να το γνωρίζει ο κόσμος και να είναι προετοιμασμένος, αν δεν θέλουμε σύντομα να δούμε μεγάλη μερίδα όσων στήριξαν αρχικά τη ρήξη να αμφιταλαντεύονται και εν τέλει να πείθονται πως έκαναν λάθος.
Η Μεγάλη Ιδέα του ευρωπαϊσμού
Ας γυρίσουμε λίγο στο «Μένουμε Ευρώπη». Πώς χτίστηκε λοιπόν αυτό το ρεύμα, που είναι έτοιμο –με κάθε τρόπο- να υπερασπιστεί την «ευρωπαϊκή προοπτική»; Πρώτα από όλα, χτίστηκε σε οικονομικό επίπεδο: Δεν είναι μόνο τα υλικά συμφέροντα των εργολάβων και του μεγάλου κεφαλαίου που έχουν προσδεθεί στην ΕΕ – είναι πιο πολύ οι κοινωνικές συμμαχίες που με διάφορους τρόπους διαμορφώνει η αστική τάξη γύρω από αυτή τη βασική της επιλογή. Είναι γνωστό ότι ο καπιταλισμός έχει την ιδιότητα να προσδένει τα συμφέροντα των εργαζομένων σε αυτά των αφεντικών, το σκεπτικό ότι «αν η δουλειά πάει καλά για το αφεντικό, κάτι θα πάρω κι εγώ – αν όχι, ή δεν θα πληρωθώ, ή θα καταλήξω άνεργος-η». Δεν είναι όμως μόνο αυτό: αγροτικές και επιχειρηματικές επιδοτήσεις, ακόμα και οι προσλήψεις μέσω ΕΣΠΑ με τις ολιγόμηνες συμβάσεις φαντάζουν σωτήριες σε όποιον δεν έχει για νοίκι – στην τεμαχισμένη κοινωνία των ατομικών λύσεων, μικρή έως μηδενική σημασία φαίνεται να έχει το γεγονός ότι ΚΑΠ και ΕΣΠΑ αποτελούν δύο από τα βασικότερα εργαλεία ελέγχου της εθνικής παραγωγής και οικονομίας από την ΕΕ. Δεν είναι καθόλου παράλογος ο φόβος της απώλειας αυτής της υλικής σχέσης με την ΕΕ, ακόμα κι αν οι επιδοτήσεις όλο και μειώνονται, ακόμα κι αν οι μισθοί όλο και μικραίνουν. Σε σχέση με μία ρήξη χωρίς σχέδιο και με αβέβαιη προοπτική, δεν είναι παράλογο η παραμονή στην ΕΕ –έστω και με μνημόνια!- να φαίνεται σε αρκετό κόσμο ως το «μικρότερο κακό».
Εκτός όμως από το υλικό επίπεδο και το επιχείρημα ότι… «με το ευρώ καλύτερα» (για να θυμηθούμε και την τηλεοπτική διαφήμιση με το Σπύρο Παπαδόπουλο, την περίοδο της ένταξής μας στην ευρωζώνη), το οποίο όσο η ΕΕ επιβάλλει μνημόνια και εξαθλίωση τόσο θα αδυνατίζει, το «Μένουμε Ευρώπη» πατάει και στην ιδεολογική ηγεμονία της «ευρωπαϊκής προοπτικής». Μια ηγεμονία που χτίστηκε προσεκτικά και σε βάθος δεκαετιών, όχι μόνο με διαφημίσεις και επιδοτούμενα προγράμματα προώθησης της «ευρωπαϊκής ταυτότητας». Η προοπτική να «ανήκομεν εις την Δύσιν» έδεσε γάντι με τη συλλογική αγωνία αποτίναξης του κακώς εννοούμενου επαρχιωτισμού που ανέδειξε η βίαιη αστικοποίηση του 20ου αιώνα, αλλά και με τα βαθύτερα συμπλέγματα μιας εθνικής ταυτότητας που θεμελιώθηκε προσπαθώντας να αγνοήσει την κληρονομιά τεσσάρων αιώνων τουρκοκρατίας. Τα φτηνά ταξίδια στην Ευρώπη (πολλές φορές και με… διακοποδάνεια), το κοινό νόμισμα, η μετακίνηση χωρίς διαβατήριο έδωσαν μια ψευδαίσθηση εισόδου στα «μεγάλα σαλόνια», ένα εθνικό αντίστοιχο του νεοπλουτισμού – πράγμα