Ο Walter Benjamin δυσκόλεψε και δυσκολεύει όσους και όσες προσπάθησαν να κατατάξουν και κατηγοριοποιήσουν το έργο του σ.1H Σούζαν Σόνταγκ παρατήρησε κάποτε ότι, στα κείμενα του Μπένγιαμιν, οι προτάσεις δεν φαίνονται να δημιουργούνται μ’ έναν συνηθισμένο τρόπο, δεν οδηγούν ομαλά η μια στην άλλη και δε δημιουργούν μια προφανή λογική ακολουθία., να ανιχνεύσουν τις επιρροές που άσκησαν τα ρεύματα σκέψης της εποχής του, οι οικογενειακές του καταβολές, οι άνθρωποι με τους οποίους ήρθε σε επαφή. Η πιο διαδεδομένη προσέγγιση σχετικά με την Φιλοσοφία της Ιστορίας του Benjamin ανιχνεύει τρεις διαφορετικές, σε διαλεκτική ενότητα αφετηρίες, τον μαρξισμό, τον ιουδαϊκό μεσσιανισμό και τον γερμανικό ρομαντισμό. Όπως όμως εύστοχα παρατηρεί ο Michael Lowy σ.2Michael Lowy στο «Walter Benjamin:Προμήνυμα Κινδύνου», μτφρ Ρ. Πεσσάχ, εκδόσεις Πλέθρον. η σκέψη του δεν είναι απλά το αμάλγαμα ή το κολλάζ των πηγών του αλλά μια καινούρια, πρωτότυπη επαναστατική σύλληψη. Η Ιστορία και η δυνατότητα επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες και επικαθοριζόμενες.

Η πολεμική του με το ρεύμα του Ιστορικισμού υπήρξε σκληρή. Για τον Benjamin ο ιστορικός χρόνος δεν είναι συνεχής. Σε κάθε ιστορική στιγμή είναι παρούσα η δυνατότητα επαναστατικού μετασχηματισμού με την μορφή «θραυσμάτων μεσσιανικού χρόνου». Αυτή την άποψή σε πρωτόλειο επίπεδο την εκφράζει από τα χρόνια της νεότητας του. Έχει ιδιαίτερη σημασία να ανιχνεύσει κάποιος την εξέλιξη της οπτικής του Benjamin η οποία γίνεται με όρους τομής και συνέχειας. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι πριν τη γνωριμία του με τον Λούκατς και την κομμουνιστική κοσμοαντίληψη, ο Benjamin ήταν απλά ένας «ρομαντικός» διανοούμενος. Σ’ ένα από τα πρώτα του κείμενα σημειώνει:

«Υπάρχει μια αντίληψη της ιστορίας που εναποθέτει την πίστη της στο άπειρο εύρος του χρόνου και, επομένως, ενδιαφέρεται μονάχα για την ταχύτητα – ή για την έλλειψη ταχύτητας – με την οποία οι άνθρωποι και οι εποχές προχωράνε στο μονοπάτι της προόδου. Αυτή η αντίληψη αντιστοιχεί σε μια ορισμένη έλλειψη συνοχής και αυστηρότητας ως προς τις απαιτήσεις που θέτει στο παρόν. Αντίθετα, οι ακόλουθες παρατηρήσεις σκιαγραφούν μια ιδιαίτερη συνθήκη όπου η ιστορία εμφανίζεται συμπυκνωμένη σε ένα μόνο επίκεντρο σημείο, όπως εκείνα που υπάρχουν παραδοσιακά στις ουτοπικές εικόνες των φιλοσόφων. Τα στοιχεία της έσχατης κατάστασης δεν εκδηλώνονται ως άμορφες προοδευτικές τάσεις αλλά είναι βαθιά ριζωμένα σε κάθε παρόν με τη μορφή των πλέον απειλούμενων, αποφλοιωμένων και γελοιοποιημένων ιδεών και προϊόντων της δημιουργικής σκέψης. Το καθήκον του ιστορικού είναι να αποκαλύψει αυτή την εμμενή κατάσταση τελειότητας και να την καταστήσει απόλυτη, να την καταστήσει ορατή και κυρίαρχη στο παρόν. Αυτή η συνθήκη δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με όρους μιας πραγματιστικής περιγραφής των λεπτομερειών (ιστορία των θεσμών, των εθίμων κ.ο.κ.). Στην πραγματικότητα, διαφεύγει αυτών των λεπτομερειών. Αντίθετα, το καθήκον είναι να γίνει αντιληπτή η μεταφυσική δομή αυτής της συνθήκης – όπως συμβαίνει με τη μεσσιανική σφαίρα ή με την ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης.» σ.3Το απόσπασμα είναι από τη «ζωή των Φοιτητών» που γράφτηκε το 1914-15 και δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Derneue Merkur το 1915. Μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Rodney Livingstone και αναδημοσιεύτηκε στη συλλογή κειμένων με τίτλο Walter Benjamin, Selected Writings Volume 1, 1913-1926 (Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, MA: 1996).

