Έχουμε τη μεγάλη χαρά να προδημοσιεύουμε σήμερα σε αποκλειστικότητα, μια μέρα πριν την επίσημη κυκλοφορία του, ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου, Κόκκινη Αμερική. Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου, 1900-1950, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017. Το απόσπασμα είναι από τις σελίδες 189-198. Ευχαριστούμε θερμά τον συγγραφέα Κωστή Καρπόζηλο, καθώς και τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, για την παραχώρηση του συγκεκριμένου υποκεφαλαίου, και αναμένουμε με ανυπομονησία την κυκλοφορία της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας αυτής δουλειάς, που θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία αύριο Τρίτη 21 Φεβρουαρίου.
Σημειώνουμε εδώ ότι η «Κόκκινη Αμερική. Ελληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου 1900-1950» είναι καρπός μιας δεκάχρονης ενδελεχούς έρευνας που ήδη γέννησε μια διδακτορική διατριβή και το σενάριο του περίφημου ντοκιμαντέρ «Ταξισυνειδησία: η άγνωστη ιστορία του ελληνοαμερικανικού ριζοσπαστισμού» (σε σκηνοθεσία του Κώστα Βάκκα). Το μυστικό του βιβλίου είναι το τεράστιο εύρος των πηγών του, η σύνθεσή τους και η απίστευτη ζωντάνια των περιγραφών που φωτίζουν την αλληλοδιαπλοκή της μεγάλης με τη μικρή Ιστορία στις παραμικρότερες λεπτομέρειές της. Εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στην ιστορία της αμερικανικής Αριστεράς, από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, το βιβλίο αναδεικνύει τα πολλαπλά νήματα που συνέδεαν τις ιδέες της ριζικής κοινωνικής μεταβολής με τους μετασχηματισμούς της καθημερινότητας των μεταναστευτικών πληθυσμών. Η ιστορία της ελληνοαμερικανικής Αριστεράς φωτίζει την πολλαπλότητα της μεταναστευτικής εμπειρίας και υπογραμμίζει τα όρια των στερεοτύπων γύρω από τους Έλληνες μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακολουθεί το απόσπασμα από το βιβλίο:
Νηστικοί και επαναστάτες: τα συμβούλια των ανέργων
Το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου του 1930 ο Στέφανος Κατόβης έφυγε από το διαμέρισμά του στο ανατολικό Μπρονξ, επίκεντρο του μεσοπολεμικού ριζοσπαστισμού της Νέας Υόρκης, και κατευθύνθηκε προς το γειτονικό εστιατόριο Miller’s Market. Εκεί τον περίμεναν τριάντα σύντροφοί του, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την απόλυση κάποιων εργατών. Η ζωή του «Κόκκινου Στηβ» ήταν συνυφασμένη με τους εργατικούς αγώνες: ενταγμένος στο κομμουνιστικό κίνημα από το 1921, είχε διακριθεί στην οργάνωση των αυτοκινητιστών στη Δυτική Ακτή προτού εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, όπου δραστηριοποιούνταν στα συνδικάτα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η συγκέντρωση έξω από το Miller’s Market θα περνούσε απαρατήρητη, παραμένοντας ένα γεγονός τοπικής εμβέλειας, αν ο αστυνομικός Harry Kiritz δεν πυροβολούσε, τραυματίζοντας σοβαρά τον Στέφανο Κατόβη. Ο γεννημένος το 1890 στον Τύρναβο μετανάστης πέθανε μια βδομάδα αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου, σε μια περίοδο που καθημερινά εντεινόταν η αίσθηση, καθώς και τα σχετικά σχόλια στον τύπο, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μεταβαίνουν σε μια εποχή αστάθειας και κοινωνικής έντασης.
