“Στον κόσμο αυτό αν ήρθες μόνο για να μετρήσεις τα χρόνια σου και να ζήσεις μια ήσυχη και φρόνιμη ζωή, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Τον φρόνιμο δεν τον πείραξε ποτέ κανείς”.
Μενέλαος Λουντέμης
Το εξαιρετικά ενοχλητικό με το χρόνο και την ιστορία είναι ότι συνεχώς βρισκόμαστε εντός τους. Όσο και αν θα θέλαμε κάποιες στιγμές να πάγωναν όλα γύρω μας, να σκεφτούμε καθαρά και με την ησυχία μας, να κοιτάξουμε από κάποιο ασφαλές εξωτερικό σημείο όσα έχουμε κάνει και όσα θέλουμε να κάνουμε, δεν μας γίνεται η χάρη. Είμαστε καταδικασμένες πάντα να βρισκόμαστε στη μέση και πάντα να φτιάχνουμε το μέλλον μας από τα συντρίμμια των περασμένων. Ακριβώς επειδή βρισκόμαστε πάντα μέσα στο ρεύμα του χρόνου, έχουμε συνήθως την εντύπωση πως καθώς κινούμαστε εντός του, οι πράξεις μας είναι τυχαίες και δίχως νόημα. Όμως, αυτές είναι πάντα αναγκαίες και όλες έχουν πίσω τους ένα ολόκληρο πλέγμα από αιτίες.
Η αποχώρηση των συντρόφων και συντροφισσών από το ΝΑΡ και τη νΚΑ πριν από μερικές ημέρες θα μπορούσε, αν την αντιμετωπίζαμε αβασάνιστα, να θεωρηθεί ως ακόμη ένα ακόμη τυχαίο γεγονός διάσπασης εντός της αριστεράς. Μια τετριμμένη πράξη της αριστερής εθιμοτυπίας και πρακτικής. Όμως, για τους γράφοντες, η συγκεκριμένη κίνηση έχει πίσω της μια σειρά από αιτίες στις οποίες αξίζει να σταθούμε.
Όταν πρωτοδιαβάσαμε το κείμενο αποχώρησης, θυμηθήκαμε αυτόματα το άλλο εκείνο κείμενο που στο τέλος του Ιουλίου του 2015, αμέσως μετά το δημοψήφισμα και τη βίαιη ματαίωση των προσδοκιών ανάσας απέναντι στη μνημονιακή δυστοπία, επιχειρούσε να ανοίξει νέους ορίζοντες και να ρίξει γέφυρες πέρα από την ήττα. Μ΄ ένα λυγμό προέτρεπαν ο Κώστας Γούσης και η Ειρήνη Γαϊτάνου να σκεφτούμε πως τελειώνει ο παλιός κόσμος και έθεταν με ειλικρίνεια προβληματισμούς που επιχειρούσαν να συμβάλλουν στην ανάδυση μιας νέας αριστεράς μετά την ήττα. Θυμηθήκαμε, όμως και το πρώτο editorial του k-lab όπου τότε αναφέραμε πως βρισκόμαστε στη τομή μεταξύ του τέλους ενός κύκλου και της αρχής ενός νέου, που η πολιτική πρακτική και η θεωρητική αναζήτηση θα έχει σίγουρα διαφορετικά και ενδεχομένως δυσκολότερα χαρακτηριστικά.
Η κουβέντα για τη νέα αριστερά άνοιξε, το έναυσμα για την πολυπόθητη ανασύνθεση δόθηκε, αλλά δυστυχώς αυτή έμεινε κυρίως στα χαρτιά. Κάποιες γενικόλογες διατυπώσεις περί ανασύνθεσης που επαναλαμβάνονται ακόμη σε πολιτικά κείμενα οργανώσεων που εντάχθηκαν μετά το καλοκαίρι του 2015 σε αυτή τη συζήτηση, μοιάζουν πλέον κάπως αστείες. Έχουμε φτάσει, νομίζουμε, στο σημείο που χρειάζεται να παραδεχθούμε άλλη μια ήττα για τις οργανώσεις στις οποίες ανήκουμε, αλλά και συνολικά για την αριστερά: η ανασύνθεση δεν πέτυχε και δεν γενικεύτηκε εκτός από επιμέρους φωτεινές εξαιρέσεις, οι βεβαιότητες και τα οχυρά χτίστηκαν εκ νέου και η αριστερά βρίσκεται σε εξαιρετικά άσχημη κατάσταση.
