Αισιοδοξία και απαισιοδοξία με την αλλαγή του χρόνου

(Σε μια μικρή προσπάθεια να μετριαστεί η οργή ενάντια στη μεγάλη έκταση του κειμένου, αναφέρουμε ότι το κείμενο αυτό αποτελεί τη συρραφή δύο εν δυνάμει διαφορετικών κειμένων. Έτσι θα μπορούσε να διαβαστεί και ως δύο διακριτά μέρη)

ΜΕΡΟΣ Α: ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ

Οι δείκτες της απαισιοδοξίας μας.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, δημοσιεύεται το χειμερινό «Ευρωβαρόμετρο» που παρουσιάζει το πώς βλέπουν οι πολίτες της Ευρώπης την πολιτική και οικονομική κατάσταση. Τη δημοσίευσή του ακολουθούν πάντα δημοσιεύματα με τίτλους όπως «Πιο απαισιόδοξος λαός στην Ευρώπη οι Έλληνες» ή « ένα εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού πιστεύει ότι θα χειροτερέψει η κατάστασή του τους επόμενους 12 μήνες».

Πολλές φορές οι Έλληνες  κατακτούν πρώτες θέσεις σε τέτοιες έρευνες. Πολλά χρόνια θυμάμαι να είμαστε ο πιο απαισιόδοξος λαός στην Ευρώπη. Στις ευρωπαϊκές έρευνες για την ποιότητα ζωής στις πόλεις, η Αθήνα βγαίνει σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες (εκτός από την πρόσβαση σε φθηνή στέγη) τελευταία στο δείκτη ικανοποίησης των πολιτών της. Ορισμένες φορές μάλλον υπερβάλαμε, γιατί, αν και δεν έχω αναλυτικά στοιχεία, αμφιβάλλω αν σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την ποιότητα ζωής και τις υποδομές της πόλης, η Αθήνα υστερεί σε σχέση με όλες τις πόλεις των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που φιγούραραν από πάνω. Μέσα από τις αριθμητικές καταγραφές οι άνδρες και οι γυναίκες παρουσιάζονται να έχουν, και ίσως είχαν και πριν από την κρίση, μια «έμφυτη» απαισιοδοξία και δυσαρέσκεια. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου μέσα σε πολύ συμπυκνωμένο χρόνο δημιουργεί μια δικαιολογημένα τεράστια αναίρεση προσδοκιών.

Δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η πρωτιά μας και στο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι η τεράστια επιδείνωση που παρατηρείται μέσα σε ένα μόλις εξάμηνο από τον περσινό Ιούνη. Κατά τεράστια ποσοστά της τάξης του 80% και 90% οι Έλληνες και Ελληνίδες θεωρούν την οικονομική κατάσταση κακή και το μέλλον ακόμα χειρότερο, ποσοστά αυξημένα κατά 30% σε σχέση με έξι μήνες πριν. Με δεδομένο ότι το περσινό Ευρωβαρόμετρο του Δεκέμβρη του 2014 διενεργήθηκε πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου, προκύπτει με σαφήνεια πώς ένα ευρύ ρεύμα αισιοδοξίας διαμορφώθηκε από τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Το ρεύμα αυτό παρέμενε σχετικά ισχυρό μέχρι και τον Ιούνη, για να κατακρημνιστεί μετά τη συνθηκολόγηση του Ιούλη και την ολοκληρωτική στη συνέχεια υποταγή στο μνημονιακό μονόδρομο.