«Βυθιζόμαστε σε μια κρίση, το βάθος της οποίας δεν είναι ακόμα χαρτογραφημένο», παρατηρούσε το προλογικό σημείωμα του Communist, του θεωρητικού περιοδικού του αμερικανικού κομμουνισμού, τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου του 1930 σ.1«Notes of the Month»,The Communist,Φεβρουάριος 1930, σ. 99. . Η διαπίστωση ήταν ακριβής. Οι ημέρες πριν και μετά την κηδεία του Κατόβη είχαν σημαδευτεί από διαδοχικές συγκρούσεις της Αστυνομίας με εξαγριωμένους εργάτες και άνεργους γύρω από τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γιούνιον Σκουέρ. Εκεί είχε εκτεθεί για τέσσερις μέρες η σορός του Κατόβη, κατάφορτη με κόκκινα λουλούδια, υπό το βλέμμα ενός τεράστιου πορτρέτου του Λένιν, ενώ εκατοντάδες εναλλάσσονταν στην τιμητική φρουρά γύρω από το φέρετρο σ.2«Reds Plan a Rally at Strikers’ Burial», The New York Times, 27 Ιανουαρίου 1930, σ. 20.. Η σκηνογραφία της τελετής υπογράμμιζε τη μαρτυρική διάσταση την οποία προσέλαβε η μορφή του Κατόβη. «Στο αίμα του ορκίζεται η σκιά της τρομερής παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης», ήταν η κατακλείδα της «προλεταριακής βιογραφίας» του που κυκλοφόρησε στα αγγλικά, με τίτλο Steve Katovis: Life and Death of a Worker σ.3A.B. Magil, Joseph North, Steve Katovis: Life and Death of a Worker, International Pamphlets, Νέα Υόρκη 1930..
Γραμμένο από δύο δημοσιογράφους της Daily Worker με μεταναστευτική καταγωγή, το προπαγανδιστικό σχεδίασμα διαπερνάται από το τελεολογικό μοτίβο του θανάτου και της ανάστασης, καθώς ο μάρτυρας της εργατικής τάξης προσφέρει τη ζωή του στην υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η διδακτική διάσταση της δολοφονίας του Στέφανου Κατόβη ξεπέρασε τα αμερικανικά σύνορα, καθώς η βιογραφία του εκδόθηκε στη Σοβιετική Ένωση, το 1931, ως «ντοκουμέντο του καθημερινού αγώνα […] των ανθρώπων και των οργανώσεων που έχουν την πείρα της χτεσινής ήττας, με σκοπό να οδηγήσουν τις μάζες στη νίκη». Το παράδειγμα του Κατόβη γινόταν έτσι μάθημα για την ίδια την επαναστατική διαδικασία – και μάθημα αγγλικών ταυτόχρονα, καθώς το κείμενο συνόδευε αναλυτικός κατάλογος λέξεων και εκφράσεων με τη ρωσική τους μετάφραση.
Συμπτωματικά, την ημέρα της αιματηρής συμπλοκής έξω από το Miller’s Market η Εκτελεστική Γραμματεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα ανακοίνωνε την κήρυξη μιας παγκόσμιας ημέρας δράσης εναντίον της ανεργίας, προκειμένου οι εργάτες του κόσμου να εκφράσουν την αντίθεσή τους «στην προσπάθεια της μπουρζουαζίας να φορτώσει τις συνέπειες της υπό ωρίμανση οικονομικής κρίσης στους ώμους τους» σ.4E.H. Carr, Twilight of the Comintern, 1930-1935, Pantheon Books, Νέα Υόρκη 1982, σ. 9.. Η συμμετοχή στις διαδηλώσεις της 6ης Μαρτίου του 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες εξέπληξε πρωτίστως τους ίδιους τους οργανωτές τους. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, «κάνοντας τους κομμουνιστές να πιστέψουν για λίγο ότι είχαν μεταμορφωθεί από μια μικρή σέχτα σε μαζικό πολιτικό κόμμα» σ.5Harvey Klehr, The Heyday of American Communism. The Depression Decade, Basic Books, Νέα Υόρκη 1984, σ. 33.. Η χρονική εγγύτητα των μαζικών διαδηλώσεων –φαινόμενο πρωτοφανές, με δεδομένη την ύφεση της κοινωνικής διαμαρτυρίας τη δεκαετία του 1920– και της δολοφονίας του Κατόβη ενίσχυε τη μαρτυρική διάσταση του θανάτου του. Το εξώφυλλο του τεύχους του Μαρτίου του Labor Defender, του περιοδικού της Διεθνούς Εργατικής Βοήθειας, έδειχνε έναν δρόμο της Νέας Υόρκης με εκατοντάδες συγκεντρωμένους στα πεζοδρόμια και έναν αστυνομικό να στέκεται μόνος ανάμεσα στο πλήθος κάτω από τον τίτλο: «Αγωνίσου ή Θα πεινάσεις!». Στις εσωτερικές σελίδες, ένα εξαιρετικής αισθητικής φωτογραφικό κολάζ συνέδεε τις σκηνές από την κηδεία του Κατόβη με τις μεγάλες συγκεντρώσεις εναντίον της ανεργίας σ.6«To a Fallen Fighter: Steve Katovis», Labor Defender 5, 3, Μάρτιος 1930..
