…Ας επισκοπήσουμε λίγο αναλυτικότερα ωστόσο γιατί λοιπόν η διαπίστωση του Τζιάκομπι ισχύει και στη περίπτωση του Ιλιένκοφ.
Το μεγάλο θέμα της ζωής και της πνευματικής δημιουργίας του Ιλιένκοβ ήταν η ασυμβατότητα της ανθρώπινης κουλτούρας και του ανθρώπινου πολιτισμού και αυτό το θέμα στα έργα του παίρνει τη μορφή μια δριμείας κριτικής του θετικισμού και της τυπικής λογικής, αυτών των δύο σημαντικών «καρπών» του εργαλειακού «νεωτερικού λόγου». Μπορεί σε κάποιους να φαντάζει ότι στο έργο του και στις εργασίες του λόγος γίνεται κυρίως για γνωσιολογικά προβλήματα (εξ’ ου και οι αντίπαλοί του ονόμασαν την κατεύθυνση του στην φιλοσοφία «γνωσιολογισμό» και τον ίδιο «αμετανόητο χεγκελιανό») της διαλεκτικής θεωρίας της γνώσης κ.λ.π. Όμως με προσεκτική ανάγνωση του έργου του αποκαλύπτει μια άλλη γραμμή που το διαπερνά και θα μπορούσε να αποδοθεί επιγραμματικά ως «η θετικιστική λογική και το πνεύμα του καπιταλισμού». Υπό αυτήν την έννοια το έργο είναι περισσότερο συνδεδεμένο με εκείνες τις προσεγγίσεις στην φιλοσοφία που τοποθετούνται κριτικά στον επιστημονισμό της καπιταλιστικής κουλτούρας και στην ουδετερότητα της επιστήμης και των παραγωγικών δυνάμεων, (άλλο ένα ακόμη σημείο τριβής με τις διάφορες δήθεν «αντιρεφορμιστικές» και «επιστημονικές» προσεγγίσεις του μαρξισμού). Διότι για τον Ιλιένκοφ ο θετικισμός δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ιδιότυπη φιλοσοφική έκφραση του «μηχανιστικού αντι-ανθρωπιστικού πνεύματος του αστικού πολιτισμού και στον πόλεμο του φιλοσόφου με αυτό το πνεύμα είναι δύσκολο να μην διακρίνει κάποιος την ηχώ μιας διαπάλης που τόσο η ρωσική φιλοσοφία αλλά και η δυτική, κάτω φυσικά από διαφορετικές ιδεολογικές παραλλαγές, διεξάγει κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Ο Ιλιένκοφ θα καταστήσει βασικό του εργαλείο και πολύτιμο βοηθό στα πλαίσια του φιλοσοφικού αγώνα που διεξάγεται τη διαλεκτική λογική. Η διαλεκτική για αυτόν δεν αποτελεί απλά και μόνο η λογική και θεωρία της γνώσης, αν και για αυτήν έγραφε πολύ συχνά- είναι πρωτίστως και πάνω από όλα, ο γενικός, λογικά παρουσιαζόμενος (με μορφή λογικής) τρόπος της πρακτικής δραστηριότητας του κοινωνικού ανθρώπου, όλων των μορφών της (δραστηριότητας) που στοχεύουν στον μετασχηματισμό του φυσικού κόσμου και του κόσμου του πολιτισμού, του ίδιου του ατόμου. Το υποκείμενο της γνώσης για αυτόν είναι το «κοινωνικά προσδιορισμένο» άτομο, όλες οι μορφές της κοινωνικής δραστηριότητας που πραγματώνονται όχι μόνο μέσω της φύσης (αν και με την ουσιαστική συμβολή της), αλλά κυρίως και πρωτίστως μέσω της ιστορίας, η ίδια η διαδικασία μετασχηματισμού και διαμόρφωσης της ανθρώπινης κουλτούρας.