Η έρευνα αυτή, επανέλαβε αυτό που όλοι και όλες γνωρίζουμε και βλέπουμε καθημερινά. Ένα κλίμα απόσυρσης, απογοήτευσης, ανημποριάς σκεπάζει την κοινωνία μας, αποδεκατίζει τις προσωπικότητες και διατρέχει ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες. Σαφώς, η βασική αιτία είναι επιδείνωση των συνθηκών ζωής και εργασίας, της οποίας τα αποτελέσματα συσσωρεύονται όσο περνούν τα χρόνια. Όμως, είναι πιο εμφανές από ποτέ, ακόμα και για κόσμο του αγώνα, ότι αυτό που συντρίβει ολοκληρωτικά τις περισσότερες υπάρξεις, δεν είναι μόνο το άδειο πορτοφόλι ή καμιά φορά και η άδεια κοιλιά, αλλά η άδεια από ελπίδα καρδιά, το άδειο από όρεξη και αισιοδοξία μυαλό.

Η συνοπτική ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο ερχομός της κρίσης, βρήκε την ελληνική κοινωνία ανέτοιμη και τις δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς ανεπαρκείς. Μετά την αρχική αμηχανία, η δύναμη του λαϊκού παράγοντα άρχισε να γιγαντώνει και μια ισχυρή αλλά ασαφής ως προς την προοπτική της ελπίδα γεννήθηκε στους πολλαπλούς κοινωνικούς αγώνες. Παρά τις αυξομειώσεις, η δυναμική αυτή κορυφώθηκε στο πύρινο διάστημα από το καλοκαίρι του 11 μέχρι τον Φεβρουάριο του 12. Για πολλούς λόγους, η ελπίδα για αλλαγή που γεννήθηκε στους δρόμους και τις πλατείες, εναποτέθηκε στην εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και το σχηματισμό της «κυβέρνησης της Αριστεράς».  Αυτή η τάση δεν αναιρέθηκε με τη νίκη της ΝΔ στις διπλές εκλογές του 12, αντιθέτως ενισχύθηκε ενώ παράλληλα η δυναμική των αγώνων ολοένα και μειωνόταν.

Τέτοιες μέρες πέρσι ανακοινώνονταν οι εκλογές που θα έφερναν εν τέλει την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα. Ακόμα και όσοι/ες δεν στήριξαν ποτέ το εγχείρημα αυτό, αναγνώριζαν ότι τόσο πριν όσο και το πρώτο διάστημα μετά τις εκλογές, η λαϊκή στήριξη και ελπίδα στην «πρώτη φορά αριστερή» κυβέρνηση ήταν σχεδόν πάνδημη, τουλάχιστον στα κατώτερα στρώματα και το ευρύτατο κοινωνικό αγωνιστικό μπλοκ. Και αυτή η ελπίδα, παρέμενε σχετικά ισχυρή μέχρι το καλοκαίρι του 2015, παρά τις πολυάριθμες διαψεύσεις που είχαν προηγηθεί. Ο ιστορικός Ιούλης, συμπύκνωσε μέσα σε πολύ λίγες μέρες την αντίφαση μεταξύ της κορύφωσης της λαϊκής αποφασιστικότητας στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος και της απότομης κατάρρευσης των ελπίδων στην ολοκληρωτική μνημονιακή μετάλλαξη του κυβερνώντος κόμματος.

Παρότι από πολλές πλευρές η μεταστροφή αυτή είχε προβλεφθεί και παρά την διαφωνία και αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ ευρύτατων κομματιών, κανείς δεν αποδείχτηκε κληρονόμος της λαϊκής στήριξης και η διάχυτη ενεργητικότητα και ελπίδα κάπου καταχωνιάστηκε. Μέχρι σήμερα, μόνο δειλά σημάδια της έχουμε συναντήσει αν και τόσο πολύ την αναζητούμε.

Οι πολλαπλές αποχρώσεις της απαισιοδοξίας και αισιοδοξίας.

Τα πιο εύκολα, αλλά άγονα, προ-μνημονιακά χρόνια, το δύσκολο για την Αριστερά ήταν να πείσει πλειοψηφικά λαϊκά τμήματα ότι «ο κόσμος αλλάζει». Μπορεί να επιτυγχάνονταν μαζικές στηρίξεις σε επί μέρους αγώνες ή λαϊκά και νεολαιίστικα ξεσπάσματα, ωστόσο αποδεικνυόταν πάντα δύσκολο να μεταφραστούν αυτά σε σταθερές οργανωτικές σχέσεις και στρατεύσεις σε κόμματα, οργανώσεις και κάθε μορφής συλλογικότητες που σχετίζονται με μια συνολικού τύπου αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Η δυσκολία αυτή, ήταν ακόμα πιο εμφανής, στα κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Η στήριξη που απέσπασε το σύνθημα της κυβέρνησης της Αριστεράς, φανέρωσε μια σχετική στροφή στο ότι «ο κόσμος μπορεί να αλλάξει». Ήμουν από αυτούς που πίστευαν ότι «ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει έτσι». Κι όμως, δεν ήταν λίγες οι φορές που νόμιζα ότι οι συνομιλητές και οι συνομιλήτριες μου είχαν προσκολληθεί στην άποψη σύμφωνα με την οποία «κι αν κόσμος αλλάζει, δεν πρόκειται να αλλάξει τώρα». Αν το σκεφτούμε καλύτερα, περίπου αυτό δεν αποπνέει η στάση του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια;

Σήμερα, αποδεικνύεται δύσκολο για τις αντιμνημονιακές, αντικαπιταλιστικές κ.α. δυνάμεις να μετασχηματίσουν το σήμερα κοινά αποδεκτό «ο κόσμος δεν αλλάζει έτσι», σε ένα ελπιδοφόρο «ο κόσμος αλλάζει αλλιώς». Όπως η ευρεία πλειοψηφία αποφάνθηκε τα προηγούμενα χρόνια, ή έστω ήλπισε, ότι «ο κόσμος αλλάζει» με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι σήμερα τείνει να επιστρέψει στο ότι «ο κόσμος δεν αλλάζει» του παρελθόντος. Όπως δεν ήταν αλήθεια το πρώτο, έτσι δεν είναι αλήθεια και το δεύτερο. Όμως αυτό μικρή σημασία έχει. Στην ιστορία, αυτό που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ισχυρό για να γίνει πραγματικότητα, είναι και αυτό που γίνεται αληθινό.

Αναμφίβολα, το τοπίο, ειδικά για τους αριστερούς και τις κομμουνίστριες, είναι εφιαλτικό. Σε παγκόσμια κλίμακα, η κρίση μάλλον μπαίνει στη νέα και χειρότερη φάση της. Στην περιοχή μας τα τύμπανα του πολέμου ηχούν όλο και πιο δυνατά, οι θάλασσες μας καθημερινά ξεβράζουν νεκρά παιδιά, στην Ευρώπη ενισχύεται η ακροδεξιά ή «αριστερές» δυνάμεις λιγότερο ριζοσπαστικές και από τη μνημονιακή μας κυβέρνηση. Πόλεμοι, χρεωκοπίες, ISIS, νεκροί σύντροφοι στην Τουρκία, εθνικισμοί σε όλα τα Βαλκάνια, ήττα και μεταστροφή της Αραβικής Άνοιξης. Ο κόσμος, φαίνεται να οδηγείται σε ανείπωτα δεινά, χωρίς καμία ορατή δύναμη αντιρρόπησης, εκτός από ορισμένα φωτεινά παραδείγματα στη Ροζάβα, την Αν. Ουκρανία και αλλού.

ΜΕΡΟΣ Β: ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ ΜΑΣ

Αυτή η συνθήκη τροφοδοτεί διαφορετικές στάσεις και τρόπους αναμέτρησης με την πραγματικότητα. Θα αναφέρω τέσσερις, με το μυαλό στον πολύ ευρύ κόσμο που έστω και από διαφορετικά μετερίζια κατά καιρούς, εναπόθεσε και εναποθέτει την ελπίδα του στην αριστερά και την κοινωνική χειραφέτηση.

Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς  σ.1Από το «Μη με ρωτάς», στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, μουσική: Μάνος Λοΐζος

Ένα μεγάλο κομμάτι του δυναμικού που συνδέθηκε με τους αγώνες των προηγούμενων ετών, φαίνεται να καθηλώνεται από τις δυσκολίες της εποχής. Ρητά ή άρρητα, αποστρέφεται όλο και περισσότερο τις πολιτικές συζητήσεις και διεργασίες, όλο και λιγότερο τολμάει να παραδεχτεί ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Το βλέπουμε αυτό, στις κοινωνικές συναναστροφές, στις παρέες, ακόμα και στον κόσμο των οργανώσεων της Αριστεράς. Όλο και περισσότεροι/ες στρέφονται σταθερά σε πράγματα που κρατούν απασχολημένη τη σκέψη τους, έτσι ώστε να μην αναμετρώνται με τα πολιτικά ερωτήματα της εποχής. Σαφώς δεν είναι κατακριτέα ειδικά στις σημερινές συνθήκες η προσπάθεια για επαγγελματικά βήματα, ή η διάθεση για δημιουργικό προσωπικό χρόνο. Συχνά, όμως,  μια βαθιά θλίψη αναβλύζει πίσω από την εξωτερική άρνηση.

«Πρέπει να θυμάσαι, αγάπη μου, πως όταν έλεγα κάτι, για κάποιο θέμα, ποτέ δεν έφτανα στο τέλος του και γι’ αυτό σταμάτησα από καιρό να μιλάω» σ.2Τσαρλς Ντίκενς: Δύσκολα Χρόνια (εκδ. Ζαχαρόπουλος) , έλεγε η μητέρα στην κόρη της Λουίζα, στα Δύσκολα Χρόνια του Ντίκενς.

Πολύς κόσμος έχει πάψει να μιλάει, νομίζοντας ότι θα πάψει έτσι και να σκέφτεται. Για αυτό θέλει και να σταματήσουν οι ερωτήσεις. «Αν είναι κάτι να απαντηθεί, ας το απαντήσει η ιστορία, ας το απαντήσουν άλλοι/ες. Δε χρειάζεται να το κάνω εγώ.»

Είναι βέβαιο, πως στο παρελθόν εκατομμύρια επέλεξαν αυτό τον δρόμο, λόγω της απογοήτευσης, λόγω διαφωνιών, λόγω προσωπικών δυσκολιών κ.α. Όμως, η εποχή δεν είναι βολική για προσωπικές αποδράσεις. Δεν είναι μια περαστική μπόρα που αν βάλεις το κεφάλι στην άμμο, μπορεί να σωθείς για τη συνέχεια. Ίσα ίσα, που η επιλογή της απομάκρυνσης από τα ερωτήματα δε φέρνει την επιθυμητή ηρεμία στο μυαλό, αλλά αντιθέτως οδηγεί ακόμα πιο βίαια στην καταρράκωση. Όπως έλεγε η Άρεντ:

«Συχνά μια εποχή βάζει πάρα πολύ καθαρά τη σφραγίδα της σ’ όσους επηρεάστηκαν το λιγότερο απ’ αυτήν, σ’ όσους ήταν οι πιο απόμακροι απ’ αυτήν και συνεπώς υπέφεραν περισσότερο.» σ.3Χάννα Άρεντ: Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (εκδ. Νησίδες)

Να πετύχω με μια μπαταριά χίλια φλουριά, για να σου χαρίσω μαντάτα καλά σ.4Από το «Γιουσουρούμ» του Νικόλα Άσιμου ή Αναζητώντας το μεγάλο κόλπο.

Η διπλή εμπειρία της εκλογικής νίκης και πολιτικής ήττας του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ έχει τροφοδοτήσει και αντίστοιχα αντιφατικές πολιτικές αποτιμήσεις της. Η σωστή αναγνώριση της ανεπάρκειας των επιμέρους αγώνων που δεν αναμετριούνται με το ερώτημα της συνολικής πολιτικής ανατροπής, καταλήγει ορισμένες φορές στη συνειδητή ή μη υποτίμηση κάθε κοινωνικής, θεωρητικής και πολιτικής διεργασίας που δεν υποδηλώνει ένα ευκρινές σχέδιο άμεσης πολιτικής ενοποίησης και κυβερνητικής διεξόδου, μια επαρκώς τεκμηριωμένη και με άμεσα αποτελέσματα φαεινή ιδέα.

