Τάξη, ασφάλεια και «φαντάσματα»
Οι πρόσφατες εκκενώσεις των καταλήψεων στέγασης προσφύγων και μεταναστριών/ών στη Θεσσαλονίκη επιβεβαίωσαν ότι μια κυβέρνηση, η οποία εφαρμόζει νεοφιλελεύθερα μέτρα, θα καταστέλλει και με νεοφιλελεύθερο τρόπο. Μέσω του υπουργού Τόσκα, ο οποίος λίγο πολύ επικαλέστηκε τη ανάγκη να επιβάλλει τη νόμιμη τάξη των πραγμάτων, το δόγμα «τάξη και ασφάλεια» εμφανίστηκε σε όλη του την αρνητική μεγαλοπρέπεια μπροστά μας. Σύμφωνα με αυτό, ο νόμος αντιμετωπίζεται σαν κάτι το ουδέτερο, το μη μεροληπτικό και η «τάξη και η ασφάλεια» σιγά σιγά μετατρέπονται σε Ιδέες, με την δική τους αυταξία και ηθική νομιμοποίηση για τα συντηρητικά κομμάτια των εκάστοτε κοινωνιών.
Αυτή η εμφάνιση, πέρα από την ολοκλήρωση της πολιτικής συνοχής του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος κοινωνικής οργάνωσης, συνδέεται άμεσα και αποτελεί αναγκαία τομή και για το ίδιο το υποκείμενο το οποίο ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο, καλώς ή κακώς, διαχειρίζεται όχι μόνο τις καινούργιες σχέσεις που αναπτύσσει με τα διάφορα κομμάτια τις κοινωνίας αλλά και ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις που υφίστανται για αυτόν. Σε κάποια, ως επί το πλείστον αντιδραστικά κομμάτια, παραμένει παγιωμένη η ανάμνηση του ΣΥΡΙΖΑ ως υποκινητή του Δεκέμβρη του ’08 ή των πλατειών (κάτι που σε καμία των περιπτώσεων δεν ήταν και ούτε μπορούσε να γίνει).
Το κυβερνών κόμμα το έχει δηλώσει εξάλλου σε όλους τους τόνους: το «μόνο μπροστά» ως σύνθημα των εκλογών του Σεπτέμβρη, το «δεν απευθυνόμαστε πλέον στο αριστεροχώρι» του Τσίπρα στη Κεντρική Επιτροπή, οι αλλαγές του καταστατικού στο πρόσφατο συνέδριο δείχνουν με ξεκάθαρο τρόπο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο αποκηρύσσει το παρελθόν του αλλά έχει και την διάθεση να συγκρουστεί με τα φαντάσματα αυτού του παρελθόντος. Αφού λοιπόν το παρελθόν και τα φαντάσματα του αποκήρυχναν, οφείλουμε να μιλήσουμε για αυτά που τα αντικατέστησαν, ξεκινώντας με αφορμή την επικαιρότητα και χωρίς να λέμε ότι το δόγμα «τάξη και ασφάλεια» μόλις άρχισε να εφαρμόζεται. Δε γίνεται να ξεχάσουμε φερ’ ειπείν τον Πανούση. Ωστόσο η εφαρμοζόμενη πολιτική δεν είναι «πατέντα» του ΣΥΡΙΖΑ: τα μνημόνια έρχονται με εγχειρίδια χρήσης, τα οποία έχουν μακρά ιστορία: αυτή του νεοφιλελευθερισμού.
Ένα πουκάμισο αδειανό
Από τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ μέχρι τον Ντόναλντ Τραμπ στο πρόσφατο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων, οι λέξεις «τάξη και ασφάλεια» χρησιμοποιήθηκαν έντονα στις προεκλογικές περιόδους, σηματοδοτώντας ένα πράγμα: πως ο νεοφιλελευθερισμός, η θεωρία της ελεύθερης και αυτορυθμιζόμενης αγοράς, έχει απόλυτη ανάγκη τις δυο δομές, που θεωρητικά αντιμάχεται για να παρουσιαστεί ως μία θεωρία κοινωνικής δικαιοσύνης- το κράτος και τα μονοπώλια. Και όχι μόνο τα έχει ανάγκη αλλά έχει ανάγκη και το μεταξύ τους συνδυασμό: το κρατικό μονοπώλιο της βίας και της καταστολής.