Η σκέψη αλλά και η σκέψη για την σκέψη είναι επομένως αδιαχώριστα από την μεταμορφωτική και μετασχηματιστική ανθρώπινη δραστηριότητα και μόνο μέσα σε αυτόν τον δεσμό τους είναι δυνατόν να κατανοηθεί η γνωστική της λειτουργία. Και φυσικά στο βαθμό που το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας εμφανίζεται να είναι η ίδια η ανθρώπινη κουλτούρα και ο ίδιος ο άνθρωπος, η διαλεκτική καθίσταται γενική μορφή της ανθρώπινης δραστηριότητας και συνάμα, μορφή της ύπαρξης του ανθρώπινου είναι στον πολιτισμό.
Ωστόσο αυτήν την μορφή (δηλ. τη διαλεκτική) του ανθρώπινου κοινωνικό-πρακτικού είναι θα πρέπει να την διακρίνουμε από την τυπικό-λογική (τυπικό-ορθολογική, όπως θα έλεγε ο Βέμπερ) ύπαρξη των ανθρώπων στον κόσμο του αστικού και καπιταλιστικού πολιτισμού. Και ακριβώς εδώ βρίσκεται το μυστικό για τον Ιλιένκοφ: διαλεκτικά δεν μπορεί να σκέφτεται αυτός ο οποίος είναι βυθισμένος ψυχή τε και σώματι στον πραγμοποιημένο και αφηρημένο κόσμο της αστικής ορθολογικότητας. Η διαλεκτική αποτελεί την λογική υπόσταση της πνευματικότητας, της δημιουργικής δραστηριότητας, της ανοιχτής, δημιουργικής ανθρώπινης μεταμορφωτικής πράξης, όπως ακριβώς και η θετικιστική λογική και οι συγγενείς της αποτελούν τα συνώνυμα της άψυχης, χωρίς «ιδανικά» αστικότητας, έστω και αν αυτή φέρει την αμφίεση και κάποια εξωτερικά σημάδια πολιτισμού.
Και είναι ακριβώς αυτή η αποκάλυψη του Ιλιένκοφ της βαθιάς σύνδεσης ανάμεσα στην υλικά κατανοημένη διαλεκτική και τις πραγματικές διαδικασίες εξέλιξης της κουλτούρας που του έδωσε την δυνατότητα για μια αυθεντική και επαναστατική ερμηνεία μια τόσο σοβαρής φιλοσοφικής κατηγορίας όπως το «ιδεατό».
Με αυτόν το όρο αντιλαμβανόταν ως γνωστό, όχι το περιεχόμενο του ατομικού ανθρώπινου ψυχισμού αλλά μια τέτοια σχέση υλικών αντικειμένων όπου το ένα από αυτά αναλαμβάνει για τον εαυτό του τη λειτουργία του αντιπροσώπου (του εκπροσώπου) του άλλου. Το αντικείμενο δεν αντανακλάται απλά στο κεφάλι αλλά σε κάποιο άλλο αντικείμενο δημιουργημένο και αυτό από την ανθρώπινη δραστηριότητα (σε αυτήν την διαδικασία συμμετέχει ο εγκέφαλος μεσολαβητής). Και σε αυτή τη μορφή το πράγμα είναι ήδη ιδεατό, όχι φυσικό αντικείμενο, αλλά αντικείμενο της κουλτούρας. Το ιδεατό είναι το υλικό της μετασχηματισμένο από την ανθρώπινη δραστηριότητα, είναι η πραγμοποιημένη, αντικειμενοποιημένη μορφή αυτής της δραστηριότητας. Το ιδεατό και «η ιδεατότητα σύμφωνα με τον Μαρξ δεν είναι τίποτε άλλο από μια μορφή κοινωνικο-ανθρώπινης δραστηριότητας που αναπαριστάνεται στο πράγμα και αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα, που αναπαριστάνεται ως πράγμα, ως αντικείμενο» σ.1Диалектика идеального [Η Διαλεκτική του Ιδεατού], «Логос», 1 (2009), с. 6-62. (ελλ. έκδοση: Η διαλεκτική του Ιδεατού, μτφρ.: Μάριος Δαρβίρας, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016) σελ.114.