Στην πραγματικότητα είναι μια άλλη μορφή αποδοχής της ήττας της αριστερής πολιτικής. Διότι ως τέτοια δεν μπορεί παρά να ορίζεται μια συνολική διαδικασία που συνδέει κάθε κοινωνική διεκδίκηση και κάθε θεωρητική, ιδεολογική επεξεργασία με ένα συνδυασμό τακτικής και στρατηγικής που προωθεί τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων σε αυτή στρωμάτων από το σήμερα μέχρι την επανάσταση και τον κομμουνισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, η ευκολία με την οποία ξεπερνιούνται στις καθημερινές πολιτικές συζητήσεις τα τεράστια προβλήματα του κινήματος, η διαρκής πολιτικολογία για εκατομμύρια κατατεθειμένα ή προς κατάθεση σχέδια επί χάρτου, η αδιαφορία για οποιαδήποτε ιδεολογική συζήτηση δεν έχει ένα άμεσο, «απτό» αποτέλεσμα και η απουσία από τις, ακόμα ανεπαρκείς αλλά σημαντικές, μάχες που γίνονται, είναι μια κακή κληρονομιά που έχει αφήσει η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αναμονή ενός σχετικά εύκολου μεγάλου κόλπου, μιας «μπαταριάς» (που μάλιστα δεν είναι καν η επανάσταση) που θα μπορέσει απευθείας να υπερκαλύψει τους δυσμενείς συσχετισμούς, σαφώς δεν μπορεί να αντιρροπήσει την απαισιοδοξία. Η κοινωνία κλονίζεται από μια τεράστια αντίφαση: Από τη μια μεριά υπάρχει επείγουσα αναγκαιότητα για μια διαφορετική προοπτική και  δυνάμει πλατιά ακροατήρια υποστήριξής της, από την άλλη οι δυσκολίες αποδείχτηκαν τεράστιες και οι υπάρχουσες πολιτικές προτάσεις ανεπαρκείς. Η εκφωνήσεις «σχεδίων», ενώ προσπαθεί να αναμετρηθεί με την ανάγκη των συνολικών προτάσεων διεξόδου, αδυνατεί να πείσει γιατί προσκρούει στο τείχος της έλλειψης απάντησης για το ποιος και πώς θα υλοποιήσει τα σχέδια αυτά.

Σε τι λοιπόν προσβλέπω; Σε μικρά πράγματα αφού η δυνατότητα για μεγάλα αποπέμφθηκε από την ιστορία σ.5  Με μια μικρή συντόμευση, η φράση αυτή αποδίδεται στον αρχιτέκτονα Aldo Rossi (βλ. D. Harvey: Η κατάσταση της Μετανεωτερικότητας, εκδ. Μεταίχμιο). Εδώ χρησιμοποιείται χωρίς κάποιο σχόλιο για το μοντερνισμό, το μεταμοντερνισμό κτλ.

Η άλλη όψη της αναζήτησης του μεγάλου κόλπου, είναι η παραίτηση από την ελπίδα της συνολικής ανατροπής. Είναι ιδιαίτερα έντονη σε ευρύτατα αγωνιστικά κομμάτια, κατά κύριο λόγο σε τμήματα που εξέφρασαν τη ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων ολόκληρης της τελευταίας δεκαετίας, επένδυσαν στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ και διαψεύστηκαν από την κατάληξή του. Ουσιαστικά αποτελεί μια πιο ελπιδοφόρα έκφραση της απογοήτευσης.

