Έσβησα και ξαναέγραψα την αρχή αυτού του κειμένου δεκάδες φορές. Ίσως γιατί δεν ήμουν σίγουρος τι ακριβώς θέλω να γράψω. Και τα γεγονότα αν και τόσο μακρινά επίμονα, από άλλους δρόμους, σκαρφαλώνουν ξανά στην επιφάνεια, ως επίμονες μνήμες. Όταν δημοσιεύτηκε η φωτογραφία της Τατιάνας, της πρώτης από τις είκοσι δύο γυναίκες που διαπομπεύθηκαν ως οροθετικές πόρνες τον Μάιο του 2012 από την κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς, έγραψα ένα κείμενο αρκετά φορτισμένος συναισθηματικά. Από τότε πέρασαν χρόνια, έγραψα τη διπλωματική μου πάνω στο ζήτημα αυτό, μελέτησα αλλά εκείνο το πρώτο αυθόρμητο συναίσθημα με υποβάλλει κάθε φορά που διαβάζω για το ζήτημα ή απλώς βλέπω φωτογραφίες ή τα δευτερόλεπτα κάποιου ρεπορτάζ.
Ζούμε σε παράξενη εποχή. Μετρούμε απώλειες πίσω από τις οθόνες και τους παχιούς τίτλους των εφημερίδων και η πιο σοβαρή πολιτική πράξη στη μνήμη τους είναι να τις πενθούμε δημοσίως. Έφυγε από τη ζωή, πριν λίγες ημέρες και η Μαρία, θύμα και αυτή της υπόθεσης και η μάνα της μοιράστηκε το πένθος της δημόσια και στις πέντε γραμμές τις επιστολής συμπυκνώνονται εκρηκτικά χιλιάδες σελίδες υψηλής θεωρίας: ««Έγινε πια κι αυτό και τώρα ο κύριος Λοβέρδος μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Η κοινωνία σχεδόν καθάρισε από αυτές τις κοπέλες κι αυτό το φρόντισε ο ίδιος. Εξευτέλισαν το παιδί μου, ήρθαν στο χωριό και το ΚΕΕΛΠΝΟ εξέτασε το εγγόνι μου μέσα στο σχολείο, μας εκθέσανε όλους, μας ξεφτίλισαν. Πήγαν τα κορίτσια στο υπόγειο της Γ’ πτέρυγας του Κορυδαλλού αντί να τα φροντίσουν στα νοσοκομεία. Τους πέταγαν το φαγητό από τα κάγκελα και εκείνα την ίδια ώρα κατάπιναν μπαταρίες. Δημόσια μας εξευτελίσανε και τώρα εγώ δημόσια ανταποδίδω λίγο πριν θάψω την κόρη μου ότι μπορεί πλέον να κοιμάται ήσυχος ο Ανδρέας Λοβέρδος». Δυο χρόνια πριν η Κατερίνα, ακόμη μια από τις γυναίκες αυτές είχε δώσει τέλος στη ζωή της καθώς δε κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την εμπειρία της διαπόμπευσης και ταυτόχρονα να πολεμήσει την εξάρτησή της.
Και έγινε ο πρόσφατος θάνατος της Μαρίας αφορμή για δυο δημοσιεύσεις στο twitter του τότε Υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου (12.05.2016) στις οποίες αφού δηλώσει πως προέχει η οδύνη για την απώλεια ενός ανθρώπου απαντά –λες και αυτό είναι το πρόβλημα- για το ποιος τυπικά διέταξε τη δημοσίευση των φωτογραφιών. Από την άλλη πλευρά ο νέος πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ, Θεόφιλος Ρόζεμπεργκ σε ημερίδα για το στίγμα του AIDS ζήτησε συγνώμη για τις ενέργειες της προηγούμενης ηγεσίας λέγοντας: «Η κατάπτυστη αυτή ενέργεια είχε την πλήρη κάλυψη και στήριξη της τότε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Υγείας και αποτέλεσε μια μελανή κηλίδα της χώρας μας, οδήγησε στη ντροπιαστική για την Ελλάδα καταδίκη πλήθος φορέων. Οι παραπάνω ενέργειες οδήγησαν σε ανύποπτο πόνο τις γυναίκες και τις οικογένειες τους ενώ πολλές από αυτές δε βρίσκονται σήμερα στη ζωή. Από τη θέση αυτή τιμούμε τη μνήμη τους και εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας στους οικείους τους».
Τέσσερα χρόνια δεν είναι αρκετά για να επιβάλλουν τη λήθη και οι συγνώμες διατυπωμένες στον δημόσιο λόγο δεν αρκούν για να αποκαθάρουν τους σκοταδιστικούς μηχανισμούς φασιστικής εξόντωσης ανθρώπων όπως εμφανίστηκαν στην παραδειγματική υπόθεση. Χρειάζεται η αντιμετώπιση πολύ σημαντικότερων τραυμάτων που άνοιξε αυτή η επιχείρηση και εκεί στοχεύουν οι παρακάτω επισημάνσεις.
Λογοθετική στόχευση και οπτική πραγμάτωση
Η συγκεκριμένη υπόθεση συνιστά τόσο από αναλυτική όσο και από πολιτική σκοπιά την «εικονοποίηση», την οπτική πραγμάτωση της ρητορικής που υιοθετήθηκε από την τότε κυβέρνηση, τα ΜΜΕ και άλλους θεσμικούς φορείς και αναπτύχθηκε μήνες πριν από το γεγονός. Πρόκειται την ανάπτυξη ενός ευρύτερου ξενοφοβικού και συντηρητικού λόγου που συνδυάζονταν με την τότε φρενήρη δημοσκοπική άνοδο της Χρυσής Αυγής και την διαφαινόμενη είσοδό της στη Βουλή που έχει ως αποτέλεσμα την μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου προς μια ατζέντα ακραίων θέσεων. Παράλληλα μέσω τις επίκλησης των «κινδύνων» υγείας που έφεραν οι «ασθενείς» Άλλοι προς το «υγιές» εθνικό σώμα επιχειρούνταν να συγκρατηθούν ρεύματα ψηφοφόρων που θα εκδήλωναν την απαξίωσή τους στις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές μέσω της ψήφου στη Χρυσή Αυγή. Αυτή τη μετατόπιση επισημαίνει και η Αθηνά Αθανασίου σχολιάζοντας την επιχείρηση μετατροπής του «φιλελεύθερου εξτρεμισμού» σε mainstream πολιτική ορθολογικότητα, τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην τότε κυβέρνηση Παπαδήμου, τις «μεταγραφές» Βορίδη και Γεωργιάδη στη Νέα Δημοκρατία, τον λόγο των Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη για την «υγειονομική βόμβα» της «λαθρομετανάστευσης» καθώς και τις απόψεις του επίδοξου (τότε) πρωθυπουργού Σαμαρά για την «ανακατάληψη των πόλεων» σ.1Αθανασίου, Αθηνά. 2012. Η κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, Αθήνα, Σαββάλας, σελ. 12. Η πολιτική αυτή στρατηγική επένδυε στην κατασκευή μιας εικόνας έντονης ανασφάλειας και ηθικού πανικού, μιας κατάστασης έκτακτης όπου έκτακτα έπρεπε να ρυθμιστεί για το «καλό» του κοινωνικού συνόλου.