Από το 1915 ο Benjamin έχει διαμορφώσει μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον ιστορικό χρόνο, την οποία θα βαθύνει. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αντίθεση του τόσο με το ρεύμα του Ιστορικισμού, όσο και με την αντίληψη του Θετικισμού -άλλωστε ο Ιστορικισμός αποτελεί εν πολλοίς έκφραση του Θετικισμού στην Ιστορία- σχετικά με την πρόοδο, την αδιάκοπη εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας προς τα μπρος. Παράλληλα από ρομαντική, ουτοπική σκοπιά, εκφράζει την άποψη για εμμενή παρουσία στην καθημερινότητα στοιχείων και όρων απελευθέρωσης -συμπυκνωμένη ιστορία- που προσεγγίζονται είτε «με την μεσσιανική σφαίρα είτε με την ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης». Εδώ ο Benjamin δεν ξεκαθαρίζει αν είναι δυο διαφορετικές πλευρές-δυνατότητες ή αν είναι μια αλληλοσυμπληρούμενη διαδικασία.

Στις «Θέσεις για την Ιστορία» σ.4Τα αποσπάσματα από τις «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας» προέρχονται από την ομώνυμη έκδοση (Σεπτέμβριος 2014) της «Λέσχης Κατασκόπων του 21ου αιώνα». η προσέγγιση του, παρουσιάζεται ολοκληρωμένη. Επανέρχεται στο ζήτημα του χρόνου και στο αντικείμενο της Ιστορίας. Η Γαλλική Επανάσταση εμφανίζεται ξανά στο φιλοσοφικό οπλοστάσιο του. Η σχέση της με το παρελθόν -και κατ’ επέκταση όλων των επαναστάσεων- δεν είναι γραμμική. Μοιάζει με το επικίνδυνο άλμα της τίγρης που το αποτέλεσμα του, δηλαδή η έκβαση της επανάστασης, κρίνεται από την τάξη που κυριαρχεί στην ιστορική αρένα.

Στην θέση XIV σημειώνει:

«Η ιστορία είναι το αντικείμενο μιας κατασκευής, τον τόπο της οποίας δεν διαμορφώνει ο ομογενής και κενός χρόνος, αλλά ο χρόνος που είναι πλήρης από τον “χρόνο του τώρα”. Η αρχαία Ρώμη αποτελούσε έτσι για τον Ροβεσπιέρο ένα παρελθόν φορτισμένο από το χρόνο του τώρα, το οποίο αυτός ανατίναζε από το συνεχές της ιστορίας. Η γαλλική επανάσταση θεωρούσε τον εαυτό της μετενσάρκωση της Ρώμης. Αντέγραφε κατά γράμμα την αρχαία Ρώμη, όπως η μόδα τα ρούχα του παρελθόντος. Η μόδα οσφραίνεται το επίκαιρο, όπου κι αν κινείται αυτό στη λόχμη του κάποτε. Είναι το άλμα της τίγρης στο παρελθόν. Μόνο που το άλμα γίνεται σε μια αρένα όπου δεσπόζει η κυρίαρχη τάξη. Το ίδιο άλμα κάτω από τον ελεύθερο ουρανό της ιστορίας είναι το διαλεκτικό, που είναι ο τρόπος που ο Marx εννοούσε την επανάσταση.»

Η ιστορική συνέχεια διαλύεται από την ιδιότητα των χρονικών στιγμών να φέρουν στοιχειακά μέσα τους τον σπόρο της αλλαγής. Η ιδέα της ανατροπής της πραγματικότητας, του «κεραυνού» που θα διασαλεύσει άπαξ και διαπαντός την ομαλή ροή, παρουσιάζεται ως μια δομική ιδιότητα του χρόνου, ως εμμενής δυνατότητα που περιμένει την ολοκλήρωση της. Η μάχη εναντίον του Ιστορικισμού είναι σκληρή.

