Η συζήτηση για “εκείνα τα παιδιά” ήρθε και αποκάλυψε μια μικρή δεξαμενή συναισθημάτων, προβληματισμών και σκέψεων που είχα ξεχάσει ότι υπήρχαν κάπου και ότι μάλιστα στη διαπλοκή τους θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ενδιαφέρουσες αλληλουχίες. Προσωπικά δεν είχα καμία επετειακή διάθεση και ούτε καν θυμόμουν ότι κλείνουν δέκα χρόνια από τότε. Η αναγγελία, ωστόσο, μια τέτοιας κουβέντας είχε ως πρώτο αποτέλεσμα μια βαθειά χαρά. Μια χαρά που με έσπρωχνε να ξανασυνδεθώ με τις παλιές μου σκέψεις και εκείνους τους ανθρώπους που το ζήσαμε μαζί. Με άλλους μιλάω πιο πολύ και με άλλους πιο λίγο, αλλά πάντως μάλλον όχι για αυτά, άλλοι ανταποκρίθηκαν και άλλοι όχι – λογικό. Και μαζί με τη χαρά, στο δεύτερο πρόσωπο του Ιανού, καραδοκούσε μια αμηχανία, ίσως και απαξία. Αλήθεια τώρα, τι να πεις για το 06-07, και ποιον ενδιαφέρει σε τελική ανάλυση σήμερα. Ποιους αφορά, αλήθεια, μια τέτοια συζήτηση. Μήπως είναι ενοχλητικά αυτοαναφορική αυτή η κουβέντα και η χαρά μου η ίδια; Μια χαρά να μιλήσεις σε ένα σώμα ανθρώπων οικείο, σαν στο σπίτι μας θα είναι σήμερα στην ΑΣΟΕΕ, και η αμηχανία μήπως δεν είναι έτσι. Μήπως το ίδιο σώμα είναι ένα άλλο;

Και πώς να βρω χρόνο, για να έρθω ή ακόμη χειρότερα για να “γράψω και κάτι” και κάτι που να βλέπεται κιόλας.  Άσε θα το κάνω μετά την εκδήλωση, καλύτερο, με πηγές και θεωρητικές αναφορές. Και στο αυτοκίνητο επιστρέφοντας από τη δουλειά κάτι με έσπρωξε να σημειώνω σε ένα πατσαβουρόχαρτο (με λεκέδες σοκολάτας από το κρουασάν που είχε φάει προχθές η μικρή μου κόρη στο καρεκλάκι, το μόνιμα δεμένο εδώ και 5 χρόνια περίπου στο πίσω κάθισμα) λέξεις κλειδιά, μην τις ξεχάσω. Χωρίς ρητά να παραδεχθώ ότι ίσως το βράδυ αφού κοιμηθούν οι μικρές γράψω και κάτι, αλλά όχι σίγουρα, γιατί αν το πω και δεν το κάνω θα στεναχωρηθώ, άλλη μια ήττα της καθημερινότητας και του ασφυκτικού ρυθμού της. Σκέφτηκα τα δικά μου 10 χρόνια, πρόσθεσα διάφορα στις αποσκευές. Γάμο και σύζυγο, παιδιά, ένα χρόνο στη Θράκη, έναν στην Αγγλία, ξανά εδώ, κάτι πτυχία, μια διατριβή που λέω να τελειώσει και αγκομαχάει, το ΜΙΘΕ που γράφτηκα αλλά με διαγράψανε μάλλον γιατί δεν προλάβαινα να τους πω ότι θέλω απαλλαγή σπουδών, δουλειά μισθωτή, δουλειά αυτοαπασχόλησης, τώρα και τα δύο, μια κολλεκτίβα με άλλους, άνοδο στις ασφαλιστικές κατηγορίες του ΤΣΜΕΔΕ με το αζημίωτο, μήπως να κλείσω τα φορολογικά βιβλία; Κλείνω προς το παρόν αυτήν την παρένθεση που σας λέω τα νέα μου. Έχει μια με ψυχαναλυτικούς όρους πλάκα αυτή η ιστορία. Η δική μου και η συλλογική. Η δική μας.

Και τι γίνεται με εκείνα τα παιδιά λοιπόν;

Αυτός ο τίτλος, το χωρίς πάνελ και μια ελευθερία να μιλήσει κανείς χωρίς φορεμένη μια υποχρεωτική ταυτότητα με κέντρισε, όλοι έχουμε πολλές άλλωστε. Από το ΝΑΡ, από την αρχιτεκτονική, από το ΕΜΠ, την Αθήνα, κορίτσι, τώρα μάνα. Προφορικά, ή και γραπτώς αλλά στον ίδιο προφορικό τόνο, ακροβατώντας στο όριο μεταξύ προσωπικών διαδρομών, συλλογικών αποτιμήσεων και συνεκτικών ιστορικών καταγραφών, μικρών και μεγάλων αφηγήσεων. Αυτή η διαλεκτική μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου. Οι προσωπικές διαδρομές και οι καθημερινότητες υπάρχουν σε κάθε ιστορικό γεγονός, μικρό και μεγάλο, όπως υπάρχουν και οι μεγάλες αφηγήσεις. Αν η πολιτική κρίνεται στα χοντρά λοιπόν – που εκεί κρίνεται, υπάρχει πάντως και ο διάβολος που κρύβεται στις λεπτομέρειες.

Και κάπως αυτή η τρικυμία συνειρμών με έβαλε να σκεφτώ για αυτά που έγιναν πριν από 10 χρόνια. Για αυτά που προηγήθηκαν και κυρίως αυτά που ακολούθησαν. Αυτή η συζήτηση, λοιπόν, είναι για το 2006-2007, αυτά που μας πήγαν ως εκεί και ότι μας έφερε ως εδώ σήμερα.  Δεν αφορά ως ειδική συζήτηση ούτε την κοινωνία ούτε όλη τη νεολαία, του σήμερα ή του τότε. Αφορά ένα πολύ μερικό σύνολο όλων αυτών, αυτό όμως δε στερεί το νόημα και την αξία της. Πολύ περισσότερο που το υποσύνολο αυτό, μέσα από διάφορους δρόμους, κατέλαβε συχνά ρόλους κλειδιά στις πολιτικές εξελίξεις της κομμουνιστικής και κάθε λογής αριστεράς, χωρίς και με εισαγωγικά, της “πρώτης φοράς”, της καμιά φοράς και της κάθε φοράς.

Ο ισχυρισμός ότι η νεολαία είναι ο ευαίσθητος σεισμογράφος της κοινωνίας μοιάζει σίγουρα κλισέ. Όμως επιβεβαιώνεται εκκωφαντικά από την εμπειρία αυτού του κινήματος. Οι πρωταγωνιστές ήταν κατά κύριο λόγο η νεολαία των ΑΕΙ και ΤΕΙ και τμήμα των μαθητών, αυτό όμως που εξέφραζε αφορούσε τη συντριπτική πλειοψηφία μιας νέας γενιάς που έμελλε να γίνει από γενιά των 1000 (θυμάστε εκείνο το άρθρο της καθημερινής;), ύστερα 700, 400 ευρώ και τελικά η νεολαία της εποχής της κρίσης. Μιας γενιάς που περικλείοντας πράγματι αμέτρητες προσωπικές διαδρομές – όπως και κάθε γενιά – αποδομήθηκε όσο λίγες. Ποιος από εμάς στα αλήθεια πίστευε ότι αυτά που λέγαμε στα φοιτητικά αμφιθέατρα θα επιβεβαιωθούν στη χειρότερη εκδοχή τους. Προσωπικά κάθε φορά που τα έλεγα πίστευα ότι υπερβάλλω και λίγο για να πείσω τη συνέλευση. Και η προσωπική συντριβή του να κάνεις αυτά που απευχόσουν ή κατήγγελλες δημιουργεί διαφόρων ειδών αδιέξοδα που βαδίζουν παράλληλα με ιστορικές και πολιτικές ανεπάρκειες της Αριστεράς και των ένθεν και ένθεν πολιτικών εκφράσεων και εκφάνσεων, όχι προφανώς ισομερώς κατανεμημένα και στον ίδιο βαθμό.

Σίγουρα μια τοποθέτηση όπως αυτή δεν θα μπορούσε ούτε έχει σκοπό να παρουσιάσει και να αποτιμήσει όλα τα παραπάνω. Έχουν γίνει με πολιτικούς όρους πολλές αποτιμήσεις, που όσοι κάθονται και διαβάζουν αυτό το κείμενο ήδη τις έχουν υπόψη. Μπορούν δε να τις αναζητήσουν σε αποφάσεις συνεδρίων, κομμάτων και οργανώσεων και σε λογής λογής συλλογικές κουβέντες. Πιο πολύ νόημα εδώ, έχει μια προσωπική υπογράμμιση, προτεραιοποίηση τρόπων τινά αυτών που νομίζω ότι έχει νόημα να σταθούμε ώστε να βαδίσουμε στο μέλλον με καλύτερους όρους.

Έτσι, λοιπόν, έχουμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Τη θέση αυτού του κινήματος στο κάδρο της ιστορίας. Ήταν τέλος εποχής και αυγή μιας νέας φάσης. Φορέας της μεταπολιτευτικής εμπειρίας των φοιτητικών αγώνων, του 90-91, και μιας δεκαπενταετούς και συντεταγμένης αντιπαράθεσης με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που είχε και αυτή δικούς της σταθμούς. Ο καθένας από αυτούς τους σταθμούς έβαλε το λιθαράκι του ώστε να γίνει αυτό που έγινε τον Ιούνιο του 2006. Από το 1992 που δημοσιεύεται η Λευκή Βίβλος της ΕΕ για την εκπαίδευση και τις καταλήψεις του 1995 διαμορφώνεται ένα πλαίσιο συνολικής αντιπαράθεσης με την αστική στρατηγική για την εκπαίδευση. Η αναμέτρηση με τους νόμους Αρσένη εντάσσει με έμφαση το ζήτημα της εργασιακής προοπτικής των αποφοίτων, το 2001 λιγότερο μαζικό αλλά βαθειά πολιτικό βάζει τα θεμέλια για την άρση του κατακερματισμού, του συντεχνιασμού και απαντά στη βάση των κοινών συμφερόντων στην εργασία. Σε αυτή τη διαδρομή η συζήτηση για τις μορφές οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος εμβαθύνεται. ΕΦΕΕ, συντονισμός, και τα δύο μαζί, όλα είναι γραμμές που διχάζουν στις συζητήσεις των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων.

Το κίνημα ωστόσο δεν έγινε μόνο επειδή υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις που το επιδίωξαν, το σχεδίαζαν, το προσπαθούσαν και το έχτιζαν από καιρό. Έγινε με αυτούς τους όρους προφανώς επειδή συνέτρεξαν και ευρύτεροι λόγοι. Ήταν το τελευταίο κίνημα πριν ξεσπάσει η κρίση που έδωσε τη σκυτάλη στο πρώτο της κρίσης, τον Δεκέμβρη του 2008. Οφείλουμε να του δώσουμε όποια θέση του αναλογεί, να διατηρήσουμε τη μνήμη, να μεταφέρουμε την εμπειρία, να γράψουμε, να επιμεληθούμε μια έκδοση και να μη θεωρούμε ότι αυτά που γνωρίζουμε τα γνωρίζουν όλοι και είναι κοινός τόπος.

Να υπογραμμίσουμε τα σημαντικά χαρακτηριστικά του και να τα ιεραρχήσουμε. Πώς έγινε ένα κίνημα με τόση διάρκεια, αντιδιαχειριστικό και συγκρουσιακό, με συνελευσιακή συγκρότηση; Πώς έγινε ένα κίνημα που έλεγε αυτά που έλεγε, είχε νόημα που τα έλεγε; Νομίζω ότι είχε και η κλιμάκωση μορφών και περιεχομένου πήγαιναν μαζί. Κυρίως πάντως ήταν μαζικό γιατί επικοινώνησε πλατιά με τις βασικές αγωνίες των ανθρώπων για τη ζωή τους. Γιατί εξέφραζε το άγχος της επισφάλειας στην εργασία και τη ζωή που ξημέρωνε μπροστά μας. Και κατάφερε να μαζικοποιηθεί από τις συνελεύσεις οι οποίες μπορούσαν να υποδεχθούν και να εκφράσουν αυτές τις αγωνίες και να ενεργοποιήσουν με διευρυμένο τρόπο κινηματικές πρακτικές.

Έγινε συγκρουσιακό και επικίνδυνο όσο πιο πολιτικά στοχευμένο και αποφασισμένο έβαινε απέναντι στον εχθρό, που τον ονόμασε στο πρόσωπο της κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε διαχειριστή. Και είχε όραμα και στόχο, γενικό αλλά και συγκεκριμένο, θα ζήσουμε αλλιώς και δε θα περάσουν οι νόμοι και παλεύουμε για μια παιδεία τέτοια. Και μέσα στις σχολές πιο συγκεκριμένα, θα σπάνε στην πράξη όσα δε συμβαδίζουν με το πνεύμα του κινήματος, και είναι ανεπιθύμητοι και εχθροί αυτοί που κάνουν τα ανάποδα, από τις απουσίες ως τα ερευνητικά και τις μπίζνες. Και ναι, είχε και πολυμορφία και κοινωνική απεύθυνση. Αρχής γενομένης από το πανεκπαιδευτικό μέτωπο έως την προσπάθεια να φτάσει σε κάθε σπίτι. Να κατοχυρώσει το δίκιο του αγώνα, να επιβάλλει το συνομιλητή. Δεν είναι απλό ούτε και εύκολο οι ειδήσεις των 8 και τα μίντια να περιμένουν τις αποφάσεις του συντονιστικού γενικών συνελεύσεων και καταλήψεων.

Δεν μπορούσε να γίνει περαιτέρω κλιμάκωση από ένα φοιτητικό κίνημα χωρίς να μπει στο παιχνίδι πια ο εργαζόμενος κόσμος, χωρίς το πέρασμα σε κοινωνικούς αγώνες άλλης κλίμακας. Έφτασε αντιμέτωπο με ανεπάρκειες που καθρέπτιζαν τις ανεπάρκειες της πολιτικής πρωτοπορίας του. Εκείνης που ενώ υπήρχε στον φοιτητικό χώρο δεν υπήρχε με υπολογίσιμους όρους στην κοινωνία. Και μαζί δεν υπήρχαν κι ούτε ακόμη υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις της οργάνωσης, της πολιτικής στόχευσης και της ευρείας αποφασιστικότητας να παίξει κανείς το κεφάλι του για να αλλάξει τη ζωή του. Σε αυτό σίγουρα δε θα συμφωνήσουμε εύκολα όλοι και όλες, όσοι και όσες συμμετείχαμε και ιδιαίτερα οι πολιτικές συνιστώσες.

Αυτοί που συμμετείχαμε, λοιπόν, ήμασταν πολλές και πολλοί. Δε θα ονομάσω γιατί θα ξεχάσω ή θα υποτιμήσω και δεν είναι αυτός ο στόχος. Η ΕΑΑΚ για μένα ήταν το πολιτικό νεύρο αυτού του κινήματος που έδειξε ότι η ανεξάρτητη αριστερή πολιτική μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις. Και καθόλου – αν έμοιασε έτσι – δεν θα ήθελα να εξυμνήσω την ΕΑΑΚ της οποίας ήμουν μέλος και την αντικαπιταλιστική αριστερά στην οποία ακόμη ανήκω. Τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα από μια τέτοια απλοϊκή τοποθέτηση.

Η ΕΑΑΚ σφράγισε αυτό το κίνημα ως προς τη φυσιογνωμία του και έσυρε το χορό. Δε θα μπορούσε ποτέ, όμως, να πάρει τέτοιες διαστάσεις χωρίς τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις και τα κόμματα της αριστεράς που νωρίτερα ή αργότερα συμμετείχαν και είχαν πολύ σημαντικότερη απεύθυνση σε κοινωνικό επίπεδο. Η μετωπική λογική και οι συμμαχίες επάνω στη φωτιά του κινήματος ήταν ένα μάθημα για όλους “εμάς”. Εμάς εδώ τουλάχιστον. Και ήταν και το πολιτικό απόσταγμα αυτής της γενιάς πολιτικοποίησης, απόσταγμα το οποίο κατά τη γνώμη μου μας διαπέρασε αρκετά οριζόντια σε επίπεδο πολιτικών χώρων, αποτελώντας ένα συγκροτητικό στοιχείο της κοινής μας ταυτότητας.

Αυτό στις διεργασίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είχε αντίκτυπο στη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στον τρόπο με τον οποίο έγινε και ακόμη την απασχολεί ως συζήτηση. Η γραμμή του “μετώπου της ρήξης και ανατροπής” που ξεδιπλώθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης, η δική μας γενιά νομίζω ότι την οικειοποιήθηκε στη βάση και της βιωμένης εμπειρίας αυτού του φοιτητικού κινήματος. Διαφορετικές αλλά με αναλογίες εξελίξεις διαπέρασαν και τους άλλους πολιτικούς χώρους, το ΚΚΕ και την ΚΝΕ, τον ΣΥΝ και τη νεολαία του. Οι εξελίξεις αυτές δεν ήταν προφανώς μονοσήμαντα συνέπειες των διεργασιών του 06-07. Μπολιάστηκαν σε επόμενα κινήματα, γεγονότα και σημαντικότερες εξελίξεις στη διάρκεια της κρίσης. Τον Δεκέμβρη, τις απεργίες του 2010, τις πλατείες, μέχρι την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το δημοψήφισμα και την απόλυτη κυβερνητική ξεφτίλα που ακολούθησε. Σχετίζονται σαφέστατα με την κοινωνική κατάσταση, την κατάρρευση των μεσοστρωμάτων και χίλια δυο. Όμως επειδή κάπως όπως είπα και στην αρχή παίζουν τον ρόλο τους και οι συγκεκριμένοι άνθρωποι και οι προσωπικές διαδρομές, κάπως σε όλα αυτά βρίσκεται και η επίδραση εκείνης της απαρχής, ενός σημαντικού κινήματος που είχαμε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η συζήτηση για το αν θα μπορούσε να μετασχηματιστεί το φοιτητικό κίνημα σε κοινωνικούς αγώνες άλλης κλίμακας δεν είναι μια συζήτηση για τότε. Είναι μια συζήτηση που σχετίζεται με όλα τα επόμενα επεισόδια και παραμένει εκκρεμής. Και η απονομή ευθυνών μας βαραίνει πάλι όλους και πάλι όχι ισομερώς κατανεμημένα και πάλι δεν είναι απλά τα πράγματα. Το φοιτητικό κίνημα, και οι υπόλοιπες “ευκαιρίες” οι κάτω να πάρουν κεφάλι στις εξελίξεις χάθηκαν μεταξύ άλλων και γιατί τα μεγάλα κόμματα της αριστεράς δεν ήθελαν και η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορούσε. Αυτός που δε θέλει διαπράττει κοινωνικό έγκλημα και οι ευθύνες είναι πολύ βαριές. Θα πρέπει όμως αυτοκριτικά να πούμε ότι και αυτός που δεν μπορεί κάπως θα πρέπει να φτιάξει όρους για να μπορέσει, και πέρα από τα πανεπιστήμια, αλλιώς θα έχει απολέσει κάθε δυνατότητα να καθορίσει τις εξελίξεις.

Αυτή η διαπίστωση δεν είναι καινοφανής, δεν είναι όμως πάντα και ο κοινός τόπος. Είναι πολλοί από τη γενιά μας και όχι μόνο που παλεύουν σε αυτήν την κατεύθυνση και από πολλούς δρόμους. Ωστόσο δεν κάνουμε γενικώς όλοι το ίδιο. Υπάρχει κι εκείνη η μειοψηφία που πέρασε “απέναντι” και σήμερα υλοποιεί τα μνημόνια. Υπάρχουν και πολλοί που κάπου περιμένουν, και είναι πάντα παρόντες στις μεγάλες κινηματικές στιγμές. Και πολλοί από όσους συζητάμε εδώ κυρίως περιμένουμε. Οφείλουμε όμως να θυμηθούμε αυτό που κατακτήθηκε το μάη – ιούνη, ότι δηλαδή “εμείς είμαστε αυτοί που περιμέναμε”.

Και για να γυρίσω – κλείνοντας – στον αρχικό προβληματισμό, για να είμαστε “αυτοί που περιμέναμε” χρειαζόμαστε μαζί με άλλα και μια αποκατάσταση τη σχέσης μας με την ιστορία. Ο φόβος της υπέρμετρης νοσταλγίας βαδίζει χέρι με την παρωχημένη απαξίωση. Κι αν ο πρώτος εγκυμονεί το κίνδυνο της προσκόλλησης στο παρελθόν, ο δεύτερος, ο φόβος του να κοιτάξεις πίσω, ένα κίνημα κι ένα πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο χωρίς μνήμη, είναι καταστροφικός. Κενό χαρτί, ένα πεδίο δόξης λαμπρό για την αντίδραση. Ό Άγγελος της Ιστορίας έγραφε ο Μπένγιαμιν στον αντίποδα της αστικής προόδου…

“… έχει στραμμένο το βλέμμα του μονίμως προς το Παρελθόν: εκεί που εμείς αντικρίζουμε μιαν αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία και μόνη καταστροφή που σωριάζει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων μπρος στα πόδια του. Θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συναρμολογήσει εκ νέου τα συντρίμμια. Όμως φυσά από τον Παράδεισο ένας αέρας τόσο δυνατός, που αρπάζει τον Άγγελο από τα φτερά του και τον διώχνει όλο και μακρύτερα. Χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, και με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο στα χαλάσματα του παρελθόντος, ο Άγγελος ωθείται διαρκώς από τον άνεμο προς το Μέλλον. Ό,τι αποκαλούμε πρόοδο δεν είναι παρά ο άνεμος αυτός…”

Να αποκτήσουμε μια σχέση με την ιστορία τέτοια που θα κοπάζει το άνεμο και θα καλεί τον Άγγελο να σταματήσει και να μας κοιτάξει.

(Η κεντρική φωτογραφία του κειμένου είναι της Σοφίας Τσάδαρη, και τραβήχθηκε στο πάρκο Ναυαρίνου, στις 17/05/2009.)