Ενδεικτικές οι τοποθετήσεις του Α. Λοβέρδου στη διάσκεψη για το AIDS που διοργάνωσε ο ΟΗΕ όπου δηλώνει: «Κύριε πρόεδρε, την ώρα που μιλάμε σήμερα, ο κύριος στόχος μας είναι ο περιορισμός του trafficking. Στην χώρα μου είχαμε σημαντική αύξηση από καταγεγραμμένα κρούσματα AIDS την προηγούμενη χρονιά» και συνεχίζει «[…] πολλές από αυτές τις λοιμώξεις αφορούν γυναίκες από την υποσαχάριο Αφρική που τις έχουν φέρει παρανόμως στην χώρα και τις εξαναγκάζουν να εργάζονται ως πόρνες». Ο έτερος σοσιαλιστής υπουργός της κυβέρνησης λίγους μήνες αργότερα από το δελτίο ειδήσεων του Mega εισάγει τον όρο υγειονομικές βόμβες: «να τελειώνει η στάση αποχής και ανευθυνότητας, που κρατάμε όλοι μας απέναντι στα μεγάλα προβλήματα, όπως κάνουμε και με τα σκουπίδια τα οποία δε θέλει κανείς στην πόρτα του, αλλά τα έχουμε όλοι μας μπροστά στη πόρτα μας. Λοιπόν το πρόβλημα είναι πολύ απλό: τι θέλουμε να τους έχουμε στους δρόμους, με μεταδοτικές ασθένειες, ελονοσία, φυματίωση […]»
Όπως επισημαίνει ο Allen Feldman, τα ΜΜΕ διαθέτουν γενικευτικές ικανότητες που προωθούν και ενσταλάζουν αισθητήριες εξειδικεύσεις και ιεραρχικές ταξινομήσεις, όπως είναι η προτεραιότητα του οπτικού ρεαλισμού και το πολυσχολιασμένο έμφυλο ή φυλετικό βλέμμα. Συνεπώς τα ΜΜΕ μπορούν να λειτουργήσουν ως μηχανισμός εμπέδωσης της βιοπολιτικής κυριαρχίας. Ο ξενοφοβικός λόγος που ήδη δείξαμε σχετικά με τον υγειονομικό κίνδυνο από γυναίκες μετανάστριες συντέθηκαν στην αριχκή δημοσίοποίηση, την πρώτη φωτογραφία που δημοσιοποιήθηκε. Η οπτικοποίηση του κινδύνου κάτω από τους συγκεκριμένους όρους υποκειμενοποίησης του φύλου και της καταγωγής εμπεδώνει στον θεατή το δίκαιο του αναπτυσσόμενου λόγου αλλά κυρίως συγκροτεί οπτικά και την διαφοροποιητική διάτασή τους, δηλαδή το πως πρέπει να είμαι ώστε να μην ταυτίζομαι με τον «Άλλο». Και συνεχίζει: Όμως η κανονιστική οπτική του φύλου και της φυλής, ο αντικειμενικός ρεαλισμός, η απεικονιστική γραμματική των ΜΜΕ, δεν θα έπρεπε να ιδωθεί σαν ένα α-ιστορικό δεδομένο, αφού είναι μια συσκευή εσωτερικού και εξωτερικού αντιληπτικού αποικισμού που διαδίδει και νομιμοποιεί συγκεκριμένες αισθητήριες προδιαθέσεις σε βάρος άλλων, εντός και πέραν της δημόσιας κουλτούρας μας σ.2Feldman, Allen. 1997. «Περί πολιτισμικής αναισθησίας: Βία και τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης» στο Σερεμετάκη, Κ. Ν. (επιμ). Η παλιννόστηση αισθήσεων: Αντίληψη και μνήμη ως υλική κουλτούρα στην σύγχρονη εποχή, Αθήνα, Λιβάνης σσ. 183-221, σελ. 190. Ακριβώς κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να εξεταστούν όλες οι αναπαραστατικές τεχνικές που χρησιμοποίησαν τα ΜΜΕ σχετικά με το γεγονός αυτό.
