Ένας χρόνος από την Ευρω-Τουρκική Συμφωνία

Στις 18 Μάρτη, στον ένα χρόνο από τη συμφωνία της ντροπής ΕΕ-Τουρκίας, κινήματα από όλη την Ευρώπη δίνουν αγωνιστικό ραντεβού ενάντια στον ρατσισμό και τη στοχοποίηση προσφύγων και μεταναστών, για την κατάργηση της συμφωνίας της ντροπής ΕΕ-Τουρκίας, για να ανοίξουν τα σύνορα σε πολιτικούς και οικονομικούς πρόσφυγες, για να φιλοξενηθούν αξιοπρεπώς οι πρόσφυγες μέσα στον οικιστικό ιστό, για ίσα δικαιώματα και αξιοπρέπεια για όλες και όλους.

Το k-lab συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία 18Μ και τις κινητοποιήσεις θέλει να φιλοξενήσει στο διαδικτυακό του χώρο κείμενα, αναλύσεις, σχολιασμούς και εμπειρίες από συλλογικότητες, κοινωνικά κινήματα, πρωτοβουλίες και αγωνιστές-τριες που εμπλέκονται λιγότερο ή περισσότερο στο αντιρατσιστικό κίνημα.

Σήμερα φιλοξενούμε το άρθρο του Γιώργου Μανιάτη. Το κείμενο είναι επεξεργασμένη εισήγηση στην κατάληψη του City Plaza, τον Οκτώβρη του 2016. Μια συντομευμένη εκδοχή του δημσιεύεται στο Δελτίο Θυέλλης Τέυχος 46/26.


Ανάκτηση του ελέγχου επί της μετανάστευσης

Η υπογραφή της Ευρω-Τουρκικής Συμφωνίας στις 18 Μάρτη 2016 ήταν το επιστέγασμα των προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κλείσιμο των συνόρων και την ανάκτηση του ελέγχου επί της μεταναστευτικής κίνησης μετά το “μακρύ καλοκαίρι της μετανάστευσης” το 2015. Λίγες ημέρες νωρίτερα με μια συντονισμένη κίνηση του μπλοκ των χωρών του Βίσεγκραντ με την Αυστρία και τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και με την πλήρη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Συμβουλίου, μια πολυεθνική στρατιωτική δύναμη αναπτύχθηκε στα περάσματα της Βαλκανικής Διαδρομής. Ο δρόμος της μετανάστευσης που άνοιξαν οι πρόσφυγες με τη μαζική τους μετακίνηση και τον αγώνα τους για μια ζωή με ασφάλεια, αξιοπρέπεια και δικαιώματα, μετατράπηκε και πάλι σε μια παράνομη μεταναστευτική διαδρομή. Και οι τόποι όπου αναδύθηκε ένα χωρίς προηγούμενο για την Ευρώπη κίνημα αλληλεγγύης μετατράπηκαν σε χώρους επανεπιβολής του μονοπωλίου της κυριαρχίας κρατικών και διακρατικών μηχανισμών, σε ζώνες στρατιωτικής αποτροπής, συγκράτησης και διαχείρισης των μεταναστευτικών πληθυσμών.

Οι εξελίξεις αυτές προετοιμαζόταν συστηματικά ήδη από το φθινόπωρο του ‘15, στιγμή κορύφωσης της “προσφυγικής κρίσης” και ανάληψης από τη Γερμανία του ρόλου της “χώρας υποδοχής ύστατης ανάγκης” για ολόκληρη την ΕΕ: περιορισμός του περάσματος της Ειδομένης μόνο για σύρους-ες, αφγανούς-ες και ιρακινούς-ες το Νοέμβρη, διαδοχικές επισκέψεις της Μέρκελ στην Άγκυρα, ίδρυση των Hot Spot στα νησιά του Αιγαίου και ανάθεση στον στρατό της κατασκευής και διαχείρισής των προσφυγικών στρατοπέδων, εμπλοκή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και αναβάθμιση της Frontex σε Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή, εισαγωγή του προγράμματος μετεγκατάστασης αιτούντων ασύλου από Ελλάδα, Ιταλία και Ουγγαρία, στοχευμένη καταστολή ενάντια σε αλληλέγγυους-ες στα σύνορα, συλλήψεις διασωστών στη Λέσβο, κ.λπ.