Ας είμαστε ειλικρινείς: Οι ξεχωριστοί πολιτικοί χώροι δεν κάναμε ουσιαστικά βήματα παρακάτω, παρά το ευνοϊκό πεδίο που όριζε η «μετά ΣΥΡΙΖΑ» περίοδος. Μάλλον αναπαράγουμε τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και μεθοδολογίας λογικές συγκόλλησης παλαιών πολιτικών στρατηγικών, εκλογικών συμμαχιών και τακτικών συμπορεύσεων. Μοιάζει σαν να θέλουμε να αποφύγουμε τις «ευθύνες» και τις «δυνατότητες» που η περίοδος μας άνοιξε: αποφεύγουμε την αυτοκριτική, την άρση των πρότερων βεβαιοτήτων μας και δεν παράγουμε νέα στρατηγική ενσωματώνοντας τις -πραγματικά πλούσιες- εμπειρίες μας τόσο από το κινηματικό όσο και από το πολιτικό πεδίο.
Με δεδομένη, λοιπόν, αυτή την κατάσταση, οι σύντροφοι και συντρόφισσες που αποχώρησαν από το ΝΑΡ και τη νΚΑ κάνουν μια κίνηση που σε πολλούς και πολλές μπορεί να φαίνεται ακατανόητη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Είναι όμως απόλυτα κατανοητή αν επιλέξουμε να την δούμε ακριβώς ως μια ειλικρινή παραδοχή του μέχρι σήμερα ανασυνθετικού αδιεξόδου και του μεριδίου που τους αναλογεί σ΄ αυτό και ως μια γενναία κίνηση περαιτέρω αναζήτησης υπό νέους όρους και από κοινού με ευρύτερα δυναμικά λύσης στα κοινά αδιέξοδα. «Η κατάσταση στην Αριστερά, δεν πάει άλλο έτσι» φαίνεται να θέτει δημόσια η κίνηση αυτή. Την ίδια στιγμή αναλαμβάνει μια ευθύνη για να ανακαλύψουμε από κοινού εκείνους τους δρόμους και εκείνες τις διεργασίες που (σίγουρα μερικώς) θα μας βοηθήσουν να βγούμε από τα κοινά μας αδιέξοδα. Μας καλεί να συζητήσουμε για τα ζητήματα της φυσιογνωμίας, της πολιτικής στράτευσης και της δημοκρατικής συγκρότησης ως κομβικά για την οργάνωση και τη γενίκευση των αγώνων. Θέτει επί τάπητος και άμεσα την ανάγκη ενός άλλου παραδείγματος, στράτευσης, παρέμβασης, συλλογικής επεξεργασίας και πολιτικής κουλτούρας.
Η κίνηση είναι, επίσης, απόλυτα συνεπής ως προς την κοινή συνισταμένη της γενιάς, του νήματος που συνδέει οριζόντια εντός της αριστεράς όχι απλά ανθρώπους συγκεκριμένης ηλικίας, αλλά ανθρώπους μιας συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας και συγκρότησης. Πρόκειται για τους ανθρώπους που πρώτοι ρίχτηκαν το καλοκαίρι του 2015 στην προσπάθεια υπέρβασης της ήττας και σήμερα βρίσκονται κατακερματισμένοι στις διάφορες επιμέρους οργανώσεις, απογοητευμένοι από τη στασιμότητα και την έλλειψη νοήματος στην αριστερά ή έχουν ήδη αποσυρθεί χωρίς καμία ελπίδα. Είναι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι στο “Μ’έναν λυγμό” ορίζονταν ως γενιά “με έμφαση στους κοινούς κοινωνικούς και πολιτικούς όρους ένταξης μας, κοινά βιωματικά συμφραζόμενα, τρόπους σκέψης και πρακτικές… υπό συγκεκριμένους περιορισμούς, ως μια διαδικασία κοινής πολιτικοποίησης που έχει πράγματι συντελέσει στη συγκρότηση μιας «ταυτότητας»…. Μια κοινή ταυτότητα ως εξελισσόμενη και αντιφατική πολιτική διαδικασία, με διαφορετικότητες αλλά που τελικά ορίζεται ως σύνθεση, ανεπτυγμένη μέσα από βιωμένες εμπειρίες και συλλογικές πρακτικές, κοινή δράση, θεωρητική και πολιτισμική αναζήτηση κι έκφραση – αλλά και φυσικά κοινές ορίζουσες προσωπικών δυσκολιών, διλημμάτων, αδιεξόδων και αναστοχασμών.”