Άρα το ζήτημα που προκύπτει δεν αφορά το ποιος έλαβε την απόφαση, αυτό είναι επουσιώδες, αλλά πως η χρήση του οπτικού ρεαλισμού στόχευσε βίαια την ίδια την ζωή των γυναικών αυτών. Γράφει η ανθρωπολόγος Πηνελόπη Παπαηλία: με την συνεχή επανάληψη στείρων εικόνων του «άλλου», ο ενσώματος χαρακτήρας της βίας στην ουσία παρακάμπτεται, αγνοείται και επανερμηνεύεται. Η συνηθισμένη –δηλαδή πολιτισμικά και ιστορικά μαθημένη- προσέγγιση στη φωτογραφία, που τη βλέπει ως αναπαραστατικό μέσο, ως παράθυρο στην πραγματικότητα, και όχι ως διαδικασία αισθητήριας αντίληψης, επίσης εξαλείφει την πιθανή βία του ίδιου του βλέμματος σ.3Παπαηλία, Πηνελόπη. 2013. «Η βία της οπτικοποίησης: Το πληγωμένο ξένο σώμα ως μιντιακό θέαμα στη σύγχρονη Ελλάδα» στο Ροζάκου Κατερίνα – Γκαρά Ελένη (επιμ.), Ελληνικά Παράδοξα: Πατρωνία, Κοινωνία Πολιτών και Βία, Αθήνα, Αλεξάνδρεια σσ. 451-481., σελ. 453. Αυτή η από-σωματοποίηση του εικονιζόμενου προσώπου αποτέλεσε και τον κοινό τόπο της αναδημοσίευσης των φωτογραφιών αυτών ευρύτατα στο διαδίκτυο και παρά τις μετέπειτα σχετικές δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την εισαγγελική παραγγελία της δημοσιοποίησης, οι εικόνες αυτές «αρχειοθετήθηκαν» και είναι ακόμη διαθέσιμες στο βλέμμα οποιουδήποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει το google. Τα διανοητά και βιώσιμα σώματα συγκροτούνται και αναγνωρίζονται ως τέτοια μέσω της διαρκούς και βίαιης αποκήρυξης των αδιανόητων και αβίωτων εκδοχών της από-κειμενικότητας [abjection], αυτού του καταστατικού εκτός [constitutive outside], το οποίο, ενώ προσδιορίζει τον απονομιμοποιημένο φασματικό τόπο του αποκλεισμού που συνιστά τον θεμελιώδη όρο της υποκειμενικότητας σ.4Αθανασίου, Αθηνά. 2006. «Φύλο, Υποκειμενικότητα και Εξουσία μετά το δεύτερο κύμα» στο Αθανασίου, Αθηνά, Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα, Νήσος σσ. 13-140, σελ. 103 γράφει η Αθανασίου και οι πολλαπλές μορφές οπτικής στόχευσης που όλοι μπορούμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας βλέποντας τα ρεπορτάζ της περιόδου, προδιαγράφουν το πεδίο του καταστατικού εκτός. Η παραγωγή της υποκειμενικότητας δηλαδή ως κανονιστικός μηχανισμός εγκαλεί το υποκείμενο σε μια νόρμα που διαφέρει ετεροκαθοριστικά από αυτό που δεν πρέπει να είναι. Η άσκηση αδιόρατων μορφών εξουσίας όπως τα γάντια και οι μάσκες κατά τη διάκρεια της εξέτασής τους από τον εισαγγελέα, περικλείει στην κατηγορία του «τη δεν πρέπει να είσαι», στην διάσταση της μη ταύτισης στοιχεία πέραν της εθνικής ταυτότητας ή του φύλου που αποτελούν πιο συνηθισμένες μορφές διάκρισης: το ασθενές σώμα, την σεξουαλικότητα και συγκεκριμένα την μη αναπαραγωγική διάστασή της, την τοξικοεξάρτηση.
