Η Χρυσή Αυγή ήταν η αντεπανάσταση στη δυνητική επανάσταση των πλατειών.

Tο φάντασμα των πλατειών στοιχειώνει ακόμα την πολιτική ζωή του τόπου. Για το ακραίο κέντρο και τη Δεξιά το κίνημα των «αγανακτισμένων» και συνολικά η αντιμνημονιακή πάλη τίθεται μόνιμα στο στόχαστρο, μιας και η τριετία 2010-2012 αποτέλεσε μια χρονική περίοδο έντονων κοινωνικών αγώνων που κλόνισε το πολιτικό σύστημα, αφήνοντας ανοιχτούς λογαριασμούς για συνολικότερες ανατροπές.

Εδώ και πολλά χρόνια, ειδικά μετά την μεταστροφή του ΟΧΙ σε νέα μνημόνια, η επίθεση στις πλατείες εντείνεται με κέντρο τον ανεύθυνο «λαϊκισμό» τους, που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνέχεια, οι πλατείες άρχισαν να κατηγορούνται για την ενίσχυση της ακροδεξιάς, για να φτάσουμε τις τελευταίες βδομάδες στη συνειδητή συσχέτιση των πλατειών με τη Χρυσή Αυγή. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός πρωτοστατεί σε αυτή τη συγκροτημένη ρητορική, που ακραία εκδοχή της αποτελεί το πρωτοσέλιδο του Πρώτου Θέματος που «χαρίζει» την πάνω πλατεία στην καταδικασμένη εγκληματική ναζιστική οργάνωση.

Είναι δεδομένο ότι αποτελεί μια συνειδητή παραχάραξη της ιστορίας. Πολλά πρόσφατα άρθρα αποδεικνύουν την ακυρότητα αυτής της διατύπωσης, με πιο χαρακτηριστικά το «Άλλο αγανακτισμένοι, άλλο ναζιστές» του Δημήτρη Ψαρρά στην ΕΦΣΥΝ και το «Το Πρώτο και τα υπόλοιπα ψέματα για την επάνω πλατεία και τους Αγανακτισμένους». Για όσους και όσες συμμετείχαν σε αυτό που περιγράφεται ως «κίνημα των πλατειών», η αλήθεια είναι τόσο προφανής που καμιά φορά λανθασμένα ξεχνιέται ή θεωρείται ανούσια η διατράνωσή της.

Η Χρυσή Αυγή, σαφώς και δε συμμετείχε στις πλατείες ούτε φυσικά καθοδήγησε και ταυτίστηκε με την λεγόμενη «πάνω πλατεία». Θεωρώντας αυτή τη διατύπωση δεδομένη, θέλω να προσθέσω κάποιες ακόμα πολιτικές σκέψεις για τη σημασία που έχει ο τρόπος που συζητάμε το θέμα «Χρυσή Αυγή και Πλατείες».

Υποστηρίζω ότι η Χρυσή Αυγή, όχι μόνο δεν ήταν εκφραστής, αλλά ήταν ο εχθρός του κινήματος των πλατειών. Όχι μόνο δεν ήταν ο συνεχιστής, αλλά ήταν ο ανατροπέας της λαϊκής βούλησης. Ήταν η προληπτική αντεπανάσταση στη δυνητική επανάσταση του κινήματος των αγανακτισμένων.

Και αντιστρόφως. Το κίνημα των πλατειών ήταν που έδωσε οξυγόνο μετά την ασφυξία των Χρυσαυγίτικων πογκρόμ που ακολούθησαν την τραγική δολοφονία του Μανώλη Καντάρη στο κέντρο της Αθήνας.

Οι πλατείες αποτέλεσαν τομή αλλά και συνέχεια στις πολλαπλές εκδηλώσεις του αγώνα ενάντια στα μνημόνια. Ενώ το κίνημα βρισκόταν σε μια δύσκολη καμπή μετά τα γεγονότα της Μαρφίν ένα χρόνο πριν και τις σχετικά αδύναμες κινητοποιήσεις των πρώτων μηνών του 2011, οι «αγανακτισμένοι» πήραν τα ηνία του αγώνα. Οι πλατείες, με την αυτοτέλεια και τις αντιφάσεις τους, ορίζουν τη συνέχιση των αντιμνημονιακών και αντικυβερνητικών αγώνων. Το καλοκαίρι του 2011, το χειμώνα το 2011 (απεργία του Οκτώβρη, «παρελάσεις του λαού» κ.α.) και -φυσικά- τον Φλεβάρη του 2012.

Τα ζήσαμε όλα αυτά, δε τα διαβάσαμε στη συνέχεια. Αυτά ήταν το λεγόμενο «αντιμνημονιακό κίνημα». Που είχε αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις, διαφορετικές στρατηγικές και ρεύματα, παράλληλες ή τεμνόμενες κινηματικές εκδηλώσεις. Αλλά ένα πράγμα δεν ήταν σίγουρα: Φασιστικό, Χρυσαυγίτικο.

