Λένε πως το να πιάνει κανείς τις ιστορίες από τα παλιά είναι δείγμα ότι αρχίζουν να του λιγοστεύουν τα καινούρια. Στην περίπτωσή μας, ωστόσο, τα «παλιά» είναι μόλις δεκαετίας – κι ας μοιάζουν, με ό,τι έχει μεσολαβήσει, προϊστορικά. Πείτε το δε κλίση προς το ρετρό, πείτε το πρόωρη γήρανση – εμένα πάντα μου άρεσε να ακούω παλιές ιστορίες, περιμένοντας νάρθει κάποτε η ώρα μου να κάνω κι εγώ τον παλιό.
Στις παλιές ιστορίες είθισται να ξεκινάμε σε πρώτο ενικό. Μεταξύ μας, λοιπόν, όταν «άρχισαν όλα», τον Μάη του 2006, δεν είχα διάθεση για τίποτα το ανατρεπτικό. Ήμουν πια στο έκτο έτος της Φιλοσοφικής, με το μισό πτυχίο χρωστούμενο, χωρίς δουλειά· και, για να τα λέμε όλα, με ένα σοβαρό κίνητρο, όχι ακριβώς πολιτικό, να δω τι κάνω στη ζωή μου πέρα απ’ αυτό που σήμερα κοροϊδεύουμε με συντρόφους ως «προτεσταντική ηθική της Αριστεράς»: το γνωστό «αφίσα-τραπεζάκι-φυλλάδιο-συνέλευση». Το όριο που μου είχα επιβάλει, λοιπόν, έληγε στις φοιτητικές εκλογές του Απριλίου – το πολύ αρχές Μάη, μετά το Φόρουμ της Αθήνας.
Οι λόγοι δεν ήταν μόνο υποκειμενικοί. Το πιο σοβαρό που συνέβη στη Φιλοσοφική ως και τη χρονιά που έγιναν τα πάντα, ήταν οι καταλήψεις του ’98-’99 για τον νόμο Αρσένη – αλλά αυτές η φουρνιά μου τις είχε ζήσει στο Λύκειο. Όσο καλά και να τα λέγαμε, λοιπόν, περνώντας πια στα αμφιθέατρα (συζητήσιμο αυτό το «καλά»: χρειάζονταν πολλές αφαιρέσεις και υπέρμετρη αίσθηση καθήκοντος για να πειστεί κανείς να ασχοληθεί σοβαρά), η επιχειρηματολογία για την «Μπολόνια» σπάνια συγκινούσε πολλούς πέρα από τους συνήθεις υπόπτους.
Για αρκετά χρόνια, λοιπόν, τα σπουδαιότερα –οι δύο μεγάλες απεργίες για το ασφαλιστικό το 2001, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις για το Ιράκ, το «αντιπαγκοσμιοποιητικό»– συνέβαιναν έξω από τις σχολές. Ως και το 2005, το σημαντικότερο, εντός, ήταν η αποχή των καθηγητών, καλοκαίρι-φθινόπωρο του 2003. Κι εκεί όμως, όπως και αλλού, η φοιτητική Αριστερά ήταν διαιρεμένη.
Κάτι φαινόταν να αλλάζει ένα χρόνο πριν το «μπαμ», το 2005. Το ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ, με τις μεταγραφές του Μάνου και του Ανδριανόπουλου, είχε εγκαταλείψει τα ιστορικά προσχήματα κατά των ιδιωτικών, κι αυτό δυσκόλευε πολύ την ΠΑΣΠ στις σχολές. Κυρίως, όμως, άφηνε τη Νέα Δημοκρατία, κυβέρνηση από το 2004, να οργανώνει χωρίς μεγάλο αντίπαλο έναν καρικατουρίστικο «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία»: με προαποφασισμένη ατζέντα, διαβεβαιώνοντας την Κομισιόν για τη θετική κατάληξή του προτού καν ξεκινήσει, και θέτοντας επικεφαλής τον ιστορικό (με όλες τις έννοιες του όρου…) Θάνο Βερέμη. Δείχνοντας ζήλο δευτεροετή φοιτητή της ΔΑΠ στα νέα του καθήκοντα, αυτός ο τελευταίος κατάφερε να εξαγριώσει και τους πιο μετριοπαθείς: «Ανώτατο όριο φοίτησης στα έξι χρόνια, κατάργηση δωρεάν διανομής συγγραμμάτων, επιβολή αξιολόγησης, ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων».
Τις ίδιες μέρες πάνω-κάτω, οι φοιτητές στη Σορβόννη έδιναν ένα επιχείρημα ότι μια φοιτητική έκρηξη μπορεί να συμβεί κι εδώ. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και μειοψηφική δύναμη στο φοιτητικό κίνημα, ενθάρρυνε τότε αυτή τη γραμμή. Με τη λογική του «πανεκπαιδευτικού μετώπου», οι αριστεροί πανεπιστημιακοί έδειχναν έναν δρόμο και για τους φοιτητές (ενίοτε και το αντίστροφο), και στο δρόμο αυτό, η φοιτητική Αριστερά, πλην Λακεδαιμονίων, έβρισκε έναν κοινό βηματισμό. Τα κινήματα, ωστόσο, δεν ξεκινάνε με αποφάσεις. Από εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, έμεινε απλά μια παρακαταθήκη: κάποιες σοβαρές επεξεργασίες, λίγες καλές κινητοποιήσεις στη Μητροπόλεως – πάντως τίποτα που να προϊδέαζει για το μετά.
