Λίγο πριν το εθνεγερτήριο συλλαλητήριο της Αθήνας

Όπως όλοι καταλαβαίνουν, το σοβαρότερο γεγονός την περίοδο που διανύουμε δεν είναι η διαπραγμάτευση για το όνομα της χώρας που η Ελλάδα αποκαλεί  ΠΓΔΜ, αλλά τα «μακεδονικά» συλλαλητήρια. Η καταπιεσμένη αντίδραση απέναντι στην άθλια πραγματικότητα που επιβάλλεται στη χώρα μας, διοχετεύεται σε εθνικιστική υστερία που εξ’ αντικειμένου οδηγεί την λαϊκή οργή σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η κεντρική ιδέα «Η Ελλάδα πάνω απ’όλα»,  αλλάζει τη συζήτηση και συσκοτίζει αν δεν ξεπλένει τις ευθύνες όσων λεηλάτησαν και λεηλατούν το δημόσιο πλούτο και τους κατοίκους της και όσων εξαφάνισαν και εξαφανίζουν κοινωνικές, εργασιακές και δημοκρατικές κατακτήσεις δεκαετιών. Αναπόφευκτα, εξέχουσα θέση σε αυτή τη σταυροφορία, έχει η άκρα δεξιά.

Η χρήση του φυλετικού, «πατριωτικού» ή θρησκευτικού φονταμενταλισμού, ως εργαλείων για τις επιδιώξεις όσων τα χρησιμοποιούν για να αποκτήσουν ή να κατοχυρώσουν την εξουσία τους και όσων πίσω από αυτούς επωφελούνται κερδίζοντας, είναι τόσο παλιά, όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες. Από τον 19ο αιώνα, οπότε και εδραιώθηκε η ιδέα των εθνών-κρατών και μέχρι σήμερα, ο εθνικισμός έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για το αιματοκύλισμα των Βαλκανίων. Η σημερινή κατάσταση είναι ένα ακόμη παράδειγμα της χρησιμότητάς του.

Ο εθνικισμός των άλλων

Επί της ουσίας, το όλο θέμα είναι ως γνωστόν, δημιουργημένο. Από τη μια, η ανάγκη να δημιουργηθεί εθνική συνείδηση και να σταθεροποιηθεί ένα πολύ μικρό, πολυεθνικό και φτωχό κράτος, που αποσπάστηκε από την Γιουγκοσλαβία. Ένα κράτος που χρησιμοποιούν ως βάση οι ΗΠΑ, ένα κράτος που το επηρεάζουν όλα τα γειτονικά του Σερβία, Ελλάδα, Αλβανία, Βουλγαρία αλλά και η Τουρκία.

Σύμφωνα με την παλιά καλή συνταγή, στις περιπτώσεις αυτές είναι χρήσιμος ένας εθνικός μύθος που συνήθως αποτελεί ένα ένδοξο στιγμιότυπο από το παρελθόν. Τηρουμένων των αναλογιών, τα γκροτέσκο αρχαιοπρεπή κτίρια που κοσμούν τις όχθες του Αξιού στο κέντρο των Σκοπίων, απεικονίζουν την ίδια κεντρική ιδέα που ενέπνευσε την κατασκευή των  Προπυλαίων της Πανεπιστημίου και πλήθους άλλων δημόσιων κτιρίων σε μια Αθήνα που πριν το 1821, κατοικούνταν κυρίως από αρβανίτες  που κατήλθαν στον Ελλαδικό χώρο από το 13ο ως το 16ο αιώνα (αρβανίτικα ως γνωστόν μιλούσε ο Καραϊσκάκης, η Μπουμπουλίνα, ο Μάρκος Μπότσαρης, οι Σουλιώτες, ο πρωθυπουργός Κουντουριώτης, και πολλοί άλλοι). Σε μια πολύγλωσση και υπό συγκρότηση Ελλάδα, που απεικονίζεται στο θεατρικό έργο Βαβυλωνία του Βυζάντιου και η οποία έφθανε ως τη Ρούμελη. Λιγότερο από ένα αιώνα μετά, με τους Βαλκανικούς πολέμους, μοιράστηκε και ο γεωγραφικός χώρος που ιστορικά καλούνταν Μακεδονία και κατοικούνταν από πλήθος φυλών και φύλων ανάμεσα στην Ελλάδα, την Βουλγαρία και την τότε Σερβία. Η Μακεδονία δεν είναι Ελληνική όπως δεν είναι και «ΠΓΔ»Μακεδονική και το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι Ελληνική» είναι εξίσου αλυτρωτικό αφού τα γειτονικά κράτη περιλαμβάνουν τμήματα της Μακεδονίας εντός των ορίων τους.

Η απήχηση που έχουν στο λαϊκό θυμικό τέτοιες εθνικές αφηγήσεις, είναι φανερή στην ευκολία με την οποία οι κάτοικοι αυτής της γωνιάς της γης, διαγράφουν όλη την μέχρι σήμερα ιστορία και προσηλώνονται σε κάτι που συνέβη πριν από 2500 χρόνια στον 4ο π.Χ. αιώνα, δημιουργώντας αναμφίβολα μια πολύ διασκεδαστική σελίδα για τους ιστορικούς του μέλλοντος. Το πάθος για την υπεράσπιση του «ονόματος» και της «ιστορίας», είναι η  παράλογη προσήλωση σε ένα κενό περιεχομένου «εμείς» αντίστοιχο με αυτό που έχουν οι οπαδοί των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών ομάδων, με μόνο συνεκτικό στοιχείο την αντιπαράθεση με τους «άλλους». Η οπαδοποίηση κάτω από λάβαρα και σημαίες, κάτω από επικλήσεις μιας αόριστης «ιδέας» που εκπροσωπεί μια ομάδα – η οποία αποτελείται από επαγγελματίες που θα αλλάξουν ομάδα ή και θα στήσουν το παιχνίδι κατά παραγγελία- είναι το καλύτερο παράδειγμα του πόσο χρήσιμα όπλα είναι ο φανατισμός και η χειραγώγηση, ώστε να εξυπηρετούνται διάφοροι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες.