που σε αρκετές περιπτώσεις συμβάδιζε και με την πραγματικότητα αρκετών Ελλήνων: Μην ξεχνάμε ότι η περίοδος λίγο πριν και λίγο μετά την ένταξη στο ευρώ, ήταν η περίοδος της φούσκας του χρηματιστηρίου, της οικονομίας που είχε μπει στον «αυτόματο πιλότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», της «αέναης ανάπτυξης», των Ολυμπιακών και του Καλατράβα, των πιστωτικών καρτών, των άπειρων Πόρσε Καγιέν στους δρόμους… Παρά το ότι αυτός ο γρήγορος πλουτισμός αφορούσε όλο και λιγότερους και το ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση ήρθε να τα γκρεμίσει όλα αυτά σαν τραπουλόχαρτα, η συλλογική μνήμη μιας χώρας που ξαφνικά φαινόταν να «άλλαξε πίστα» και η αντιφατική εμπειρία του ολιγόχρονου «ευρωπαϊκού ονείρου» δεν έχει σβήσει. Άλλωστε η οικονομική κρίση είναι παγκόσμια και όχι μόνο ευρωπαϊκή, είναι κάτι σαν καιρική καταστροφή – αλλά κάποια στιγμή θα περάσει, σωστά; Θα συνεχίσουμε τότε, όλοι οι Έλληνες, να «γινόμαστε Ευρώπη» – όμορφα και διαταξικά…
Ας βάλουμε και μια τρίτη, εξίσου σημαντική παράμετρο – και ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα: η γεωγραφική θέση της Ελλάδας στα όρια της «Ευρώπης-φρούριο» και η εξαθλίωση προσφύγων και μεταναστών δεν βοηθούν. Μάλλον λειτουργούν, συνειδητά ή υποσυνείδητα, σαν φόβητρο και παράδειγμα προς αποφυγή σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, που ακόμα κι αν δεν υιοθετούν ρατσιστικές απόψεις, δεν θέλουν –φυσιολογικά- να βρεθούν στην ίδια θέση. Η άποψη υπέρ της παραμονής στην ΕΕ λέει πως είναι καλύτερα να είσαι στην πλευρά των ισχυρών, έστω και με (προσωρινές!) οικονομικές δυσκολίες, παρά να εκτεθείς στο ενδεχόμενο του πολέμου και της προσφυγιάς. Παρά το ότι ήδη εκατοντάδες χιλιάδες νέοι (κυρίως) έχουν μεταναστεύσει για να βρουν δουλειά, παρά το ότι ο σύγχρονος πόλεμος μεταφέρεται και σε ευρωπαϊκό έδαφος μέσω των βομβιστικών-τρομοκρατικών χτυπημάτων, υπάρχει σαφής ποιοτική διαφορά από το να γίνει μια χώρα πχ Συρία.
Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να είναι μαζικό στην ελληνική κοινωνία το ρεύμα υπέρ της παραμονής στο ευρώ και την ΕΕ. Φυσικά, υπάρχουν διαβαθμίσεις: Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι –υπό το βάρος των μνημονιακών μέτρων- βλέπουν σκεπτικιστικά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, ωστόσο είναι ισχυρό (αλλά μειοψηφικό!) και ένα ρεύμα που δεν διανοείται την Ελλάδα εκτός «Ευρώπης» (είναι απόλυτα συνειδητή η επιβολή στο δημόσιο λόγο της λέξης «Ευρώπη» αντί για «Ευρωπαϊκή Ένωση», παρά το ότι προφανώς δεν ταυτίζονται), στα πλαίσια ενός ιδιότυπου ευρωεθνικισμού που εκφράστηκε και μέσα από το «Μένουμε Ευρώπη», και που είναι διατεθειμένο να αγωνιστεί για την (υπερ)εθνική του ταυτότητα.