Τον Μάη του 2006, έτσι, υπήρχαν όλοι οι λόγοι για να μη γίνει απολύτως τίποτα. Όχι μόνο γιατί η περίοδος μετά τις φοιτητικές εκλογές είναι συνήθως «νεκρή», ενόψει εξεταστικής Ιουνίου. Ούτε μόνο γιατί ο φοιτητόκοσμος έδειχνε, ως συνήθως, να είναι «αλλού». Η αναθεώρηση του Άρθρου 16 ήταν σοβαρή υπόθεση, όμως, από πολλές απόψεις, το Πανεπιστήμιο-επιχείρηση που δικαίως καταγγέλλαμε ήταν ήδη πραγματικότητα. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ συμφωνούσαν στα βασικά, στα χρόνια που μαζί συγκέντρωναν το 85%. Η δε ΚΝΕ, πολιτευόμενη ως Αριστερά του μέσου όρου, εκτιμούσε ότι οι καταλήψεις θα πήγαιναν τους φοιτητές της λαϊκής οικογένειας μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια τους. Αναμενόμενα, λοιπόν, η πρώτη συνέλευση στη Φιλοσοφική, των εφτά τμημάτων και των πολλών χιλιάδων εγγεγραμμένων, δεν μάζεψε πολύ παραπάνω από 300 άτομα. Δεν έγινε μάλιστα καν στην AULΑ, όπως γινόταν συνήθως, αλλά σε ένα αμφιθέατρο του τετάρτου ορόφου, με κόσμο κυρίως «παραταξιακό». Κι όμως, η πρώτη συνέλευση υποστήριξε το πλαίσιο υπέρ της κατάληψης, αιφνιδιάζοντας ακόμα και τους πεισμένους.
Από εκείνη τη μέρα, εαακίτες, συριζαίοι διάφορων τάσεων και αριστεριστές κάθε είδους, αναρχικοί και αυτόνομες, αλλά και κόσμος που δεν είχε καν την εμπειρία του ’98-’99 ή των οργανώσεων, έγιναν –γίναμε– ό,τι έμελλε να γίνει το σημαντικότερο ίσως φοιτητικό κίνημα μετά το ’78-’79: μετακομίζοντας για έναν ολόκληρο χρόνο στην AULA των δύο χιλιάδων καθισμάτων, αντιμετωπίζοντας κάθε εβδομάδα στα Προπύλαια και το Σύνταγμα τους «πραίτορες» του Πολύδωρα, υποχρεώνοντας την ΚΝΕ να αλλάξει γραμμή σε μερικές εβδομάδες, δημιουργώντας ρωγμές στο ΠΑΣΟΚ – και, εντέλει, ακυρώνοντας μια συνταγματική αναθεώρηση που υποστήριζαν με κάθε τρόπο τα ΜΜΕ.
Μέχρι τότε, κάναμε κυρίως προπαγάνδα. Από τότε, χωρίς φυσικά να μας είναι όσο τώρα αντιληπτό, δημιουργούσαμε τους όρους για εκείνο που, από τις εκλογές του 2007, αντιμετωπιζόταν πια ως πολιτική κρίση: ό,τι έχανε η ΝΔ, δεν το κέρδιζε πλέον το ΠΑΣΟΚ – κι αυτό δεν ήταν μόνο εκλογική αριθμητική. Ήταν ένα ρεύμα κοινωνικού ριζοσπαστισμού, πολιτικού και πολιτισμικού, την έκταση και την ένταση του οποίου μπορέσαμε να δούμε, όπως όλος ο κόσμος, τον Δεκέμβρη του 2008.