Έτσι λοιπόν η ιδεατότητα δεν θα πρέπει να αναζητηθεί πέρα από τα όρια αυτού του υλικού κόσμου αλλά μέσα σε αυτόν. Δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στην σφαίρα της θρησκευτικής πίστης και της ψυχής, αλλά στην ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα, στην ίδια τη ζωή και την ανθρώπινη ιστορία και κουλτούρα. Ο Ιλιένκοφ δεν προσπαθεί να υπερβεί την ρώσικη θρησκευτικότητα και ιδεαλιστική φιλοσοφία η οποία διακατεχόταν από μια περιφρονητική διάθεση απέναντι στις υλικές πλευρές της ζωής μειώνοντας την αξία του πνευματικού και βάζοντας στο βάθρο του ιδεατού το υλικό αλλά ανυψώνοντας το υλικό στο επίπεδο του πνευματικού και ακριβώς σε αυτό το σημείο, σε αυτή τη θέση διέκρινε και αντιλαμβανόταν την ουσία της κοινωνικο-μετασχηματιστικής δραστηριότητας του ανθρώπου.
«Η ιδεατότητα είναι ένα ιδιότυπο αποτύπωμα πάνω στην ύλη της φύσης που οφείλεται στην κοινωνικο-ανθρώπινη δραστηριότητα. Έτσι όλα τα πράγματα που εμπλέκονται στην κοινωνική διεργασία αποκτούν μια “νέα μορφή ύπαρξης” που δεν περιλαμβάνεται στην φυσικής τους κατάσταση, αλλά αντίθετα διαφέρει εντελώς από αυτή. Και αυτή είναι η ιδεατή τους μορφή» σ.2Диалектика идеального [Η Διαλεκτική του Ιδεατού], «Логос», 1 (2009), с. 6-62. (ελλ. έκδοση: Η διαλεκτική του Ιδεατού, μτφρ.: Μάριος Δαρβίρας, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016) σελ.114.
Ούτε λοιπόν ο υπερβατικός κόσμος ή ακόμη ο υπερβατικός λόγος διαμορφώνει από αυτή την πλευρά τη σφαίρα του ιδεατού, αλλά ή ίδια η ανθρώπινη δραστηριότητα όπως μαθαίνει για τον εαυτό της, όντας βυθισμένη μέσα στον εμπράγματο κόσμο της κουλτούρας και του πολιτισμού. Όχι την υπεροχή του υλικού έναντι του ιδεατού, αλλά την συμφιλίωσής τους στην βάση της «κοινωνικο-ανθρώπινης» δραστηριότητας- αυτό ακριβώς είναι που αφομοιώνει από τον Μαρξ ο Ιλιένκοφ και προσπαθεί σε όλη του τη ζωή να φέρει στην ρωσική φιλοσοφία, απομακρύνοντας την προβληματική της από την βύθισή της στον υπερβατικό κόσμο και επαναφέροντάς την στην ζωντανή ζωή του ανθρώπου. Αυτό είναι και το μονιστικό μάθημα του Σπινόζα. Δεν υπάρχουν διαφορετικές υποστάσεις, δεν υπάρχουν διαφορετικοί κόσμοι, δεν υπάρχουν τρεις διακριτοί κόσμοι, ο πρώτος ο φυσικός, ο δεύτερος, ο ψυχο-νοητικός και ο τρίτος, ο κόσμος των ιδεών ή διανοημάτων, ala Πόπερ σ.3Popper, «On the theory of objective mind» (Περί της θεωρίας του αντικειμενικού πνεύματος), Proceedings of the XIV th international Congress at Philosophy, Vienna 1968, pp. 26-27). Οποιοσδήποτε τυπικός διαχωρισμός, διχοτόμηση ή τριχοτόμηση, οδηγεί τα πράγματα σε λύσεις τύπου Ντεκάρτ, τότε ο «διαλεκτικός Χέγκελ βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην σύγχρονη επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων από όσο ο Πλάτωνας» σ.4Диалектика идеального [Η Διαλεκτική του Ιδεατού], «Логос», 1 (2009), с. 6-62. (ελλ. έκδοση: Η διαλεκτική του Ιδεατού, μτφρ.: Μάριος Δαρβίρας, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016) σελ.132 και η «μοναδική φιλοσοφική θέση που μπορεί να υπερασπιστεί την τιμή του υλισμού σε αυτή την περίπτωση συνίσταται στην αποφασιστική απόρριψη της παλιάς μεταφυσικής και την αποφασιστική αποδοχή της διαλεκτικής-υλιστικής ερμηνείας που αναπτύχθηκε από τον Καρλ Μαρξ» σ.5Диалектика идеального [Η Διαλεκτική του Ιδεατού], «Логос», 1 (2009), с. 6-62. (ελλ. έκδοση: Η διαλεκτική του Ιδεατού, μτφρ.: Μάριος Δαρβίρας, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016) σελ.130.