Στο να φτάσουμε σε αυτή την ηγεμονία του «ευρωπαϊσμού» δυστυχώς συνέβαλε και σημαντικό τμήμα της αριστεράς, είτε μιλάμε για το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, το οποίο στην προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης είδε έναν εναλλακτικό -από το εγχείρημα της ΕΣΣΔ- δρόμο προς τον σοσιαλισμό, είτε για διεθνιστικά ρεύματα που, μάλλον από φοβικότητα προς τον κίνδυνο της εθνικής αναδίπλωσης, δεν διαχώρισαν την «Ευρώπη των λαών» από τον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό ΕΕ, τροφοδοτώντας ουσιαστικά αυταπάτες για τη φύση της ΕΕ και ερωτηματικά για την αναγκαιότητα της πάλης εναντίον της. Πήρε, λοιπόν, τη βούλα του «προοδευτισμού» και από τα δεξιά και από τα αριστερά: Αναμφισβήτητα, ο δρόμος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν ο δρόμος της προόδου!
Μένουμε μνημόνια
Αν κάτι έγινε σαφές από την πολύμηνη «διαπραγμάτευση» της κυβέρνησης, είναι ότι αυτή η πολιτική δεν αλλάζει εντός ΕΕ. Και γι’αυτό δεν φταίει μόνο «η σημερινή πολιτική της ΕΕ» ή «η πολιτική των ευρωηγεσιών». Η αριστερά έχει τα αναλυτικά εργαλεία για να κατανοήσει ότι η ΕΕ είναι ένας ιμπεριαλιστικός μηχανισμός (έχουν περάσει πάνω από 100 χρόνια από τότε που ο Λένιν έγραφε πως οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, στο έδαφος του καπιταλισμού, είναι ή αδύνατες ή αντιδραστικές). Η ΕΕ ήταν εξ αρχής μία ένωση καπιταλιστών, με μόνο στόχο να εξασφαλίσει το συμφέρον της αστικής τάξης κάθε χώρας – και ιδίως των ισχυρότερων. Όλες της οι συνθήκες αυτό το σκοπό εξυπηρετούν. Και προσφέρουν πολύ κακή υπηρεσία αφηγήσεις τύπου «η ΕΕ έχει αποκοπεί από τις αρχές και τις αξίες της ίδρυσής της». Η ΕΕ ξεκίνησε ως μία καθαρά οικονομική ένωση για τον από κοινού έλεγχο της βιομηχανίας άνθρακα και χάλυβα και διευρύνθηκε πάντα με βάση οικονομικές συμφωνίες – τα περί κοινού ευρωπαϊκού οράματος και αξιών ήταν το περιτύλιγμα για να σερβιριστεί με ωραίο τρόπο στο πόπολο. Δεν υπάρχει «μία άλλη ΕΕ»: έχει χτιστεί και θωρακιστεί με τέτοιον τρόπο, που να δίνει στην άρχουσα τάξη την αυτοπεποίθηση να τάσσεται φανατικά υπέρ της ΕΕ, χωρίς αστερίσκους. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες ασπάζονται πλήρως τη λογική του νεοφιλελευθερισμού, ενώ τα όργανα της ΕΕ έχουν πια σημαντική αυτονομία από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Για να αλλάξουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες χρειάζεται διευρυμένη πλειοψηφία. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι για να αλλάξει κατεύθυνση η ΕΕ, θα έπρεπε να έχουμε «αριστερές κυβερνήσεις» ταυτόχρονα σχεδόν σε όλα τα κράτη-μέλη. Όμως αυτό είναι πρακτικά αδύνατο: Οι πρώτες τέτοιες (υποθετικές) κυβερνήσεις, στα χρόνια που θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι να εκλεγούν και στην υπόλοιπη ΕΕ κυβερνήσεις παρόμοιας λογικής, ή θα έπρεπε να συγκρουστούν πλήρως με τις επιταγές της ΕΕ, αν ακολουθούσαν μια αντινεοφιλελεύθερη πολιτική, και άρα θα βρίσκονταν σύντομα εκτός, ή θα έπρεπε να συμμορφωθούν με τις πολιτικές της ΕΕ, άρα να πάψουν να είναι αριστερές –το παράδειγμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά χαρακτηριστικό (αν και η ηγεσία του είχε κατανοήσει αυτή την πραγματικότητα πριν ακόμα την εκλογή της και είχε κάνει τις επιλογές της).