Θα ήταν λανθασμένο να αναγνωριστεί η Αριστερά ως δημιουργός των πλατειών, πόσο μάλιστα ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Αλλά είναι απολύτως ψευδές και ανήκουστο να ταυτιστούν οι πλατείες με τη Χρυσή Αυγή.

Προφανώς η Χρυσή Αυγή επωφελήθηκε από την πολλαπλή κρίση της δεκαετίας και από την πολιτική αστάθεια και αναδιάταξη. Σαφώς πάτησε στην κοινωνική δυσαρέσκεια που δημιουργήθηκε από τις πολιτικές λιτότητας. Οτιδήποτε συνέβη στη χώρα όλα αυτά τα χρόνια είναι απόρροια αυτών των κατακλυσμιαίων αλλαγών.

Όμως, παρότι η Χρυσή Αυγή διεύρυνε την επιρροή της πολιτευόμενη ενάντια στα μνημόνια, δεν αποτέλεσε μέρος του αντιμνημονιακού κινήματος, τουλάχιστον με την έννοια της συμμετοχής σε κάποια συγκεκριμένη κινηματική εκδήλωσή του. Η Χρυσή Αυγή δεν ήταν μια οργανωτικά ισχυρή, «ακραία» εκδοχή των αντιμνημονιακών αγώνων, αλλά μια δύναμη κρούσης ενάντια σε αυτούς. Έτσι συγκροτήθηκε και έτσι χρησιμοποιήθηκε από την πολιτική και οικονομική εξουσία.

Δεν πάλεψε ενάντια στο σύστημα ή έστω την κραταιά πολιτική εξουσία. Δεν πάλεψε ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, τις τράπεζες, ή οτιδήποτε αναδείκνυε ως υπεύθυνο για την κοινωνική κατάσταση. Τον δολοφονικό οργανωτικό της μηχανισμό τον έθεσε στην υπηρεσία των αφεντικών και των διωκτών των κοινωνικών αγώνων. Επιτέθηκε σε αδύναμους. Σε μετανάστριες. Σε συνδικαλιστές. Σε αριστερούς, αναρχικές, αντιφασίστες. Ο αγώνας της Χρυσής Αυγής δεν ήταν ενάντια στα μνημόνια, ήταν ενάντια σε αυτούς και αυτές που αγωνίζονταν ενάντια στα μνημόνια.

Αυτό δε σημαίνει προφανώς ότι οι πλατείες ήταν αριστερές ή ότι δεν υπήρχαν εθνικιστικές ή ακροδεξιές αποχρώσεις. Το κίνημα των πλατειών ήταν μια πρωτοφανώς μαζική κοινωνική διεργασία, που κράτησε για μήνες και συγκέντρωνε πολύ διαφορετικά ρεύματα που ενδεχομένως να μην αναγνώριζαν καν κάποια κοινότητα μεταξύ τους. Επίσης ήταν ένα κίνημα που άλλαξε με την πάροδο των εβδομάδων. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπεται να αποδίδονται σε αυτό.

Α. Η «πάνω» και η «κάτω» πλατεία. Επαναλαμβάνεται συχνά η υπόθεση ότι η πάνω πλατεία ήταν υπό την ηγεμονία των εθνικιστικών ρευμάτων σε αντίθεση με την κάτω πλατεία που ήταν της Αριστεράς. Δεν ισχύει καμία από τις δύο πλευρές.

Πράγματι, πάνω πλατεία είχε περισσότερο τον χαρακτήρα της λαϊκής διαμαρτυρίας και της κατακραυγής στη Βουλή και τα «κόμματα» στην οποία συμμετείχαν λεγόμενες «πατριωτικές δυνάμεις» που φανερά ή μη διατηρούσαν ή απέκτησαν στην πορεία θέσεις συχνά εθνικιστικές ή ρατσιστικές. Επίσης, πράγματι η κάτω πλατεία εξέφραζε μια πιο συγκροτημένη προσπάθεια για ένα σταθερό «κέντρο» συντονισμού του αγώνα στο οποίο συμμετείχαν και άνθρωποι προερχόμενοι από την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Αυτά είναι αληθή.

Όμως είναι ψευδής η αναπαράσταση αυτών των δύο πλευρών ως δύο αντιμαχόμενα άκρα. Η απόσταση της «πάνω» και της «κάτω» πλατείας δεν ήταν τόσο μεγάλη στην πράξη, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά αισθάνονταν πολιτικά θαμώνες της μιας ή της άλλης. Ειδικά στις πιο μαζικές εκφάνσεις των «περικυκλώσεων» της Βουλής κατά την ψήφιση των νομοσχεδίων, η διάκριση πάνω και κάτω πλατείας ήταν ανύπαρκτη και η «γραμματεία» αποτελούσε τη «φωνή» της διαδήλωσης. Προφανώς δεν ήταν όλος ο κόσμος που διαδήλωνε κάτι το ενιαίο, προφανώς δεν αποτελούσε η συνέλευση της κάτω πλατείας την έκφραση κάθε ανθρώπου ή ρεύματος. Πώς θα μπορούσε άλλωστε σε ένα τόσο μαζικό και -σε μεγάλο βαθμό- αυθόρμητο ξέσπασμα να γίνει κάτι τέτοιο; Αλλά από αυτό το σημείο, μέχρι του να προσφέρεται στον ακροδεξιό λαϊκισμό η λαοθάλασσα των συγκρούσεων υπάρχει χαώδης απόσταση.