Η ανασυγκρότηση των μηχανισμών ελέγχου και διαχείρισης της μετανάστευσης ήταν μια πολυεπίπεδη και σύνθετη διαδικασία, σε μια πυκνή περίοδο όπου η “προσφυγική κρίση” εξελισσόταν παράλληλα με την κρίση της Ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή κινήσεις επανεθνικοποίησης της πολιτικής συνόρων και επιβολής κατασταλτικών πολιτικών και περιφράξεων αποσταθεροποιούσαν το Χώρο Σένγκεν και υπονόμευαν την εφαρμογή ενός ενιαίου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου των ευρωπαϊκών συνόρων. Για την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της ΕΕ η γενικευμένη καταστολή της μετανάστευσης είναι τεχνικά καταδικασμένη και πολιτικά απονομιμοποιημένη. Τα φράγματα μόνα τους δεν επαρκούν για τον έλεγχο των “ροών”, η πίεση και ο όγκος τους μπορεί να τα περάσει, και γι’ αυτό χρειάζονται επίσης κανάλια και δεξαμενές. Και επίσης η τάξη δεν μπορεί να επιβληθεί μονομιάς και αδιακρίτως, αποκλειστικά με τη γυμνή δύναμη, χωρίς να υπάρχει ήδη ένας βαθμός ελέγχου της κατάστασης. Η καταστολή είναι αναπόσπαστο τμήμα και βασικό εργαλείο της κυριαρχίας, πρέπει ωστόσο για να είναι αποτελεσματική να είναι επιλεκτική και να έχει έναν βαθμό συναίνεσης των κυριαρχούμενων: την αποδοχή, την ανοχή και την πειθάρχηση της κοινωνίας. Με αυτήν την έννοια το κλείσιμο της Βαλκανικής Διαδρομής δεν θα μπορούσε να επιβληθεί τον Οκτώβρη του 2015, όταν περνούσαν τα ελληνο-τουρκικά 10.000 πρόσφυγες την ημέρα και όταν η μετανάστευση είχε αποκτήσει για πρώτη φορά έναν τέτοιο βαθμό δημοσιότητας, με το κίνημα αλληλεγγύης να έχει απλωθεί σε όλη τη μεταναστευτική διαδρομή, ασκώντας εκ των πραγμάτων εποπτεία και έλεγχο στη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών. Το κλείσιμο των συνόρων έγινε και έπρεπε να γίνει σταδιακά, έχοντας ήδη διαμορφώσει ζώνες ελέγχου της μετανάστευσης, μηχανισμούς περιορισμού και μείωσης της ταχύτητας και έντασης της μετακίνησης, χώρους όπου το κρατικό μονοπώλιο της βίας είχε ξαναεδραιωθεί.

Ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισης της μετανάστευσης

Ακριβώς ένα χρόνο από το κλείσιμο της βαλκανικής διαδρομής και την υπογραφή της Ευρω-Τουρκικής συμφωνίας, οι μηχανισμοί αποτροπής, ελέγχου και διαχείρισης της μετανάστευσης φαίνεται να παίρνουν την πλήρη τους μορφή, με τελευταία εξέλιξη την πρόσφατη επανένταξη της Ελλάδας το σύστημα των ενδο-ευρωπαϊκών απελάσεων του Κανονισμού του Δουβλίνου. Σ’ αυτούς μπορούμε να εντοπίσουμε τα βασικά στοιχεία της πολιτικής της ΕΕ, του “migration management”, όπως ονομάζει η ΕΕ το πλέγμα πολιτικών και τεχνολογιών για τον έλεγχο της μετανάστευσης και των “εξωτερικών συνόρων”:

  • Πολιτικές αποτροπής της μετανάστευσης και στρατιωτικές επιχειρήσεις στα σύνορα. Η Frontex, το NATO, η EUNAVFOR και οι εθνικές συνοριοφυλακές επιχειρούν από τις αρχές του 2016 συντονισμένα στο Αιγαίο και την Κεντρική Μεσόγειο, ενώ συνοριακούς φράχτες έχουν κατασκευάσει χώρες με “εξωτερικά σύνορα” της ζώνης Σένγκεν (Ελλάδα από το ‘12, Ουγγαρία στα σύνορα με τη Σλοβενία και σύντομα με τη Σερβία), αλλά ακόμη εσωτερικά της ζώνης Σένγκεν (όπως η Ουγγαρία, η Αυστρία έχει κατασκευάσει φράχτη στα σύνορα με τη Σλοβενία, ενώ ακύρωσε τα σχέδιά της για τα Αυστρο-Ιταλικά σύνορα).
  • Πολιτικές “εξωτερικοποίησης”/ανάθεσης σε τρίτες χώρες των συνοριακών ελέγχων και των πολιτικών ασύλου. Χώρες διέλευσης και προέλευσης ανακηρύσσονται “ασφαλείς χώρες” και στη βάση “διμερών συμφωνιών συνεργασίας” χρηματοδοτούνται για να συγκρατήσουν τους πρόσφυγες πριν φτάσουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια αλλά και να αποδεχτούν μαζικές απελάσεις υπηκόων τους ή υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφός τους. Πρόκειται για νεο-αποικιακού τύπου συμφωνίες των οποίων ο βαθμός “αποτελεσματικότητας” είναι ευθέως ανάλογος με το βαθμό αυταρχισμού των “συνεργαζόμενων” καθεστώτων (βλ. Τουρκία, Λιβύη, Τυνησία, παλαιότερα Μαρόκο και Μαυριτανία κλπ. καθώς και διάφορες χώρες προέλευσης, με πιο πρόσφατη το Αφγανιστάν).
  • Ένα ευρωπαϊκό σύστημα διαχείρισης της μετανάστευσης συγκεντρωμένο στις περιφερειακές “χώρες πρώτης εισόδου” που στοχεύει αφενός στη συγκράτηση και διεκπεραίωση ενιαίων νομικό-διοικητικών διαδικασιών για τους/τις νεοεισερχόμενους-ες μεταναστες-ριες στην ΕΕ (Hot Spot) και αφετέρου στην επιστροφή σε αυτές όσων καταφέρνουν παράτυπα να φτάσουν στις χώρες της επιλογής τους (Δουβλίνο).
  1. Το Hot Spot είναι ο νέος τύπος “πολυλειτουργικού” κέντρου κράτησης στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, και αποτελεί πρότυπο της λογικής του ευρωπαϊκού migration management. Τα Hot Spot δημιουργούνται στις “καυτές περιοχές”, δηλαδή ακριβώς στα σημεία όπου η “παράτυπη μετανάστευση” λαμβάνει χώρα, αρχικά (αν όχι αποκλειστικά) στην Ελλάδα και την Ιταλία. Κύριος στόχος είναι η ενοποίηση σε έναν χώρο και σε μια ενιαία διαδικασία των αστυνομικών και διοικητικών λειτουργιών με τις υπηρεσίες ασύλου. Στα Hot Spot εθνικές και ευρωπαϊκές υπηρεσίες διεκπεραιώνουν από κοινού και κατά σειρά: την εξακρίβωση εθνικότητας, την ταυτοποίηση και δακτυλοσκόπηση, την καταχώρηση των στοιχείων στις ευρωπαϊκές βάσεις δεδομένων και την ταχύρρυθμη διεκπεραίωση των αιτημάτων ασύλου. Η όλη διαδικασία φιλοδοξεί να οδηγήσει από τη μία πλευρά στη γρήγορη απόρριψη “καταχρηστικών” αιτημάτων ασύλου και στην άμεση έκδοση αποφάσεων απέλασης για τον κύριο όγκο των πολιτικών και οικονομικών προσφύγων και, από την άλλη, στην αποδοχή των αιτημάτων ασύλου για συγκεκριμένες, εκ των προτέρων προσδιορισμένες, κατηγορίες και εθνικότητες, μέρος των οποίων εντάσσονται στο νεοπαγές “πρόγραμμα μεταστέγασης” της Ε.Ε.
  2. Ο Κανονισμός του Δουβλίνου που αποσκοπεί στην αποτροπή της ενδο-ευρωπαϊκής “παράτυπης μετανάστευσης” από τις περιφερειακές στις χώρες της κεντρικής, βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Πυρήνας του Δουβλίνου είναι η αρχή της “πρώτης χώρας εισόδου”, η οποία δεσμεύει κάθε νεοεισερχόμενο-η στο σύστημα ασύλου της χώρας πρώτης καταγραφής και απαγορεύει την μετακίνηση του/της σε άλλη χώρα. Βάσει του κανονισμού του Δουβλίνου οι υπηρεσίες ασύλου κάθε χώρας υποχρεώνονται πριν την εξέταση ενός αιτήματος ασύλου να ελέγχουν τις βάσεις δακτυλικών αποτυπωμάτων (EuroDac) και εφόσον αυτά έχουν καταχωρηθεί σε άλλη χώρα μέλος του Δουβλίνου να διατάζουν την “επιστροφή” του/της αιτών/ούσας άσυλο εκεί. Οι επιστροφές βέβαια αφορούν στην συντριπτική τους πλειονότητα χώρες με “εξωτερικά σύνορα της ΕΕ” και ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την Ιταλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Δουβλίνο είχε εισέλθει σε κρίση πολύ νωρίτερα από το 2015, με την ουσιαστική εξαίρεση της Ελλάδας από τις “επιστροφές” το 2011, έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης το 2015 αποτελεί ένα μέτρο “ελάφρυνσης” των χωρών εισόδου, με αμφίβολη σε κάθε περίπτωση αποτελεσματικότητα.