Γιατί έγιναν, όμως, όλα αυτά; Πώς συνέβη και αιφνιδιαστήκαμε ακόμα και οι πεισμένοι;
Στα μεγάλα γεγονότα συναντιούνται αφορμές και αιτίες που μόνο εκ των υστέρων μπορεί κανείς να τις δει στο ίδιο πλάνο. Όπως σε κάθε ανάλογη περίπτωση, λοιπόν, το «16» έγινε το άλλο όνομα για πολλά και διαφορετικά πράγματα, μέχρι τότε ασύνδετα. Καταρχάς, το άλλο όνομα της οργής για τη διάψευση της εκσυγχρονιστικής υπόσχεσης: οι σπουδές και ο ανταγωνισμός δεν θα σήμαιναν ευημερία για τους πολλούς – και φαίνεται μακρινό αυτό το «γενιά των 700», που είχαμε ξεκινήσει τότε να λέμε. Έπειτα, ήταν η οργή για τον «τρόπο» της κυβέρνησης και των φιλικών της Μέσων. Δεν ήταν μόνο οι προκλητικές δηλώσεις ενός ακαδημαϊκού όπως ο Βερέμης, του τύπου «τι ιδιωτικά περίπτερα, τι ιδιωτικά Πανεπιστήμια». Ούτε μόνο οι μεθοδεύσεις της Γιαννάκου, ο παραληρηματικός αυταρχισμός του Πολύδωρα και η κτηνωδία των μπάτσων του. Στα μάτια της κοινωνίας, το κίνημα γινόταν η «πραγματική» αντιπολίτευση και η πιο μαζικά εκδηλωμένη απαξία, τόσο για το γιωργοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ των Μάνου και Ανδριανόπουλου, όσο και για το «σεμνά και ταπεινά» της καραμανλικής ΝΔ, που μέσα σε μια διετία είχε γίνει συνώνυμο των επιστρατεύσεων απεργών, της κατάργησης του 8ωρου και ενός οργίου ιδιωτικοποιήσεων· αλλά και των γνωστών απαγωγών των Πακιστανών (που «απάγονταν μόνοι τους»…), των υποκλοπών της Vodafone, του αίσχους της Μονής Βατοπεδίου. Έργων και ημερών που υποστηρίζονταν κυνικά από τα δελτία των οχτώ και τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου, που πρόσβαλλαν το αίσθημα δικαίου εκατομμυρίων ανθρώπων. Και που απέναντί τους είχαν δεκάδες χιλιάδες «παιδιά», κάθε εβδομάδα, επί ένα χρόνο. Το θέμα δεν ήταν, λοιπόν, μόνο το Πανεπιστήμιο.
Κάπως έτσι, η γενιά μας έμαθε κάτι που δύσκολα μαθαίνεται αν δεν βιωθεί: ότι η δυνατότητα να γίνει μια άποψη ηγεμονική, πρώτα στο μικροεπίπεδο κι έπειτα έξω από αυτό, δεν περνά αποκλειστικά από την οργανωτική υπεροπλία εκείνων που την υποστηρίζουν· αν ήταν έτσι, η ΚΝΕ θα είχε καταφέρει να επιβληθεί εξαρχής. Το κίνημα του 2006-7 έγινε αυτό που έγινε γιατί συναντήθηκε με ένα υπόγειο ρεύμα, την ύπαρξη του οποίου θα θέλαμε να γνωρίζουμε θετικά, όμως ως τότε μπορούσαμε μόνο να την υποψιαζόμαστε. Εκ των υστέρων μόνο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το ρεύμα αυτό περιελάμβανε, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, αυτά που στις άνυδρες μέρες τα θεωρούσαμε λίγα και μικρά: την εμπειρία της μαζικής κινητοποίησης και της ήττας του ’98-’99 – άρα ένα «απωθημένο» για τους παλιούς και ένα βάρος που δεν είχαν οι καινούριοι· την απωθητική «εργασιακή ηθική της φοιτητικής Αριστεράς» (αφίσα-τραπεζάκι-φυλλάδιο-συνέλευση), που όμως είχε βάλει ένα σπόρο για πολλούς και πολλές· τη ζωντάνια του «αντιπαγκοσμιοποιητικού» και το παράδειγμα της Σορβόννης· την αυτοπεποίθηση των κινημάτων ότι μπορούν να επιδρούν στην κεντρική πολιτική σκηνή, όπως το 2001· τη λογική του μετώπου και της ενότητας έστω της ριζοσπαστικής Αριστεράς· την ανάδειξη κόμβων, όπως το «16», που ενεργοποιούν κοινωνικά φαντασιακά και κινητοποιούν δυνάμεις πέρα από τους «σεσημασμένους» – ξεπερνώντας, έτσι, και τα πιο ισχνά οργανωτικά δεδομένα, και τους πιο «παγιωμένους», φαινομενικά, πολιτικούς συσχετισμούς.
Ας κλείσω όπως άρχισα, σε πρώτο ενικό. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, περιττό να το πω, το προσωπικό όριο που έθεσα πριν από το Μάη μετακινήθηκε αρκετά. Κι είναι μάλλον σκηνή για ταινία ή μυθιστόρημα ότι, σε μια διαδήλωση, βρέθηκα να βγάζω από την αλυσίδα ως «ύποπτο» τον Στέλιο Χρονόπουλο – έναν σύντροφο από το κίνημα της Φιλοσοφικής του ’98-’99, που δεν είχε τύχει να συναντήσω μέχρι και τότε. Το πράγμα, ωστόσο, το είχαν πάρει πια πάνω τους οι πιο καινούριοι σύντροφοι και συντρόφισσες. Κι από αυτούς και αυτές, οι περισσότεροι ζουν σήμερα στο εξωτερικό ή εκτός Αθήνας, δουλεύοντας σκυλίσια για το τίποτα, όπως άλλωστε και οι εδώ. Σε αυτούς και σε αυτές αφιερώνεται αυτό το άρθρο – χωρίς ίχνος νοσταλγίας. Με την ελπίδα μόνο πως, κι ας μη βρισκόμαστε, κι ας έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα από τότε, ετοιμάζουμε μαζί το ίδιο υπόγειο ρεύμα για τις συναντήσεις του κοντινού μέλλοντος. Ως γνωστόν, «αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα».