Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του έργου του Έβαλντ Ιλιένκοφ “Η διαλεκτική του ιδεατού” από τις εκδόσεις Επέκεινα, ζητήσαμε από το Μάριο Δαρβίρα, μεταφραστή και επιμελητή της έκδοσης, να μας γράψει για τη ζωή και το έργο του σοβιετικού φιλοσόφου.
Ο μεγάλος σημαντικός Ρώσος λογοτέχνης Ιβάν Σεργκέγιεβιτς Τουργκένιεφ (18818-1883) έγραφε κάποτε στα σημειωματάριά του για τον σπουδαίο συμπατριώτη του και σημαντικό κριτικό λογοτεχνία Βησσαρίωνα Μπελίνσκι (1811-1848) πως ήταν «μια φυσιογνωμία κεντρική, πάντα στο σταυροδρόμι των μεγάλων προβλημάτων της εποχής». Νομίζουμε ότι αυτή η ρήση θα ταίριαζε απόλυτα, φυσικά μέσα σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια, και σε έναν άλλο σημαντικό διανοούμενο του 20ου αιώνα, συμπατριώτη του Μπελίνσκι, τον φιλόσοφο Έβαλντ Βασιλίεβιτς Ιλιένκοφ, μια εμβληματική φιγούρα της μεταπολεμικής σοβιετικής φιλοσοφίας και εποχής, το όνομα και το έργο της οποίας συνδέθηκε όσο καμιάς άλλης με την προσπάθεια για την αναζωογόνηση της ζωντανής μαρξικής σκέψης στην χώρα του, μέσα σε ένα αδιαμφισβήτητα περίπλοκο και σύνθετο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον, τις τρεις πρώτες κρίσιμες δεκαετίες.
Ο Ιλιένκοφ γεννήθηκε στο Σμολένσκ το 1924 στην οικογένεια του συγγραφέα Βασίλι Πάβλοβιτς Ιλιένκοφ και της δασκάλας Ελισάβετ Ιλίντσινα (Ιλιένκοφ) και ήδη το έτος 1928, εξαιτίας της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του, όλη η οικογένεια θα μετακόμιζε στην Μόσχα ενώ το 1933 θα ξεκινούσαν την κοινή τους ζωή στο σπίτι της ένωσης συγγραφέων. Το γεγονός αυτό θα σημάδευε ανεξίτηλα τον μικρό Έβαλντ, αφού θα είχε σαν αποτέλεσμα μια ανατροφή από πολύ νωρίς μέσα σε παρέες λογοτεχνών και καλλιτεχνών κάτι που θα συντελούσε στην ανάπτυξη εκ μέρους του μια ιδιαίτερης σχέσης με την τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα.
Το 1941, μετά την αποφοίτησή του από τη μέση εκπαίδευση, ο Ιλιένκοφ θα ξεκινήσει τις σπουδές του στο φημισμένο Ινστιντούτο Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας στην πόλη της Μόσχας όμως σχεδόν αμέσως μετά την ξεκίνημα της πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης (μόλις ένα μήνα αργότερα) θα εξαναγκαστεί, εξαιτίας της έναρξης της μεγάλης Ναζιστικής επίθεσης στην Σοβιετική Ένωση, να μετακομίσει μαζί με όλη του την στην πόλη Ασχαμπάντ, όπου και θα μεταφέρονταν όλες οι πανεπιστημιακές σχολές μετά την εκκένωση της πρωτεύουσας Μόσχας. Η πραγματικά αυτή χαοτική αφετηρία δεν στάθηκε ικανή να εμποδίσει τον Ιλιένκοφ να αφοσιωθεί στις σπουδές του. Σε αυτό βεβαίως συνέβαλλε αποφασιστικά και η συνάντησή του με τον Μπορίς Στεπάνοβιτς Τσερνισόφ (Борис Степанович Чернышёв, 1896-1944) , έναν ειδικό στην αρχαία γραμματεία και επίσης διακεκριμένο μελετητή του Χέγκελ, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή στο νεαρό φοιτητή και αυτός με τη σειρά του θα το ανταπέδιδε αναπτύσσοντας, έως την στιγμή της επιστράτευσης του τον Αύγουστο του 1942, ένα παθιασμένο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία.