Το φιλο-ΕΕ ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας είναι σε μεγάλο βαθμό το αντιδραστικό ρεύμα το οποίο θα μπει εμπόδιο σε οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής πολιτικής. Ο φόβος για την έξοδο ή η λογική «καλύτερα εντός ΕΕ» είναι το όριο στο οποίο θα προσκρούει κάθε πολιτικός και κοινωνικός αγώνας (αφού ό,τι και να θέλει να κάνει η κυβέρνηση, η ΕΕ θα δίνει συγκεκριμένες οδηγίες, και εν τέλει τι θέλετε, να μας διώξουν από την «Ευρώπη»;). Αλλά και όσο διατηρείται η ηγεμονία αυτής της αντίληψης, τόσο θα τροφοδοτείται ο κοινωνικός αυτοματισμός και ο κατακερματισμός των αγώνων: Εφόσον είμαστε σε τόσο σφιχτά οικονομικά πλαίσια και δεν μπορούμε να τα αποτινάξουμε συνολικά, κάθε φορά που πλήττεται μια κοινωνική/επαγγελματική ομάδα, στις υπόλοιπες θα αναδύεται το «αφού έτσι κι αλλιώς θα τα πάρουν από κάποιον, αφού είναι μονόδρομος να δεχτούμε νέα μέτρα για να παραμείνουμε στην ΕΕ, καλύτερα αυτή τη φορά να τα πάρουν από αυτούς παρά -πάλι- από εμάς».
Η δική μας απάντηση
Θα πρέπει να είναι σαφές πλέον ότι η αριστερά δε δικαιούται να υποτιμά άλλο το κομβικό ζήτημα της ΕΕ. Ότι δεν αρκεί να σφυρίζουμε αδιάφορα, ή να λέμε ότι «ΑΝ χρειαστεί, θα φύγουμε και από την ΕΕ». Οι κυρίαρχες τάξεις δεν έχουν αμφιταλαντεύσεις, παρουσιάζουν την ΕΕ ως μόνη λογική λύση, ως το απόλυτο καλό – ξέρουν ότι είναι το πολυτιμότερο εργαλείο που έχουν για να επιβληθούν τα συμφέροντά τους και η έξοδος από την κρίση μέσα από το τσάκισμα των υποτελών τάξεων. Τι αντιπαραθέτει η αριστερά σε αυτή την ηγεμονική αφήγηση του «ευρωπαϊσμού»; Δυστυχώς υπάρχουν ακόμα δυνάμεις που υιοθετούν μισόλογα, και στην ουσία υποκύπτουν και νομιμοποιούν την αφήγηση του αστικού μπλοκ. Τοποθετήσεις όπως «ΑΝ χρειαστεί», «ενάντια στην πολιτική των ευρωηγεσιών» ή «ενάντια στη γερμανική ΕΕ», υποκρύπτουν ενοχικά από τις μάζες την ανάλυση ότι η ΕΕ είναι ένας αντιδραστικός μηχανισμός που δεν μεταρρυθμίζεται αλλά πρέπει να διαλυθεί. Στην ουσία υποτάσσονται στην αφήγηση ότι η ΕΕ κατά βάση είναι ένα καλό πράγμα, το οποίο –δυστυχώς- σε αυτή τη φάση έχει λάβει αρνητικά χαρακτηριστικά. Αν μένει όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο να «διορθωθεί», να «επιστρέψει στις ιδρυτικές της αξίες», μένει εύλογα ανοιχτό και επίκαιρο και το ερώτημα: Μήπως αξίζει να υπομείνουμε τα μνημόνια, μπροστά στον στρατηγικό στόχο της Ενωμένης Ευρώπης; Μήπως να σκύψουμε το κεφάλι, να κάνουμε υπομονή, να δεχτούμε τα μέτρα που επιβάλλονται, για να μείνει ζωντανό το «ευρωπαϊκό όραμα», η «Ευρώπη των λαών»;
Η αριστερά οφείλει να ξεπεράσει άμεσα φοβικότητες και τυχοδιωκτικές τακτικές (τύπου «να μην τρομάξει ο κόσμος, δεν είναι έτοιμος») και να παλέψει για την ηγεμονία της αφήγησης της ρήξης, ειδικά μέσα στις καταπιεζόμενες τάξεις. Να παλέψει ώστε το ρεύμα υπέρ της παραμονής στην ΕΕ να συρρικνωθεί, αν είναι δυνατόν να απομονωθεί πολιτικά, δίνοντας χώρο στο ρεύμα της ρήξης. Η παραπομπή του ερωτήματος σε κάποιο μελλοντικό δημοψήφισμα στην ουσία αναβάλλει τη συζήτηση και δίνει χώρο στη διαιώνιση της ηγεμονίας του «ευρωπαϊσμού», υπονομεύοντας και το ίδιο το αποτέλεσμα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος.