Η τάση αυτή αναγνωρίζει τη δυσκολία των συσχετισμών και για αυτό διαφοροποιείται από την πολιτικολογία των μεγάλων σχεδίων, επιλέγοντας συνειδητά ή ασυνείδητα την αποκλειστική εμπλοκή με επιμέρους μέτωπα ή ζητήματα. Ορισμένες φορές, η έκφραση αυτής της τάσης δείχνει μια αντοχή του διάχυτου αγωνιζόμενου κόσμου που ξεπερνά τις προσδοκίες των οργανωμένων τμημάτων της Αριστεράς, όπως φαίνεται στις συνταρακτικές προσπάθειες αλληλεγγύης στους πρόσφυγες.

Δε σημαίνει προφανώς, ότι ο κάθε αγωνιστής και αγωνίστρια που δίνει τα πάντα σε έναν αγώνα, στερείται συνολικότερης πολιτικής τοποθέτησης, ούτε ότι οφείλει να έχει συγκεκριμένους δεσμούς με κόμματα και οργανώσεις. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις γίνεται εμφανής μια τάση απόρριψης των συνολικότερων πολιτικών στοχεύσεων – ακόμα και συζητήσεων- καθώς η «μεγάλη εικόνα» φαντάζει μαύρη και απαράλλαχτη. Τα μεγάλα σχέδια έχουν φθαρεί, οι ελπίδες για μια καθολική βελτίωση έχουν ξεθωριάσει. Αν κάτι μικρό μπορεί να γίνει, ας κεντρίσει αυτό το ενδιαφέρον μας.

Παρά την αγωνιστικότητα που αποπνέει η στάση αυτή, δεν κατορθώνει ούτε αυτή να αναιρέσει τη γενική εικόνα απαισιοδοξίας και αμηχανίας. Αυτό διότι, πράγματι η εποχή είναι τόσο μαύρη, που μόνο η προοπτική μιας ολότελα διαφορετικής κατάστασης μπορεί να διαμορφώσει μαζικά κύματα έμπνευσης και ελπίδας. Παρά το θαυμαστό θάρρος και δυναμισμό που αποκαλύπτει κάθε μικρός ή μεγάλος αγώνας συγκρούεται με τα όρια που οι ευρύτερες συνθήκες στη χώρα και την Ε.Ε. καθορίζουν Έτσι, αποδεικνύεται κάθε φορά δύσκολη η νίκη των επιμέρους αγώνων, κάτι που τροφοδοτεί εκ νέου τις τάσεις παραίτησης.

Πώς τολμάς να απογοητεύεσαι σύντροφε; σ.6Παραλλαγμένος τίτλος από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Αγγελάκα «Πώς τολμάς να νοσταλγείς, τσόγλανε» (εκδ. Λιβάνης)

Στον αντίποδα των προηγούμενων αποχρώσεων της απογοήτευσης, εμφανίζεται μια τάση επιθετικής άρνησής της. Η πιο καθαρή μορφή αυτής εκφράζεται από το ΚΚΕ που βέβαια δε συμμερίστηκε κάποια ελπίδα όλα τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά – και αυτό είναι το βασικό- από όλες τις εξάρσεις του κινήματος. Ωστόσο, με διαφορετικό τρόπο, αναδεικνύονται τέτοιες λογικές και σε άλλους οργανωμένους χώρους της Αριστεράς και του κινήματος.

Εκκινεί από μια σωστή αφετηρία, υπεράσπισης των καθημερινών αγώνων και των συνολικότερων πολιτικών προτάσεων και επιδιώκει τη θωράκιση των πρωτοπόρων αγωνιστών και αγωνιστριών από τις πάντα εύκολες τάσεις παραίτησης. Άλλωστε, ότι οι γενιές των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχουν επιδείξει αντίστοιχο σθένος με παλαιότερες εποχές όπου τα μέλη κομμουνιστικών και αριστερών οργανώσεων περνούσαν δυσβάστακτες δοκιμασίες για πολλά χρόνια μέχρι να δικαιωθούν (αν δικαιώνονταν) οι προσπάθειές τους.

