Οι μετανάστες/ριες ως Γυμνές Zωές;

Μια κριτική στις θεωρητικές προσεγγίσεις του Agamben

Ένας μεγάλος όγκος τόσο της βιβλιογραφίας όσο και των επεξεργασιών του ανταγωνιστικού κινήματος που αναδεικνύει το θέμα της μετανάστευσης, των συνόρων και των πολιτικών ελέγχου έχει εμπνευστεί από τις έννοιες και τα θεωρητικά εργαλεία που εισήγαγε ο G. Agamben (2000, 2005, Agamben 1999). Ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία του έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τίτλο Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (Agamben 2005 (1995)). 

Σχηματικά, ο G. Agamben έχοντας ως αφετηρία τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης θέτει ερωτήματα που αφορούν τη δικαιοκοπολιτική δομή τους αναγνωρίζοντάς τα ως την κρυφή μήτρα του πολιτικού χώρου εντός του οποίου εξακολουθούμε και σήμερα να ζούμε. Αναφέρει πως τα στρατόπεδα δεν γεννιούνται από το τακτικό δίκαιο –ή τον μετασχηματισμό του– αλλά από την κατάσταση εξαίρεσης, μια έννοια που ο Agamben αντλεί και επεξεργάζεται από τα γραπτά του Schmitt. Όπως αναφέρει, η δικαιική βάση του εγκλεισμού ήταν ένας πρωσικός νόμος για την κατάσταση πολιορκίας, όπου άτομα κρατούνταν ανεξαρτήτως οποιασδήποτε επιλήψιμης διαγωγής, με σκοπό να αποτραπεί ένας κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους. Ο Agamben δίνει έμφαση στη στιγμή που ο θεσμός του στρατοπέδου αποσυνδέεται από την κατάσταση εξαίρεσης πάνω στην οποία θεμελιωνόταν και αρχίζει να ισχύει στη φυσιολογική κατάσταση ή, με άλλα λόγια, στο πώς η κατάσταση εξαίρεσης αρχίζει να γίνεται ο κανόνας.

Εκκινώντας από τη φιγούρα του Homo Sacer [1]και τη διαπίστωση της Hannah Arendt πως η έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου –η οποία θεμελιώνεται στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπινου όντος– καταρρέει μόλις εκείνοι που την επαγγέλλονται βρεθούν απέναντι σε ανθρώπους που έχασαν κάθε άλλη ιδιότητα και ειδική σχέση πέραν του δεδομένου ότι είναι άνθρωποι (π.χ. τους πρόσφυγες), ο Agamben συνθέτει την έννοια της γυμνής ζωής. Τονίζει πως οι έγκλειστοι των στρατοπέδων, όντας απογυμνωμένοι από τα δικαιώματα του πολίτη και αποεθνικοποιημένοι, είχαν αναχθεί σε γυμνή ζωή, μια ζωή που, σε αντίθεση με το βίο, δεν διαμεσολαβείται από νομικά και πολιτικά δικαιώματα. Το στρατόπεδο χαρακτηρίζεται ως ο απόλυτος βιοπολιτικός χώρος, καθώς η εξουσία έχει απέναντί της μόνο τη γυμνή ζωή, χωρίς κάποια διαμεσολάβηση· αποτελεί υπό αυτή την οπτική τον χώρο όπου «όλα είναι δυνατά» – όπως έγραφε η Hannah Arendt. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει ότι το στρατόπεδο, ως χώρος εξαίρεσης, δεν είναι ένας χώρος εκτός δικαιικής τάξης αλλά ένας χώρος που περιλαμβάνεται εντός της διά του ίδιου του αποκλεισμού του. Υπό αυτή την έννοια, τόσο το στρατόπεδο όσο και η γυμνή ζωή δεν βρίσκονται εκτός νόμου αλλά συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν μέσω της εκβολής τους.