Και «όταν η επιστήμη, συμπεριλαμβανομένης και της μαθηματικής, κατανοήσει πλήρως το βάθος και την ακρίβεια της λύσης στο πρόβλημα της διαλεκτικής ταυτότητας και διαφοράς ανάμεσα στο “ιδεατό” και το “υλικό” που έχει επιτευχθεί στο Κεφάλαιο, τότε και μόνο τότε, θα πάψει να πιστεύει στον Πόπερ και την ερμηνεία του για τον κόσμο των “ιδεατών αντικειμένων” και των “ιδεατών μοντέλων” ως ένα είδος “τρίτου κόσμου” που αντιτίθεται ως κάτι ιδιαίτερο στον φυσικό και τον ψυχικό κόσμο .Τότε ο Πόπερ θα κατανοηθεί ως ένα φαινόμενο στο πρόσωπο του οποίου o εντελώς χαμένος σε αυτό το ύπουλο πρόβλημα νεοθετικισμός, ο υποκειμενικός ιδεαλισμός του Ράσελ και του Κάρναπ, εκφυλίζεται σε μια αργοπορημένη παραλλαγή του αρχαϊκού αντικειμενικού ιδεαλισμού που θυμίζει πάρα πολύ τον κλασσικό Πλατωνισμό» σ.6Диалектика идеального [Η Διαλεκτική του Ιδεατού], «Логос», 1 (2009), с. 6-62. (ελλ. έκδοση: Η διαλεκτική του Ιδεατού, μτφρ.: Μάριος Δαρβίρας, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016) σελ.131.
Ο θετικισμός δεν βλέπει στο πράγμα τίποτε άλλο παρά το ίσιο το πράγμα, δεν αποκαλύπτει πίσω από την εξωτερική του αντικειμενικότητα καμιά ιδεατή αρχή καμιά ανθρώπινη υποκειμενικότητα και καθολικότητα. Όπως οδηγεί σε απώλεια οποιασδήποτε ιστορικής προοπτικής. Ο ζωντανός φυσικο-ανθρώπινος κόσμος παρουσιάζεται ως μια διαδικασία μετασχηματισμών, απρόσωπων, πραγμοποιημένων, ψυχρών κοινωνικών δεσμών και θεσπίσεων, ως ένα αυθαίρετο άθροισμα, σύνολο, σωρός αποστερημένων από ανθρώπινο περιεχόμενο και ανθρώπινη παρουσία, ημι-φυσικών αντικειμένων. Και ακριβώς εδώ είναι το σημείο που κάθε ιδεατό και πνευματικό εξατμίζεται.
Αντίποδας σε έναν τέτοιο κόσμο μπορεί να είναι ο άνθρωπος κατανοημένος όχι μόνο από την πλευρά του βιολογικού αλλά του ψυχικού και του κοινωνιο-ιστορικού, ένας άνθρωπος που είναι ένα ελεύθερα σκεπτόμενο και δρων ιστορικό υποκείμενο. Αυτόν τον άνθρωπο υπερασπίζεται ο Ιλιένκοφ στον αγώνα του ενάντια στον ον «μη κριτικό θετικισμό της αστικής φιλοσοφίας».
Τώρα είναι περισσότερο σαφές το γιατί η εξουσία που δήλωνε στα λόγια την πίστη και αφοσίωσή της στον μαρξισμό τοποθετήθηκε αχάριστα και εχθρικά απέναντι στον φιλόσοφο.
Διότι αυτή η ίδια από πλευράς mentalité ήταν θετικιστική και «αστική», προσανατολισμένη σε καθαρά εξωτερικούς και αφηρημένους- τεχνικοοικονομικούς και εθνικιστικούς και μεγαλοϊδεατικούς- σκοπούς της ανάπτυξης και σε καμιά περίπτωση στους σκοπούς ενός νέου συστήματος, ενός αυθεντικού πολιτισμού της ελεύθερης ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ο άνθρωπος έγινε στα χέρια της, σε πλήρη εναρμόνιση και αναλογία με τον δήθεν «καπιταλιστικό» εχθρό της, καταρχήν αποτελεσματικός εργάτης, δευτερευόντως καταναλωτής, αλλά επουδενεί και σε καμιά περίπτωση ένας «δι’ εαυτόν», ολοκληρωμένος άνθρωπος, μια αυτοτιθέμενη ουσία. Αν και φυσικά αυτό δεν συνιστούσε ένας αστικός πολιτισμό καθαρού τύπου ο οποίος κινείται σε πνευματικά σε ένα επίπεδο ακραίας ορθολογικής και εργαλειακής ζωής, οπωσδήποτε επρόκειτο για κάτι που εμπνεόταν από αυτόν, αυτός ο τύπος «ορθολογισμού» αποτελούσε το ιδεώδες της. Ο Ιλιένκοφ κριτικάριζε με οξύτητα την αντι-ανθρωπιστική, άψυχη, ωφελιμιστική ουσία του συστήματος αλλά και κάθε ομόλογη ή ισόμορφη, παγιωμένη συστημικότητα, καταπιεστική και κατασταλτική, που είναι αδιάφορη σε κάθε εκδήλωση ανθρωπινότητας, και ξεκαθάριζε, πως κάθε τέτοιο σύστημα δεν τείνει προς καμιά σοσιαλιστικοποίηση, αλλά αντίθετα προς το βάθεμα του απρόσωπου ταξικού χαρακτήρα του, αφού πάνω του αναφύονται συνεχώς και αναπόδραστα με μεταλλαγμένες μορφή όλα τα στοιχεία της «αστικότητας» και της εξατομίκευσης και συνεπώς της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.
Εξίσου πολύ σημαντική (μέσα στο προηγούμενο πλαίσιο) είναι η σημασία που αποδίδει ο φιλόσοφος στην κατηγορία της αλλοτρίωσης μέσα στο μαρξικό έργο αλλά και η κατανόηση εκ μέρους του της σχέσης Σπινόζα-Χέγκελ. Είναι ακριβώς αυτή η ίδια η «επιστημονική», «θετική», «αντιανθρωπιστική», τυπικο-λογική, διχοτομική, καρτεσιανού τύπου αντίληψη και ο συνδυασμένος με αυτή που θαυμασμός του «νεωτερικού» λόγου που πολλές φορές προέρχεται και από μαρξιστές, που οδήγησε στην τόσο συχνό διαμελισμό του Μαρξ σε νεαρό, ουμανιστή και οραματιστή φιλόσοφο από τη μια και στον οικονομολόγο επιστήμονα με την «ξηρή», «ψυχρή», «επιστημονική» και επομένως αδιαμφισβήτητη λογική από τη άλλη, στον αφηρημένα ανθρωπιστή, ρομαντικό, φιλόσοφο των Χειρογράφων και της «αλλοτρίωσης» και τον ορθολογιστή αναλυτικό επιστήμονα της «αξίας» και του Κεφαλαίου.