Ωστόσο, η ελπίδα και η εμπιστοσύνη σε πολιτικά σχέδια δε μπορεί να δημιουργηθεί με διατάγματα και κομματικά ντοκουμέντα. Ο κλονισμός που αισθάνονται πολλοί και πολλές, δεν αποτρέπεται με πανοπλίες σιγουριάς, διότι ανατροφοδοτείται διαρκώς από την κοινωνική συναναστροφή και το γενικότερο κλίμα μιας εποχής. Οι κομματικές ηγεσίες συνηθίζουν να ταυτίζουν την αμφισβήτηση της γραμμής τους με την παραίτηση από τον αγώνα και την υπόθεση της επανάστασης. Όμως, αυτό που αιωρείται σαν προβληματισμός σε διευρυμένα αριστερά ακροατήρια, δεν είναι η αναίρεση της δυνατότητας κοινωνικής ανατροπής, αλλά η αίσθηση πως οι υπάρχουσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις είναι αδύναμες να την υλοποιήσουν, όσο δε μετασχηματίζονται και οι ίδιες. Ένα πολιτικό σχέδιο δεν  μπορεί να κριθεί στην ολότητά του αν δεν υλοποιηθεί αποφασιστικά από τα μέλη του φορέα που το καταθέτει, ωστόσο η έλλειψη στράτευσης και έμπνευσης είναι ήδη ένα τεκμήριο της μη επιτυχίας του.

Την ίδια στιγμή που είναι εμφανής η αδυναμία αποτελεσματικής αναμέτρησης με τη μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, πληθαίνουν οι δημιουργίες οργανώσεων, κομμάτων, μετώπων, πρωτοβουλιών κτλ. Κάθε πολιτικός χώρος προσπαθεί να βρει το όχημα με το οποίο θα δώσει τη μάχη στη νέα φάση και το σχέδιο με το οποίο θα εμπνεύσει τα μέλη του και θα προσελκύσει νέα. Οφείλει να διαμορφώσει κάποιες ακλόνητες βεβαιότητες που θα διαμορφώσουν έστω την αίσθηση ενός καταφυγίου για να περάσει ο χειμώνας.

Όσο, όμως, αυτές οι βεβαιότητες βρίσκονται σε αναντιστοιχία με ευρύτερες κοινωνικές τάσεις και δεν απαντούν σε θεμελιώδη ερωτήματα, τόσο τα σχέδια που διαμορφώνονται θα μοιάζουν περισσότερο με απόπειρες εσωτερικής διαχείρισης της αδυναμίας παρά με νέα ελπιδοφόρα εγχειρήματα. Και όσοι/ες έχουν περάσει λίγα χρόνια στην Αριστερά, γνωρίζουν ότι η διάρκεια ισχύος βεβαιοτήτων που δεν πατούν σταθερά στη γη είναι μικρή, και τα ασταθή καταφύγια δεν αρκούν για τόσο μεγάλους χειμώνες.

Και;

Το ερώτημα βέβαια παραμένει, αν υπάρχει καμία πρόταση άξια να κατατεθεί, που να μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Μάλλον, στο κείμενο αυτό, καμία τέτοια λύση δε θα κατατεθεί. Ο συγγραφέας του, είναι μάλλον ο ίδιος φορέας ταυτόχρονα της απαισιοδοξίας και της αισιοδοξίας, κομμάτι περισσότερο του προβλήματος παρά της λύσης του.

Οι προαναφερθείσες «κατηγορίες» είναι τάσεις που αντιμάχονται διαρκώς εντός των περισσοτέρων και όχι γνωρίσματα συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, παρεών, κοινωνικών ομάδων κ.α. Είναι, εμφανές, ότι κάθε μια από αυτές τις αποχρώσεις της αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας –τουλάχιστον για τον κόσμο της Αριστεράς- δε μπορούν να λειτουργήσουν σαν απάντηση στο γενικό κλίμα ηττοπάθειας της εποχής. Αν κάτι θέλει να επισημάνει αυτό το κείμενο είναι, μια απειλή για την οποία έγραψε ο Σαρτρ: «Η αλήθεια μας, κινδυνεύει στα σοβαρά να παραμείνει μέχρι τέλους, η εναλλαγή των ψεμάτων μας σ.7Jean- Paul Sartre: Οι Λέξεις (εκδ. Άγρα) ».