Ο Ιλιένκοφ έλαβε ενεργό μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρετώντας στο Δυτικό μέτωπο στην περιοχή της Λευκορωσίας ως αξιωματικός του πυροβολικού και συμμετείχε στις στρατιωτικές δυνάμεις που εισήλθαν στο Βερολίνο κατά την μέρα της αντιφασιστικής νίκης τον Οκτώβριο του 1944. Μετά την λήξη του πολέμου και έως τον Αύγουστο του 1945 θα συνεχίσει τη θητεία του στο τμήμα των στρατιωτικών στρατευμάτων της Γερμανίας, στο Βερολίνο, και εκεί, όπως ο ίδιος θα διηγούταν αργότερα, υποκλίθηκε μπροστά στον τάφο του Χέγκελ. Στην Μόσχα θα επέστρεφε το καλοκαίρι του 1945 για εργαστεί για την στρατιωτική εφημερίδα «Κόκκινο Άστρο». Η επιστροφή αυτή τον βρήκε πολύ αλλαγμένο ενώ η νεανική του ελπίδα και αισιοδοξία είχαν μετασχηματισθεί έως και χαλιναγωγηθεί από την συνάντηση του με το μεγαλείο και τον ηρωισμό, αλλά κυρίως την φρίκη, την σκληρότητα και την ωμότητα του πολέμου. Ο μέντορας του Τσερνιτσόφ είχε εν τω μεταξύ πεθάνει, και ο Ιλιένκοφ αναποφάσιστος ως προς το ποια κατεύθυνση επιθυμούσε να επιλέξει μέσα στο όχι και τόσο φιλόξενο κλίμα που επικρατούσε στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών, αρχικά προσπάθησε να ακολουθήσει σπουδές στο πεδίο της αισθητικής και της τέχνης. Τελικά θα τον κέρδιζε η φιλοσοφία και το 1950 θα ολοκλήρωνε επιτυχώς τις σπουδές του σε αυτό το πεδίο και θα ξεκινούσε μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Ιστορίας της Φιλοσοφίας, ένα σχετικά ελεύθερο τμήμα που ενεθάρρυνε του φοιτητές να ασχοληθούν με την μελέτη των αυθεντικών φιλοσοφικών και μη φιλοσοφικών κειμένων και όχι να ασχολούνται με τα διάφορα εισαγωγικά εγχειρίδια που ευδοκιμούσαν εκείνη την περίοδο.
Ο Ιλιένκοφ αφιέρωσε την μεταπτυχιακή του στην ανάλυση της μαρξικής μεθόδου και το 1953 θα υπεράσπιζε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο Διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου στο Κεφάλαιο του Μαρξ σ.11982, The Dialectics of the Abstract and the Concrete in Marx’s ‘Capital’, μετάφραση απόSergei Syrovatkin, Moscow: Progress Publishers 1982 [1960], (ρωσικά: Диалектика абстрактного и конкретного «Капитале» Маркса, Издательство Академии наук СССР, 1960). . Ωστόσο ήδη στα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αφορμή την δημοσίευση δύο σημαντικών βιβλίων στην ιστορία της μαρξικής σκέψης και ήτοι το βιβλίου του Γκεόρκι Λούκατς Ο νεαρός Χέγκελ (1948) σ.2Georg Lukács The Young Hegel: Studies in the Relations Between Dialectics and Economics, trans. Rodney Livingstone , Merlin Press Ltd, 1975 και το Υποκείμενο-Αντικείμενο (1952) του Ερνστ Μπλοχ σ.3Ernst Bloch, Subjekt-Objekt; Erläuterungen zu Hegel, Frankfurt am Main, Suhrkamp , 1962, αναπτύχθηκε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για το Χέγκελ, η οποία είχε ξεχωριστή σημασία, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι θέσεις που έπαιρνε η πλειοψηφία των σοβιετικών φιλοσόφων απέναντι στο Χέγκελ και τη γερμανική φιλοσοφία την περίοδο από το 1941 έως το 1955. Αν και οι κλασσικοί του μαρξισμού και ο ίδιος ο Λένιν εκτιμούσαν πολύ το γερμανικό ιδεαλισμό και έβλεπαν στη χεγκελιανή διαλεκτική την μόνη πνευματική κίνηση που βρισκόταν στο ύψος της εποχής, την δεκαετία του ’40 τα πράγματα άλλαξαν ξαφνικά με πρωτοβουλία του ίδιου του Στάλιν και οι Γερμανοί ιδεαλιστές φιλόσοφοι από εκπρόσωποι της προοδευτικής αστικής σκέψης της εποχής τους έγιναν ξαφνικά η έκφραση της αριστοκρατικής αντίδρασης κατά του υλισμού και της γαλλικής επανάστασης. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση τα βιβλία του Λούκατς και του Μπλοχ συνετέλεσαν να ανακινηθούν τα νερά και προκάλεσαν αμέσως την αντίδραση της επίσημης κομματικής γραμμής. Υπό το φως αυτών των εξελίξεων και μέσα σε ένα κλίμα κριτικής των θέσεων του Λούκατς και του Μπλοχ και απόρριψης της σκέψης του Χέγκελ ως ακραίου προϊόντος της αστικής φιλοσοφίας, η σημαντική εργασία του Ιλιένκοφ η οποία αποκάλυπτε πολλά σημαντικά στοιχεία της μαρξικής κατανόησης του χεγκελιανού έργου στο Κεφάλαιο του Μαρξ, είναι ευνόητο γιατί θα χρειαζόταν εφεξής επτά ολόκληρα χρόνια για να εκδοθεί με μορφή βιβλίου, το έτος 1960 και παρότι επρόκειτο για μια σοβαρά λογοκριμένη εργασία, η δημοσίευσή θα καθιέρωνε αμέσως τον Ιλιένκοφ ως μια από τις πιο κεντρικές φιγούρες της αποσταλινοποίησης της σοβιετικής φιλοσοφικής κουλτούρας.