Για να δοθεί με σοβαρούς όρους αυτή η μάχη όμως δεν αρκεί μόνο το να αφήσει πίσω τις αμφιταλαντεύσεις η αριστερά που δεν έχει πάρει ξεκάθαρη θέση για το τι είναι η ΕΕ και για την αναγκαιότητα αποδέσμευσης – της αποδέσμευσης, όχι σαν επιλογή εθνικού απομονωτισμού, αλλά σαν διεθνιστική συμβολή στην πάλη για τη συνολική διάλυσή της. Πρέπει και η αριστερά που ήδη έχει πάρει ανοιχτά αντι-ΕΕ θέση να πάψει να την ταυτίζει με το πέρασμα στον σοσιαλισμό, αλλά να την κατανοήσει σαν ένα βήμα προς τα εκεί. Σε μια πορεία χωρίς βεβαιότητες, αλλά στην οποία είναι αναγκαίο να χτιστούν με υλικούς όρους οι προϋποθέσεις – όχι σε μία λογική «σταδίων» αλλά σε μία ενιαία διαδικασία ρήξεων που, για να ολοκληρωθεί, θα πρέπει πρώτα από κάπου να ξεκινήσει. Ούτε βοηθάει να αντιμετωπίζεται το αίτημα για αποδέσμευση από την ΕΕ σαν σύνθημα, σαν «στόχος πάλης για το κίνημα», μένοντας μόνο στην προσπάθεια αποδόμησης της αφήγησης του ευρωπαϊσμού και παραμελώντας την ανάγκη να χτιστεί μια στιβαρή αντι-αφήγηση που θα υπερβεί το «αντι-» και θα έχει θετικό πρόσημο και προοπτική.
Παρά το ότι η αφήγηση του «Μένουμε Ευρώπη» έχει απήχηση και σε λαϊκά στρώματα, θα ήταν λάθος να μην αναγνωρίσουμε τη μεγάλη ταξικότητα του μπλοκ του «όχι». Είναι κυρίως ο κόσμος της εργασίας που συνθλίβεται, οι άνεργοι, οι «μπλοκάκηδες», οι νέοι που δεν βλέπουν μέλλον, που έχουν όλο και λιγότερα (ή και τίποτα) να χάσουν. Είναι αυτοί που αποτελούν το εν δυνάμει κοινωνικό μπλοκ της ανατροπής, όμως όσο δεν υπάρχει ένα πειστικό θετικό πρόταγμα υπέρ της ρήξης (κάτι που έχουν, έστω ως ανάμνηση και υπόσχεση για το αόριστο μέλλον πια, οι υποστηρικτές της παραμονής στην ΕΕ), τόσο θα νικά η αμφιταλάντευση και εν τέλει ο φόβος. Είναι αυτός ο βασικός λόγος που, ενώ ο ευρωσκεπτικισμός συνεχώς κερδίζει έδαφος στην ελληνική κοινωνία, τα κόμματα του ευρώ εξακολουθούν να αποσπούν αθροιστικά τη συντριπτική πλειοψηφία. Το αυξανόμενο –και δυνάμει πλειοψηφικό- ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα είναι κατά βάση ένα κριτικό, διαμαρτυρόμενο ρεύμα που όμως ακόμα συναινεί παθητικά στην παραμονή στην ΕΕ, δεν έχει περάσει συνειδητά στην πλευρά της ρήξης, της ενεργητικής της επιδίωξης.