Ο Agamben γενικεύει τη θέση του περί στρατοπέδου, γράφοντας:

«Αν η ουσία του στρατοπέδου συνίσταται στην υλοποίηση της κατάστασης εξαίρεσης και στην επακόλουθη δημιουργία ενός χώρου όπου η γυμνή ζωή και ο κανόνας εισέρχονται σε ένα κατώφλι αδιακρισίας[2], τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι βρισκόμαστε δυνητικώς παρουσία ενός στρατοπέδου κάθε φορά που δημιουργείται μια ανάλογη δομή, ανεξαρτήτως της σπουδαιότητας των εγκλημάτων που διαπράττονται και οποιαδήποτε αν είναι η ονομασία και η ειδική τοπογραφία της.» (Agamben 2005 (1995), σ.267)

Σε τέτοιους χώρους –όπως υποστηρίζει ο Agamben– η κανονική τάξη αναστέλλεται εκ των πραγμάτων και το αν διαπράττονται ή όχι φρικαλεότητες δεν εξαρτάται από το δίκαιο παρά μόνο από τον πολιτισμό και το ηθικό αίσθημα της αστυνομίας, η οποία δρα προσωρινά ως κυρίαρχη.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό γιατί οι θεωρητικές επεξεργασίες του Agamben έχουν βρει πολλαπλές «εφαρμογές» και αντιστοιχίες στις συζητήσεις γύρω από τις πολιτικές ελέγχου της μετανάστευσης. Σύμφωνα με αυτές τις αναγνώσεις, τα κέντρα κράτησης μεταναστών, οι συνοριακές ζώνες αλλά και κατά περίπτωση συγκεκριμένες γειτονιές των πόλεων αναλύονται ως «στρατόπεδα». Ως χώροι, με άλλα λόγια, όπου «όλα μπορούν να συμβούν» καθώς η κυρίαρχη εξουσία δρα χωρίς νομικό έλεγχο απέναντι στους μετανάστες-ριες οι οποίοι δεν έχουν κανένα νομικό, κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα και αποτελούν, υπό αυτή την έννοια, γυμνές ζωές. Η ανεξέλεγκτη βία που ασκείται από τις Αρχές στα σύνορα, οι «ασφαλείς αποτροπές» και οι απελάσεις, οι συνθήκες εγκλεισμού στα κέντρα κράτησης αλλά και οι μαζικές επιχειρήσεις-σκούπα ή η δημιουργία γκέτο στις μεγάλες πόλεις μπορούν να αναλυθούν υπό το πρίσμα των θεωρητικών εννοιών του Agamben.

Μεγάλο μέρος της κριτικής βιβλιογραφίας για τη μετανάστευση έδινε ιδιαίτερο βάρος στην έννοια του «αποκλεισμού» από θεσμούς, από δικαιώματα, από την ιδιότητα του πολίτη. Στο έργο του Agamben εισάγεται η έννοια της συμπερίληψης μέσω του αποκλεισμού, δίνεται έμφαση σε αυτές τις αμφιλεγόμενες γκρίζες ζώνες μεταξύ του μέσα και του έξω, αναδεικνύεται η κοινωνική συνθήκη υπό την οποία κάποιος δεν είναι ούτε πλήρως αποκλεισμένος ούτε πλήρως ενταγμένος. Η θεωρητικοποίηση αυτού του ενδιάμεσου χώρου, το κατώφλι της μη διάκρισης είναι ίσως από τις σημαντικότερες θεωρητικές συνεισφορές του.

Ταυτόχρονα, όμως, οι μαζικές εξεγέρσεις στα κέντρα κράτησης, οι απεργίες πείνας μεταναστών-ριών, οι συναντήσεις αλληλεγγύης μεταξύ ντόπιων και μεταναστών αλλά και οι δεκάδες πρακτικές και στρατηγικές που οι μετανάστες-ριες χρησιμοποιούν για να καταφέρουν, εν τέλει, να διασχίσουν τα σύνορα, να αποφύγουν τον εγκλεισμό, να επιβιώσουν στις μεγάλες πόλεις δεν «χωράνε» στην έννοια της γυμνής ζωής. Με άλλα λόγια, το θεωρητικό σχήμα του Agamben, ενώ μπορεί να ερμηνεύσει –ως ένα σημείο, όπως θα αναδειχθεί στη συνέχεια– την κυριαρχία της εξουσίας, δεν μπορεί να συλλάβει τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους συγκροτείται η δράση και η υποκειμενικότητα των «θυμάτων» της. Οδηγείται, λοιπόν, σε ένα σχετικά απλουστευτικό σχήμα στο οποίο δεσπόζει μια εξουσία απόλυτα κυρίαρχη απέναντι σε ζωές που είναι απόλυτα γυμνές.