Την επομένη των διαδηλώσεων της 6ης Μαρτίου, ο αριθμός των ανέργων, δηλαδή όσων «βρίσκονταν εκτός εργασίας, ήταν ικανοί προς εργασία και αναζητούσαν δουλειά», πλησίαζε τα δυόμισι εκατομμύρια· έως το τέλος του χρόνου είχε διπλασιαστεί, φτάνοντας τα πέντε εκατομμύρια σ.7Rand School of Social Science, Department of Labor Research, The American Labor Year Book: 1931, Rand School of Social Science, Νέα Υόρκη 1932, σ. 31. . Το 1933, στην κορύφωση της Μεγάλης Ύφεσης, ένας στους τέσσερις οικονομικά ενεργούς Αμερικανούς ήταν άνεργος. Καθώς έως τότε το πρόβλημα της ανεργίας ήταν δευτερεύον στην αμερικανική κοινωνία, η εξέλιξη αυτή σήμαινε την είσοδο σε μια νέα εποχή. Η ραγδαία αύξηση της ανεργίας τροποποιούσε την κοινωνική γεωγραφία της χώρας, μετατρέποντας τα βιομηχανικά κέντρα της σε έρημα τοπία. Μέχρι το τέλος του έτους στο Τολέντο, το Μάντσεστερ, το Μπέρμινγχαμ, το Κλίβελαντ όσοι είχαν σταθερή εργασία ήταν λιγότεροι από τους άνεργους και τους περιστασιακά εργαζόμενους σ.8Στο ίδιο, σ. 39.. Από το σημείο αυτό έως και το 1933, δηλαδή τα επόμενα τρία χρόνια, δεν υπήρξε κάποια στιγμή κατά την οποία να αναστραφεί η γενική τάση της αύξησης των δεικτών της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Το 1931, στο Σικάγο, η ανεργία των ανειδίκευτων εργατών είχε φτάσει το 57% και των ειδικευμένων το 40%, ενώ το 1933 τα ημερομίσθια όσων τυχερών δεν είχαν απολυθεί είχαν συρρικνωθεί στο ένα τέταρτο σε σχέση με τις αρχές του 1929 σ.9L. Cohen, Making a New Deal, ό.π., σ. 241, 243.. Οι στατιστικοί πίνακες και οι καταγραφές συγκλίνουν στη γενική εικόνα της διαρκούς επιδείνωσης, αλλά αποκαλύπτουν και την άνιση κατανομή των επιπτώσεων της κρίσης, καθώς στο επίκεντρό της βρέθηκαν κατεξοχήν οι κάτοικοι των μικρών βιομηχανικών πόλεων, οι ανειδίκευτοι εργάτες και οι νέοι μεταναστευτικής καταγωγής.
Αν σε κάθε άνεργο κάτω των 25 ετών στην πόλη της Νέας Υόρκης αναλογούσε ένα δευτερόλεπτο σε μια κινηματογραφική οθόνη, τότε θα χρειάζονταν τέσσερα εικοσιτετράωρα αδιάκοπης διαδοχής προσώπων, σημείωνε μια μελέτη της εποχής σ.10Nettie Pauline McGill, Ellen Nathalie Matthews, The Υouth of New York City, Macmillan, Νέα Υόρκη 1940, σ. 153.. Σε κάθε δευτερόλεπτο των 350.000 ανέργων αναλογούσε μια ιστορία εξαθλίωσης, οικογενειακών εντάσεων, εξώσεων και χρεών, αναζήτησης δουλειάς ή και φαγητού στους δρόμους της πόλης. «Ήταν απάνθρωπο», κατέληγε ο Nick (Mike) Pappas, μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, περιγράφοντας το ψάξιμο για την εύρεση εργασίας ως την αγωνιώδη περιπλάνηση σε έναν λαβύρινθο χωρίς ορατή διέξοδο σ.11Προφορική μαρτυρία, Nick (Mike) Pappas, Arthur H. Landis Oral History Collection, Box 1, Item 66-12, 1962-1965, The Tamiment Library and Robert F. Wagner Archives, New York University (Tamiment Library).. Το μοτίβο της πείνας, είτε ως σύμβολο της έσχατης ένδειας είτε ως επώδυνη πραγματικότητα, έκανε την εμφάνισή του στις σελίδες του μεταναστευτικού τύπου, σε επιστολές αναγνωστών που τόνιζαν ότι αναζητούσαν δουλειά, προκειμένου να θεωρηθούν άξιοι προσοχής. Έγραφε, λ.χ., ο Π.Π. στις αρχές του 1931, περιγράφοντας την αναζήτηση εργασίας:
Είμεθα αρκετοί Έλληνες και μάλιστα μερικοί αρκετά μορφωμένοι, από διμήνου όλοι χωρίς εργασίαν και τα λεπτά μας πλησιάζουν να τελειώσουν. […] Ζητούμεν εργασίαν σ’ ανατολή και δύσι. Γυρίζομεν νύκτα και μέρα και δεν καταφθάνουμε να εξοικονομήσουμε ούτε το ξερό ψωμί κάθε ημέρα σ.12Επιστολή Π. Π., «Νέα Υόρκη», Εθνικός Κήρυξ, 28 Φεβρουαρίου 1931, σ. 8..