Στην Α’ προσθήκη των θέσεων εξηγεί:

«Ο ιστορικισμός ικανοποιείται εδραιώνοντας μια αιτιώδη συνάφεια μεταξύ διαφόρων στιγμών μέσα στην ιστορία. Αλλά κανένα γεγονός δεν γίνεται κιόλας ιστορικό, επειδή αποτελεί ένα αίτιο. Γίνεται εκ των υστέρων με τη μεσολάβηση συμβάντων που απέχουν ίσως και χιλιετίες από αυτό. Ο ιστορικός που έχει αυτό σαν αφετηριακό σημείο, δεν επιτρέπει στις συνέπειες των ενδεχομένων να γλιστρήσουν μέσα από τα δάχτυλά του σαν τους κόμπους ενός κομποσκοινιού. Αντίθετα, αρπάζει τον αστερισμό όπου η δική του εποχή έρχεται σε επαφή με μια συγκεκριμένη προγενέστερη. Εδραιώνει έτσι μία αντίληψη του παρόντος όπως αυτή του “χρόνου του τώρα”, που είναι διάσπαρτος με θραύσματα του μεσσιανικού χρόνου.»

Ο ιστορικός δεν διακρίνει μικρά και μεγάλα γεγονότα. Δεν υπάρχει η «Μεγάλη Ιστορία» του ιστορικισμού που αξίζει να καταγραφεί σε αντίθεση με την ιστορία των καθημερινών ανθρώπων. Γιατί όσο ασήμαντο και αν φαντάζει ένα γεγονός, η πρόσληψη του στο μέλλον μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική. Μόνο η απολυτρωμένη ανθρωπότητα σ.5Θέση ΙΙΙ, «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας». είναι σε θέση να αποδεχθεί το παρελθόν της ολοκληρωτικά. Τότε μόνο ουσιαστικά θα περάσουμε από την Προϊστορία στην Ιστορία αφού τότε θα αναγνωριστεί κάθε στιγμή του παρελθόντος στην ιστορική του διάσταση.

Ταυτόχρονα ο ιστορικός δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τα γεγονότα. Δεν τα καταγράφει σαν αφοσιωμένος φυσιοδίφης. Ο Benjamin θεωρεί ότι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ταξική πάλη σ.6 Ο Αλτουσέρ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η ιστορία είναι μια διαδικασία δίχως υποκείμενο. Οι άνθρωποι δρουν ως ιστορικά υποκείμενα γιατί δρουν μέσα στην ιστορία. Υποκείμενο όμως της ιστορίας δεν υπάρχει, είναι αποτέλεσμα της ταξικής πάλης.. Ο ιστορικός συνειδητοποιώντας αυτή την πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι «ανεξάρτητος» και «αμερόληπτος». Ο ιστορικισμός διαλέγει στρατόπεδο αφού η αφήγηση του είναι η αφήγηση των νικητών. Η ιστορική ματιά, τα ευρήματα και τα αρχεία καθορίζονται εν τέλει από τους νικητές. Ο Benjamin σημειώνει χαρακτηριστικά στην VII θέση:

«…Όμως οι εκάστοτε κυρίαρχοι είναι οι κληρονόμοι όλων όσων νίκησαν κατά το παρελθόν. Έτσι η ταύτιση με τον νικητή αποβαίνει κάθε φορά προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων. Ο ιστορικός υλιστής ξέρει τι σημαίνει αυτό. Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχτηκαν νικητές βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή. Ονομάζονται όλα αυτά πολιτιστική κληρονομιά και στο πρόσωπο του ιστορικού υλιστή θα συναντήσουν έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή…»