Σημειώνουμε εδώ, ότι σχηματικά ορίζουμε ως μονοπώλιο τη συνθήκη επιβαλλόμενου μη ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχουν παραδείγματα που αναδεικνύουν ότι το κεφάλαιο και βία χρησιμοποιεί και καταστάλλει- με τη σημειώση ωστόσο ότι ποτέ δεν το κάνει σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του κράτους. Δεν αντιμάχεται δηλαδή την ουσία αυτού του κρατικού «προνομίου», αντίθετα το επαυξάνει όταν πρέπει και όταν μπορεί. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Friedrich Hayek , η μεγάλη φιγούρα της νεοφιλελεύθερης σκέψης, δε συμφωνούσε στην ιδιωτικοποίηση μόνο ενός τομέα: αυτού των δυνάμεων καταστολής, δηλαδή του στρατού και της αστυνομίας.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν πως ο νεοφιλελευθερισμός δε μπορεί να αποτελέσει μια θεωρία κοινωνικής δικαιοσύνης, εφόσον δεν υφίσταται χωρίς να παραβιάζει τις βασικές υποθέσεις εργασίας του. Η διατύπωση αυτή, ωστόσο είναι ελλιπής. Οφείλουμε να προσθέσουμε το πασιφανές: ο νεοφιλελευθερισμός δεν ενδιαφέρεται να αποτελέσει μια θεωρία (και πρακτική) κοινωνικής δικαιοσύνης. Ενδιαφέρει να παρουσιάζεται ως τέτοια, να γίνει η Ιδέα που νομιμοποιεί ηθικά την επιθετική πολιτική του κεφαλαίου.
Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έθεσε εμφατικά ένα σημαντικό ερώτημα στις κοινωνίες: το κέρδος. Οι κοινωνικοί αγώνες, που προηγήθηκαν, καθήλωσαν τη σχέση καπιταλιστή- κέρδους από το βάθρο, που μέχρι πρότινος βρισκόταν: οι εργαζόμενοι ήθελαν όλο και περισσότερα, ζητούσαν διαφορετικές συνθήκες και σχέσεις παραγωγής, αγωνίζονταν για δικαιώματα, αμφισβητούσαν την υπάρχουσα κοινωνική δομή. Με λίγα λόγια, απαιτούσαν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα. Και σε κάποιο βαθμό, το κατόρθωσαν.
Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε την εσφαλμένη, κατά τη δική μας άποψη, αντίληψη ότι το κεφαλαίο και ο καπιταλισμός δρα μοναχά μέσω της επιβολής. Η αντίληψη αυτή παραβλέπει την τάση του κεφαλαίου να εμφανίζεται ή να πασχίζει να είναι ηγεμονικό- να συνάπτει κοινωνικές συμμαχίες με τα διάφορα κομμάτια της κοινωνίας, που δεν είναι ούτε αμιγώς αστικά ούτε αμιγώς εργατικά. Εδώ λοιπόν οφείλουμε να διατυπώσουμε μια πρώτη σύντομη σκέψη: ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ηγεμονική αφήγηση του κεφαλαίου σχετικά με τη πρωτοκαθεδρία και αναγκαιότητα του κέρδους.
Ως τέτοια εδραιώθηκε τη δεκαετία του ’70 για να ερμηνεύσει σε πρώτο βαθμό σωστά τις κρισιακές αιτίες των διάφορων οικονομιών, τις οποίες μελετούσε: το πτωτικό ποσοστό κέρδους. Πλέον ο καπιταλισμός εντόπιζε εκεί το πρόβλημα του και σε αυτό αποπειράται να δώσει λύση. Κοινωνική ευημερία δε μπορούσε πια παρά να σημαίνει αυξημένο ποσοστό κέρδους, νέα πεδία προς εκμετάλλευση, μικρότερο κράτος, ευελιξία στις απαιτήσεις της αγοράς, εργαζόμενοι κοκ. Και χρειαζόταν, πρώτον τη θεωρία που να το διατυπώνει και δεύτερον τη πολιτική εκπροσώπηση, που να το εγγυάται. Κατάφερε να βρει και να εφαρμόσει με επιτυχία και τα δυο, από τη Χιλή μέχρι τις ΗΠΑ, από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Η Ιδέα της ελεύθερης αγοράς ως απάντησης στα κοινωνικά προβλήματα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ιδεολογική νίκη της καπιταλιστικής τάξης. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε και τη μεγαλύτερη ιδεολογική ήττα των εργαζόμενων. Το δόγμα «νόμος και τάξη» ήρθε να διασφαλίσει αυτή τη νίκη- το κέρδος είναι αυτοσκοπός και ότι το παραβλέπει είναι επικίνδυνο, είναι μη νόμιμο και άτακτο. Πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα για τους ανθρώπους, που αφιέρωσαν το χρόνο τους, τα συναισθήματα τους, τη φαντασία τους για τις καταλήψεις στέγης αν ήταν ΜΚΟ (που καθόλου μη κερδοσκοπικές δεν είναι) ή ιδιωτική εταιρία; ‘Η αν ήταν η Εκκλησία, λόγου χάρη;