Δεν επρόκειτο για υπερβολές. Για εκατομμύρια ανθρώπους τα πρώτα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης σημαδεύτηκαν από συνθήκες απότομης φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης. Οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων που αναφύονταν στις παρυφές των εργατικών συνοικισμών, οι χιλιάδες πλάνητες σε αναζήτηση εργασίας, όπως οι ήρωες του Στάινμπεκ στα Σταφύλια της οργής, οι άστεγοι στις εντυπωσιακές εικόνες των συσσιτίων καθιστούσαν τον άνεργο σύμβολο της νέας εποχής.
Για το κομμουνιστικό κίνημα οι άνεργοι αποτελούσαν την ορατή απόδειξη των αντιφάσεων και του ιστορικού αδιεξόδου του καπιταλιστικού κόσμου, και προσωποποιούσαν τα υποκείμενα εκείνα που πλέον δεν είχαν να χάσουν τίποτα «εκτός από τις αλυσίδες τους». Έτσι, οι Αμερικανοί κομμουνιστές στράφηκαν στην οργάνωση των ανέργων, συνδέοντας τη διεκδίκηση «άμεσων μέτρων ανακούφισης» με την προετοιμασία «για τις μεγαλύτερες μάχες και, τελικά, την ανατροπή του καπιταλισμού» σ.13H. Klehr, The Communist Εxperience in America, ό.π., σ. 49.. Πολλά κομματικά μέλη δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη παρότρυνση, καθώς ήταν και οι ίδιοι άνεργοι και πρωταγωνιστούσαν στις αυθόρμητες και μαχητικές καθημερινές διεκδικήσεις των ανέργων για «ψωμί και δουλειά», όπως έγραφαν οι πηχυαίοι τίτλοι του Εμπρός. Προσφέροντας την τεχνογνωσία της οργάνωσης και το αναμφισβήτητο πάθος τους, οι Αμερικανοί κομμουνιστές πρωταγωνίστησαν στην ανάδυση ενός πολύπλευρου κινήματος στο οποίο κυριαρχούσε ο αυθορμητισμός, η οργή και οι πρακτικές άμεσης δράσης.
«Σπάσετε την πόρτα και βάλτε μέσα τα έπιπλα», προέτρεπε τους συγκεντρωμένους ο «ατρόμητος» Γεώργιος Κέλλης, προκειμένου να εμποδίσει την έξωση μιας άνεργης οικογένειας σ.14«To επάνκγελμά μου υπό Θ. Λαϊκού»: πολυσέλιδη χειρόγραφη αφήγηση ιστοριών από την περίοδο της οικονομικής κρίσης, John Poulos and Constantine Poulos Papers, Box 9, Tamiment Library.. Η επανακατάληψη των σπιτιών υπήρξε μια δημοφιλής πρακτική του κινήματος των ανέργων. Όταν εμφανιζόταν ο δικαστικός επιμελητής, οι γείτονες συγκεντρώνονταν έξω από το προς έξωση οίκημα, περιμένοντας την αναχώρησή του. Τότε άνοιγαν τη σφραγισμένη πόρτα και μετέφεραν ξανά τα, λιγοστά συνήθως, έπιπλα στο εσωτερικό της οικίας, ενώ όσοι βρίσκονταν απέξω εμπόδιζαν την πρόσβαση στους, συχνά απρόθυμους να δράσουν, αστυνομικούς.