Αν επανέλθουμε στην καλλιέργεια του εθνικισμού των «ακατανόμαστων» που θάλεγε και ο Τζιμάκος, πρέπει να αναγνωρίσουμε την καθοριστική συμβολή της δικής μας χώρας. Οι χειρισμοί προ 25ετίας, τα τότε συλλαλητήρια και μια υποβόσκουσα ιδέα για διαμοιρασμό του γειτονικού κράτους, έριξαν νερό στο μύλο της σκοπιανής ηγεσίας. Η  σκοπιανής κοπής αρχαιοπληξία, ο Μεγαλέξαντρος, η σημαία με το αστέρι της Βεργίνας, είναι εν πολλοίς και ελληνικό κατόρθωμα. Το Σύνταγμα της «ΠΓΔ»Μακεδονίας παρά τα όσα διαδίδονται δεν περιέχει αλυτρωτικά άρθρα.

Σήμερα, το τοπίο είναι σαφές. Η διαπραγμάτευση με την «ΠΓΔ» Μακεδονία, αφορά την ένταξη τους στο ΝΑΤΟ, ώστε να ολοκληρωθεί η ενσωμάτωσή τους στο δυτικό στρατιωτικοπολιτικό πλέγμα. Η ελληνική πλευρά χωρίζεται σε δύο «εθνικές γραμμές» που συχνά μπερδεύονται. Η κυρίαρχη πλευρά βρίσκει την ευκαιρία να εκβιάσει, ώστε να αλλάξουν το όνομα τους είτε σε Μακεδονία συν κάποιο προσδιορισμό θέσης, φυλής κλπ, είτε σε κάτι χωρίς καθόλου Μακεδονία. Η άλλη πλευρά, είναι αντίθετη γενικώς με την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και συνεπώς προκρίνει την συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης δηλαδή την τακτική της στρουθοκαμήλου : η Ελλάδα να χρησιμοποιεί το όνομα Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και όλοι οι άλλοι να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το σκέτο Μακεδονία.

τι γύρευες στη Λάρισα εσύ ένας Υδραίος;

Όσοι επιχειρούν να προσδώσουν αντισυστημικό περιεχόμενο στα συλλαλητήρια, θα δυσκολευτούν πολύ να διαχωριστούν όχι μόνο από τους ακροδεξιούς αλλά και από τους mainstream πολιτευτές που σπεύδουν να ψαρέψουν στα θολά νερά της εθνικής έξαρσης.

Όποιοι εξ΄αριστερών κουβαλάνε νερό στο μύλο των συλλαλητηρίων, υποβαθμίζουν το γεγονός ότι α. Η «ΠΓΔ» Μακεδονία όχι μόνο δεν είναι σε θέση να απειλεί την Ελλάδα αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε επισφάλεια β. η έξαρση του δικού μας εθνικού φρονήματος, μοιάζει πιο απειλητική, στο βαθμό που εμείς προσπαθούμε να επιβάλλουμε κάτι σε μια άλλη χώρα  γ. η επιβολή δεν προάγει την καλή γειτονία αντίθετα ταΐζει τον εθνικισμό. δ. το κυριότερο: δεν υπάρχουν ούτε αναλογίες ούτε ομοιότητες με απελευθερωτικά κινήματα όπου καταπιεσμένοι, πεινασμένοι, διωκόμενοι ή σκλαβωμένοι, ξεσηκώνονται και παλεύουν για τη ζωή και την ελευθερία τους.

Όσο συντηρούμε το κεφάλαιο «Μακεδονία», παίζουμε όλοι μαζί, άοπλοι και ανίσχυροι στο γήπεδο όσων κερδίζουν συδαυλίζοντας έριδες και πάθη και εξισορροπώντας το αίσθημα της εθνικής μας ταπείνωσης λόγω μνημονίων και άλλων δαιμονίων, με την ευτελή ικανοποίηση της επιβολής σε ένα ακόμη πιο φτωχό και αδύναμο λαό.

Το θέμα θα έπρεπε να κλείσει με μια αμοιβαία αναγνώριση ότι τα δύο κράτη σέβονται και αναγνωρίζουν τα σημερινά τους σύνορα, ασχέτως και εκτός πλαισίου ΝΑΤΟ. Όλα τα υπόλοιπα είναι για εσωτερική κατανάλωση και για να ξεχνάμε ότι ενόσω εμείς ξεδίνουμε και περνάμε καλά ανεμίζοντας γαλανόλευκες, κάποιοι άλλοι περνάνε ακόμη καλύτερα.

Φωτόγραφία:  Αστυνομικοί απαμακρύνουν οδόφραγμα που στήθηκε από κομμουνιστές κατά τη διάρκεια της αντιφασιστικής μάχης της Cable Street, στο East End του Λονδίνου, 4 Οκτωβρίου 1936