Β. Η στάση απέναντι στα κόμματα και τα συνδικάτα. Η δεύτερη άποψη που επαναλαμβάνεται σαν αυτονόητη είναι πως η Χρυσή Αυγή συνδέεται με την αντιπολιτική καταδίκη των κομμάτων και των συνδικάτων και τον αντικοινοβουλευτισμό που ήταν το κέντρο των πλατειών. Και αυτό είναι μερικώς αληθές, άρα ουσιαστικά ψευδές.

Αυτή η άποψη δίνει υπέρμετρη σημασία σε κάποια συγκεκριμένα γεγονότα των πρώτων ημερών των «αγανακτισμένων» (σκίσιμο αφισών πολιτικών δυνάμεων, αντιπαραθέσεις για τη συμμετοχή κομμάτων, άρνηση σύνδεσης με συνδικάτα κ.α.) αλλάζοντας σε μεγάλο βαθμό τη σημασία τους. Αυτή η στάση μερίδας των συμμετεχόντων περισσότερο εξέφραζε μια απεγνωσμένη και εν μέρει απολίτικη διάθεση αλλαγής της μεθοδολογίας των κινημάτων, ισότιμης συμμετοχής ανένταχτων και οργανωμένων και κριτικής στις επίσημες δομές του κινήματος. Δε την υπερασπίζομαι, καθώς ήμουν από αυτούς που «βάλλονταν» από αυτή. Αλλά το να μετατραπεί αυτή η στάση σε κάποιου είδους φασιστική απαγόρευση κομμάτων και ιδεολογιών είναι τρομακτική παρερμηνεία και παραχάραξη.

Το πιο πάνδημο αίτημα των πλατειών ήταν η «πραγματική δημοκρατία». Ως διεκδίκηση απέναντι στη δικτατορία των δανειστών, στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και στην ευρωμνημονιακή αγχόνη. Ως προσπάθεια για ενσώματη συμμετοχή στην παραγωγή της πολιτικής, για «ακηδεμόνευτη» πολιτική διεκδίκηση. Τι σχέση έχει αυτή η κραυγή με τη ναζιστική δικτατορία του αρχηγού; Τι σχέση έχει με ακροδεξιά πραξικοπήματα;

Τα μαχόμενα τμήματα του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος σύντομα έγιναν οργανικό κομμάτι των πλατειών και οι κορυφαίες στιγμές του ήταν εν μέσω απεργιών και καταλήψεων. Οι πολιτικές δυνάμεις που ήθελαν, βρήκαν τρόπους συμμετοχής και σε πολλές περιπτώσεις πρωταγωνίστησαν σε αυτό. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν και οι δυνάμεις της -τότε- Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλες δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου) και Αναρχίας, καθώς και δυνάμεις πιο κοντά στην «πάνω» πλατεία, όπως το ΕΠΑΜ. Οι πολύ ισχυρές παρουσίες και φωνές ανένταχτων ανθρώπων δε σήμαιναν προφανώς ότι δεν καταλάβαιναν ότι υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις (ορισμένα από τα πιο γνωστά στελέχη οργανώσεων συμμετείχαν αδιαλείπτως) αλλά ότι ήθελαν να εγγυηθούν μια διαφορετική συγκρότηση των αγώνων, στην οποία η πραγματική παρουσία των αγωνιστών θα διαμορφώνει την πολιτική προοπτική τους.

Η συστημική παραχάραξη αυτής της κληρονομιάς εξυπηρετεί ένα στόχο. Να κλείσει τις ρωγμές που άνοιξε αυτό το κίνημα, να καταδικάσει και να ξορκίσει αυτό το φάντασμα του μαζικού λαϊκού αγώνα.

Η αναπαραγωγή ορισμένων από αυτές τις πλευρές από κομμάτια της Αριστεράς έχει άλλη στόχευση. Να αποφύγει στο σήμερα να αναμετρηθεί με την ανάγκη ενός μαζικού ανατρεπτικού κινηματικού μπλοκ ικανού να κλονίσει και πάλι το πολιτικό σύστημα.  Όμως ας μη μείνουμε σε αυτό.

Το βασικό που πρέπει να μείνει είναι ότι:

Δεν είναι το κίνημα που έφερε τη Χρυσή Αυγή.

Το κίνημα είναι αυτό που διέλυσε τη Χρυσή Αυγή.