Μια ζωή στην υπεράσπιση της τάξης και την ανανέωση του ιστορικού υλισμού
«Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με έναν προκλητικό ισχυρισμό, που αντιτίθεται σε όλη τη συμβατική γνώση. Θα ισχυριστώ ότι η παρούσα ιστορική στιγμή, αυτή που ζούμε τώρα, είναι η καλύτερη και όχι η χειρότερη, η περισσότερο και όχι η λιγότερο κατάλληλη για να επιστρέψουμε στο Μαρξ». Κάπως έτσι ξεκίνησε την παρουσίαση της στο Socialist Scholars Conference το 1997 και αυτόν τον ισχυρισμό υπηρέτησε σε όλη της τη ζωή με δεκάδες άρθρα, παρουσιάσεις και έντεκα βιβλία. Η Ellen Meiksins Wood έχασε τη μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 73 ετών. Μας αφήνει μια πολύτιμη παρακαταθήκη μαρξιστικής σκέψης κι ένα πρότυπο στρατευμένης διανόησης που σπανίζει στις μέρες μας.
Η πολιτική κληρονομιά της προσφυγιάς
Γεννήθηκε το 1942 στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς της ήταν πολιτικοί πρόσφυγες από τη Λεττονία που έφυγαν κυνηγημένοι από τους Ναζί τόσο για την εβραϊκή καταγωγή όσο και την πολιτική τους δράση, καθώς ο πατέρας της ήταν ηγέτης μιας νεολαιίστικης σοσιαλιστικής οργάνωσης. Στις ΗΠΑ μεγάλωσε υπό την επίδραση των αριστερών ιδεών και περιβάλλονταν από ανθρώπους του εργατικού κινήματος. Ο θείος της ήταν εκδότης του εβραϊκού σοσιαλιστικού περιοδικού Der Vecker και η μητέρα της εργαζόταν στην Εβραϊκή Εργατική Επιτροπή. Λόγω της εργασίας της μητέρας της στη Γερμανία, κατά διαστήματα έζησε και στην Ευρώπη. Οι αγώνες της εργατικής τάξης και η συνδικαλιστική της οργάνωση σφραγίσαν την πολιτικοποίησή της και την επαφή της με τις σοσιαλιστικές ιδέες και το διεθνισμό. Σπούδασε σλαβικές γλώσσες και πολιτικές επιστήμες και ολοκλήρωσε το διδακτορικό της το 1970. Από το 1967 έως το 1996 δίδαξε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο York στο Τορόντο του Καναδά. Η πνευματική και προσωπική διαδρομή της συνδέεται με το Neal Wood (1922-2003) με τον οποίο ήταν παντρεμένη και έχουν γράψει μαζί δύο βιβλία.
Η συνάντηση με το Brenner και ο «Πολιτικός Μαρξισμός»
Το Νοέμβριο του 2015 με αφορμή την επανέκδοση των βιβλίων της “The Pristine Culture of Capitalism” και “Peasant-Citizen and Slave” από τις εκδόσεις Verso συνδιοργανώθηκε συμπόσιο προς τιμή της στο οποίο, μεταξύ άλλων, μίλησε ο Robert Brenner. Όπως τόνισε στην ομιλία του, στο έργο της Wood κάθε απόπειρα διάκρισης πολιτικής και ιστορίας είναι τεχνητή, καθώς η πολιτική διαπερνά τις ιστορικές της αναλύσεις και η πολιτική ανάλυση θεμελιώνεται ιστορικά στη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση ή το ευρύτερο κοινωνικό και ταξικό πλαίσιο. Τη γνώρισε όταν προσκλήθηκε απ’ αυτή και το σύζυγό της στο Πανεπιστήμιο York, ταξίδι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο, καθώς το έργο τους – αν και από διαφορετικές αφετηρίες – συναντήθηκε σε μια εποικοδομητική θεωρητική σύζευξη και η Wood, αποτέλεσε για τον Brenner, όπως ανέφερε, μια διανοητική πολιτική συντρόφισσα. Οι δυο τους εγκαινίασαν μια προσέγγιση στην ιστορία που έχει ονομαστεί «Πολιτικός Μαρξισμός» (Political Marxism), μια κριτική της τελεολογίας πολλών εκδοχών του μαρξισμού, με επίδραση όχι μόνο στην ιστορική έρευνα, αλλά και σε τομείς, όπως πολιτική θεωρία, πολιτική οικονομία, κοινωνιολογία, διεθνείς σχέσεις κ.α.
Η ιδιαιτερότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής
Ξεχωρίζουμε την ειδική σημασία που δίνουν και οι δυο στην πρώιμη ανάπτυξη καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων στην Αγγλική γεωργία για τη διαδικασία ανάδυσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η Wood αμφισβητεί την ιδέα της ιστορίας ως διαδοχή τρόπων παραγωγής, όπου, με βάση ένα γενικό νόμο της τεχνολογικής προόδου, ο κάθε επόμενος τρόπο παραγωγής είναι πιο προοδευτικός από τον προγενέστερο και, κατά κάποιο τρόπο, ενυπάρχει ήδη κρυμμένος σ’ αυτόν σαν την πεταλούδα που περιμένει την κατάλληλη στιγμή να ξεπεταχτεί απ’ το κουκούλι. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η Wood δίνει έμφαση στις αλλαγές και τους μετασχηματισμούς, την πρακτική δραστηριότητα, την παρέμβαση μέσα σε καθορισμένες συνθήκες και τη μελέτη των διαδικασιών. Για τον λόγο αυτό, έχει σε τόσο μεγάλη εκτίμηση το έργο του E.P. Thompson και το φως που ρίχνει στην κατασκευή της εργατικής τάξης στην Αγγλία μέσω της περιγραφής των διαφορών σε επίπεδο ζωής που επέφερε η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Έχει γράψει μάλιστα γι’ αυτόν: «παραμένει ό,τι πιο κοντινό έχουμε σε θεωρητικό του ιστορικού υλισμού, όπως εγώ τον καταλαβαίνω».
Μια συνοπτική και εύστοχη παρουσίαση της θέσης της Wood για τον καπιταλισμό μπορεί να βρεθεί στα ελληνικά στον πρόλογο των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη στο «Η αυτοκρατορία του κεφαλαίου» (εκδ. ΚΨΜ, 2008), όπου τονίζουν την κριτική της στις θεωρίες της παγκοσμιοποίησης και αναδεικνύουν τη συμβολή της στη σύγχρονη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό μαζί με κριτικές παρατηρήσεις. Για τη Wood, χαρακτηριστικά όπως συσσώρευση, εμπορευματοποίηση, μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, ανταγωνισμός διακρίνουν με σαφήνεια τον καπιταλισμό από προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και δεν προϋπάρχουν αυτού, ούτε είναι καθολικοί νόμοι όπως παρουσιάζονται σε θεωρίες που φυσικοποιούν τον καπιταλισμό. Όπως έλεγε σε μια συνέντευξη, «η καπιταλιστική ιδεολογία βασίζεται στο να λαμβάνουμε ως δεδομένο τον καπιταλισμό και ως το μόνο δυνατό τρόπο να υπάρχουμε. Ζούμε μέσα στον καπιταλισμό σαν να ζούμε σε ένα αόρατο περιβάλλον, όπως δε μπορούμε να δούμε τον αέρα που αναπνέουμε και τα ψάρια δε βλέπουν το νερό. Υποθέτω ότι αυτό που προσπάθησα να κάνω στις ιστορικές μου μελέτες είναι να μάθουμε να βλέπουμε τον καπιταλισμό». Η κατάδειξη της ιδιαιτερότητας του καπιταλισμού θεωρούνταν από τη Wood απολύτως κεντρικό ζήτημα από πολιτικής απόψεως, καθώς η βαθύτερη συνειδητοποίηση αυτής της ιδιαιτερότητας σημαίνει ότι γίνεται αντιληπτό ότι ο καπιταλισμός έχει αρχή και τέλος.
Η Δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό
Κλειδί στην ανάλυση της είναι η σχέση οικονομίας και πολιτικής. Στο καπιταλισμό η εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και η ίδια η λειτουργία της αγοράς καθιστούν δυνατή την εκμετάλλευση αποκλειστικά μέσω της χρήσης οικονομικών μέσων σε αντίθεση με τη φεουδαρχία όπου η χρήση μηχανισμών εξω-οικονομικής βίας και καταναγκασμού ήταν απαραίτητη για την απόσπαση υπερεργασίας. Μόνο στον καπιταλισμό καθίσταται δυνατό να μιλήσουμε για την «οικονομία» ως διακριτή σφαίρα με τις δικές της μορφές εξουσίας, κυριαρχίας και ιεραρχίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο καπιταλισμός είναι απλά ένας οικονομικός μηχανισμός. Η Wood ακολουθεί το βασικό ορισμό του Μαρξ ότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση και προσεγγίζει τον καπιταλισμό ως συνολικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων.
Ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται η κοινωνική εξουσία και η σχέση οικονομικού – πολιτικού στοιχείου έχει άμεσες συνέπειες στο πως αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία, προβληματική που αναπτύσσεται στο «Η Δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό» (εκδ. Στάχυ, 1998). Η οπτική της οριοθετείται τόσο απέναντι σε προσεγγίσεις που υποβαθμίζουν τακτικά και στρατηγικά το δημοκρατικό ζήτημα, όσο και απέναντι στο ευρωκομμουνιστικό όραμα που παρουσιάζει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό ως μια ομαλή μετάβαση «εκδημοκρατισμού» ή τις αφηρημένες μεταμαρξιστικές εκκλήσεις για «ριζοσπαστική δημοκρατία». Στην προσέγγισή της, η πάλη για δημοκρατικές κατακτήσεις σήμερα συνδέεται με μια αντικαπιταλιστική στρατηγική που συνδέει την πραγματική δημοκρατία με τη σοσιαλιστική μετάβαση με όρους τομής. Ασκεί δριμεία κριτική στον Πουλαντζά για την αυξανόμενη αποδοχή της «δημοκρατίας» ως μία έννοια η οποία συνενώνει την καπιταλιστική και σοσιαλιστική «δημοκρατία» σ’ ένα ομοιογενές συνεχές, αποκρύπτοντας τις αντιθέσεις, τους ανταγωνισμούς, και τις ταξικές συγκρούσεις που ορθώνονται ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, πολλές φορές αυτό που παρουσιάζεται ως νέο δεν είναι παρά η επανάληψη τετριμμένων και ξεφτισμένων σοσιαλδημοκρατικών δογμάτων, όπως η ιδέα πως η καπιταλιστική δημοκρατία χρειάζεται απλώς να «επεκταθεί» για να παράξει τον σοσιαλισμό.
Στις μεταμαρξιστικές θεωρίες του Ernesto Laclau και της Chantal Mouffe, η «ριζοσπαστική δημοκρατία» παρουσιάζεται ως ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής για τη σύνδεση των επιμέρους κατακερματισμένων αγώνων. Ενώ το μεταμοντέρνο μένει μόνο στον κατακερματισμό και τη διαφοροποίηση, οι μετα-μαρξιστές αναζήτησαν κατά καιρούς κάποιες οικουμενικές αναφορές, όπως η «ριζοσπαστική δημοκρατία» που δεν είναι όμως κάτι πέρα από άδειο κέλυφος, καθώς έχει υπονομευθεί κάθε κοινωνικό και ταξικό υπόβαθρο. Όπως λέει σε συνέντευξή της: «Το κοινό ταξικό και αντικαπιταλιστικό πρότζεκτ μου φαίνεται νοηματικά και από άποψη ουσίας πιο δημοκρατικό από τη μετα-μαρξιστική έννοια της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Το δημοκρατικό πρότζεκτ για το οποίο μιλάω όχι μόνο συνδέεται με συγκεκριμένες κοινωνικές πραγματικότητες αλλά απαιτεί τη διείσδυση της λαϊκής εξουσίας σε εκείνες τις μεγάλες σφαίρες της ζωής που ο καπιταλισμός τις κρατάει στεγανοποιημένες από τη δημοκρατία, αυτές που ελέγχονται είτε άμεσα από το κεφάλαιο είτε έμμεσα από τους επονομαζόμενους νόμους της αγοράς».
Για το λόγο αυτό, η Wood θεωρεί ότι η δημοκρατία πρέπει να επανοριστεί, ούτως ώστε να περιλαμβάνει αυτό το φάσμα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων που αποκλείονται. Αυτό που αναδεικνύεται είναι ότι οι ελευθερίες περιορίζονται λιγότερο από τις ενέργειες του κράτους και περισσότερο από τις οικονομικές επιταγές της αγοράς, όπως για παράδειγμα στους χώρους δουλειάς όπου οι σχέσεις κυριαρχίας δεν υπόκεινται σε δημοκρατική λογοδοσία. Ενώ ο καπιταλισμός αποδείχθηκε ικανός να λειτουργεί χωρίς δημοκρατία, ο σοσιαλισμός αδυνατεί να κάνει το ίδιο. Κι αυτή είναι επίσης μια καίρια επισήμανση για τη σχέση σοσιαλισμού και δημοκρατίας, καθώς «ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού μια δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, από τον τόπο εργασίας μέχρι το κράτος».
Μαρξισμός χωρίς ταξική πάλη; Ενάντια στη μεταμοντέρνα ατζέντα της υπαναχώρησης από την έννοια της τάξης
Το έργο που κατοχύρωσε τη Wood στη διεθνή μαρξιστική συζήτηση και τις χάρισε το Isaak Deutcher Memorial Prize το 1988 είναι το “The retreat from class” (1986). Για να καταλάβουμε τη σημασία αυτής της «πολεμικής» παρέμβασης τη δεκαετία του ’80 θα κάνουμε μια μικρή παρέκβαση δίνοντας το λόγο στον Τέρυ Ίγκλετον και τις μοναδικές περιγραφές του: «Στον εύθραυστο φιλοχρήματο δυτικό κόσμο της δεκαετίας του 1980, ο μαρξισμός ήταν λιγότερο εσφαλμένος παρά άσχετος. Αποτελούσε μια λύση σε μια σειρά ζητημάτων που δεν ήταν καν στην ατζέντα. Σαν το τέρας του Λοχ Νες, δε θα είχε καμιά σημασία πια, ακόμα και αν ήταν αλήθεια. Θα μπορούσε να συνεχίσεις να ασχολείσαι με αυτόν παραπλεύρως, όπως με μια ακίνδυνη λόξα ή ένα αγαπημένο εκκεντρικό χόμπι, αλλά δεν ήταν το είδος του πράγματος που θα διατυμπάνιζες, εκτός και αν ήσουν εξαιρετικά χοντρόπετσος ή είχες μια έντονη μαζοχιστική τάση. Η προηγούμενη γενιά στοχαστών υπήρξαν μεταμαρξιστές με τη διπλή έννοια, και της αποστασιοποίησης αλλά και της άντλησης απ’ αυτόν. Η νέα γενιά ήταν μεταμαρξιστική με την ίδια έννοια που ο David Bowie είναι μεταδαρβινιστής».
Και για να μη χαθούμε στη μετάφραση του καυστικό του χιούμορ, αυτό που θέλει να πει ο Ίγκλετον είναι ότι ο David Bowie, η άλλη μεγάλη απώλεια αυτών των ημερών, είχε τόση σχέση με το δαρβινισμό όση οι μεταμαρξιστές της δεκαετίας του ’80 με το μαρξισμό – απολύτως καμία!
Σε αυτό το περιβάλλον, η Wood επιλέγει να πάει κόντρα στο ρεύμα και να βγει στην αντεπίθεση. Και δεν ήταν ούτε χοντρόπετση ούτε μαζοχίστρια. Απλά, είχε συναίσθηση της ιστορικότητας της ειρωνείας που εντοπίζει στο ίδιο απόσπασμα ο Ίγκλετον. «Οι αλλαγές που έμοιαζαν να καταδικάζουν το μαρξισμό στην αφάνεια ήταν αυτές που καταπιανόταν να εξηγήσει». Πίσω από τον εξοβελισμό της τάξης και της ταξικής πάλης από το σοσιαλιστικό εγχείρημα, η Wood έβλεπε την απόρριψη της υλιστικής ανάλυσης των κοινωνικών και ιστορικών διαδικασιών. Ήταν ιδιαιτέρως κριτική στο μετασχηματισμό της πολιτικής σε μια εξαϋλωμένη ακαδημαϊκή εργασία από όσες και όσους εισήλθαν στον ακαδημαϊκό χώρο έχοντας θητεύσει στους ριζοσπαστισμούς των 60’s: «Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω: αντί για κοινωνική επανάσταση με φορέα τους λαϊκούς αγώνες, πάμε στην κειμενική αποδόμηση με φορέα τους διανοούμενους, σαν αυτό να ήταν η πιο ανατρεπτική δραστηριότητα που ήταν πλέον δυνατή». Η ίδια ποτέ δεν παρασύρθηκε από τις ανέσεις του «ακαδημαϊκού μαρξισμού» και τις θεωρίες του συρμού και πάντα είχε στο επίκεντρο του προβληματισμού της αυτό το, όπως της άρεσε να λέει, εκτός μόδας πράγμα που λέγεται ταξική πάλη.
Από το 1984 έως το 1993 ήταν στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού New Left Review (NLR). Αποτιμώντας αργότερα τη συμμετοχή της θα τονίσει ότι παρά τα πλεονεκτήματα, θεωρητικά κ.α., πολιτικά δεν ήταν ικανοποιημένη από το περιοδικό. Την περίοδο που ήταν στη συντακτική επιτροπή έλαβαν χώρα σημαντικοί ταξικοί αγώνες, όπως οι απεργίες των ανθρακωρύχων το 1984-85 ή οι απεργίες στην περιφέρεια του Λονδίνου Wapping, που όμως δεν απασχόλησαν το περιοδικό. Είχε μάλιστα στείλει και εσωτερικό σημείωμα αναδεικνύοντας το πρόβλημα της απουσία της εργατικής τάξης απ’ την ύλη του περιοδικού. Γι’ αυτό όταν αργότερα συνεργάστηκε με το περιοδικό Monthly Review (1996-2000) ένιωθε πολύ ευχάριστα με την κάλυψη του εργατικού κινήματος και το χτίσιμο δεσμών με την εργατική αριστερά και τα συνδικάτα. Κάτι τέτοιο, έλεγε στη συνέντευξη με τον Christopher Phels, ήταν γι’ αυτή πολιτική διέξοδος, καθώς οι πολιτικές της παρεμβάσεις είναι κυρίως το διανοητικό της έργο, το γράψιμο δηλαδή. «Δε λέω ότι το γράψιμο είναι το πιο σημαντικό πράγμα να κάνει κανείς. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι όμως κάτι που πρέπει να γίνεται και είναι αυτό που εγώ μπορώ να κάνω καλύτερα».
Υπερασπίστηκε την πρωταρχικότητα της ταξικής πολιτικής απέναντι στις πολικές ταυτοτήτων και τα νέα κοινωνικά κινήματα. Αυτό δε σημαίνει ότι ο μαρξισμός για τη Wood δεν αναγνωρίζει ζητήματα ταυτοτήτων, διαφοροποιήσεις, ιδιαιτερότητες και καταπιέσεις πέρα από τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Μάλιστα, θεωρεί ότι ποτέ ο μαρξισμός δεν περιορίστηκε σε μια ταξική οπτική του λευκού άνδρα χειρώνακτα εργάτη, όπως συχνά παρουσιάζεται. Αυτό που προκύπτει από τη μελέτη της ιστορίας των ΗΠΑ είναι ότι κανένα κίνημα δεν ήταν τόσο συνεπές στην πάλη για τη γυναικεία και φυλετική χειραφέτηση όσο το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα. Στον αντίποδα, λοιπόν, των μεταμαρξιστικών αιτιάσεων ότι η τάξη είναι μια προβληματική ολοποιητική έννοια, για τη Wood αποτελεί την ενοποιητική αρχή που βασίζεται στη βιωμένη εμπειρία. Η τάξη δε μπορεί να καλύψει όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες αλλά μπορεί να φέρει μαζί ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος, φυλής και θρησκείας μέσω της κοινής εργασιακής εμπειρίας και εκμετάλλευσης και του κοινού συμφέροντος για μια αταξική κοινωνία. Οι αγώνες ενάντια σε άλλες μορφές καταπίεσης πρέπει να είναι αντικαπιταλιστικοί, με την έννοια του να κατατείνουν στην αμφισβήτηση της θεμελιώδους ανισότητας του καπιταλισμού που είναι η ταξική, καθώς η τάξη είναι η συγκροτητική σχέση του καπιταλισμού και ο πυρήνας του μαρξισμού.
Η οπτική της δεν εδράζεται σε κάποια αφελή αισιοδοξία που υποτιμά τους συσχετισμούς δύναμης και τις δυσκολίες. Το αντίθετο, όπως έχει δηλώσει, σε στιγμές μεγάλης απαισιοδοξίας σκέφτεται ότι μπορεί η αντικειμενική πραγματικότητα, οι αντιφάσεις του συστήματος και οι μετατοπίσεις της κοινωνικής συνείδησης να δώσουν επαναστατικές ευκαιρίες, αλλά η αριστερά να έχει χάσει πλέον τη διανοητική, πολιτική και οργανωτική ικανότητα να τις αδράξει. Σε αντιπαράθεση με τελεολογικές προσεγγίσεις, ιστορικά προδιαγεγραμμένα happy end, ώριμα φρούτα και συμβόλαια νίκης με το σοσιαλιστικό μέλλον, η Wood τόνιζε ξανά και ξανά τη μαρξιστική θέση ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης ή θα είναι έργο της ίδιας ή δε θα υπάρξει. Ταυτόχρονα όμως ήξερε ότι η επίτευξη της ταξικής ενότητας δεν προκύπτει αυθόρμητα ή αυτόματα και απαιτείται πολλή δουλειά, πολιτική, οργανωτική και θεωρητική. Για το λόγο αυτό, στο κομμάτι της θεωρητικής συμβολής ανέδειξε τις ολέθριες συνέπειες της υπαναχώρησης από την έννοια της τάξης και αναζήτησε τις πηγές της στο «Δυτικό Μαρξισμό».
Για τη Wood το πρόβλημα ενός ορισμένου δυτικού μαρξισμού δεν ήταν ο διαχωρισμός θεωρίας και πρακτικής. Κυρίως ήταν ότι η επιλογή όσων πήραν διαζύγιο από την εργατική πολιτική και ξεγράψαν την εργατική τάξη από το θεωρητικό τους ορίζοντα, αποτελεί εξόχως πολιτική πρακτική που καθιστά τη σοσιαλιστική μετάβαση όνειρο θερινής νυκτός και τελικά καταλήγει – ακόμη και άθελα της – απολογητική του καπιταλισμού. Μάλιστα, αφότου υπονόμευσαν θεωρητικά και πρακτικά τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής μετάβασης, έρχονται να πατήσουν στην αδυναμία για να επιβεβαιώσουν την αφετηριακή τους παραδοχή ότι η τάξη είναι πλέον ενσωματωμένη, αλλοτριωμένη, ανίκανη, αχρείαστη παλαιοδογματική κατηγορία. Αυτό το φαύλο κύκλο που έγινε ασφυκτικός μετά τις καταρρεύσεις του 89-91 επιχείρησε να σπάσει η Wood κι αυτή είναι η πιο πολύτιμη κληρονομιά που αφήνει στις μαρξίστριες και τους μαρξιστές σε όλη τη γη.
Επίλογος – Απώλεια, μνήμη, συνέχεια
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε σκοπό να ολοκληρώσει μια φιλόδοξη απόπειρα διαμόρφωσης μιας κοινωνικής ιστορίας της πολιτικής σκέψης από την αρχαιότητα (είναι σπουδαίες και αιρετικές οι μελέτες της για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία) μέχρι σήμερα. Ήθελε να συσχετίσει τα βασικά επιχειρήματα των στοχαστών με τις κεντρικές πολιτικές δυναμικές της περιόδου που έζησαν και την πολιτική σκέψη με την ταξική δομή και το κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής. Κατάφερε να ολοκληρώσει δύο τόμους σε αυτή τη σειρά που εκτείνονται από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι το Διαφωτισμό. Όπως γράφει ο Vivek Chibber στο περιοδικό Jacobin ο τρίτος τόμος που θα έφτανε στον 21ο αιώνα τώρα πια δε θα ολοκληρωθεί ποτέ.
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Historical Materialism το 1997, το πρώτο άρθρο ανήκει στη Wood (“The non-history of capitalism”) και το δεύτερο στον Colin Barker υπό τον τίτλο «Ορισμένες σκέψεις σχετικά με δυο βιβλία της Ellen Wood». Ο Barker σε ένα μακροσκελές κείμενο 43 σελίδων ανακατασκευάζει τις βασικές της θέσεις και θέτει κρίσιμα ερωτήματα για τα έργα “The Pristine Culture of Capitalism” και “Democracy Against Capitalism”. Χωρίς να έχω εποπτεία του συνόλου του έργου της, αγνοώ αν ποτέ συνεχίστηκε αυτός ο γόνιμος διάλογος. Το μέγεθος όμως της απώλειας της Ellen Wood είναι στο ύψος της ανάγκης που έχουμε σήμερα για τέτοιους γόνιμους διαλόγους και σταθερά σημεία μαρξιστικής αναφοράς. Γιατί δίπλα στη σωστή προτροπή «να αμφιβάλλουμε για όλα» δεν πρέπει να ξεχνάμε την επισήμανση του Γκράμσι ότι κάποιες βεβαιότητες είναι απαραίτητες για τη δράση. Είναι ακριβώς ο συνδυασμός αμφιβολίας και βεβαιότητας που καθιστά το έργο της Wood ξεχωριστό.
Παραμένοντας ενεργή, στρατευμένη και δημιουργική μέχρι τέλους, η μνήμη της είναι μια πρόκληση να συνεχίσουμε στην κατεύθυνση της υπεράσπισης της εργατικής τάξης και της ανανέωσης του ιστορικού υλισμού με τον τρόπο που η ίδια υποδείκνυε: «Η αρχική πρόθεση του ιστορικού υλισμού ήταν να παρέχει μια θεωρητική βάση για μια ερμηνεία του κόσμου με σκοπό την αλλαγή του. Αυτό δεν ήταν ένα άδειο σύνθημα. Είχε μια πολύ συγκεκριμένη σημασία. Ότι ο μαρξισμός ψάχνει εκείνη την ιδιαίτερη μορφή γνώσης με τη μοναδική ικανότητα να ρίχνει φως στα σημεία, όπου μπορεί να παρέμβει η πολιτική δράση». Η επικαιρότητα και η σημασία αυτής της υπόμνησης είναι αυταπόδεικτη. Αυτό που μέλλει να αποδειχθεί είναι το αν η σύγχρονη μαρξιστική διανόηση θα καταφέρει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων χωρίς να χάσει ούτε στιγμή τα ταξικά γυαλιά της.
O George Steiner είπε κάποτε τα παρακάτω λόγια για να δείξει πόσο του στοίχησε ο θάνατος του Georg Lukács και πόσο βαθιά του λείπει: «Ακόμη και μια πρόταση να γράψεις σκέφτεσαι “ποιος μπορεί να ξέρει αν αυτά που γράφω είναι βλακείες;” Αυτούς τους λίγους ανθρώπους τους έχεις πάντα στο μυαλό σου. Είναι μια στιγμή κάθαρσης, όταν αγωνιάς για το τι θα πουν αν διαβάσουν αυτό που δημοσιεύσεις, ακόμη και αν το διαβάσουν κατά τύχη χωρίς ποτέ να τους το στείλεις άμεσα. Το πιο μοναχικό πράγμα στον κόσμο είναι να έχουν πεθάνει όσες και όσοι θα μπορούσαν να σου μιλήσουν έτσι για το έργο σου». Με το θάνατο της Ellen Meiksins Wood αυτή η μοναξιά μεγαλώνει. Το έργο της ξεχωρίζει και για έναν ακόμη λόγο, γιατί διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη σχολή σκέψης, κάτι που λείπει επίσης στις μέρες μας. Η εμβέλεια της όμως, όπως συμβαίνει με τα σπουδαία μαρξιστικά έργα, δεν είναι κτήμα καμιάς ιδιαίτερης σχολής ∙ είναι κτήμα όλων των εργατικών τάξεων όλου του κόσμου, των καθημερινών ανθρώπων της δουλειάς που αποτέλεσαν πάντα έμπνευση, κίνητρο και καθοδηγητικό νήμα της σκέψης της. Κάποιος έγραψε στα κοινωνικά δίκτυα ότι «ο μαρξισμός δε θα ‘χει πλέον τόσο ενδιαφέρον χωρίς αυτή». Όχι, δεν είναι έτσι. Ο μαρξισμός έχει τόσο ενδιαφέρον επειδή αυτή και πολλές και πολλοί σαν αυτή υπήρξαν, έζησαν και έγραψαν με τον τρόπο που το έκαναν.
R.I.P. Ellen Meiksins Wood.
ΠΗΓΕΣ
Ellen Meiksins Wood, “Back to Marx”, Monthly Review: Volume 49, Issue 02, 1997, στο http://monthlyreview.org/1997/06/01/back-to-marx/
Ellen Meiksins Wood, «Η Δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό», Στάχυ, 1998
Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Παναγιώτης Σωτήρης, «Η επιστροφή της συζήτησης για τον Ιμπεριαλισμό και η συμβολή της Ellen Meiksins Wood», πρόλογος στο «Η αυτοκρατορία του κεφαλαίου», ΚΨΜ, 2008
Ellen Meiksens Wood, Η υπαναχώρηση από την έννοια της τάξης, Κεφάλαιο 1: Ο Νέος ‘Αληθινός’ Σοσιαλισμός (αποσπάσματα), Μτφρ.: Lenin Reloaded
Ellen Meiksins Wood, Η υπαναχώρηση από την έννοια της τάξης, Κεφάλαιο 3: Ο Πρόδρομος: Νίκος Πουλαντζάς, Μτφρ.: Δ.Ν. Παρίσογλου
Ellen Meiksins Wood, “Marxism Without Class Struggle?”, Socialist Register Vol. 20, 1983
Ellen Meiksins Wood, “The Separation of the Economic and the Political in Capitalism”, New Left Review, 1981
Larry Patriquin, The Ellen Meiksins Wood Reader, Historical Materialism, 2013
An Interview with Ellen Meiksins Wood, Christopher Phels, 1998
Vivek Chibber, Remembering Ellen Meiksins Wood, Jacobin
Colin Barker, Some Reflections on Two Books by Ellen Wood, Historical Materialism, Vol 1, 1997
Τέρι Ίγκλετον, Μετά τη θεωρία, Μεταίχμιο, 2007
George Steiner στο Lukács After Communism: Interviews with Contemporary Intellectuals (Eva L. Corredor), Duke University Press Books, 1997
Ηχητικό αρχείο με τις εισηγήσεις των Robert Brenner, David McNally, Maia Pal, Charles Post που έγιναν στο συμπόσιο προς τιμή της Ellen Wood στο Birkbeck το Νοέμβριο του 2015, στο media.bloomsburymediacloud.org/media/ellen-meiksinswoods-symposium