Ωστόσο η κριτική στην δημοσιοποίηση των φωτογραφιών οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της και ένα ακόμη ζήτημα το οποίο θίγει εύγλωττα η Πηνελόπη Παπαηλία σε ένα κείμενο της για την οπτικοποίηση της βίας: Μια πτυχή της ανάλυσης αυτής αφορά το «παράδοξο» της ορατότητας που προκύπτει σε τέτοιες περιπτώσεις. Από τη μια, οπτικές πρακτικές όπως η στόχευση στο σώμα το «άλλου», η καταγραφή του εξευτελισμού του, και η δημοσιοποίηση των εικόνων αυτών- ως διαδικασίες ανάδειξης και αναπαράστασης ισχύος συμβάλλουν με καθοριστικό τρόπο στην λειτουργία και την επιβεβαίωση της σύγχρονης κυριαρχίας. Από την άλλη, η βία αυτή παράγει ένα είδος ορατότητας για αφανή υποκείμενα, όπως είναι οι μετανάστες στην ελληνική κοινωνία. Η δημόσια έκθεση του απογυμνωμένου σώματος των μεταναστών και η προσβλητική αφαίρεση της ανθρώπινης αξίας τους αποτελούν το έναυσμα για την αμφισβήτηση της συνήθως κρυμμένης κρατικής και κοινωνικής βίας και αφορμή για συσπείρωση των θιγόμενων ομάδων και των αντιρατσιστικών και φεμινιστικών κινημάτων αλληλεγγύης σ.5Παπαηλία, Πηνελόπη. 2013. «Η βία της οπτικοποίησης: Το πληγωμένο ξένο σώμα ως μιντιακό θέαμα στη σύγχρονη Ελλάδα» στο Ροζάκου Κατερίνα – Γκαρά Ελένη (επιμ.), Ελληνικά Παράδοξα: Πατρωνία, Κοινωνία Πολιτών και Βία, Αθήνα, Αλεξάνδρεια σσ. 451-481., σελ. 454-455. Πράγματι η δημοσιοποίηση των εικόνων των γυναικών αυτών κινητροδότησε τα κινήματα αλληλεγγύης καθώς τουλάχιστον για όσους/ες είχαν ευαισθησία πάνω στο θέμα οι φωτογραφίες αυτές συμπύκνωναν σχεδόν αυταπόδεικτα μια σειρά από επιχειρήματα που στη συνέχεια αναλύθηκαν και αρθρώθηκαν στον δημόσιο λόγο.
Η νομική κατοχύρωση του αποκλεισμού
Εάν οι όροι της εξουσίας, υποδεικνύουν το «ποιος» μπορεί να θεωρείται υποκείμενο, ποιος έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζεται ως υποκείμενο, στην πολιτική ή έναντι του νόμου τότε τα υποκείμενα δεν συνιστούν προϋποτιθέμενα τις πολιτικής αλλά ως διαφοροποιητικά αποτελέσματά της γράφει η Butler σ.6Butler, Judith. (2009). “Performativity, Precarity and Sexual Politics” in Revista de Antropología Iberoamericana, Volumen 4, Número 3. Septiembre-Diciembre 2009, Pp. i-xiii. Υπό την έννοια αυτή η θεσμοθέτηση της υγειονομικής διάταξης 39 Α από τον Ανδρέα Λοβέρδο δεν συνιστά απλώς μια συνθήκη για την έκτακτη αντιμετώπιση ενός επιδημιολογικού κινδύνου αλλά μια διαδικασία κατασκευής ενός χώρου στα διάκενα του νόμου και της δεοντολογίας εντός του οποίου άρθηκαν μια σειρά δικαιωμάτων. Για όσους δεν την έχουν διαβάσει η διάταξη προέβλεπε:
Ειδικά για το HIV, HBV,HCV θα υπάρχει ειδικός έλεγχος για τα άτομα που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών καθώς και για τα εκδιδόμενα άτομα που στερούνται του προβλεπόμενου βιβλιαρίου υγείας. Σε περίπτωση που τα εκδιδόμενα άτομα είναι θύματα trafficking ειδοποιούνται άμεσα οι υπηρεσίες trafficking του ΚΕΕΛΠΝΟ και της αστυνομίας.
Το ΚΕΕΛΠΝΟ αποτελεί την αρμόδια αρχή που παρέχει τεχνογνωσία και καθορίζει τη διαδικασία ελέγχου που αφορά την εξέταση των μεταναστών από το αρμόδιο για τον σκοπό αυτό ιατρικό προσωπικό […]. Το ΚΕΕΛΠΝΟ αποτελεί το φορέα που επιπλέον επιλέγει το κατάλληλο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό για την εξέταση των μεταναστών.
[…] Στις ομάδες υψηλού κινδύνου για τις ασθένειες των παραγράφων 2 α, 2β και 4 εντάσσονται ιδίως οι προερχόμενοι από χώρα που ενδημούν τέτοια νοσήματα ή όσοι είναι εκδιδόμενα πρόσωπα που στερούνται βιβλιαρίου υγείας, πιθανά θύματα trafficking ή είναι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών, ή διαβιούν σε οικίες ή άλλους χώρους όπου δεν πληρούνται οι στοιχειώδεις όροι υγιεινής (συμπεριλαμβανομένων και των αστέγων).
Οι αστυνομικές αρχές παρέχουν κάθε νόμιμη συνδρομή στις περιπτώσεις απομόνωσης, περιορισμού-καραντίνας, νοσηλείας και θεραπευτικής αγωγής που μετά γνώμη του ΚΕΕΛΠΝΟ κρίνεται επιβεβλημένη σε περίπτωση διάγνωσης νοσήματος υψηλής μολυσματικότητας λόγω κινδύνου της δημόσιας Υγείας.
Η υγειονομική διάταξη, πέραν της νομιμότητάς της η οποία κατέπεσε σχετικά γρήγορα (αν και επιχειρήθηκε να επανέλθει επί υπουργίας Α. Γεωργιάδη) κωδικοποιεί πασιφανώς τον ρατσιστικό ξενοφοβικό λόγο που προηγήθηκε από την κυβέρνηση και παράλληλα δεν έκανε καθόλου χρήση των στοιχείων που το ίδιο το ΚΕΕΛΠΝΟ παρείχε στη δημοσιότητα. Το ΚΕΕΛΠΝΟ χρησιμοποιήθηκε ως σκευή, με πρωταγωνιστές ορισμένους ιατρούς του ώστε να υλοποιήσει το ιατρικό μέρος της διαπόμπευσης (ιατρικές πράξεις σε Αστυνομικούς χώρους, υποχρεωτικός έλεγχος κλπ) χωρίς να υπολογίζει τις ίδιες του τις μελέτες!
Ο Goffman στην μελέτη του σχετικά με το στίγμα αναφέρει πως: Εξ’ ορισμού πιστεύουμε πως ένα στιγματισμένο άτομο δεν είναι ακριβώς άνθρωπος. Πάνω στην υπόθεση αυτή ασκούνται ποικίλες μορφές διάκρισης, μέσω των οποίων αποτελεσματικά και συχνά υπόρηητα μειώνουμε τις δυνατότητες ζωής του. Κατασκευάζουμε μια θεωρία του στίγματος, μια ιδεολογία που ερμηνεύει την κατωτερότητά του και συντελεί στην αναπαράστασή του ως κινδύνου, ενώ συχνά εκκλογικεύει διακρίσεις και σε άλλες μορφές ετερότητας όπως η κοινωνική τάξη σ.7Goffman, 1963:5.
Ακριβώς εκεί στόχευσε και η όλη επιχείρηση. Οι βιολογικές μεταφορές της ασφάλειας συντείνουν σαφώς στην υπαγωγή όλων των λειτουργιών της ανθρώπινης ζωής στο ρυθμιστικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Ποιων ζωές θεωρούνται πενθήσιμες, άξιες προστασίας, ζωές που ανήκουν σε υποκείμενα με δικαιώματα που πρέπει να τιμούνται, μας επιστρέφει στο ερώτημα του πως η ενσυναίσθηση (affect) ρυθμίζεται και τι σημαίνει τελικά η ρύθμισή της σ.8Butler, Judith. 2009. Frames of War: When is life Grievable?, New York, Verso, σελ. 42. Τα αποτελέσματά αυτής της επιχείρησης συνέτειναν στον εκφασισμό της δημόσιας συζήτησης, ταύτισαν ένα ευρύ πεδίο δικαιωμάτων με το ποινικό έγκλημα λειτουργίες που προγανώς περιλαμβάνονταν στις αρχικές στοχεύσεις των κυβερνητικών σχεδιασμών.