Για τον Ιλιένκοφ όμως δεν υπάρχουν «δύο Μαρξ», όπως επίσης δεν υφίσταται καμιά απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στα φιλοσοφικά συστήματα του Σπινόζα και του Χέγκελ παρόλες τις μεταξύ τους διαφορές του. Οι παραπάνω θεωρήσεις και συλλήψεις αποτελούν σοβαρά θεωρητικά σφάλματα και τεχνητούς διαχωρισμούς, απλοϊκές προσεγγίσεις που θέτουν πολλές φορές σε σοβαρό κίνδυνο την κριτική σκέψη και την επαναστατική πράξη. Αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά:
«… Από την αποδοχή των Χειρογράφων, κάποιος μπορεί να προχωρήσει σε μια αυθεντική κατανόηση του Κεφαλαίου, στο οποίο δεν έχει απoλεσθεί τίποτα από την ουσία τους παρεκτός κάποια αφηρημένη φιλοσοφική φρασεολογία. Τα Χειρόγραφα όμως, μπορούν να αποτελέσουν και μια σημαντική βοήθεια στο ίδιο το κείμενο του Κεφαλαίου, συμβάλλοντας στην εξονυχιστική εξέταση ορισμένων χωρίων του, που σε άλλη περίπτωση θα παραβλέπονταν. Εάν αυτά τα χωρία παραβλεφθούν, τότε το Κεφάλαιο εύκολα εμφανίζεται μόνο ως «οικονομικό έργο», με την πολύ στενή έννοια του όρου. Το Κεφάλαιο τότε εμφανίζεται ως ένα στεγνό, χωρίς ζωντάνια, αντικειμενικό οικονομικό σχήμα στερημένο παντελώς κάθε ίχνους «ανθρωπισμού». Όμως τότε δεν έχουμε να κάνουμε με το Κεφάλαιο, αλλά μόνο, με μια αναιδώς ρηχή ερμηνεία του . Είναι ουσιαστικά αλήθεια, πως ο ανθρωπιστικός προσανατολισμός της σκέψης περιλαμβάνεται στον θεωρητικό στοχασμό του ώριμου Μαρξ, στην κατανόηση από μέρους του της διαλεκτικής σαν μεθόδου κριτικής ανάλυσης των συνθηκών ζωής του πραγματικού ανθρώπου και όχι απλά μόνο σαν μια «αντικειμενοποίηση» του αλλοτριωμένου ανθρώπου. Επιπροσθέτως αυτό το παράδειγμα της μεθόδου του Μαρξ, που είναι βασικά διαφορετικό από την αποκαλυπτικά «επιστημονική» έκδοση της Χεγκελιανής διαλεκτικής, μπορεί να διαπιστωθεί περισσότερο εύκολα μέσω των Χειρογράφων, διότι σε αυτά ανευρίσκεται ακριβώς αυτή η διαδικασία της ανθρωπιστικο-ανθρώπινης ερμηνείας της Χεγκελιανής Λογικής -ως μια «αλλοτριωμένη μορφή σκέψης αποξενωμένης από την ανθρωπότητα» που ήταν, σε μια διαδικασία «επανιδιοποίησης» της αποξενωμένης από τον άνθρωπο και την δραστηριότητά του Λογικής, που παρουσιαζόταν μέσα στο Χεγκελιανό σύστημα με τη μασκαρεμένη σχηματική μορφή ενός Απόλυτου, Υπερατομικού και Απρόσωπου «Πνεύματος».