 Ένας χρόνος εφαρμογής των ευρωπαϊκών πολιτικών μετανάστευσης

Το νέο καθεστώς συνόρων που διαμορφώνεται στην Ελλάδα προκύπτει κυρίως από το συνδυασμό της “προσέγγισης των Hot Spot” με την Ευρω-Τουρκική Συμφωνία. Ωστόσο τα δύο δεν πρέπει να ταυτίζονται. Η “προσέγγιση των Hot Spot” αποτελεί ένα ευρύτερο και μακρόπνοο σχέδιο της Κομισιόν για τη διαχείριση της μετανάστευσης στα σύνορα και εντάσσεται στην Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τη Μετανάστευση, την οποία εισηγήθηκε ως απάντηση στην κρίση του Δουβλίνου  ήδη από το 2011. Η Ευρω-Τουρκική Συμφωνία από την άλλη αποτελεί αντικείμενο της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ και γι’ αυτό ενέχει καταστατικά ένα πολύ μεγαλύτερο πεδίο διαπραγμάτευσης και συμβιβασμών και εξαρχής ένα πολύ μεγαλύτερο ρίσκο αποτυχίας. Η συγκεκριμένη συμφωνία, που δεν έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα, φαίνεται να έχει σχεδιαστεί για να αποτύχει (αρκεί να αναλογιστεί κανείς την υπόσχεση κατάργησης της βιζα για τους Τουρκους πολίτες), η ουσία της ωστόσο βρίσκεται πίσω και πέρα από όσα ρητά περιλαμβάνει.

Οι κύριες συνέπειες της εφαρμογής της πολιτικής των Hot Spot και της Ευρω-Τουρκικής συμφωνίας είναι οι εξής:

  • Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας δεν έχει λειτουργήσει ως προς τις διακηρύξεις της -μαζικές επιστροφές από τα ελληνικά νησιά και απευθείας μετεγκατάσταση 72.000 σύρων από την Τουρκία στην Ευρώπη. Από τους περιπου 28.500 πρόσφυγες που έφτασαν στη διάρκεια του χρόνου στα νησιά απελάθηκαν λιγότεροι από 1000, εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα παραιτήθηκε από το αίτημα ασύλου ή δεν υπέβαλε καθόλου. Ωστόσο οι μειωμένες αφίξεις πιστοποιούν ότι ο ουσιαστικός στόχος της συμφωνίας, ο δραστικός περιορισμός του περάσματος των θαλάσσιων συνόρων, επιτεύχθηκε από την πρώτη ημέρα εφαρμογής της.
  • Ως προς την ουσία της πολιτικής που επιβλήθηκε, ο συνδυασμός των Hot Spot με την Ευρω-Τουρκική συμφωνία οδήγησαν στην εγκαθίδρυση μιας ζώνης εγκλωβισμού των προσφύγων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Το νέο “εσωτερικό σύνορο” επέβαλε έναν χρονικό και γεωγραφικό χωρισμό της επικράτειας (και) των δικαιωμάτων: Έναν αυθαίρετο διαχωρισμό μεταξύ όσων προσφύγων βρίσκονται στα νησιά και όσων στην ηπειρωτική Ελλάδα και μεταξύ όσων ήρθαν πριν ή μετά τις 20 Μαρτίου, ημέρα εφαρμογής της Ευρω-Τουρκικής συμφωνίας. Οι δύο κατηγορίες προσφύγων παρότι δεν διαφέρουν στα χαρακτηριστικά τους, κατατάσσονται σε ένα διαφορετικό καθεστώς δικαιωμάτων, με τους πρόσφυγες στα νησιά να υφίστανται την απαγόρευση μετακίνησης, την υπαγωγή σε ταχύρρυθμες διαδικασίες ασύλου, την εξαίρεση από την διαδικασία “προ-καταγραφής” και από τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, τον αποκλεισμό από διαδικασίες μετεγκατάστασης κ.λπ. Για αυτούς/ες μοναδικός τρόπος εξόδου από την εξαίρεση δικαιωμάτων υπήρξε η “κατ’ εξαίρεση” αντιμετώπισή τους στη βάση της αναγνώρισής τους ως “ευπαθούς περίπτωσης” (vulnerability).
  • Ο στόχος της γρήγορης καταγραφής, ταυτοποίησης και ταχύρρυθμης εξέτασης των αιτημάτων ασύλου εντός των Hot Spot επίσης δεν επιτεύχθηκε. Οι νομικοί ακροβατισμοί στο νόμο 4375/2016 σχετικά με την αναγνώριση της Τουρκίας ως “πρώτης χώρας ασύλου” για τους/τις σύρους πρόσφυγες και ως “ασφαλούς τρίτης χώρας” για τους υπόλοιπους αμφισβητήθηκαν από τις Επιτροπές Προσφυγών, γεγονός που οδήγησε στην πραξικοπηματική τους αντικατάσταση από τον Μουζάλα και στην εφεξής απόρριψη της συντριπτικής πλειονότητας των αιτημάτων ασύλου. Οι συνέπειες αυτών των διαδικασιών είναι ωστόσο πολύ βαθύτερες, καθώς ακυρώνουν θεμελιώδεις αρχές του προσφυγικού δικαίου, υπό την ανοχή μάλιστα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Η αρχή της εξατομικευμένης εξέτασης του αιτήματος ασύλου παραβιάζεται με την εισαγωγή ενός κριτηρίου εθνικότητας, ενώ η αρχή της “μη επιστροφής” αιτούντων ασύλου σε χώρες που είναι μη ασφαλείς ή όπου κινδυνεύουν με απέλαση στις χώρες καταγωγής τους επίσης αίρεται με την αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς χώρας.
  • Η επιβολή της 25θήμερης κράτησης των προσφύγων στα Hot Spot απέτυχε από την πρώτη κιόλας μέρα, καθώς ακολούθησαν βίαια επεισόδια, εξεγέρσεις και καταστροφή των περιφράξεων. Από τότε επικρατεί ένα άτυπο καθεστώς “ανοιχτής πρόσβασης” για τους πρόσφυγες και επιλεκτικής απαγόρευσης εισόδου για τις κινήσεις αλληλεγγύης. Στη διάρκεια του χρόνου τα Hot Spot και οι καταυλισμοί στα νησιά έγιναν χώροι συνώνυμοι της εξαίρεσης δικαιωμάτων, της σκανδαλώδους διαχείρισης κονδυλίων και της κρατικά οργανωμένης εξαθλίωσης που οδήγησε στο μπαράζ θανάτων από το κρύο και ελλειπή περίθαλψη το Φεβρουάριο του 2017. Σήμερα, παρά την καθυστέρηση, οι διαδικασίες έχουν προχωρήσει σημαντικά, ώστε με βάση τις απορρίψεις των αιτημάτων ασύλου να μπορούν να ξεκινήσουν μαζικές απελάσεις στα τουρκικά παράλια -εφόσον η πλευρά της Τουρκίας συναινέσει και ελεγχθούν/κατασταλούν αποτελεσματικά οι αντιδράσεις των εγκλωβισμένων στα νησιά προσφύγων. Για το σκοπό αυτό μια σειρά “προαναχωρησιακών” κέντρων κράτησης προετοιμάζονται από το Υπουργείο στα νησιά των Hot Spot (Λέσβο, Χιο, Κω, Λέρο, Σάμο) ώστε οι αιτούντες άσυλο να παραλαμβάνουν ταυτόχρονα την σε δεύτερο βαθμό απόρριψη του ασύλου και την απόφαση απέλασης ενώ βρίσκονται κρατούμενοι-ες.
  • Στην άλλη πλευρά του “εσωτερικού συνόρου”, στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο προσφυγικός πληθυσμός που εγκλωβίστηκε μετά το οριστικό κλείσιμο της Ειδομένης ήταν σχετικά μικρός (περίπου 50.000-60.000). Συνολικά ο αριθμός των προσφύγων θεωρήθηκε διαχειρίσιμος και το μόνο ζήτημα που απασχόλησε την ευρωπαϊκή πολιτική αφορούσε την επιτυχή εκκένωση της Ειδομένης και την αποτροπή δημιουργίας άλλων περασμάτων προς τις βαλκανικές χώρες. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντί μιας ενεργού πολιτικής κοινωνικής ένταξης ακολούθησε τη λογική της “έκτακτης ανάγκης” του μαζικού προσφυγικού στρατοπέδου υπό στρατιωτική διοίκηση και με ανάθεση υπηρεσιών σε ιδιώτες και ΜΚΟ. Δεκάδες “καμπς” κατασκευάστηκαν με παράταξη σκηνών ή κοντέινερ σε εγκαταλελειμμένα από δεκαετίες στρατόπεδα και σε πρώην βιομηχανικές εγκαταστάσεις, χωρίς στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, σε πλήρη απομόνωση από την κοινωνία και χωρίς πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες και δικαιώματα. Έτσι, παρά τη σημαντική συμβολή των καταλήψεων στέγης και την επιλεκτική στέγαση σύρων σε διαμερίσματα από την Ύπατη Αρμοστεία, για την μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων απομένει ως μόνη επιλογή το προσφυγικό στρατόπεδο, έκφραση μιας αυτοεκπληρούμενης “κατάστασης έκτακτης ανάγκης” που μονιμοποιεί τον κοινωνικό αποκλεισμό και τροφοδοτεί τον ρατσισμό.
  • Στο ζήτημα του καθεστώτος παραμονής των προσφύγων στην ηπειρωτική Ελλάδα η επιλογή της κυβέρνησης ήταν η γενική απόδοση προσωρινού δικαιώματος παραμονής χωρίς διαχωρισμούς, στη βάση της διαδικασίας “προ-καταγραφής” που ανέλαβε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και που οδηγεί στο σύστημα ασύλου. Με αυτόν τον τρόπο η παραμονή και κατά συνέπεια η κοινωνική ένταξη των προσφύγων παραμένει επισφαλής καθώς εξαρτάται από θετική έκβαση της διαδικασίας ασύλου, ενώ έχει αποκλειστεί η νομιμοποίηση με παροχή άδειας παραμονής για εργασία. Έτσι, ο κίνδυνος απονομιμοποίησης χιλιάδων οικονομικών και πολιτικών προσφύγων παραμένει με ό,τι αυτό συνεπάγεται όσον αφορά τα δικαιώματα αυτών και των οικογενειών τους.
  • Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει ο ρόλος που έχει αποδοθεί σε ΜΚΟ, οι οποίες επιχορηγούνται άμεσα από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία, υποκαθιστώντας κρατικές υπηρεσίες. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αντανακλάται τόσο στην μετατροπή θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως αυτά της στέγασης, της εκπαίδευσης, της υγείας, της παροχής προνοιακού επιδόματος κλπ., σε στοχευμένα, περιορισμένης διάρκειας “προγράμματα και δράσεις”, όσο και στο εργασιακό καθεστώς των εργαζομένων σε αυτά.

 Προς μια σταθεροποίηση;

Οι περιπλοκές, αστοχίες και ανεπάρκειες στην εφαρμογή του συστήματος των Hot Spot και της Ευρω-Τουρκικής συμφωνίας επουδενί δε σημαίνουν την αποτυχία των ευρωπαϊκών πολιτικών. Παρότι έναν χρόνο μετά το ευρωπαϊκό καθεστώς συνόρων παραμένει εξαιρετικά ασταθές, από τη σκοπιά της ΕΕ έχει επιτευχθεί ένας κεντρικός πολιτικός στόχος: Η διάσχιση των συνόρων έχει μειωθεί σημαντικά ενώ στο ενδεχόμενο πλήρους κατάρρευσης της Ευρω-Τουρκικής συμφωνίας και συνακόλουθης αύξησης των “ροών” στο Αιγαίο, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να επαναληφθούν τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015. Με την επανένταξη της Ελλαδας στο σύστημα του Δουβλίνου στις 15 Μαρτίου 2017, το ευρωπαϊκό σχέδιο φαίνεται να ολοκληρώνεται με τις ελληνικές κυβερνήσεις να έχουν καταστεί περισσότερο από ποτέ εξαρτημένες από τη συμμετοχή, τεχνική και οικονομική, της ΕΕ στον έλεγχο των συνόρων και της μετανάστευσης. Έτσι, η δυνατότητα εναλλακτικής πολιτικής έχει περιοριστεί δραματικά, σε βάρος των προσφύγων και των δικαιωμάτων συνολικά.

Ένα χρόνο μετά το κλεισιμο των συνόρων, το άλλοτε ισχυρό επιχείρημα της κυβέρνησης περί μιας ανθρωπιστικής, ή έστω λιγότερο αυταρχικής αντιμετώπισης του μεταναστευτικού φαίνεται να έχει φτάσει στα όρια του. Στην νέα συνθήκη το πρόβλημα της μετανάστευσης δεν αφορά πλέον τα προβλήματα των προσφύγων, αλλά τον/την πρόσφυγα ως πρόβλημα. Τα αποτελέσματα της εφαρμοζόμενης πολιτικής -η μονιμοποίηση του προσφυγικού στρατοπέδου, ο αποκλεισμός από βασικά δικαιώματα, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης κλ.π.- παρουσιάζονται ως προβλήματα που οι ίδιοι οι πρόσφυγες προκαλούν: άστεγοι που υποβαθμίζουν τις περιοχές, εγκληματικότητα, εθνοτικές αντιπαραθέσεις κλπ. Έτσι, μετατοπίζεται το πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης και φτιάχνεται χώρος επανάκαμψης της ακροδεξιάς και της ατζέντας της τάξης και ασφάλειας, στην οποία συστηματικά καταφεύγουν φιλελεύθεροι τύπου Καμίνη. Αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εμφανίζει την καταστολή ως πολιτική κατευνασμού της δυσαρέσκειας των τοπικών κοινωνιών ή ακόμα και ως “πρόληψη της ανάπτυξης του ρατσισμού”.

Πριν από έναν χρόνο καταγγείλαμε ότι η “ευρωπαϊκή λύση της προσφυγικής κρίσης” με την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ταυτίστηκε, διεκδικώντας μάλιστα “την ιδιοκτησία των μέτρων”, ούτε ανθρωπιστική είναι, ούτε κοινή. Ότι, αντίθετα, η Ελλάδα γίνεται πεδίο εφαρμογής πολιτικών που οι ίδιες οι χώρες του πυρήνα της ΕΕ δεν εφαρμόζουν στην επικράτειά τους, αλλά συστηματικά αναθέτουν σε τρίτες χώρες και επωφελούνται από αυτές. Μετά το καλοκαίρι του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε τόσο το “αναπόφευκτο” της μνημονιακής πολιτικής όσο και την μη ύπαρξη εναλλακτικής (ΤΙΝΑ) στο μεταναστευτικό, διακηρύσσοντας ότι δεν υπάρχει αριστερή μεταναστευτική πολιτική, παρά μόνο διαχείριση ροών. Η συστράτευση με τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οδήγησε ωστόσο αναπόφευκτα στην σταδιακή απομάκρυνση από ό,τι, έστω αποσπασματικά, πρέσβευε ο ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο των δικαιωμάτων των μεταναστών-ριών. Έτσι από τον “πραγματιστικό ανθρωπισμό” της πρώτης περιόδου του Μουζάλα, περάσαμε μέσω της δημόσιας συγγνώμης προς τον Δένδια και τις εκκλήσεις για “εθνική ενότητα” στο προσφυγικό, στην πλήρη υιοθέτηση μιας πολιτικής που εργαλειοποιεί και απαξιώνει το δίκαιο διεθνούς προστασίας των προσφύγων και προωθεί τον κατακερματισμό δικαιωμάτων, τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα κράτησης και τις μαζικές απελάσεις. Στην πορεία αυτή δεν θα μπορούσαν να μην συμπαρασυρθούν αξίες και “ευαισθησίες”, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ανοχή και ατιμωρησία της αστυνομικής βίας κατά μεταναστών και μεταναστριών και τη μεθοδευμένη συγκάλυψη των αιτίων των θανάτων στα προσφυγικά στρατόπεδα. Σήμερα η μοναχική υπεράσπιση της Ευρω-Τουρκικής Συμφωνίας από το ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί αδιαμφισβήτητη ένδειξη ότι η “πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς” άγγιξε τον πυρήνα του κυνισμού που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης, όπου η ασφάλεια των συνόρων προηγείται της ασφάλειας των προσφύγων και όπου ο υπέρτατος στόχος της αποθάρρυνσης της μετανάστευσης περνάει μέσα από την επιβολή πολιτικών που στοχεύουν απευθείας στο σώμα των προσφύγων.

 Ενάντια στην ΤΙΝΑ στη μεταναστευτική πολιτική

Ο εξευρωπαϊσμός της μεταναστευτικής πολιτικής εκλαμβάνεται από ετερογενείς πολιτικές δυνάμεις ως η μόνη ορθολογική, αποτελεσματική και αναγκαία πολιτική για κάθε μέλος και για την ΕΕ συνολικά. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του τύπου “τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά” ή ότι “η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της” στη συνοριακή φύλαξη και να “δείξει αλληλεγγύη στον διαμοιρασμό των βαρών” προς την Ελλάδα. Επίσης, για κάποιου τύπου αριστερό ευρωπαϊσμό η κατασταλτική πολιτική παρουσιάζεται ως αναγκαίο κακό, ως η μοναδική πολιτική που μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ανάπτυξη του εθνικισμού και του ρατσισμού, υιοθετώντας μια διεστραμμένη λογική “να πολεμήσουμε το ρατσισμό πολεμώντας την μετανάστευση”.