Στην πλειοψηφία των φιλοσόφων που σπούδαζαν φιλοσοφία εκείνη την περίοδο αλλά και σε αυτούς που ξεκινούσαν μια ανεξάρτητη φιλοσοφική ζωή ο νεαρός διανοητής άσκησε από την αρχή αποφασιστική φιλοσοφική επιρροή. Αλλά όχι μόνο σε αυτούς. Ο Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς Λίφσιτς (Михаи́л Алекса́ндрович Ли́фшиц, 1905-1983), αυτή η μεγάλη πνευματική φιγούρα της σοβιετικής εποχής , κριτικός λογοτεχνίας και θεωρητικός στο πεδίο της αισθητικής και της κουλτούρας, φίλος του Ούγγρου φιλοσόφου Γκέοργκ Λούκατς (Ο Λούκατς είχε σε αυτόν αφιερώσει τη φιλοσοφική εργασία Ο νεαρός Χέγκελ στην οποία προαναφερθήκαμε) θα περιέγραφε πολύ αργότερα την επιρροή που του άσκησε ο νεαρός φιλόσοφος ως εξής: «Σε κάθε περίπτωση, όταν βρισκόμουν στο άσυλο (εννοούσε την παθητική πνευματική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει κατά την περίοδο του πολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια) εμφανίστηκε ο Ιλιένκοφ με τα χεγκελιανά του προβλήματα της «αποξένωσης» και της «πραγμοποίησης», οι περιστάσεις της εποχής ήταν τέτοιες που οι φιλοσοφικές λεπτολογίες προκαλούσαν μειδιάματα. Θυμάμαι ότι διάβασα ένα πρώιμο χειρόγραφο για τη διαλεκτική στο κεφάλαιο του Μαρξ και κατάλαβα ότι τα χρόνια του πολέμου και των μεταπολεμικών γεγονότων δεν εξάντλησαν τις καλύτερες προπολεμικές παραδόσεις… Ο Έβαλντ Ιλιένκοφ με το ζωντανό του ενδιαφέρον για τον Χέγκελ και τον νεαρό Μαρξ, με την κατανόηση της διαλεκτικής του Κεφαλαίου, των φιλοσοφικών τετραδίων του Λένιν, φαινόταν να είναι ο συνεχιστής του πεπρωμένου μας» σ.4Лифшиц М. А. Диалог с Эвальдом Ильенковым (Διάλογος με τον ¨Εβαλντ Ιλιένκοφ) М.: Прогресс — Традиция, 2003, σελ. 14-15. .
Πέρα από την καινοτόμα προσέγγιση στην κατανόηση του αντικειμένου που μελετούσε , ο Ιλιένκοφ διέθετε επίσης το χάρισμα να ασκεί μια ιδιαίτερη έλξη κυρίως στη νεολαία με την ικανότητά του να σκέφτεται ανεξάρτητα και διανοητικά χορταστικά τόσο στο λογικο-αποδεικτικό επίπεδο όσο και στο αισθητικό-εκφραστικό, και την ίδια στιγμή, να καταφέρνει να παραμένει μέσα στην παράδοση της μαρξιστικής φιλοσοφίας.
Μέχρι το τέλος της ζωής του Ο Ιλιένκοφ θα δημιουργούσε και άλλα σημαντικά έργα: Για τα είδωλα και ιδεατά σ.5Об идолах и идеалах, [ Περί ειδώλων και ιδεατών] Политиздат, Москва (ελλ. έκδοση:Τεχνοκρατία και ανθρώπινα Ιδεώδη στον σοσιαλισμό , μτφρ.: Αποστόλης Τσέλιος, εκδ. Οδυσσέας , Αθήνα 1976), Διαλεκτική Λογική σ.6Диалектическая логика. Очерки истории и теорииПолитиздат, Москва, (ελλ. έκδοση: Διαλεκτική Λογική. Δοκίμια Ιστορίας και Θεωρίας, μτφρ.: Μιχάλης Αναστασιάδης, προλ.: Ευτύχης Μπιτσάκης , εκδ. Gutemberg , Αθήνα 1983) , η έννοια του ιδεατού σ.7‘Τhe Concept of the Ideal’, in Philosophy in the USSR: Problems of Dialectical Materialism, translated, abridged and amended by Robert Daglish, Moscow: Progress Publishers., η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού σ.8Ленинская диалектика и метафизика позитивизма , Москва Издательство политической литературы (ελλ. έκδοση: Η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού, μτφρ.: Μιχάλης Μένικος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1988). και πολλά άλλα σημαντικά άρθρα και παρεμβάσεις τα οποία είναι εν πολλοίς άγνωστα τόσο στο ελληνικό όσο και στο αγγλόφωνο κοινό. Πρόκειται ουσιαστικά για έργο μεστό, πολυσχιδές, πλούσια σε περιεχόμενα και εκφραστικά απολαυστικό κυρίως όμως για μια συμβολή αυθεντική και διαχρονική.
Ποια όμως ήταν εκείνα τα στοιχεία αυτής της ιδιαίτερης φιλοσοφικής συμβολής που ξεχώρισαν τον εν λόγω στοχαστή και τον κατέστησαν τόσο ξεχωριστή πνευματική φυσιογνωμία στην χώρα του και γιατί εντέλει το έργο του προκάλεσε την μήνιν αλλά και την κακομεταχείριση των κομματικών ιδεολογικών κύκλων; Θεωρούμε πως η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί να προκύψει αλλιώς παρά μόνο μέσα από την συστηματική, προσεκτική και απροκατάληπτη ανάγνωση του συνόλου του έργου του. Εδώ θα περιορίσουμε τις αναφορές μας σε μερικές μόνο πλευρές αυτού του έργου με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του τελευταίου άρθρου που έγραψε ο Ιλιένκοφ με τίτλο Η διαλεκτική του ιδεατού από τις εκδόσεις Επέκεινα, σ.9Диалектика идеального [Η Διαλεκτική του Ιδεατού], «Логос», 1 (2009), с. 6-62. (ελλ. έκδοση: Η διαλεκτική του Ιδεατού , μτφρ.: Μάριος Δαρβίρας, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016) ένα άρθρο που ο ίδιος δεν θα έβλεπε ποτέ δημοσιευμένο και θα χρειαζόταν να περάσουν 30 ολόκληρα χρόνια για να παρουσιαστεί ολοκληρωμένο στην ρωσική γλώσσα το έτος 2009.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί πως ο Ιλιένκοφ έκανε τα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο φιλόσοφο στης σοβιετικής Ρωσίας για το ξεσκέπασμα της ουσίας της επίσημης «κρατικής» φιλοσοφίας και αυτό συνέβη κυρίως επειδή με το έργο του συντήρησε την πίστη στον επαναστατικό μαρξισμό, προκάλεσε του αντιπάλους του στο δικό τους έδαφος, δεν δίστασε να αμφισβητήσει το αποκλειστικό τους δικαίωμα και αρμοδιότητα στον μαρξισμό. Φυσικά τα παραπάνω στην εποχή του συνιστούσαν μια πράξη πολύ περισσότερο επικίνδυνη από οποιαδήποτε άλλη μαρξιστική ανταρσία. Η ιδεολογική εξουσία και η αξίωσή της για το μαρξιστικό αλάθητο και το μονοπώλιο της όσον αφορά στην «αιώνια» ζωντανή διδασκαλία βρήκε στο πρόσωπο του έναν ταλαντούχο, ψυχωμένο και σθεναρό αντίπαλο, και η οδύνη που θα της προκαλούσε η εν λόγω αντιπαράθεση μαζί του θα την οδηγούσε στο να αναζητεί συνεχώς δρόμους για να πάρει την εκδίκησή της.
Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο που εξηγεί πολύ συνοπτικά το γιατί ο πεπεισμένος μαρξιστής φιλόσοφος ήταν πολύ περισσότερο μισητός στην ίδια του τη χώρα του από αυτούς που ο ίδιος είχε καταστήσει αντικείμενο της φιλοσοφικής του κριτικής. Και το κύριο αντικείμενο της κριτικής του Ιλιένκοφ ήταν ο θετικισμός, η συνδεδεμένη με αυτόν τυπική λογική και μαθηματικοποίηση της φιλοσοφίας, η μετατροπή της μέσα από αυτόν τον μετασχηματισμό σε θεραπαινίδα των διαφόρων επιστημών, η δήθεν «επιστημονικοποίηση», «αποανθρωποποίηση», «αντικειμενοποίηση» του μαρξισμού, η αποκοπή του μαρξικού έργου από τις θεωρητικές πηγές του στο όνομα της κάθαρσης των «χεγκελιανών υπολειμμάτων» σε αυτό, η διχοτόμηση του Μαρξ στο νεαρό «χεγκελιανό» των Χειρογράφων και τον ώριμο «επιστήμονα» του Κεφαλαίου.
Αν και εκ πρώτης όψεως για κάποιον στις μέρες μας αυτό φαντάζει παράδοξο, όμως η αλήθεια είναι ότι η θετικιστική φιλοσοφία απολάμβανε στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ‘60 πολύ ευνοϊκότερη κριτική από ότι το φιλοσοφικό έργο του Ιλιένκοφ. Ακόμη και κατά την περίοδο της λογοκρισίας των έργων της Δύσης, μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στη σοβιετική Ρωσία σχεδόν όλες οι εργασίες των κλασσικών του δυτικού θετικισμού και νεοθετικισμού. Το φαινομενικό αυτό παράδοξο από το εξής στοιχείο που λειτουργούσε για όλη την κοινωνία και απέρρεε από τα πάνω, δηλαδή τους κυρίαρχους ιδεολογικούς κύκλους και φυσικά κωδικοποιούταν στη εξής απλή προσταγή : γράψτε οτιδήποτε για οτιδήποτε και οποιονδήποτε αλλά μην αγγίζεται για κανένα λόγο την επίσημη εκδοχή του «μαρξισμού». Αυτή ήταν η απλή και μυστική αρχή της πολιτικής στο πεδίο της φιλοσοφίας. Και φυσικά αυτό εξηγεί και το γιατί να παραμείνει κάποιος δημιουργικός μαρξιστής την περίοδο των «μαρξιστών» ήταν πολύ δυσκολότερη υπόθεση από το να προπαγανδίζει τον Άγιερ, τον Κάρναπ, τον Πόπερ και άλλους.
Ο Ιλιένκοφ ήταν ο τελευταίος φιλόσοφος ο οποίος με σοβαρότητα και ταλέντο προσπάθησε να εμφυσήσει στη μαρξιστική φιλοσοφία την εν λόγω περίοδο νέα πνοή, να ενισχύσει την μαχητικότητά της στο πεδίο των ιδεών. Φυσικά, όπως μπορούμε να αποφανθούμε εκ των υστέρων τελικά απομονώθηκε και ηττήθηκε. Οι απόψεις και το πνεύμα που φιλοδοξούσε να επιφέρει δεν ήταν αποτέλεσμα και καρπός της συγκυρίας και δεν μπορούσαν να ριζώσουν μέσα στο σύνολο των συνθηκών που αναπτύχθηκαν και επικράτησαν στην χώρα του. Αλλά όπως γλαφυρά αναφέρει ο Αμερικάνος φιλόσοφος Ρ. Τζάκομπυ στο βιβλίο του Η διαλεκτική της ήττας, «αν η επιτυχία χρειάζεται εκ νέου εξονυχιστική έρευνα, το ίδιο χρειάζεται και η αποτυχία. Ούτε η επιτυχία, ούτε η αποτυχία μπορούν να γίνουν αποδεκτές σαν σκέτο γεγονός. Η αποτυχία δεν αποδεικνύει τίποτα εκτός από το ποιος είναι η ηττημένος» σ.10Jacoby, Russell 1983, ‘Western Marxism’, in A Dictionary of Marxist Thought, edited by Tom B. Bottomore, Cambridge, MA.: Harvard University Press (ελλ. έκδοση: Διαλεκτική της ήττας. Περιγράμματα του Δυτικού Μαρξισμού, μτφρ.: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Αθήνα 2002). σελ. 26. Δεν υφίσταται επομένως κάποια σχέση αναλογίας ανάμεσα στην αποτυχία και την αλήθεια και την γνησιότητα των ιδεών και το να ηττηθεί κάποιος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είχε άδικο ή ότι οι απόψεις του ήταν λανθασμένες και προκαταβολικά αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Mια εξήγηση που φυσικά θα ήταν αδιανόητη στα πλαίσια της φιλοσοφικής παράδοσης που εκπροσωπούσε ο Ιλιένκοφ, την επαναστατική μαρξιστική παράδοση…
Υποσημειώσεις