Όπως παρατηρεί και ο Π. Σωτήρης διαβάζοντας την έννοια της εξουσίας στον Foucault και στον Agamben, εκεί που ο Foucault περιγράφει ένα ευρύτερο πλέγμα πρακτικών και τεχνολογιών εξουσίας –τοποθετημένων στο χώρο και στο χρόνο– που αφορούν την τάση της καπιταλιστικής εξουσίας να διαπερνά το σύνολο των κοινωνικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένης της υγείας και της βιολογικής ζωής, ο Agamben αντιμετωπίζει την εξουσία υπεριστορικά, ως ένα διαχρονικό και κατά συνέπεια ανιστορικό –και αχωρικό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε– συνεχές, όπου «η εξουσία γενικώς εξοντώνει» (Σωτήρης 2012, σ.228-229).

Αντίστοιχη στο θεωρητικό σχήμα του Agamben είναι η ανάγνωση των υποτελών ως γυμνές ζωές. Όπως το θεωρητικό του σχήμα δεν περιλαμβάνει τις ποικίλες πρακτικές σε πολλαπλά επίπεδα που συναρθρώνουν την εξουσία έτσι και η έννοια της «γυμνής ζωής» δεν μπορεί να συμπεριλάβει τις επίσης ποικίλες πράξεις, πρακτικές και στρατηγικές αντίστασης ή/και αμφισβήτησης της εξουσίας των «από κάτω». Δεν περιλαμβάνει, με άλλα λόγια, τη διαλεκτική σχέση μεταξύ εξουσίας και αντίστασης.

Στην περίπτωση των μεταναστών χωρίς χαρτιά, που συχνά απεικονίζονται (μόνο) ως άνθρωποι χωρίς δικαιώματα, υιοθετείται μια στατική έννοια των δικαιωμάτων που απλά «δίνονται» από την εξουσία και «κατέχονται» βάσει του νόμου. Μια πρώτη παρατήρηση -βασική για οποιαδήποτε Αριστερή ανάλυση- είναι πως τα δικαιώματα δεν «δίνονται», δεν είναι κάτι στατικό που κατέχεται από κάποιους ή δεν κατέχεται από κάποιους άλλους, αλλά είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού και των αγώνων μας. Οι αγώνες των μεταναστών-ριών για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων στις χώρες υποδοχής και η απόκτηση κάποιων θεσμικών δικαιωμάτων κατά περιόδους (π.χ. νομιμοποίηση, δικαίωμα στην εργασία) αναδεικνύουν αυτή τη διάσταση. Ταυτόχρονα, όπως έχει αναδειχθεί και από τη συζήτηση για την ιδιότητα του πολίτη (citizenship studies), τα δικαιώματα δεν είναι κάτι που μόνο κατέχεται αλλά ασκείται μέσω των συλλογικών αγώνων για τη διεκδίκησή τους και μέσα από δεκάδες πρακτικές στο επίπεδο της καθημερινής ζωής. Έτσι, για παράδειγμα, οι μετανάστες χωρίς χαρτιά δεν έχουν, σύμφωνα με τον νόμο, το δικαίωμα να κατοικούν στις πόλεις ή να εργάζονται: Ασκούν, όμως, αυτό το δικαίωμα και υπό αυτή την έννοια το κατέχουν και παράλληλα το διεκδικούν. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η οπτική που αναπαριστά τους μετανάστες ως «ανθρώπους χωρίς δικαιώματα» ή ως «γυμνές ζωές» είναι μια οπτική που τους θυματοποιεί παραβλέποντας συστηματικά το γεγονός πως οι μετανάστες-ριες είναι δρώντα υποκείμενα που παίρνουν αποφάσεις, πράττουν και διεκδικούν – ακόμα και όταν βρίσκονται πιασμένοι στα δίχτυα της εξουσίας- όπως άλλωστε και όλοι/ες εμείς.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Agamben, η αποεθνικοποίηση, η απογύμνωση από τα δικαιώματα του πολίτη ανάγει σε γυμνή ζωή τους έγκλειστους στο στρατόπεδο. Μια τέτοια θεώρηση αδυνατεί να συλλάβει, όμως, πως η αποεθνικοποίηση μπορεί –κατά περίπτωση– να αποτελέσει μια στρατηγική των ίδιων των μεταναστών-ριών στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν από τον έλεγχο της εξουσίας. Το παράδειγμα των μεταναστών-ριών που επιλέγουν να καταστρέψουν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την εθνικότητα και το όνομά τους (διαβατήρια, ταυτότητες, διπλώματα κ.λπ.) –να αναχθούν με κάποιο τρόπο σε γυμνές ζωές– ώστε, αν εν τέλει συλληφθούν στα σύνορα της ΕΕ, να μην μπορούν να απελαθούν στις χώρες καταγωγής τους, αναδεικνύει ακριβώς αυτή την πολυπλοκότητα αλλά και τις αντιφάσεις των μηχανισμών εξουσίας και των πρακτικών αντίστασης. Αλλά, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που οι μετανάστες-ριες καταδικάζονται σε γυμνές ζωές, την ίδια τη γυμνή ζωή τους, τη βιολογική δηλαδή τους υπόσταση, τη μετατρέπουν –υπό συγκεκριμένες συνθήκες– σε «όπλο» για την παραγωγή δικαιωμάτων. Οι απεργίες πείνας των μεταναστών-ριών, είτε στα κέντρα κράτησης είτε στις πόλεις, είναι μορφές διαμαρτυρίας που καταδεικνύουν αυτή ακριβώς την αντίφαση: Αυτοί που πιθανόν δεν έχουν κανέναν άλλο τρόπο αντίστασης (θεσμικά ή κοινωνικά) πέρα από το ίδιο τους το σώμα, τη στιγμή που το χρησιμοποιούν ως «όπλο» διεκδίκησης παύουν να είναι γυμνές ζωές και μετατρέπονται σε δρώντα πολιτικά υποκείμενα μέσα από τις πράξεις τους και όχι απαραίτητα μέσα από τη θεσμική αναγνώριση των δικαιωμάτων τους.

