Το καλό με τις οριακές καταστάσεις είναι ότι δε μπορούν να γίνουν ανεκτές για πολύ καιρό. Πρόκειται για παιχνίδια που απαιτούν μεγάλη ισορροπία και όπου ξέρεις πως είτε θα περάσεις το όριο αντιμετωπίζοντας το άγνωστο και τα ρίσκα, που συνεπάγεται., είτε θα καθηλωθείς και θα βυθιστείς σε αυτές. Πάνω στο όριο, πάντως, κρατώντας την ανάσα σου δε μπορείς να μείνεις για πολύ καιρό.

Μία τέτοια οριακή κατάσταση είναι και η οικονομική κρίση. Και είναι βέβαιο πως κανένα από τα στρατόπεδα που συγκρούονται εντός της δε μπορούν να την υποφέρουν για πολύ και μαζί της τη «δημοκρατία» στη σημερινή της μορφή. Έτσι, η «δημοκρατία» αποτελεί πλέον αντικείμενο επιτακτικού μετασχηματισμού, σε διαφορετικές κατευθύνσεις, για τα αντίπαλα μέρη και ταυτόχρονα αντικείμενο βαθιάς σύγκρουσης, με βάση την παραδοχή πως η «δημοκρατία» δεν είναι ένα κοινό σημαίνον. Από αστική σκοπιά, η δημοκρατία μπορεί να περιοριστεί απλά σε μια συγκεκριμένη πολιτειακή μορφή η οποία μέσω διόδων νομιμοποίησης εξασφαλίζει μια λειτουργική συνοχή ανάμεσα στο κράτος, την πολιτική εξουσία και την κοινωνία. Αλλά αν μιλάμε από αριστερή σκοπιά, η δημοκρατία είναι πολλά περισσότερα από μια απλή οργανωτική μορφή, είναι, ανάμεσα σε άλλα, μια « τέχνη ζωής». « Αποτελεί φυσικά τρόπο μετάβασης και οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και ταυτόχρονα διαδικασία διαρκούς αυτομετασχηματισμού, εκδημοκρατισμού και διαπαιδαγώγησης, συγκρότησης του λαού ως συλλογικού υποκειμένου» σ.1βλ. Ειρήνη Γαϊτάνου, Για μια διαρκή εμβάθυνση της Δημοκρατίας, k- lab, Φεβρουάριος 2016, http://k-lab.zone/gia-mia-diarki-emvathynsi-tis-dimokratias/.

Συμμετοχική Δημοκρατία και Νομιμοποίηση

Αν σκεφτούμε τα κομβικά γεγονότα και μάχες της τελευταίας δεκαετίας, θα δούμε πως δεν ήταν τίποτα άλλο από μια διελκυστίνδα όπου η πλευρά του κεφαλαίου και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι προσπαθούσαν να βρουν νομιμοποίηση για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας (ενδεικτικά μέσα από τακτική διεξαγωγή εκλογών στις περισσότερες χώρες, κυβερνήσεις συνεργασίας κλπ) και την ίδια στιγμή ο κοινωνικός παράγοντας δημιουργούσε συνεχώς ρωγμές απονομιμοποίησης και αντίστασης μεγαλώνοντας το χάσμα ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και την κοινωνία.

Η μορφή της δημοκρατίας και τα υλικά της αποτελέσματα των τελευταίων δεκαετιών δε θα πρέπει να θεωρηθούν αποκομμένα από τη διελκυστίνδα αυτή. Αντίθετα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξή της μέσα στο χρόνο. Στην προ-κρισιακή συγκυρία, βασικός διακηρυγμένος στόχος των κυρίαρχων τάξεων ήταν η εξασφάλιση των μεγαλύτερων δυνατών ερεισμάτων στη βάση και η ελαχιστοποίηση της απόστασης ανάμεσα στα κέντρα πολιτικής εξουσίας και σε αυτό που ονομάζουν «Κοινωνία των Πολιτών». Ο τρόπος μέσω μέσω του οποίου προωθήθηκε ο στόχος αυτός ήταν το συνολικό αφήγημα της συμμετοχικής δημοκρατίας, το οποίο το βρίσκουμε διατυπωμένο σε δεσμευτικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των επιμέρους κρατών, με διάφορους μάλιστα θεσμούς να συνιστούν την απόδειξη πως το αφήγημα αυτό έχει βρει και εφαρμογή. Σημεία της λεγόμενης συμμετοχικής δημοκρατίας των stakeholders υπάρχουν και στη χώρα μας, για παράδειγμα, στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου μετά την καλλικρατική μεταρρύθμιση (το δεύτερο σε σημασία επίτευγμα της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου) άρχισαν να “λειτουργούν” τρεις θεσμοί συμμετοχικής δημοκρατίας με στόχο να επιτύχουν τις μέγιστες δυνατές συναινέσεις για τοπικά ζητήματα.

Το πρόβλημα, όμως, με τη θεσμική συμμετοχική δημοκρατία αυτού του τύπου είναι πως μπορεί να λειτουργήσει ιδανικά μόνο σε συνθήκες μηδενικής ή ελάχιστης σύγκρουσης και απουσίας διακυβεύματος. Σε συνθήκες ακραίας ταξικής σύγκρουσης και κρίσης νομιμοποίησης του κυρίαρχου υποδείγματος και των εκπροσώπων του, η συμμετοχική δημοκρατία μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνο και μη λειτουργικό πράγμα για το κυρίαρχο στρατόπεδο, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω το πολιτικό σκηνικό και θέτοντας ακόμη και τη βάση νέων ριζοσπαστικών προσπαθειών σ.2Εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα που εντάσσεται στην ευρύτερη συζήτηση αποτελεί και η περίπτωση της νομιμοποίησης των ηγεσιών των αστικών πολιτικών κομμάτων δια της συμμετοχής της κομματικής βάσης και εκλογής τους από αυτή μέσω ανοιχτών διαδικασιών. Έτσι, στην περίπτωση των Εργατικών τον τελευταίο καιρό τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί πολύ ομαλά και η εκλογή της νέας ηγεσίας από πανηγύρι νομιμοποίησης κατέληξε σε “πραξικόπημα” της βάσης με την εκλογή του J.Corbyn και πλέον την προστασία του (και πιθανή επανεκλογή του) απέναντι στην πρόταση μομφής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Εργατικών.. Και οι πιθανές λύσεις, όταν η λαϊκή έκφραση μέσα από συμμετοχικούς θεσμούς δεν ταιριάζει στην κυρίαρχη πολιτική κρατών και υπερεθνικών οργανισμών όπως η Ε.Ε, μπορούν να ποικίλουν και να είναι και αρκετά ακραίες και σκανδαλώδεις στην προσπάθεια διατήρησης της πολιτικής συνοχής και σταθερότητας (βλέπε ελληνικό δημοψήφισμα).

Τα όρια, λοιπόν, της θεσμικής συμμετοχικής δημοκρατίας αυτή τη στιγμή και με τις δεδομένες συνθήκες, σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν με τα όρια του ίδιου του κράτους, της Ε.Ε. και της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής χωρίς να αφήνουν πολλά περιθώρια για τη λειτουργία διόδων νομιμοποίησης. Αντίθετα, όταν στην κοινωνία δίνεται ο λόγος, ακόμα και με συμβουλευτικό ρόλο και αρμοδιότητες, το πιο πιθανό είναι πως αυτό θα συνιστά τη δίοδο έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας και αντίθεσης στην κυρίαρχη πολιτική. Και κάπως έτσι, λοιπόν, εκεί που σταματούν τα όρια της θεσμικής συμμετοχής αποκτούν ακόμα βαθύτερο νόημα και αναβαθμισμένο ρόλο οι διάφορες μορφές εξωθεσμικής συμμετοχής πέρα και ενάντια στο κυρίαρχο υπόδειγμα. Τα κινήματα των πλατειών το 2011, οι συνελεύσεις της Place de la Republique των τελευταίων μηνών, οι πολυάριθμες πρωτοβουλίες αλληλέγγυων που δρουν συλλογικά τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας, αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις εξωθεσμικών μορφών συμμετοχής και δράσης που απαντούν de facto στα όρια της παρούσας μορφής δημοκρατίας.

Ποιος θα περάσει πρώτος το όριο;

Το ζήτημα και το ενδιαφέρον από εδώ και πέρα με βάση τα ανωτέρω, είναι πώς πάνω στο τεντωμένο αυτό σκοινί τα αντίπαλα μέρη θα καταφέρουν να διαγράψουν αντίθετες πορείες και ποιο θα καταφέρει να κάνει πρώτο το καθοριστικό βήμα στην ανανέωση της «δημοκρατίας». Στενά στο κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει σημασία να δούμε πως θα επιχειρηθεί να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά σε κεντρικό επίπεδο τα πολλαπλά συμπτώματα της έλλειψης νομιμοποίησης και των φυγόκεντρων τάσεων που έχουν ενταθεί ιδιαίτερα μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, θέτοντας υπό διακύβευση το κύριο σχέδιο του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στη μεταπολεμική περίοδο, δηλαδή το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια Ε.Ε. η οποία χρειάζεται αδιαπραγμάτευτα αυτή τη στιγμή πολιτική σταθερότητα για να μπορέσει να επιβιώσει, έχει πολύ ενδιαφέρον πως θα αντιμετωπίσει επόμενους υφάλους, όπως η πιθανή προσπάθεια της ιταλικής κυβέρνησης να εγκρίνει νομοθετικά και να εφαρμόσει εσωτερική  ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της (και υπό ποιους όρους) ή οι πιθανές απόπειρες δημοψηφισμάτων για έξοδο από την Ένωση κατά το βρετανικό παράδειγμα. Ο συγκεντρωτισμός και ο αυταρχισμός ως ένδειξη της απόλυτης και αδιαπραγμάτευτης ισχύος είναι μια παλιά και καλή λύση, η οποία έχει ήδη εφαρμοστεί στο παράδειγμα της Ελλάδας πέρυσι το καλοκαίρι, δοκιμάζοντας μια θεωρία που μάλλον συμπυκνώνεται στο πολύ απλό: αν δεν έχω νομιμοποίηση, θα πρέπει να αποδείξω πως μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτή. Το ερώτημα είναι πόσος θα είναι ο χρόνος ζωής από εκεί και πέρα.

Αλλά και στο επίπεδο των επιμέρους κρατών, μεγάλο ενδιαφέρον έχει αυτή τη στιγμή η συζήτηση που διεξάγεται σε Ελλάδα και Ιταλία σε σχέση με τις επικείμενες προσπάθειες εκατέρωθεν συνταγματικής αναθεώρησης με κοινό στόχο μια πιο σταθερή δημοκρατία σε ένα όλο και πιο ασταθές τοπίο. Ως προς τα δικά μας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισαγάγει σε διαβούλευση την πρόταση νέου εκλογικού νόμου που προβλέπει απλή αναλογική με κατάργηση του μπόνους εδρών και παράλληλα αφήνει να αιωρείται μια γενικευμένη φιλολογία περί αναθεώρησης του Συντάγματος με πρόταση ενίσχυσης του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται πως προσπαθεί να αντιμετωπίσει το βασικό πρόβλημα που προσεγγίζεται στο παρόν κείμενο. Αυτό της κρίσης εκπροσώπησης, κρίσης νομιμοποίησης και πολιτικής αστάθειας, το οποίο είναι ξεκάθαρο, βέβαια, ότι δεν πρόκειται να θεραπευτεί άμεσα. Επομένως, επιχειρεί να τροποποιήσει τους κανόνες τους εκλογικού παιχνιδιού για να έρθουν στα μέτρα του καιρού. Αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων σημαίνει σχηματισμό βασικών κοινοβουλευτικών στρατοπέδων, τα οποία κατ΄ εναλλαγή θα μπορούν να σχηματίζουν κυβερνήσεις συνεργασίας σε διαφορετικές συνθέσεις και αναλογίες. Το κοινό τους πρόγραμμα, άλλωστε, δεν θα είναι πρόβλημα εφόσον όλες θα εφαρμόζουν μνημόνια. Η φήμη για ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας πέραν του εγγυητικού-διακοσμητικού χαρακτήρα του (άμεση ανάδειξη από την εκλογική βάση, αυξημένες αρμοδιότητες κλπ), αν επιβεβαιωθεί σίγουρα θα φιλοδοξεί να συνιστά ένα αντίβαρο στις εκ των πραγμάτων εύθραυστες κυβερνήσεις που θα σχηματίζονται, ώστε να υπάρχει ένας στιβαρός και ευέλικτος πόλος για τις δύσκολες στιγμές.

Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει το ερώτημα πως το στρατόπεδο που ενδιαφέρει εμάς, αυτό όσων δημιουργούν τα κενά νομιμοποίησης και την πολιτική κρίση αμφισβητώντας το κυρίαρχο παράδειγμα, αποκτά νέες μορφές πολιτικής έκφρασης, λειτουργίας και ύπαρξης και πως θέτει το στόχο νέων δημοκρατικών μορφών, πέρα από τα όρια των σημερινών και πέρα από την τρέχουσα σύλληψη της συμμετοχής στις δημοκρατικές διαδικασίες. Και αυτές οι μορφές σήμερα, δε μπορούν παρά να εμπεριέχονται στην ίδια συζήτηση και στρατηγική που θέτει ως κεντρικό στόχο τη ρήξη με την Ε.Ε., το νεοφιλελευθερισμό και το συγκεκριμένο ενοποιημένο μοντέλο καπιταλιστικής διαχείρισης. Στον αριστερό λόγο το επιχείρημα της αποδέσμευσης από την Ε.Ε. (και την ευρωζώνη) αποτελεί σε γενικές γραμμές κοινή συνισταμένη, όμως πάντα σαν απλό πρόταγμα, στόχο και διακήρυξη. Η ρήξη με την Ε.Ε., πέρα από απόφαση και δήλωση συνεπάγεται μια σειρά άλλων πραγμάτων που η αριστερά σίγουρα δεν έχει εντοπίσει και συζητήσει με σοβαρότητα. Πέρα από ζητήματα όπως πόροι, νόμισμα, παραγωγική αναδιάρθρωση και άλλα συναφή που με τον ίδιο τρόπο που εισέβαλαν αιφνιδίως στη δημόσια συζήτηση πέρυσι τις ημέρες πριν το δημοψήφισμα, με τον ίδιο αιφνίδιο τρόπο ξεχάστηκαν λίγο μετά, στο πλαίσιο της θεματολογίας του παρόντος κειμένου δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε τι θα συνεπάγεται μια κίνηση ρήξης, ως προς το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο, τους νόμους και τα ίδια τα θεμέλια και τον τρόπο λειτουργίας ενός κράτους-μέλους που αποχωρεί από το ευρωπαϊκό στρατόπεδο. Το βρετανικό παράδειγμα μεθόδευσης της αποδέσμευσης σίγουρα θα είναι πολύ ενδιαφέρον από αυτή τη σκοπιά και, παρά το γεγονός πως η Βρετανία δεν αποτελούσε το μέσο κράτος της ΕΕ λόγω των ιδιαιτεροτήτων ύπαρξής της σε αυτήν, θα δώσει για πρώτη φορά μια καλή εικόνα του τι σημαίνει πραγματικά αποδέσμευση από έναν υπερεθνικό οργανισμό με ότι αυτός συνεπάγεται (καταστατικές συνθήκες, νομοθεσία, όργανα, αρμοδιότητες κλπ) και ολική επαναφορά στη βασική μορφή πολιτικής ενότητας της νεωτερικότητας, δηλαδή το κράτος.

Με βάση όλα τα παραπάνω, λοιπόν, και έχοντας αποκηρύξει τη μελαγχολία και την απογοήτευση ένα χρόνο μετά το δημοψήφισμα και την ήττα (ή τουλάχιστον προσπαθώντας σε αυτή την κατεύθυνση), έχει έρθει ο καιρός η αριστερά να υπερβεί με τη σειρά της τα δικά της όρια ή αλλιώς να συνεχίσει να βυθίζεται μέσα σε αυτά. Και μια καλή αρχή μάλλον είναι να ξεσκονίσει ιδέες, διακηρύξεις και προγράμματα υπό το φως της νέας μεταβατικής κατάστασης στην οποία έχει ήδη εισέλθει η Ε.Ε. και τα επιμέρους κράτη. Οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις και οι μετατοπίσεις που δύνανται να παραχθούν και όλο το επόμενο διάστημα από την πλευρά του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με την ευρεία κρίση νομιμοποίησης και εκπροσώπησης σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες φτιάχνουν τουλάχιστον έναν πολύ ενδιαφέροντα γρίφο στον οποίο μια αριστερά αντάξια του ονόματός της, δεν θα μπορεί να αντισταθεί να δώσει απάντηση.

Υποσημειώσεις[+]