Ο ευρωπαϊσμός, παρότι τραυματισμένος στην πορεία της κρίσης της ΕΕ και της “προσφυγικής κρίσης”, δεν έχει απολέσει την ηγεμονική του θέση στο μεταναστευτικό. Το ειδικό συμφέρον των Βρυξελλών και των χωρών του πυρήνα της ΕΕ μπορεί να εμφανίζεται ως “κοινό ευρωπαϊκό” και να στηρίζεται από τις πλέον ετερογενείς συμμαχίες. Την ίδια στιγμή που ισχυροποιείται μια πολίτικη που προσεγγίζει τη μετανάστευση με όρους ασφάλειας και απειλής της κοινωνικής συνοχής, ο ευρωπαϊσμός μπορεί εξίσου να επικαλείται τον “ανθρωπισμό” και τις “ευρωπαϊκές αξίες”, αποκρύπτοντας το πραγματικό περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της πολιτικής του: τη νεοαποικιακή αποποίηση της ευθύνης για τις αιτίες της προσφυγιάς και συνακόλουθα την αποφυγή της υποχρέωσης παροχής ασύλου και δικαιώματος παραμονής στους/στις οικονομικούς και πολιτικούς  πρόσφυγες -είτε με τον άμεσο αποκλεισμό είτε με την παρεμπόδισή τους να φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Οι δυνάμεις του αντιρατσιστικού κινήματος πρέπει σήμερα να αντιπαρατεθούν με τις ηγεμονεύουσες αντιλήψεις περί μη ύπαρξης εναλλακτικής και να αναπτύξουν την πολιτική τους παρέμβαση δεσμευμένες σε μια ταξική και διεθνιστική σκοπιά. Από αυτή τη σκοπιά η μετανάστευση και η προσφυγιά δεν αποτελούν ένα ειδικό πρόβλημα προς διαχείριση και η προσφυγική κρίση δεν νοείται αποκομμένη από την ευρύτερη οικονομική, πολιτική και οικολογική κρίση του καπιταλισμού. Όπως το “πρόβλημα” δεν είναι ουδέτερο, τυχαίο ή φυσικό, έτσι και οι “λύσεις” που προτείνονται δεν μπορούν να είναι ουδέτερες και τεχνοκρατικές, αλλά εμπεριέχουν και εκφράζουν κοινωνικά συμφέροντα.

Μια πολιτική στρατευμένη στο πλευρό των καταπιεσμένων και των αγώνων για τη κοινωνική χειραφέτηση,

  • αντιτάσσει στον “πραγματιστικό ανθρωπισμό” της ΕΕ και της κυβέρνησης τον πραγματικό ανθρωπισμό της αλληλεγγύης των καταπιεζόμενων. Αντιπαραθέτει στην “ασφάλεια των συνόρων” την ασφάλεια των προσφύγων και διεκδικεί τη δημιουργία ασφαλών διόδων, τη διάσωση στη θάλασσα και μια πολιτική αξιοπρεπούς υποδοχής.
  • Δεν περιορίζεται σε μια στενά ανθρωπιστική παρέμβαση που εξαντλείται στην υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά επιμένει στην ενότητα ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, με την έννοια ότι η υπονόμευση της μιας κατηγορίας δικαιωμάτων απειλεί άμεσα τις άλλες. Κεντρική θέση είναι ότι η εξαίρεση δικαιωμάτων των προσφύγων προαναγγέλλει/εμπεριέχει την απαξίωση και τον κατακερματισμό των δικαιωμάτων των γηγενών.
  • Αναδεικνύει το ρόλο και τις ευθύνες της Δύσης για τον πόλεμο και την εξαθλίωση στις χώρες προέλευσης, όχι μόνο για να καταγγείλει την υποκρισία της, αλλά ως το υπόβαθρο μιας ενεργού πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης για την κοινή πάλη ενάντια στην ανάπτυξη του ρατσισμού και εθνικού σωβινισμού στο εσωτερικό των εργαζόμενων τάξεων της Δύσης.
  • Αντιλαμβάνεται την μετανάστευση/προσφυγιά ως αντίδραση σε άδικες, εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές συνθήκες και τον αγώνα των μεταναστών για καλύτερη ζωή ως νομιμοποιημένο. Οι μεταναστεύσεις εμπεριέχουν καταστατικά τόσο την αποστέρηση και την καταπίεση, όσο και την κινητοποίηση της ανθρώπινης δημιουργικότητας και πράξης, που ξεπερνούν σύνορα και φράχτες.
  • Προτάσσει την αλληλέγγυα και χειραφετητική πράξη, τον κοινό αγώνα ντόπιων και ξένων εργαζομένων για την κατάκτηση της πραγματικής ισότητας, ως οργανωτικό και πολιτικό όρο για την υπέρβαση της εκμετάλλευσης, καταπίεσης και ανελευθερίας της κοινωνίας συνολικά.