Ο ιστορικός που εντάσσεται στην αντίληψη-μεθοδολογία του Ιστορικού Υλισμού πρέπει να είναι «αποστασιοποιημένος». Αυτή η αποστασιοποίηση σημαίνει «ανεξαρτησία» από την κυρίαρχη μεθοδολογία του ιστορικού αλλά δεν σημαίνει απλά «ανεξαρτησία» από την κυρίαρχη αντίληψη. Ο ιστορικός, γνωρίζοντας ότι υπάρχει η δυνατότητα αλλαγής στο σήμερα, στρατεύεται σ’ αυτή την υπόθεση. Στόχος του είναι να βοηθήσει, να συνεισφέρει στην «ανατίναξη» του παρόντος, και στην απελευθέρωση της μεσσιανικής δυνατότητας. Η μεσσιανική δυνατότητα, που σαφώς  και αναντίρρητα προέρχεται από την  ιουδαϊκή θρησκεία και την επίδραση που είχε στον Benjamin, σε συνδυασμό με το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον θα μπορούσε να «μεταφραστεί» έτσι ώστε να συνδεθεί με την απελευθερωτική προοπτική της επανάστασης. Ο Lowy εύστοχα σημειώνει τις αντιστοιχίες ανάμεσα στην μεσσιανική διάσταση και την επανάσταση. Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Σάββας Μιχαήλ σ.7«Μορφές του Μεσσιανικού» Σάββας Μιχαήλ (1999), εκδόσεις Άγρα., ο οποίος σημειώνει ότι το Μεσσιανικό ταυτίζεται με την επαναστατική ρήξη χωρίς το μυστικιστικό του περίβλημα. Το Μεσσιανικό είναι «η προσδοκία του Απροσδόκητου, το ασίγαστο αίτημα μιας πέρα από κάθε νόμο και δίκαιο Δικαιοσύνης επί γης. Δεν πρόκειται για θολή συναισθηματική διάθεση ή αόριστη αφαίρεση. Η ιστορική του ύλη δια-μορφώνεται μέσα από την αλληλεπίδραση των ανθρώπων και του κόσμου του».

Οι Θέσεις ως Μανιφέστο

Το κείμενο του Benjamin δεν αποτελεί μόνο μια διαφορετική προσέγγιση της Ιστορίας αλλά είναι ένα κάλεσμα σε μάχη, σε αγώνα. Η επαναστατική δυνατότητα συντελείται-εκφράζεται με το επικίνδυνο άλμα της τίγρης στο παρελθόν. Η επιτυχής έκβαση αυτής της δυνατότητας δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, ούτε είναι και μια μηχανιστική βεβαιότητα. Είναι αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, ένα αποτέλεσμα που δεν είναι απότοκο των «σιδερένιων» νόμων αλλά αποτελεί διακύβευμα. Στον Μονόδρομο σημειώνει χαρακτηριστικά:

«…Η ιδέα της πάλης των τάξεων μπορεί να παραπλανήσει. Εδώ δεν πρόκειται για ένα αγώνα δύναμης όπου θα κρινόταν: ποιος υποκύπτει, ποιος νικά; Δεν πρόκειται για μια πάλη που μετά την έκβαση της ο νικητής θα είναι καλά και ο νικημένος όχι. Με αυτό το σκεπτικό τα γεγονότα συγκαλύπτονται ρομαντικά. Γιατί η μπουρζουαζία, είτε νικήσει στον αγώνα, είτε νικηθεί μένει καταδικασμένη να καταστραφεί από τις εσωτερικές της αντιφάσεις, που με την ανάπτυξη της αποβαίνουν φονικές. Το ερώτημα είναι  απλώς αν θα καταστραφεί από μόνη της ή από το προλεταριάτο. Η επιβίωση ή το τέλος μιας τρισχιλιόχρονης πολιτισμικής εξέλιξης εξαρτώνται από την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η ιστορία αγνοεί την έλλειψη χρονικού περιορισμού στην εικόνα των δυο αιώνιων αντιπάλων που συγκρούονται. Ο αληθινός πολιτικός υπολογίζει μόνο με προθεσμίες. Κι’ αν η κατάργηση της μπουρζουαζίας δεν έχει συντελεστεί ως την σχεδόν υπολογίσιμη στιγμή της οικονομικής και τεχνικής ανάπτυξης που σηματοδοτούν ο πληθωρισμός και ο πόλεμος των αερίων, τότε όλα θα έχουν χαθεί. Πριν ο σπινθήρας φτάσει τη δυναμίτιδα, πρέπει το φυτίλι που καίει να κοπεί. Η επέμβαση, ο κίνδυνος και ο ρυθμός, είναι για τον πολιτικό θέματα τεχνικά – όχι ιπποτικά σ.8 Απόσπασμα από τον «Μονόδρομο» που δημοσιεύτηκε το 1928 στο Βερολίνο. Ο Μπένγιαμιν, επηρεασμένος από τους Σουρεαλιστές, δημιουργεί ένα κείμενο- κολάζ, όπου τα επιμέρους κείμενα μετατρέπονται σε φωτογραφίες, αποσπάσματα ενός ημερολογίου χωρίς χρονολογική ακολουθία. Είναι όμως, όπως έγραφε ο ίδιος, «μαρτυρία μιας εσωτερικής διαμάχης». Στην ελληνική μετάφραση της Νέλλης Ανδρικοπούλου ο υπότιτλος αποδίδεται ως «Σήμα Πυρκαγιάς» αλλά για τον Michael Lowy αποτελεί «Προμήνυμα Κινδύνου». .».