Ο Β. Ι. Λένιν είχε πολύ δίκιο όταν σημείωνε πως «είναι αδύνατον να κατανοήσουμε πλήρως το Κεφάλαιο και ιδιαίτερα το πρώτο του κεφάλαιο, χωρίς να έχουμε μελετήσει και εμπεδώσει την Χεγκελιανή Λογική. Χωρίς αυτήν την συνθήκη, η κατανόηση του Κεφαλαίου παραμένει τυπική, δηλαδή προκατειλημμένα δογματική. Τα Χειρόγραφα διαθέτουν όμως και μια ακόμη μια σημαντική πλευρά που βοηθά στην προσπάθεια να επιτευχθεί μια κριτική γνώση του πραγματικού περιεχομένου της Χεγκελιανής Επιστήμης της Λογικής, δηλαδή μια άρση της «αλλοτριωμένης μορφής της». Η λειτουργίας τους αυτή δεν έχει με κανένα τρόπο προκύψει από τις επιθυμίες επιμέρους ατόμων να «ανθρωποποιήσουν» τον Μαρξισμό όπως έχει προταθεί από μέρους των υπαρξιστών συγγραφέων. Οι επιθυμίες των ατόμων μπορεί να είναι σημαντικές στην κλίμακα της ιστορικής διαδικασίας μόνο στο βαθμό που συμπίπτουν με μια ανάγκη, που έχουν αναδυθεί μέσα από την πλατιά ωρίμανση ενός αντικειμενικού μαζικού κινήματος. Διότι εάν δεν συμβεί αυτό, κανένας δεν είναι διατεθειμένος να παρακολουθήσει αυτές τις επιθυμίες» σ.7Ильенков Э.В., From the Marxist-Lenisnist Point of View, In Marx and th Western Word (edited by Nikolaw Lobkowicz). Notre Dame-London: University of Notre Dame Press, 1967, sel. 391-407.
Για τον Ιλιένκοφ ο Μαρξ, ευθύς εξαρχής, αποκωδικοποιεί την χεγκελιανή φόρμουλα της «αλλοτρίωσης» του ανθρώπου από τον εαυτό του ως αποξένωση του ενός ανθρώπου από τον άλλον, της μιας τάξης ανθρώπων από μια άλλη και με κανέναν τρόπο ως αλλοτρίωση από κάποια μυστική και μυστηριώδη «ουσία» ή από κάποιο ιδεατό μοντέλο ανθρώπου. Για τον Μαρξ δεν υπάρχει κανένας μεσολαβητής, εξωτερικός της συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας (παρά μόνο η φύση ως προϋπόθεση και αρχική συνθήκη), κανένα είδος κάποιου μυστήριου υποκειμένου από το οποίο τα πάντα είναι συγχρόνως αποξενωμένα. Το μόνο που συμβαίνει εδώ είναι οι άνθρωποι να φαντάζονται την παρουσία ενός «τρίτου παίχτη» επειδή δεν είναι ικανοί να αντιληφθούν τα δικά τους δημιουργήματα, τις δικές τους σχέσεις ως σχέσεις αλλοτρίωσης, δηλαδή ως σχέσεις ατομικής ιδιοποίησης των προϊόντων της φύσης και της συλλογικής τους δραστηριότητας. Σε αυτό λοιπόν συνίσταται η πεμπτουσία της υλιστικής σύλληψης της αποξένωσης που θεμελίωσε ο Μαρξ στην αντίθεσή του με το Χέγκελ. Στην πραγματικότητα δηλαδή η ιδιοποίηση (είτε καπιταλιστική είτε μετα-καπιταλιστική-«σοσιαλιστική») πραγματώνεται μέσω της «αλλοτρίωσης» μέσω του αντίθετού της. Ο Μαρξ είδε ακριβώς σε αυτή τη διαλεκτική την καρδιά του τρίπτυχου, καταμερισμός της εργασίας, ατομική ιδιοκτησία, εμπόρευμα-χρήμα. Και από εδώ οδηγήθηκε στο πλήρες εύλογο συμπέρασμα: η «αλλοτρίωση» εν γένει είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με το εν λόγω τρίπτυχο και όχι μόνο με κάποια από τις δυνατές εκδηλώσεις της. Και πως ο καταμερισμός της