Η λογική του κέρδους διατρέχει την πρακτική του κράτους (και των εκάστοτε κυβερνήσεων), η κατάσταση του οποίου- με τους τόσο συντριπτικούς συσχετισμούς πλέον και τη μη διαφαινόμενη στρατηγική «εφόδου» ή κατάληψης του – καθιστά μάλλον αδιάφορο το ερώτημα για το αν αποτελεί εργαλείο της άρχουσας τάξης ή αν συμπυκνώνει ταξικές αντιθέσεις. Αυτό που πλέον έχει σημασία είναι η επίμονη προσπάθεια σύγκρουσης με τη λογική του κέρδους, καθώς όλο και περισσότερο το κέρδος μοιάζει πλέον να αποτελεί ανάγκη, όχι μόνο των καπιταλιστών αλλά και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Στο σήμερα και στο τώρα
Το τελευταίο διάστημα διατυπώνεται, αρκετά ισχνά ίσως, η ανάγκη να μιλήσουμε για μια νέα στρατηγική, να θέσουμε μια νέα σειρά ιεράρχησης και πρακτικής στην πολιτική και κοινωνική παρέμβαση της Αριστεράς. Η συζήτηση αυτή, κατά τη προσωπική μας άποψη, είναι η μόνο που μπορεί να βγάλει αρκετό κόσμο και ίσως την αριστερά στο σύνολο της από τα αδιέξοδα της. Ως εκ τούτου οφείλουμε να παρεμβαίνουμε στο δημόσιο λόγο με το αίτημα για αυτού του είδους την στρατηγική: όχι μόνο για να υπερβούμε δρόμους που δοκιμάστηκαν και δε βγάζουν πουθενά αλλά για να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που επιχειρεί να μετατρέψει το κέρδος σε συλλογική ανάγκη, σε μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, χωρίς την πλήρωση της οποίας δε μας επιτρέπεται να μιλήσουμε για τις συνθήκες και τους όρους της ύπαρξης μας. Μας καλούν και μας αναγκάζουν να δεχθούμε πως το αν θα μεταναστεύσουμε, το αν θα βρούμε δουλειά, το αν θα δουλεύουμε με δικαιώματα εξαρτάται από την καπιταλιστική κερδοφορία.
Αν τα προβλήματα μας είναι τόσο άμεσα και τόσο πιεστικά γιατί δεν επιχειρούμε να τα λύσουμε στο σήμερα και στο τώρα; Γιατί δεν φανταζόμαστε δομές και διαδικασίες που θα απαντήσουν σε αυτά; Γιατί συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τη πολιτική ως σχολιαστές και όχι ως δρώντα υποκείμενα; Aν δε μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτά μέσω συλλογικοτήτων, τότε ποια είναι η χρησιμότητα τους;
Οι καταλήψεις στέγης πειραματίστηκαν με πολλά από αυτά- γι’ αυτό το κράτος τις κατάστειλε. Χρειάζεται να φτάσουμε στο σημείο και στην ένταση, που μια ανάλογη καταστολή, δε θα είναι εφικτή.
Να παρέμβουμε λοιπόν όχι μόνο με αιτήματα αλλά και με αφηγήσεις, με ιδέες και έννοιες, που μπορούν να παρακινήσουν, με πρακτικές, που να βελτιώνουν τις συνθήκες και να συγκεντρώνουν ισχύ στα χέρια μας. Για κάποιους μπορεί να είναι τα κοινά, για κάποιους η κοινωνική και συνεργατική οικονομία, ο συνδυασμός τους ή ενός άλλου τύπου συνδικαλιστική οργάνωση ή παρέμβαση στους εργασιακούς χώρους, τις γειτονιές και άλλα πολλά. Πρέπει ωστόσο να ορθώσουμε την αντι-ηγεμονία στη λογική του καπιταλιστικού κέρδους και για αυτό πρέπει να πειραματιστούμε με την Ιδέα ενός δημιουργικού αντικαπιταλισμού, μιας θεώρησης δηλαδή πως η οργάνωση της ζωής μας πρέπει άμεσα να αμφισβητεί τις καπιταλιστικές σχέσεις και να ενέχει τη δημιουργική διάθεση υπέρβασης τους.
Ο Μαρξ έγραφε: «Μόνο μια επανάσταση των ριζοσπαστικών αναγκών μπορεί να είναι ριζοσπαστική επανάσταση […] Το να είσαι ριζοσπαστικός σημαίνει να αδράχνεις τη ρίζα των πραγμάτων. Όμως όσον αφορά τον άνθρωπο, η ρίζα είναι ο ίδιος του ο εαυτός.»
Για τον ίδιο μας τον εαυτό λοιπόν: να αρνηθούμε την ανάγκη του κέρδους και την ανάγκη να ζούμε με «τάξη και ασφάλεια». Να προσθέσουμε τον πειραματισμό και τη δημιουργία στη καθημερινότητα μας. Ακόμη και σε αυτή την εποχή που όλα φαίνονται μαύρα…
Κυρίως σε αυτή την εποχή, που όλα φαίνονται μαύρα.