Το 62% του δημοψηφίσματος έδειξε πως υπάρχει δυνατότητα να νικηθεί ο φόβος, πως η ηγεμονία του φιλο-ΕΕ ρεύματος δεν είναι δεδομένη. Όμως το «όχι» εν τέλει ηττήθηκε στο ιδεολογικό επίπεδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεγάλη ευθύνη για αυτό, καθώς υποστήριξε ότι εν τέλει καλύτερα εντός ΕΕ, έστω και με μνημόνια – και το έκανε αυτό με το ηθικό πλεονέκτημα μιας δύναμης που προερχόταν από την αριστερά και τους κοινωνικούς αγώνες, που δεν είχε συμμετάσχει σε μεγάλο βαθμό στη διαπλοκή και το φαγοπότι των τελευταίων δεκαετιών, αλλά που τώρα είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας. Οι δυνάμεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ φάνηκαν να έχουν ίσως καλές προθέσεις, αλλά και μια «αφέλεια»: Είτε δεν είχαν σχέδιο για τη ρήξη, είτε έδειχναν αμφιταλαντευόμενες και φοβικές. Σε κάθε περίπτωση, δεν είχαν μια ηγεμονική αφήγηση που να πείθει όχι μόνο για το ότι εντός ΕΕ θα υποφέρουμε, αλλά ότι εκτός ΕΕ μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα – και πώς. Δεν είναι παράλογο λοιπόν που στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ο κόσμος του «όχι» κατέληξε κυρίως ή ξανά στον ΣΥΡΙΖΑ, ή στην απογοήτευση και την αποχή. Οι ευρωταλιμπάν μπορεί να είναι στην πραγματικότητα μειοψηφία, όπως φάνηκε και από το δημοψήφισμα, όμως κερδίζουν σε αυτή τη φάση κυρίως μέσω του φόβου: του φόβου για το άγνωστο, ότι μια μονομερής έξοδος από τα μνημόνια (και άρα και από ευρωζώνη και ΕΕ) θα είναι «άλμα στο κενό». Η αριστερά πρέπει να σηκώσει το γάντι και να πείσει ότι δεν είναι έτσι – αν θέλουμε ο φόβος να αλλάξει στρατόπεδο!
Άμεσα καθήκοντα
Το πολιτικό μέτωπο που χρειαζόμαστε, λοιπόν, πρέπει επιθετικά και με αυτοπεποίθηση να υποστηρίξει και να στοιχειοθετήσει μια αφήγηση εκτός και ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Να προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις σε πραγματικά ερωτήματα και να μην επαφίεται απλά στο επαναστατικό φρόνημα της εργατικής τάξης. Να πείσει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ότι η ρήξη είναι εφικτή και ότι μπορεί να είναι μετάβαση προς μία καλύτερη κατάσταση για τον κόσμο της εργασίας, όχι με ιδεαλιστικούς αλλά με υλικούς όρους. Να δώσει θετικό πρόταγμα, πρόγραμμα και όραμα. Το έργο της αποδόμησης και παραγκωνισμού του «ευρωπαϊσμού» ως κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή ως ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, είναι τιτάνιο. Δεν είναι ζήτημα μιας στιγμής, ούτε μπορεί να προωθηθεί πολιτικά από ένα μέτωπο αποκλειστικά της επαναστατικής αριστεράς.
Πρέπει να χτίσουμε το μέτωπο της ρήξης, πάνω σε προγραμματική πρωτίστως συμφωνία, που θα είναι βαθιά δημοκρατικό και ανοιχτό στον κόσμο της εργασίας που αναζητά απαντήσεις. Που εντός του θα συσπειρωθεί-διευρυνθεί ο πόλος της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς – αλλά που δεν θα ταυτίζεται με αυτόν. Και που θα αφήσει πίσω, από την άλλη, λογικές άκρατου κυβερνητισμού, που οδηγούν σε μισές αλήθειες για τον προσεταιρισμό ευκαιριακών ψηφοφόρων. Οι βαθιές, επαναστατικές αλλαγές στρατηγικού προσανατολισμού για την ελληνική κοινωνία, που είναι αναγκαίες για να ακυρωθούν τα μνημόνια και να μη ζήσουμε σαν δούλοι, μπορούν να είναι αποτέλεσμα μόνο ενός συνειδητοποιημένου αλλά και μαζικού ρεύματος. Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί ως τώρα από την υπάρχουσα αριστερά χαρακτηρίζονται από εξόφθαλμη, κραυγαλέα ανεπάρκεια. Αν οι υπάρχοντες σχηματισμοί της αριστεράς δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δώσουν τις αναγκαίες απαντήσεις, θα πρέπει να βρούμε σύντομα τρόπους υπέρβασής τους. Για να πάνε τα πράγματα αλλιώς, πρέπει κι εμείς να πάμε αλλιώς – ήδη έχουμε αργήσει.