Το ασθενές σώμα της Δημοκρατίας
Κλείνοντας οφείλω να κάνω τέσσερεις επισημάνσεις. Είναι προφανές πως ούτε τεχνικό (ποιος έδωσε την εντολή της δημοσιοποίησης) είναι το ζήτημα, ούτε ένας οργανισμός όπως το ΚΕΕΛΠΝΟ μπορεί να αποκαθαρθεί με τη καλοδεχούμενη δημόσια συγνώμη του προέδρου του. Όσο και αν προσπαθούν οι αρμόδιοι να τοποθετήσουν την υπόθεση κάπου μακριά, η ουσιαστική απουσία οποιαδήποτε πειθαρχικού ελέγχου όσων συνήργησαν σε αυτή, η διατήρηση των πολιτικών πρωταγωνιστών της στα κόμματα (μη ξεχνάμε ότι ο υφυπουργός του Λοβέρδου Μπόλαρης, σήμερα είναι πρωτοκλασάτο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ) θα επαναφέρει διαρκώς το αίτημα για ουσιαστική απόδοση ευθυνών. Ξεχνούν άλλωστε πως για πολλούς ανθρώπους σε όλο το κόσμο – τους χρόνια ασθενείς, όσους δομικά παραβιάζονται δικαιώματά τους, τους κοινωνικά περιθωριοποιημένους, τους φτωχούς- ο κόσμος δε χαρακτηριζεται από ειρήνη, ευημερία και τάξη αλλά από την παρουσία και την διαρκή δυνατότητα των συκγρούσεων, της φτώχιας και της αταξίας σ.9Vigh, Henrik. (2008). “Crisis and Chronicity: Anthropological Perspectives on Continuous Conflict and Decline”, Ethnos, 73:1, pp 5-24, σελ. 7.
Από την άλλη πλευρά ο λόγος υπεράσπισης οφείλει να αποστασιοποιηθεί από την τεχνοφοβική άποψη πως για όλα φταίει η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών. Οι ρίζες των ζητημάτων βρίσκονται αλλού και η ανταπάντηση στη βίαιη θεαματοποίηση του «άλλου» στο πλαίσιο της σύγχρονης κυριαρχίας δεν μπορεί να συνίσταται σε παρακλήσεις για την κατάργηση του βλέμματος (και των οπτικών τεχνολογιών που το «ακονίζουν») ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Δεδομένου ότι το σώμα ανήκει πρωτίστως στη δημόσια σφαίρα, όχι σε «εμάς», και του ότι η υποκειμενικότητα αναδύεται κατά την έκθεσή μας στο βλέμμα και στο άγγιγμα των άλλων, δε μπορούμε να αποφύγουμε, ούτε να εξαλείψουμε την τρωτότητα του σώματος, παρά μόνο να την προστατεύσουμε με κάθε τρόπο σ.10Παπαηλία, Πηνελόπη. 2013. «Η βία της οπτικοποίησης: Το πληγωμένο ξένο σώμα ως μιντιακό θέαμα στη σύγχρονη Ελλάδα» στο Ροζάκου Κατερίνα – Γκαρά Ελένη (επιμ.), Ελληνικά Παράδοξα: Πατρωνία, Κοινωνία Πολιτών και Βία, Αθήνα, Αλεξάνδρεια σσ. 451-481., σελ. 479.
Επιπλέον ο δημόσιος λόγος γύρω από το γεγονός καθεαυτό, η διαπόμπευση των γυναικών αυτών κάτω από τις κυρίαρχες ηθικές και εννοιολογικές προσλήψεις του έθνους, της οικογένειας, του φύλου, της σεξουαλικότητας και της υγείας πέραν ενός αναγκαίου αντι-λόγου που οφείλει να αρθρωθεί πρέπει να μας προβληματίσει. Πρώτον γιατί ταξινομικές και ηθικές προσλήψεις των γεγονότων που υπήρξαν κυρίαρχες στον δημόσιο λόγο επηρέασαν και τον κριτικό αντίλογο. Σχεδόν το σύνολο των πηγών και των επιστημονικών επεξεργασιών αποδεχθήκαμε τον ρόλο-κατηγορία που τους αποδόθηκε, αυτόν της ιερόδουλης, συχνά αξιοποιώντας τον από «ανθρωπιστική ευαισθησία» στις αναλύσεις μας. Προφανώς δεν είναι σκοπός του ερευνητή να δικάζει ή να αναζητά τα «αληθινά» γεγονότα ωστόσο οφείλει να αποτελεί κύριο μέλημα όσων προσπαθούν να αρθρώσουν έναν κριτικό λόγο στην βιοπολιτική κυριαρχία να αποσταθεροποιήσουν τις κυρίαρχες κατηγορίες έμφυλης από-κειμενοποίησης. Και δεύτερον γιατί στην ημερήσια διάταξη κοινωνικών αγώνων ποτέ δε βρέθηκαν ζητήματα τέτοιων δικαιωμάτων, όσα αφορούν τους παρίες ακόμη και των φτωχών. Το -όποιο- υποκείμενο κοινωνικής χειραφέτησης σήμερα σίγουρα δεν δημιουργείται από τα ίδια υλικά με το παρελθόν και σίγουρα δεν περιγράφεται με στεγνούς οικονομίστικους όρους. Όσοι σήμερα θέλουν να αγωνιστούν για την χειραφέτηση της κοινωνίας οφείλουν πρώτα και κύρια να επινοήσουν και να αρθρώσουν έναν νέο λόγο συμπερίληψης που θα υπερβαίνει την βιοπολιτική ρυθμιστική ενσωμάτωση ακόμη και της διεκδίκησης στην άσκηση της εξουσίας.
Το AIDS είναι ένα τόσο κατάλληλο κίνητρο για γνώριμους συναινετικούς φόβους που έχουν καλλιεργηθεί επί αρκετές γενεές, όπως ο φόβος της «υπονόμευσης» -και για φόβους που έχουν αναδυθεί πιο πρόσφατα σχετικά με την ανεξέλεγκτη μόλυνση και την ακατάσχετη μετανάστευση από τον Τρίτο Κόσμο- ώστε να φαίνεται αναπόφευκτο ότι το AIDS αντιμετωπίζεται σ’ αυτή την κοινωνία ως κάτι απόλυτο, ως κάτι που απειλεί τον πολιτισμό. Και το να υπενθυμίζει κανείς το μεταφορικό μέγεθος της νόσου διατηρώντας ζωντανούς τους φόβους σχετικά με την εύκολη μεταδοτικότητά της, την επαπειλούμενη εξάπλωσή της, δεν μειώνει τη σημασία της ως, κατά κύριο λόγο, μιας συνέπειας που απορρέει από αθέμιτες πράξεις (ή από την οικονομική και πολιτιστική καθυστέρηση). Το ότι αποτελεί τιμωρία για παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και ότι απειλεί τους ανίδεους – αυτές οι δυο αντιλήψεις για το AIDS δε βρίσκονται σε καμία αντίφαση. Αυτή είναι η εξαιρετική δυναμική και δραστικότητα της μεταφοράς της πανούκλας: επιτρέπει να θεωρείται μια νόσος που από τη μια μεριά πλήττει τους τρωτούς «άλλους» και απ’ την άλλη (είναι δυνατόν) να πλήξει τον καθένα σ.11Sontag, Suzan. 1993. Η νόσος ως μεταφορά. Το AIDS και οι μεταφορές του, Αθήνα, Ύψιλον, SEL. 158.
Υποσημειώσεις