Για την απελευθέρωση της Ηριάννας και του Περικλή – Για την κατάργηση του τρομονόμου

Το πλαίσιο του τρομονόμου – Πως φτάσαμε στον 187Α

Προκειμένου να προσεγγίσουμε τον τρομονόμο όπως ισχύει στη χώρα μας σήμερα, δεν υπάρχει καλύτερο σημείο εκκίνησης από τον ορισμό της τρομοκρατίας. Και μάλιστα, όπως αυτός έχει διατυπωθεί από την πρωτεργάτρια δύναμη της θέσπισης των ανά τον κόσμο νομοθετικών πλαισίων ενάντια στην τρομοκρατία. Τρομοκρατία, λοιπόν, σύμφωνα με τον ορισμό του Ομοσπονδιακού γραφείου ερευνών των ΗΠΑ (κοινώς γνωστό ως FBI), είναι «η παράνομη άσκηση βίας κατά ατόμων ή περιουσίας με σκοπό τη διάβρωση ή φθορά μιας κυβέρνησης, αμάχου πληθυσμού ή τμημάτων τους, με στόχο την ανάπτυξη πολιτικών και κοινωνικών σκοπών».

Συνεπώς, ως κοινός στόχος των διαφόρων τρομονόμων, αναδεικνύεται σε ένα πρώτο επίπεδο η καταπολέμηση ή πρόληψη των διαφόρων μορφών παράνομης, σύμφωνα με το αστικοδημοκρατικό πλαίσιο, βίας. Στην πράξη, όμως, κοινή συνισταμένη όλων των αντιτρομοκρατικών νομοθεσιών είναι η εξάλειψη αυτής της ίδιας της δράσης και της ύπαρξης ομάδων με πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς που αντιτίθεται στο κράτος και την εκάστοτε αστική ηγεμονία. Εξαιρετικός, λοιπόν, τρόπος από την πλευρά του κράτους προκειμένου να αντιμετωπίζει κάθε φορά ομάδες ή και άτομα που αντιστέκονται και επιδιώκουν διαφορετικούς κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς και σχέδια, είναι το ποινικό αυτό “δίκαιο του εχθρού”, που μπορεί να μετατρέψει τον καθένα και την καθεμία σε δυνάμει υπόπτους αλλά και ενόχους της αστικοδημοκρατικής συνθήκης.

Στην Ελλάδα, η αντιτρομοκρατική νομοθεσία άρχισε να χτίζεται κάπου στο τέλος της δεκαετίας του 1970 (Ν. 774/1978). Συνεχίστηκε με τον Ν. 1916/1990 «για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα» και άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή με τον Ν. 2928/2001, ο οποίος και βρήκε άμεση εφαρμογή στις τότε δίκες της 17Ν και του ΕΛΑ. Το 2004 η κυβέρνηση Καραμανλή ψήφισε τον Ν. 3251/2004 που ενίσχυσε το ήδη υπάρχον πλαίσιο ενάντια στην τρομοκρατία και με τις διατάξεις για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Μαζί με κάποιες μικρές τροποποιήσει που ακολούθησαν (Ν. 2331/2005 και Ν. 3691/08), διαμορφώθηκε ο τρομονόμος όπως τον γνωρίζουμε και εφαρμόζεται σήμερα.

Τι λέει, λοιπόν, το 187Α, ο πυρήνας της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και τι χρειάζεται προκειμένου να εφαρμοστεί: Πρώτα απ΄ όλα, χρειάζεται η τέλεση ενός τουλάχιστον από μια λίστα κοινών εγκλημάτων (όχι μόνο κακουργημάτων αλλά και πλημμελημάτων) του Ποινικού Κώδικα, όπως η βαριά σωματική βλάβη, η κοινώς επικίνδυνη βλάβη, η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Δεύτερον, χρειάζεται αυτό το έγκλημα να έχει τελεστεί με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό. Και τρίτον, θα πρέπει η τέλεση του εγκλήματος να έχει γίνει με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.

Για την τέλεση των εγκλημάτων αυτών υπό τους όρους του 187Α, λοιπόν, επιβάλλονται επαυξημένες ποινές, διευρυμένη παραγραφή τριάντα χρόνων (δηλαδή 10 χρόνια επιπλέον της βασικής διάταξης), για να εφαρμοστεί η υπό όρον απόλυση θα πρέπει να έχει εκτιθεί πραγματική ποινή 25 ετών και η εκδίκαση γίνεται από τα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων και όχι από Μικτά Ορκωτά δικαστήρια, όπως θα επιβαλλόταν για πολλά από τα κοινά εγκλήματα.

Μάλιστα, ενώ η λογική λέει πως η τρομοκρατική δράση χρειάζεται απαραίτητα και συγκροτημένη τρομοκρατική ομάδα, ο νομοθέτης έχει υπερβεί κάθε προσδοκία και φαντασία, δίνοντας τη δυνατότητα χαρακτηρισμού και καταδίκης κάποιου μεμονωμένου ατόμου ως τρομοκράτη, χωρίς να είναι απαραίτητη και η ένταξη και σε τρομοκρατική ομάδα.

DNA

Με βάση το άρθρο 200Α § 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως έχει τροποποιηθεί για να καταλαμβάνει και τις τρομοκρατικές πράξεις, δίνεται η δυνατότητα όταν ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή κακούργημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα του 187Α το δικαστικό συμβούλιο να μπορεί να διατάξει ανάλυση D.N.A. για να διαπιστωθεί ο δράστης, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις. Οι αρχές μπορούν να αποκτήσουν με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο γενετικό υλικό υπόπτων και να το αναλύσουν, διατηρώντας το μάλιστα για αόριστο χρονικό διάστημα εφόσον κρίνουν ότι θα είναι χρήσιμο και για άλλες υποθέσεις.

Η χρήση του DNA έχει αποκτήσει έτσι διευρυμένη εφαρμογή η οποία καταλαμβάνει πέρα από τις περιπτώσεις όπου θεωρείται απαραίτητη και μη αναπόφευκτη (πχ περιπτώσεις βιασμών) και περιπτώσεις όπου στόχος είναι η διευρυμένη καταστολή συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων μέσα από έναν αποτελεσματικό μηχανισμό κατασκευής υπόπτων. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η χρήση και ανάλυση DNA γίνεται στα πρώτα στάδια της έρευνας μιας υπόθεσης από αστυνομικά κατά βάση όργανα, στερεί όχι μόνο από τους υπόπτους θεμελιώδεις εγγυήσεις που έχουν ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε λανθασμένα αποτελέσματα που δύσκολα θα ανατραπούν σε μεταγενέστερα στάδια της ποινικής δίκης.

Γιατί ο 187Α έχει συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική στόχευση

Το βασικό και εξαιρετικά δυνατό επιχείρημα κατά του 187Α είναι πολύ απλό: ο τρομονόμος είναι περιττός. Η ποινική νομοθεσία όπως διαμορφώθηκε σταδιακά κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια στη χώρα ήταν και είναι υπεραρκετή για να αντιμετωπιστεί η όποια εγκληματικότητα αναπτύσσεται οργανωμένα. Παρότι τα περισσότερα νομοθετήματα που σχημάτισαν την αντιτρομοκρατική νομοθεσία είχαν μεγαλεπίβολους τίτλους που διακήρυτταν την προστασία των πολιτών από το οργανωμένο έγκλημα, στην πραγματικότητα η στοχοθεσία τους ήταν πολύ πιο συγκεκριμένη και περιορισμένη. Αφορούσε τον έλεγχο και την εξάλειψη της δράσης ομάδων και ατόμων του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος που εναντιώνονταν στο κράτος, την πολιτική εξουσία και τα εκάστοτε σχέδιά τους.

Τα εγκλήματα του τρομονόμου είναι νέα μόνο υπό την έννοια ότι στοχεύουν σε ομάδες και άτομα με συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική δράση και θέση. Οι αστυνομικές αρχές αποκτούν μέσω αυτού ενισχυμένο ρόλο έναντι της δικαστικής εξουσίας προκειμένου να καταστείλουν τη δράση αυτού του είδους και να μπορέσουν έτσι να συμβάλλουν στην πειθάρχηση ακόμα μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού που θα παραμείνει πειθήνιο υπό τον φόβο μια σύλληψης και καταδίκης με βάση τον τρομονόμο. Όταν ως τρομοκράτης μπορεί να καταδικαστεί ακόμα και μεμονωμένο άτομο που κατηγορείται για την τέλεση όχι μόνο κακουργημάτων αλλά και πλημμελημάτων, καταλαβαίνουμε πως κάθε πράξη αντίστασης (όπως πχ η συμμετοχή σε διαδήλωση και μια από τις συλλήψεις του σωρού με κατηγορίες για διακεκριμένη φορά) μπορεί να διωχθεί ως τρομοκρατική πράξη.

Ο τρομονόμος είναι ένα όπλο με στόχο σε αγωνιστές και αγωνίστριες του αντιεξουσιαστικου και αντικαπιταλιστικού χώρου αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον τους. Δεν στοχεύει στην ακροδεξιά και πολύ περισσότερο δεν στοχεύει σε όσους εμπλέκονται στενά με το κράτος και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Γι΄ αυτό το λόγο είναι κρίσιμο να αναφερθούν δύο πρόσφατα σχετικά παραδείγματα: Το πρώτο αφορά τη δίκη της Χρυσής Αυγής που βρίσκεται σε εξέλιξη. Συχνά ακούγεται ως επιχείρημα πως ενδεχόμενη κατάργηση του τρομονόμου θα σήμαινε αδυναμία καταδίκης της εγκληματικής οργάνωσης. Όμως, στην πραγματικότητα η ΧΑ έχει πολύ αποτελεσματικά δικαστεί και μπορεί να καταδικαστεί εξίσου αποτελεσματικά χωρίς τον τρομονόμο. Η ΧΑ δεν δικάζεται με το 187Α, αν και αναμφισβήτητα η δράση της θα μπορούσε να εμπίπτει στις διατάξεις του τρομονόμου που αφορούν την πρόθεση τρομοκράτησης μέρους του πληθυσμού. Μάλιστα, είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που συνέβη ότι στις περιπτώσεις που εφαρμόστηκαν επιμέρους διατάξεις της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, όπως στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων. Αν και η Πολιτική Αγωγή αρνήθηκε να συμπράξει στην εφαρμογή της διάταξης του τρομονόμου για τους προστατευόμενους μάρτυρες απέχοντας από την εξέτασή τους, η υπεράσπιση έβαλλε κατά της αξιοπιστίας των μαρτύρων, χωρίς όμως να την ενοχλεί καθόλου η αντιτρομοκρατική νομοθεσία και η παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων που αυτή συνεπάγεται.

Στην περίπτωση, δε, της εξίσου πρόσφατης συζήτησης στη Βουλή αναφορικά με τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για την υπόθεση της Novartis, φάνηκε ακόμη πιο ξεκάθαρα ποιους αφορά και ποιους δεν πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να καταλαμβάνει η αντιτρομοκρατική νομοθεσία, πάλι με την αφορμή της διάταξης που αφορά του προστατευόμενους μάρτυρες. Όταν οι προστατευόμενοι μάρτυρες καταθέτουν κατά όσων κατηγορούνται με τον τρομονόμο (χωρίς οι κατηγορούμενοι να μπορούν να αμυνθούν κατά των ισχυρισμών αυτών των μαρτύρων) είναι πολίτες που συμβάλλουν στην διατήρηση της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης. Όταν όμως οι προστατευόμενοι μάρτυρες κατά λάθος καταλήγουν να καταθέτουν ενάντια σε πολιτικά πρόσωπα είναι κουκουλοφόροι, ψευδομάρτυρες και συμμέτοχοι σκευωρίας.

Η μάχη του Εφετείου για την Ηριάννα και τον Περικλή & η μάχη ενάντια στον τρομονόμο και τον σκληρό πυρήνα του κράτους

Οι καταδίκες σε πρώτο βαθμό της Ηριάννας και του Περικλή και η απόρριψη των δύο αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής τους, αποτελούν δύο ακόμη από τα πολλά δείγματα μιας σειράς ποινικών διώξεων και καταδικαστικών αποφάσεων με βάση τα εργαλεία του τρομονόμου, που στόχο έχουν την απάντηση στην κοινωνική κίνηση των προηγούμενων χρόνων, την πρόληψη ενδεχόμενης νέας κινητικότητας αλλά και τη συμβολική στο πρόσωπό τους εκδίκηση αγωνιστών και αγωνιστριών του αντιεξουσιαστικού χώρου και ευρύτερα του κινήματος.

Η Ηριάννα και ο Περικλής έχουν καταδικαστεί με τον 187Α και τις διατάξεις για τη χρήση του DNA. Με βάση DNA που βρέθηκε σε κινητά αντικείμενα, αλλά ήταν σε τόσο μικρή ποσότητα που δεν εξασφάλιζε ούτε ασφάλεια των αποτελεσμάτων ούτε έδινε δυνατότητα επανεξέτασης. Καταδικάστηκαν λόγω κοινωνικών σχέσεων, του περιβάλλοντος στο οποίο κινούνταν και του αντιτρομοκρατικού πανικού, ο οποίος τον Ιούνιο του 2017 που εκδικάστηκε η υπόθεση σε πρώτο βαθμό, είχε χτυπήσει κόκκινο.

Την Τετάρτη 21 Μαρτίου αρχίζει η εκδίκαση των υποθέσεών τους σε δεύτερο βαθμό και μια μάχη η οποία είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Όχι μόνο επειδή πρέπει να υπάρξει άμεση αθώωση και απελευθέρωση των δύο οι οποίοι έχουν καταδικαστεί με βάση τις κατασκευασμένες κατηγορίες του τρομονόμου και να γίνει άρση του συγκεκριμένου αδίκου. Είναι σημαντικό να υπάρξει άλλη μια απόφαση που θα καταδεικνύει το αίσχος του τρομονόμου και θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο για υποθέσεις που ακολουθούν, μέχρι τουλάχιστον το κίνημα να επιτύχει την κατάργηση των διατάξεων αυτών. Είναι σημαντικό να σημειωθεί άλλη μια ήττα της αντιτρομοκρατικής και των υπερεξουσιών της, των μηχανισμών της αστυνομίας που είναι αυτοί ακριβώς που με βάση τις δυνατότητες που τους παρέχει ο τρομονόμος (έμμεσος εξαναγκασμός στη λήψη DNA, εφαρμογή ανακριτικών μεθόδων βάσει μόνο ενδείξεων κλπ) μπορούν να στήνουν και να μεθοδεύουν υποθέσεις και καταδίκες. Είναι σημαντική η αθώωση και ως μια νίκη του αγωνιζόμενου κόσμου σε μια υπόθεση εξαιρετικά εμβληματική, που έχει αναδείξει την παράνοια του τρομονόμου και έχει καταφέρει να συσπειρώσει ευρύτερα και ετερόκλητα κομμάτια της κοινωνίας (από τους συμμετέχοντες και συμμετέχουσες στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης για την απελευθέρωση των δύο, μέχρι επιστήμονες όλων των κλάδων, καλλιτέχνες, συλλόγους φοιτητών, σωματεία εργαζομένων, νομικούς κλπ) στον σκοπό της κατάργησής του.

Το εφετείο της Τετάρτης δεν μπορεί παρά να συνδέεται ευθέως με τη γενικότερη μάχη απέναντι στον τρομονόμο ως προμετωπίδα του κράτους της εξαίρεσης. Ο λόγος που οι δύο είναι στην φυλακή δεν οφείλεται σε κάποια ανεξήγητη ή μεταφυσική αιτία. Δεν πρόκειται για έναν αγώνα ενάντια στο άδικο και παράλογο υπό κάποια γενική και αόριστη έννοια. Είναι μια μάχη ενάντια στην πολύ συγκεκριμένη λογική του τρομονόμου που αποτελεί ταυτόχρονα και στρατηγική επιλογή του ελληνικού κράτους τις τελευταίες δεκαετίες. Ο 187Α πρέπει να καταργηθεί άμεσα και οι διατάξεις για το DNA να τροποποιηθούν στην κατεύθυνση του περιορισμού των εγκλημάτων για τα οποία θα γίνεται χρήση του. Δεν αρκεί ούτε μια μερική τροποποίηση του τρομονόμου, ούτε να δοθούν περισσότερες εγγυήσεις για την εφαρμογή του.

Αγώνας για την κατάργηση του τρομονόμου: μια ανούσια δικαιωματική πάλη;

Ο αγώνας για την κατάργηση του τρομονόμου συνδέεται φυσικά και με τον ευρύτερο προβληματισμό αναφορικά με τη σημασία μιας δικαιωματικής πάλης εντός του αστικά οργανωμένου κράτους. Έχει σημασία να παλεύουμε για δικαιώματα (δικαιώματα για τη δίκαιη δίκη, την κράτηση, τις άδειες των κρατουμένων) εντός του αστικού κράτους και γνωρίζοντας ότι κάθε νίκη του ανταγωνιστικού κινήματος μπορεί κάθε στιγμή να αντισταθμιστεί από το κράτος, τους μηχανισμούς του και το προνόμιο του μονοπωλίου της “νόμιμης” βίας;

Έχει σημασία πως συλλαμβάνουμε και πως νοούμε τα ίδια τα δικαιώματα. Υπάρχει η άποψη ότι το δικαίωμα είναι εξουσία που απονέμει το δίκαιο στους πολίτες για την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων τους. Ένα νομικό στάτους που επιτρέπει στα άτομα να προστατεύονται από αυθαιρεσίες του περιβάλλοντός τους. Υπάρχει, όμως, και η άλλη άποψη η οποία αντιμετωπίζει τα δικαιώματα ως στην πραγματική, υλική τους διάσταση. Τα βλέπει ως δυνάμεις που δεν υπάρχουν απλά για να προστατεύουν το άτομο από προσβολές του ατομικού του χώρου, όπως διδάσκει η αστική φιλελεύθερη παράδοση, αλλά ως δυναμικές που διεκδικούν χώρο εντός του υλικού, καπιταλιστικά οργανωμένου κόσμου, συγκρούονται και αναδιαμορφώνουν τις υλικές συνθήκες για τους καταπιεσμένους στον χώρο που καταφέρνουν να κερδίσουν απ΄ όσους παράγουν και αναπαράγουν τις συνθήκες της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Είναι η οπτική που δεν μπορεί να διαχωρίσει το δικαίωμα από την αδιάκοπη πάλη γι΄ αυτό, που υπερασπίζεται πως κάποιος/α είναι μέτοχος ενός δικαιώματος στο βαθμό που αγωνίζεται να το απολαμβάνει ο ίδιος/α αλλά και το σύνολο της κοινωνίας και που εντάσσει τα επιμέρους δικαιώματα σε συνολικά χειραφετητικά προτάγματα και στρατηγικές.

Ο Νίκος Γιαννόπουλος στο κείμενο του στο Δελτίο Θυέλλης Νοεμβρίου, την περιοδική έκδοση του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, περιγράφει αυτή την ίδια θέση με έναν εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο αναφέροντας πως δεν είναι «τα δικαιώματα (κοινωνικά, πολιτικά, ατομικά, συλλογικά) κάτι στατικό και αμετάβλητο, ανεξάρτητα από πολιτικούς συσχετισμούς, υποκείμενα διεκδίκησης τους, ιδεολογικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα άσκησής τους κ.ο.κ. Αντιμετωπίσαμε τα δικαιώματα αφενός ως κατακτήσεις των “από κάτω”, άρα άξιους λόγους για την ανάπτυξη των αγώνων, έστω αμυντικών, και αφετέρου ως χώρους ελευθερίας για την άνθηση κινημάτων τα οποία θα προβάλλον στο “τώρα” το Δικαίωμα στην Ελευθερία.»

Εδώ βρίσκεται νομίζω και το νόημα και η εξήγηση του γιατί με την πιθανή  νίκη του αγώνα της Ηριάννας και του Περικλή δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι θα έχουμε φτάσει σε κάποιο οριστικό τέλος – λύτρωση, αλλά ούτε και με μια πιθανή-απίθανη κατάργηση του τρομονόμου δεν θα έχουν λυθεί ξαφνικά όλα τα προβλήματα του αγωνιζόμενου κόσμου και των υποτελών τάξεων. Αυτό το οποίο στην ουσία αντιπαλεύουμε χωρίς στην ουσία να έχουμε πλήρη συνείδησή του και εμείς οι ίδιες, είναι η γραμμή/μέθοδος άμυνας και ταυτόχρονα επίθεσης του αστικού κράτους απέναντι σε όσους και όσες αντιστέκονται. Και ο στόχος αυτής της μεθόδου είναι διπλός: αφενός να καταστείλουν, να γονατίσουν και να αχρηστεύσουν συγκεκριμένους ανθρώπους που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά μέσω της απάνθρωπης ποινικής μεταχείρισης και αφετέρου να καταστείλουν γενικοπροληπτικά κάθε διάθεση ανάπτυξης αντιστάσεων.

Εάν η Ηριάννα και ο Περικλής είναι κλεισμένοι στη φυλακή όντες αθώοι με έναν τόσο προφανή τρόπο, σίγουρα όσοι/ες θα θελήσουν να αναπτύξουν συνδικαλιστική δράση σε χώρους δουλειάς και πανεπιστήμια, όσοι/ες θα κατέβουν στο δρόμο ή θα παρευρεθούν στα Ειρηνοδικεία για το μπλοκάρισμα των πλειστηριασμών θα το σκεφτούν διπλά. Πρόκειται για μια μεθοδολογία γενικευμένου φόβου και προληπτικής καταστολής που μπορεί να απαντηθεί μόνο με έναν τρόπο: με το να παραμεριστεί ο φόβος και τη θέση του να πάρει όχι κάποια γενική ελπίδα πως η κοινωνίες μας αυτόματα θα γίνουν πιο δίκαιες και ρόδινες, αλλά τη θέση του φόβου να πάρει ο αγώνας και η συνεχής διεκδίκηση. Μια συνεχής πάλη που θα διεκδικεί χώρους, θα διανοίγει δυνατότητες και θα σημειώνει νίκες απέναντι στο κράτος, οι οποίες θα πρέπει αναδεικνύονται και να γίνονται αφετηρία για μια νέα έφοδο. Άρα για όσο διαρκέσει η εκδίκαση των εφέσεων να είμαστε όλοι και όλες στο Εφετείο για μια νίκη και άλλη μια αφετηρία αγώνα.