Στις θέσεις θα επανέλθει για να έρθει σε ρήξη με τη θεοποίηση της επιστήμης  σημειώνοντας ότι κυριαρχεί η τεχνοκρατική αντίληψη, η πρόοδος της επικυριαρχίας πάνω στη φύση ενώ παράλληλα συσκοτίζεται η οπισθοδρόμηση της κοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο θα αντιμετωπίσει και την διαφορετική όψη του ίδιου νομίσματος, την «ορθόδοξη» μαρξιστική αντίληψη της κυριαρχίας των παραγωγικών δυνάμεων. Ασκεί πολεμική στην αντίληψη της αυξανόμενης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που θα απελευθέρωνε με μηχανιστικό τρόπο, σχεδόν «θεολογικό» τις παραγωγικές σχέσεις. Γι ‘ αυτό αναφέρεται στους «επιγόνους» του Μαρξ σημειώνοντας ότι ο Μαρξ είχε αντιπαρατεθεί με την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα σ’ αυτές τις αντιλήψεις. Ο Benjamin στην ΧΙ θέση είναι ξεκάθαρος :

«…Υποπτευόμενος το χειρότερο, ο Μαρξ ανταπάντησε στο σημείο αυτό ότι ο άνθρωπος που δεν έχει καμιά ιδιοκτησία εκτός από την εργατική δύναμή του, αναγκάζεται να γίνει “ο δούλος άλλων ανθρώπων που έχουν κάνει τους εαυτούς τους ιδιοκτήτες.” Παρ’ όλα αυτά, η σύγχυση μόνο εντάθηκε και πολύ σύντομα ο Josef Dietzgen διακήρυξε: “Ο σωτήρας των μοντέρνων καιρών ονομάζεται εργασία… Στη βελτίωση… της εργασίας… συνίσταται ο πλούτος, που μπορεί σήμερα να αποφέρει όσα κανένας λυτρωτής δεν κατόρθωσε μέχρι τώρα”. Αυτή η χυδαία μαρξιστική αντίληψη για το τι είναι η εργασία, δε μπαίνει καν στον κόπο να απαντήσει στο ερώτημα, πώς μπορούν οι εργάτες να επωφεληθούν του προϊόντος τους, εφ’ όσον δεν είναι πλέον στη διάθεσή τους. Αναγνωρίζει μόνον την πρόοδο της επικυριαρχίας πάνω στη φύση και όχι την οπισθοδρόμηση της κοινωνίας. Κουβαλάει ήδη τα τεχνοκρατικά σημάδια που θα βρεθούν αργότερα στο φασισμό…»

Αλλά και στην αρχή του κειμένου του, ο Benjamin κάνει λόγο για τον «ιστορικό υλισμό» σε εισαγωγικά, διαχωρίζοντας τον όπως θα φανεί ξεκάθαρα στην συνέχεια του κειμένου με την δική του αντίληψη για τον ιστορικό υλισμό. Ο Benjamin ήταν όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Lowy «ένας επαναστάτης κριτικός της φιλοσοφίας της προόδου, ένας μαρξιστής αντίπαλος του “προοδευτισμού”, ένας νοσταλγός του παρελθόντος που ονειρεύεται το μέλλον, ένας ρομαντικός παρτιζάνος του υλισμού».

Αντί Επιλόγου

Υπάρχει στις «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας» σε διάφορα σημεία του κειμένου η θέση ότι το Παρελθόν κινδυνεύει από την έκβαση της ταξικής πάλης. Η προσπάθεια ρευμάτων ιστορικού αναθεωρητισμού στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, για αναθεώρηση της ιστορικής αφήγησης και εξίσωση του Κομμουνισμού με τον Φασισμό είναι χαρακτηριστικές. Στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ αλλά και σε πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση εκείνη της Ουκρανίας, οι συνεργάτες των Ναζί πλέον τιμούνται με παρελάσεις, όχι από νεοναζιστικές οργανώσεις αλλά από τις ίδιες τις κυβερνήσεις των κρατών. «Ακόμα και οι νεκροί δεν είναι ασφαλής από τον εχθρό εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά», υποστήριζε χαρακτηριστικά ο Μπένγιαμιν.