Άλλα και στο ιδεολογικό φαντασιακό της Αριστεράς, τί όφελος μπορεί να έχει να ακολουθούνται θεωρητικές προσεγγίσεις που αντί να αναδεικνύουν και να τονίζουν αυτό τον ενεργό ρόλο των υποτελών ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας επικεντρώνουν στο πόσο απόλυτα κυρίαρχη είναι η εξουσία και πόσο “γυμνές” είναι οι δικές μας ζωές; Ειδικά στο θέμα των μεταναστών -οι οποίοι τόσο από τις κρατικές πολιτικές όσο και από τη βιομηχανία προγραμμάτων “βοήθειας” των ΜΚΟ  κατασκευάζονται ως αβοήθητα θύματα που απλά μπορούν να προσδοκούν ένα πιάτο φαί και πρέπει να είναι ευγνώμονες για αυτό-  η Αριστερά πρέπει να φτιάχνει θεωρητικά σχήματα στα οποία να υπερβαίνονται οι διαχωρισμοί μεταξύ ντόπιων και ξένων, να ενδυναμώνονται και να χειραφετούνται οι μετανάστες/ριες αλλά και να αναδεικνύονται οι κοινοί αγώνες των από κάτω.

Τέλος, η έμφαση που δίνεται στο στρατόπεδο ως παραδειγματικό χώρο ωθεί και το ρεύμα της σκέψης που ακολουθεί το θεωρητικό σχήμα του Agamben σε αναλύσεις που επικεντρώνονται στα κέντρα κράτησης ή/και στις συνοριακές ζώνες, ανάγοντάς τα σε χώρους όπου υπάρχει η απόλυτη κυριαρχία της εξουσίας πάνω στη γυμνή ζωή. Το να επιλέγεται, όμως, η θεωρητικοποίηση της διαδικασίας της μετανάστευσης με άξονα τους χώρους κράτησης οδηγεί σε δύο εξίσου προβληματικές αναπαραστάσεις:

Η πρώτη είναι ότι επιλέγεται η στιγμή/περίοδος εκείνη της μεταναστευτικής διαδρομής στην οποία όντως οι μετανάστες-ριες έχουν τη μικρότερη πιθανόν δυνατότητα κίνησης, επιλογών και διεκδίκησης, ενώ ταυτόχρονα η εξουσία –μέσα στο χώρο κράτησης– εμφανίζεται εξαιρετικά ισχυρή. Υπό αυτή την έννοια, η επιλογή θεωρητικοποίησης της διαδικασίας μετανάστευσης με άξονα το κέντρο κράτησης οδηγεί πιθανότητα σε θυματοποίηση των μεταναστών-ριών, επιβεβαιώνοντας εν μέρει την απόλυτη κυριαρχία της εξουσίας στη γυμνή ζωή.

Η δεύτερη είναι πως θέτοντας στο κέντρο του θεωρητικού προβληματισμού και της έρευνας το κέντρο κράτησης υποτιμούνται οι σχέσεις εξουσίας που λειτουργούν σε άλλους χώρους. Οι μετανάστες-ριες «αναμετρώνται» με το σύνορο και την εξουσία σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες και σε διαφορετικές συναντήσεις: στις γειτονιές της πόλης, στους δρόμους, στις πλατείες, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα λιμάνια, στους χώρους εργασίας, κατά τη διάρκεια ελέγχων και συλλήψεων, στις τυχαίες καθημερινές συναντήσεις τους με ντόπιους και άλλους μετανάστες. Έτσι, από το να τίθεται το κέντρο κράτησης στο επίκεντρο της συζήτησης σε σχέση με τα σύνορα και τη μετανάστευση είναι ίσως πιο σημαντική η ανάδειξη (και η απόπειρα θεωρητικοποίησης) των μεταναστευτικών διαδρομών που συνδέουν το κέντρο κράτησης με τις καταλήψεις στέγης, το σύνορο με το αστικό λεωφορείο, το Αλλοδαπών με τους χώρους εργασίας και αναδεικνύουν, εν τέλει, την πολυπλοκότητα των σχέσεων εξουσίας και αντίστασης που διαπερνούν τις μεταναστευτικές διαδρομές.

 

 

Βιβλιογραφία

Agamben, G. 1999. Remnants of Auschwitz: the witness and the archive. New York: Zone Books.

—. 2000. Means without end: notes on politics. Minneapolis: University of Minnesota Press.

—. 2005. State of exception. Chicago, Ill. ; London: University of Chicago Press.

—. 2005 (1995). Homo sacer – Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή. Αθήνα: Scripta.

Σωτήρης, Π. 2012. Η κυριαρχία πέραν του στρατοπέδου: Κριτική προσέγγιση της έννοιας του στρατοπέδου στο έργο του Giorgio Agamben και της εφαρμογής της στα Κέντρα Κράτησης Μεταναστών και Προσφύγων. In Το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, ed. Σ. Τρουμπέτα, 217-242. Αθήνα: Παπαζήση.

Tsianos, V., & S. Karakayali

2010        Transnational Migration and the Emergence of the European Border Regime: An Ethnographic Analysis. European Journal of Social Theory 13(3):373-387.

Φουκω, Μ.

1991 [1982]            Η μικροφυσική της Εξουσίας. Μεταφρ. Λ. Τρουλίνού. Αθήνα: Ύψιλον.

Φουκω, Μ.

2004 [1976]            Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής Μεταφρ. Κ. Χατζηδήμου & Ι. Ράλλη, Τίτ. Πρωτ.: 1976. “Surveiller et punir. Naissance de la prison”, Gallimard, Paris. Άθήνα: Ραππα.

 

[1] Ο Agamben αναδεικνύει από το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο τη φιγούρα του Homo Sacer, τον οποίο οποιοσδήποτε μπορούσε να φονεύσει χωρίς τιμωρία αλλά, εντούτοις, δεν μπορούσε να θυσιαστεί σύμφωνα με τις τελετουργικές πρακτικές.

[2] Η λέξη indistictinction μεταφράζεται ως αδιακρισία στο ελληνικό κείμενο, αν και νομίζω ότι καταλληλότερη μετάφραση θα ήταν ο όρος «μη διάκριση».