Αυτού του είδους η “γενιά” θα πρέπει να γίνει εκ νέου επίκεντρο των κοινών δράσεων, νέων κινηματικών πρωτοβουλιών και οργανωτικών πολιτικών μορφών, στην κατεύθυνση διαδικασιών που “θα πρέπει να γίνουν όχι από επιλογή, αλλά μάλλον στα όρια της ανάγκης, εάν θέλουμε να μιλάμε για την ύπαρξη της ίδιας της Αριστεράς”, όπως τονιζόταν και στη Ιδρυτική Διακήρυξη της δικής μας οργάνωσης. Το σημειώνουμε ξανά αν και έχει επαναληφθεί πολλές φορές «είμαστε σε ένα οριακό σημείο όπου η δική μας γενιά δεν μπορεί να σωπάσει, να παραιτηθεί ή να παραδοθεί στην εσωστρέφεια και την αορατότητα». Η πύκνωση του πολιτικού χρόνου από το 2015 και μετά, με τις ισχυρές κοινωνικές διεργασίες που παράγουν η συνεχιζόμενη λιτότητα και τα μνημόνια, δεν μας επιτρέπει να το πράξουμε. Πολύ περισσότερο όμως, δεν μας το επιτρέπουν οι κινηματικές και πολιτικές μας εμπειρίες των πολλών προηγούμενων ετών που ξεκινάνε από το φοιτητικό κίνημα του 2006-07 και φτάνουν μέχρι το Δεκέμβρη του 2008 και τις πλατείες του 2011. Έστω και με μια δόση υπερβολής ή υπέρμετρης αισιοδοξίας, η δικιά μας γενιά καλείται να αναλάβει την ευθύνη μιας υπέρβασης της ήττας: Να ανακαλύψουμε και πάλι την αριστερή πολιτική ως μια εν δυνάμει ενοποιητική δυναμική, όχι πια για μια, έστω και καλύτερη, ήττα, αλλά με τη φιλοδοξία της νίκης.
Υπάρχουν κίνδυνοι, δυσκολίες και «κακοτοπιές» σε αυτή την πορεία; Πολλές. Και πιθανότερα δεν θα αποφευχθούν μια σειρά από λάθη και αστοχίες που η ιστορία της Αριστεράς μας θυμίζει και φέρνει συνεχώς στο προσκήνιο. Αλλά, είναι δεδομένο ότι η επαναστράτευση της γενιάς μας, δεν πρέπει να πατήσει σε ένα έτοιμο πολιτικό σχέδιο. Πρέπει και μπορεί να διαμορφώσει μια στρατηγική που προφανώς θα είναι βγαλμένη από τον πυρήνα των υποκειμένων, των σχεδίων και των πρακτικών που μας έφεραν ως εδώ, η οποία όμως σε αυτή την κρίσιμη καμπή θα δοκιμάζεται στην πράξη. Θα αναλάβει τις ευθύνες της για την ανασύνθεση της Αριστεράς (και όχι των ηττών της) σε κινηματικό, πολιτικό και ιδεολογικό/στρατηγικό επίπεδο. Θα προσπαθήσει να συγκρουστεί με την υπάρχουσα πολιτική κουλτούρα της Αριστεράς και τις βεβαιότητες (που συνεχώς αναπαράγει). Είναι αλήθεια ότι χρειαζόμαστε, «ασύμμετρες κινήσεις και σχήματα, διασταυρούμενες δυναμικές και ανορθόδοξες μορφές» σήμερα περισσότερο από ποτέ και καλώς ή κακώς μόνο εμείς (ως ριζοσπαστική νεολαία) μπορούμε να τις παράξουμε. Με την αξιοποίηση των συσσωρευμένων εμπειριών μας που μας υπενθυμίζουν πως «δεν ξεκινάμε από το μηδέν αλλά από τη μέση». Με την ενότητα στην κινηματική δράση και την αντεπίθεση στους χώρους εργασίας. Κυρίως όμως με την διαμόρφωση και τη δοκιμή νέων πολιτικών μορφών και τρόπων ζύμωσης.
Πολλές φορές τόσο στο k-lab όσο και στις οργανώσεις μας αναγνωρίσαμε ότι στην διαδρομή για την επαναστράτευση της γενιάς μας (γιατί μόνο ως διαδρομή μπορούμε να τη δούμε) υπάρχουν «στιγμές» όχι ως απλά στίγματα στο χρόνο αλλά ως σημεία με το δικό τους (σημαντικό) ποιοτικό φορτίο. Ίσως μια τέτοια στιγμή είναι τώρα οπότε κι έτυχε «να είναι καλή η σοδειά».