Όμως υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις όπου οι πρώτες απόπειρες απελευθέρωσης, οι πρώτες μάχες και ανολοκλήρωτες προσπάθειες  δικαιώνονται στις εξεγέρσεις του σήμερα. Και ο απόηχος του Μπένγιαμιν ακούγεται άλλες φορές σαν ψίθυρος και άλλες σαν ιαχή, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις αλλά και στις ζούγκλες τις Λατινικής Αμερικής. Ο υποδιοικητής Μάρκος σε μια από τις όμορφες  ιστορίες που συνηθίζει να λέει, περιγράφει έναν άντρα που σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού του που δούλευαν στα χωράφια φυτεύοντας καλαμπόκι, φύτευε δέντρα στα βουνά. Δέντρα που ήθελαν δεκάδες χρόνια για να μεγαλώσουν. Οι υπόλοιποι κάτοικοι τον κορόιδευαν αφού δούλευε για πράγματα που δεν θα έβλεπε ποτέ τελειωμένα. Τον θεωρούσαν χαζό ή τρελό. Αυτός, ανένδοτος, υποστήριζε ότι αν όλοι δουλεύουν για το παρόν και το επόμενο πρωινό, δε θα έμενε κανείς να φυτέψει τα δέντρα που οι απόγονοι θα χρειαστούν για να έχουν καταφύγιο, ανακούφιση και χαρά. Ο χαζός ή τρελός άντρας συνέχιζε την δουλειά του, οι υπόλοιποι κάτοικοι δεν τον κατάλαβαν ποτέ.

Μετά από πολλά χρόνια, όταν είχαν όλοι πεθάνει και σχεδόν κανείς δεν θυμόταν την ιστορία τους, τα αγόρια και τα κορίτσια του χωριού βρήκαν μια μαγευτική κατάφυτη πλαγιά στο βουνό με δέντρα, ζώα και πουλιά. Δεν ήξεραν πώς είχε δημιουργηθεί και ρώτησαν τους μεγαλύτερους. Κανείς δεν ήξερε. Πήγαν να μιλήσουν στους γέροντες, αλλά ούτε εκείνοι ήξεραν. Μόνο ένας γέροντας, ο πιο γέροντας της κοινότητας, ήξερε να τους πει την αιτία και τους διηγήθηκε την ιστορία του τρελού και χαζού άντρα.

Οι άντρες και οι γυναίκες έκανα συνέλευση και συζήτησαν. Είδαν και κατάλαβαν τον άντρα που γνώριζαν οι πρόγονοί τους, θαύμασαν πολύ αυτόν τον άντρα και τον αγάπησαν.

Γνωρίζοντας ότι η μνήμη μπορεί να ταξιδέψει πολύ μακριά και να φτάσει εκεί που κανένας δεν σκέφτεται ή φαντάζεται, πήγαν αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες στον τόπο των μεγάλων δέντρων.

Μαζεύτηκαν γύρω από ένα δέντρο που βρισκόταν στο κέντρο και με χρωματιστά γράμματα, του έκαναν μια επιγραφή. Μετά έστησαν γιορτή, και είχε πια προχωρήσει το ξημέρωμα, όταν οι τελευταίοι χορευτές πήγαν για ύπνο. Το μεγάλο δάσος απέμεινε μόνο και σιωπηλό. Έβρεξε και σταμάτησε να βρέχει. Βγήκε το φεγγάρι, και ο γαλαξίας βόλεψε και πάλι το στριφογυριστό του σώμα. Ξαφνικά, μια αχτίδα του φεγγαρόφωτου, κατέληξε να χωθεί μέσα από τα μεγάλα κλαδιά και από τα φύλλα του δέντρου στο κέντρο και με το χαμηλό φως της μπόρεσε να διαβάσει την χρωματιστή επιγραφή που ήταν αφημένη εκεί. Έτσι έλεγε:

«Στους πρώτους:

Οι μετέπειτα καταλάβαμε.

Χαίρετε.»

 

  • Η φωτογραφία ανήκει στον John Gutmann τιτλοφορείται “Hands on Teleface”, 1938.

Υποσημειώσεις[+]