«Μόλις θα ’λθει [ο ιδιοκτήτης] βάλετε τα πεδιά και τις γυναίκες να καθήσουν χάμω στο πάτωμα που να μην μπορούν ούτε οι αστυνομικοί ούτε ο νοικοκύρης να μπουν μέσα», συνέχιζε ο έμπειρος Κέλλης, τον οποίο «όλοι στην γειτονιάν και προπάντων τα παιδιά τον αγαπούσαν και τον ελάτρευαν» σ.15Στο ίδιο.. Τα καθημερινά αυτά περιστατικά συχνά εξελίσσονταν σε διαμαρτυρίες με απρόβλεπτη εξέλιξη, καθώς εκατοντάδες εύκαιροι άνεργοι πύκνωναν τις γραμμές όσων κινητοποιούνταν αρχικά, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για μια έξωση ή την εξαίρεση μιας οικογένειας από τους μηχανισμούς της κοινωνικής πρόνοιας. Δεν επρόκειτο για ένα κεντρικά οργανωμένο σχέδιο, αλλά για τη σύμπτωση εκείνη που περιγράφει ο Ε.Π. Τόμσον «μεταξύ των προβλημάτων της πλειοψηφίας και των επιδιώξεων της πολιτικά συνειδητής μειοψηφίας», που δημιουργεί συνθήκες επαναστατικής κρίσης σ.16E.P. Thompson, The Making of the English Working Class, Vintage Books, Νέα Υόρκη 1966, σ. 168 [α΄ έκδ: 1963]..
Τα συμβούλια των ανέργων αποτέλεσαν το σημείο συνάντησης των κομμουνιστών και των πεινασμένων στα πρώτα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Οι δραστηριότητές τους εκτείνονταν από την κατάληψη δημοσίων κτιρίων και τη διεκδίκηση συσσιτίων έως την αποκατάσταση αδικιών στις υπηρεσίες αρωγής και την υπεράσπιση οικογενειών που κινδύνευαν από τις πολλαπλασιαζόμενες εξώσεις. Το μεγάλο πλεονέκτημα των κομμουνιστών ήταν η ικανότητά τους να μετασχηματίζουν το αίσθημα ντροπής, που κατέτρυχε όσους αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, σε αίτημα συλλογικής διεκδίκησης με απτούς στόχους: την ακύρωση της έξωσης, το πάγωμα των ενοικίων, τη διασφάλιση κατοικίας για κάθε εργατική οικογένεια. Στο πλαίσιο αυτό, ένα μεμονωμένο γεγονός, όπως η εμφάνιση δύο αστυνομικών σε μια λαϊκή συνοικία με σκοπό την έξωση κάποιας οικογένειας, μπορούσε να μετατραπεί σε διαδήλωση διαμαρτυρίας προς το τοπικό δημαρχιακό μέγαρο, με τους κομμουνιστές επικεφαλής σ.17Len De Caux, Labor Radical: From the Wobblies to CIO. A Personal History, Beacon Press, Βοστόνη 1970, σ. 162.. Ο μαχητικός τους λόγος απέδιδε την ευθύνη για την εξαθλίωση στις ενδογενείς παθογένειες του καπιταλιστικού συστήματος και ταυτόχρονα μετέφερε τα προβλήματα των χειμαζόμενων εργατικών στρωμάτων στο επίκεντρο της αμερικανικής ζωής. Έτσι, τα συμβούλια των ανέργων διεκδικούσαν τη θέσπιση ταμείων ανεργίας και την παροχή επιδομάτων, σε αντίθεση με μια μακρά παράδοση του αμερικανικού εργατικού κινήματος που αντιμετώπιζε την κρατική ή πολιτειακή πρόνοια με καχυποψία.
Όταν οι Έλληνες κομμουνιστές, ακολουθώντας τις γενικές κομματικές κατευθύνσεις, πρότειναν την επώνυμη καταγραφή των ανέργων, δεν αναπλήρωναν απλώς την απουσία των θεσμικών παραγόντων της ελληνοαμερικανικής ζωής· επιπλέον, αμφισβητούσαν το αίσθημα της ενοχής που έκανε πολλούς επιστολογράφους του Εθνικού Κήρυκα να προσθέτουν στερεότυπα στο τέλος της εξιστόρησης των δυσκολιών της καθημερινότητας την παράκληση: «Δημοσιεύσατε, παρακαλώ την επιστολήν μου άνευ ονόματος και χωρίου». «Εντρεπόμεθα, αλλά τι να κάνουμε», έγραφε ο Π. Π. από τη Νέα Υόρκη, περιγράφοντας την έσχατη ένδεια που τον ανάγκαζε να καταφύγει στα συσσίτια. Αν συνομιλούσε με τους κομμουνιστές, η απάντησή τους θα ήταν απλή: «Οργανώσου και μην ντρέπεσαι!». Η γλώσσα του κομμουνιστικού κινήματος μετέτρεπε τη συνθήκη της ανεργίας από ιδιωτική ευθύνη σε δημόσια δήλωση καταδίκης του καπιταλιστικού συστήματος.
Υποσημειώσεις