εργασίας και η ατομική ιδιοκτησία αποτελούν ισοδύναμες εκφράσεις, όσο επομένως υπάρχει το ένα, θα υπάρχει και το άλλο. Και φυσικά όσο ο νόμος της αξίας και ο καταμερισμός της εργασίας θα λειτουργούν, θα αναγεννούν τον καπιταλισμό σε ολοένα πιο διευρυμένη βάση αφού αποτελούν μορφές σύμφυτες με την δική του ιδιάζουσα δυναμικότητα και δεν είναι δυνατόν να εξημερωθούν μέσα στα πλαίσια του συγκεκριμένου συστήματος. Οποιαδήποτε επομένως εναλλακτική μορφή κοινωνικών σχέσεων που δεν θα τα αντικαθιστά εξ’ ολοκλήρου, που δεν θα συνιστά μια ριζικά νέα ποιότητα στις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά θα τα ανταγωνίζεται στο δικό του, δηλαδή καπιταλιστικό στίβο και και ενίοτε θα θαυμάζει και θα θεωρεί αθώα και ουδέτερα βασικά στοιχεία της αναπαραγωγής του όπως η σύγχρονη επιστήμη, δεν δύναται να είναι βιώσιμη και είναι καταδικασμένη στην αντιπαράθεση μαζί του να ηττηθεί.
Τέτοια ντελικάτη φιγούρα ήταν ο Έβαλντ, και παρότι είχε απόλυτη επίγνωση του ρίσκου και του κινδύνου για λάθος κατά την επεξεργασία των θεωρητικών προβλημάτων της υλιστική διαλεκτικής, διέθετε απαράμιλλο θάρρος και μια σπάνια διανοητική διαύγεια που τον ωθούσαν και του επέτρεπαν να βυθίζεται στην πρώτη γραμμή έρευνας των φιλοσοφικών ερωτημάτων και να αναζητεί επίμονα την πιο «επαρκή» (adequate κατά την έννοια που χρησιμοποιούσε αυτό τον όρο το φιλοσοφικό του ίνδαλμα, ο μεγάλος μονιστής φιλόσοφος Μπαρούχ Σπινόζα) επίλυση τους, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Διότι για αυτόν η ανάπτυξη της υλιστικής διαλεκτικής, εμπλουτισμένη με τα διδάγματα κάθε προηγούμενης διαλεκτικής, κυρίως της χεγκελιανής, σε συνδυασμό με την λύση από μέρους της του προβλήματος της «ιδεατότητας» στον δρόμο που υπέδειξε ο ίδιος ο Μαρξ, αποτελούν κομβικά σημεία για την μελλοντική ανάπτυξη της φιλοσοφίας στην κατεύθυνση της μαρξικής παρακαταθήκης όπως αυτή διατυπώθηκε στις θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ήτοι, «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».
Όπως και σε πλείστες άλλες περιπτώσεις το πέρασμα του χρόνου είναι αυτό που αποφασίζει τη θέση και τον χώρο των στοχαστών στο πάνθεο της σκέψης, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, πολλές δεκαετίες αργότερα αντιλαμβανόμαστε καλύτερα πως ο Ιλιένκοφ υπήρξε ένας αυθεντικός στοχαστής στην ιστορία της μαρξιστικής φιλοσοφίας της Σοβιετικής Ένωσης. Με αυτόν φαίνεται πως η φιλοσοφική σχολή του ρωσικού μαρξισμού κλείνει ένα μεγάλο κύκλο, που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ψευδο-μαρξιστική φιλοσοφία της κρατικής και κομματικής ορθοδοξίας. Και φυσικά στο βαθμό που η συγκεκριμένη σχολή παραμένει στην ιστορία της φιλοσοφίας ένα από τα πιο σοβαρά της ορόσημα μπορούμε και τον ίσιο τον Ιλιένκοφ να τον εντάξουμε στον αστερισμό των διακεκριμένων φιλοσόφων του 20ου αιώνα.
Υποσημειώσεις