Η αλλαγή που ευχόμαστε να φέρει (ή τουλάχιστον να κάνει βήματα προς) το νέο έτος, δε μπορεί να έρθει από την απόρριψη της ελπίδας, από την αποθέωση των «μεγάλων» ή των «μικρών», από την επανάληψη –ίσως με λίγη περισσότερο αποφασιστικότητα- των όσων κάναμε μέχρι σήμερα. Η ελπίδα δεν εξανεμίστηκε μετά την προσπάθεια υφαρπαγής της από τους νέο-μνημονιακούς. Όπως γεννήθηκε στις πλατείες, στις απεργίες, στις καταλήψεις, στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, ανασαίνει ακόμα και θα γεννηθεί ξανά. Όμως αυτό για να συμβεί, απαιτεί πρώτα αναγνώριση των λαθών και των αδυναμιών, απαιτεί αναστοχασμό και μετασχηματισμούς στο κίνημα και την αριστερά, απαιτεί μια ανασυγκρότηση που δε μπορεί παρά να είναι σε αντικαπιταλιστική και σύγχρονα κομμουνιστική κατεύθυνση.

Γιατί η ελπίδα για τους αριστερούς/ες συνδυάζει το όνειρο με την πραγματικότητα.

Όπως έλεγε ο Λένιν, χρησιμοποιώντας τον Πίσαρεφ:

«Αν ο άνθρωπος ήταν ολότελα στερημένος από την ικανότητα να ονειροπολεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν δεν μπορούσε κάπου-κάπου να τρέχει μπροστά και να συλλαμβάνει με την φαντασία του μια ακέραια και ολοκληρωμένη εικόνα του δημιουργήματος που μόλις αρχίζει να πλάθεται μέσα στα χέρια του, τότε δεν μπορώ καθόλου να φανταστώ πιο κίνητρο θα παρακινούσε τον άνθρωπο να αναλάβει και να φέρει σε πέρας εκτεταμένα και επίπονα έργα στον τομέα της τέχνης, της επιστήμης και της πρακτικής ζωής… Η διαφορά ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα δεν προκαλεί καμιά ζημιά, φτάνει μόνο το πρόσωπο που ονειροπολεί να πιστεύει σοβαρά στο όνειρό του, να παρατηρεί προσεκτικά τη ζωή, να συγκρίνει τις παρατηρήσεις του με τους ανάερους πύργους του και γενικά να δουλεύει ευσυνείδητα για να υλοποιεί την φαντασία του. Όταν υπάρχει κάποια επαφή ανάμεσα στο όνειρο και τη ζωή, όλα είναι εντάξει.» σ.8Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν: Τί να κάνουμε (εκδ. Σύγχρονη Εποχή)

 Αντί ευχών για το νέο έτος.

Λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, στα στρατόπεδα των εμπόλεμων δυνάμεων του Α Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκε το εξής αξιοπρόσεχτο:

«Οι λογοκριτές της Αυστροουγγαρίας που ήλεγχαν την αλληλογραφία των στρατιωτών, άρχισαν να διακρίνουν μια αλλαγή τόνου. Εκεί που οι στρατιώτες έγραφαν από τα μέτωπα του πολέμου «Θεέ μου φέρε μας την ειρήνη», τώρα έγραφαν «Αρκετά, φτάνει, ως εδώ» ή ακόμα «Λένε ότι οι σοσιαλιστές θα φέρουν την ειρήνη». σ.9Eric Hobsbawm: Η εποχή των Άκρων (εκδ. Θεμέλιο)

Υποσημειώσεις[+]