Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο ‘χω πει ακόμα.

 

Ησυχία τάξη και ασφάλεια

Τα επιτελεία της άρχουσας τάξης λογικά χαμογελάνε μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής. Φυσικά, το χαμόγελο δεν προκύπτει από τη βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ή γενικά από το περιεχόμενο των τριπλών καλπών –που φέρνει τη ΝΔ σε πολύ ισχυρή θέση σε δήμους και περιφέρειες- αλλά από τη αίσθηση ότι τα χειρότερα, για αυτούς, πέρασαν. Ο ελληνικός καπιταλισμός βρέθηκε στο επίκεντρο μίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το πολιτικό σύστημα κλονίστηκε, εκατομμύρια βρέθηκαν στους δρόμους και έφτασαν μέχρι και το σημείο να ψηφίσουν ΟΧΙ, τη στιγμή που διεθνείς και εγχώριοι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού τους απειλούσαν με συντριβή. Τέσσερα χρόνια μετά το δημοψήφισμα και εννιά από το πρώτο μνημόνιο, φαίνεται η κυρίαρχη πολιτική και οι θεσμοί της να περιόρισαν σημαντικά το κόστος της κρίσης. Η Αριστερά κυβέρνησε αλλά την έφεραν στα μέτρα τους και σήμερα τους εκπροσωπεί επάξια σε όλα τα επίπεδα, δηλώνει μάλιστα περήφανη (αυτή η «αριστερά» , σε εισαγωγικά πλέον) ότι εγγυήθηκε την επιστροφή στην ομαλότητα και ότι θα αποτελέσει την πρώτη κυβέρνηση μετά από 15 χρόνια που θα κλείσει τετραετία. Ο δικομματισμός ζει μία παλινόρθωση, χωρίς να μπορεί προφανώς να φτάσει στην πρότερη δόξα του. Ωστόσο, εγγυάται μία σταθερότητα, ένα φαύλο κύκλο όπου οι δύο πυλώνες της αστικής πολιτικής (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) αλληλοτροφοδοτούνται.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττάται αλλά δεν συντρίβεται και διατηρεί τον ρόλο του ως δεύτερος πυλώνας της κυρίαρχης πολιτικής. Τώρα μπορεί να περάσει τον γνωστό κύκλο του δικομματισμού: αυτοκριτική και διάθεση “να τα αλλάξει όλα” χωρίς προφανώς να αλλάζει τίποτα, μετακινήσεις προσώπων και κάποια νέα στελέχη που θα προβληθούν λόγω της φθοράς των προηγούμενων και υπομονή ως τις επόμενες εκλογές όπου θα αξιοποιήσει τη φθορά της ΝΔ.  Πληρώνει τη μετάλλαξη του και την αλαζονική άσκηση της μνημονιακής πολιτικής στο όνομα των λαϊκών συμφερόντων. Η διαφορά από τη ΝΔ δεν μπορεί να ανατραπεί μέσα σε ένα μήνα, προφανώς.  Ωστόσο, εν απουσία μίας πραγματικής αριστερής εναλλακτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει και να συμπιέσει κι άλλο τις αριστερές δυνάμεις σε αυτή τη φάση ενώ ετοιμάζεται για μία τετραετία που θα φορέσει και πάλι το μανδύα της υποτιθέμενης αριστερής αντιπολίτευσης απέναντι στη ΝΔ.

Την ίδια στιγμή, αν και μία σειρά από κόμματα-μπαλαντέρ μπορεί να εξαντλήθηκαν χωρίς να προσφέρουν τα αναμενόμενα (Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων), οι ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις του τόπου αποτελούν τον πιο παραδοσιακό φίλο της άρχουσας τάξης: την ακροδεξιά σε πλήθος παραλλαγών. Αξιοποιώντας τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά και τη συνολική συντηρητική και αντιδημοκρατική στροφή του πολιτικού συστήματος, μία σειρά από κόμματα ήρθαν στο προσκήνιο με κυριότερο την Ελληνική Λύση. Η ανερχόμενη δύναμη αποτελεί αυτό που έψαχνε το πολιτικό σύστημα εδώ και χρόνια. Όσο και αν φαίνεται οξύμωρο το επίθετο “σοβαρός” δίπλα στον Βελόπουλο και το κόμμα του, αποτελούν την σοβαρή ακροδεξιά που αναζητούσαν εδώ και χρόνια. Η Χρυσή Αυγή ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο καθώς, υπό την πίεση του αντιφασιστικού κινήματος, κανένα κόμμα δεν μπορούσε ανοιχτά να έχει πάρε-δώσει μαζί της χωρίς να δεχθεί κατακραυγή. Η ήττα των φασιστών είναι σημαντική, και αναμφισβήτητα έγινε υπό την πίεση του αντιφασιστικού κινήματος, που έδωσε αυτή τη μάχη με ποικίλους τρόπους και πρακτικές. Προφανώς και μας χαροποιεί και δεν μπορούμε να δεχθούμε λογικές που εξισώνουν την ελληνική λύση με τα τάγματα εφόδου, χωρίς να κατανοούν τη σημασία της σφαλιάρας που έφαγε η δυνατότητα της συγκρότησης του φασισμού στον δρόμο, και τη σχετική αυτοτέλεια του φασιστικού φαινομένου. Αυτό δεν αναιρεί όμως ότι μπαίνει ένα νέο κομμάτι στο παζλ της σταθερότητας του μεταμνημονιακού πολιτικού σκηνικού. Την ίδια στιγμή, δεν μένει περιθώριο εφησυχασμού: ο Βελόπουλος εγγράφεται στην ίδια ατζέντα με τη Χρυσή Αυγή και χρησιμοποιεί την ίδια ρητορεία («νάρκες στο Αιγαίο» κλπ) ακόμα και αν δεν το οργανώνει σε κίνημα στο δρόμο.

Πέρα από τα κόμματα, το ζήτημα της σταθερότητας αφορά ένα ευρύτερο κύκλωμα νομιμοποίησης το οποίο μετά από χρόνια νιώθει ότι ανακάμπτει. Πρόκειται για την τριπλέτα δημοσκοπήσεις-πολιτικοί αναλυτές-μίντια. Οι κραυγές των δημοσιογράφων στα αντι-συριζα κανάλια δεν αφορούσαν μόνο την ήττα της κυβέρνησης. Είχαν μέσα την αγωνία να πουν ότι “οι δημοσκοπήσεις πέφτουν μέσα”, είχαν την ανάγκη, τέσσερα χρόνια μετά τη νύχτα που τους στοιχειώνει, να νιώσουν ότι ο λόγος τους έχει κύρος, ότι έχουν την ικανότητα να προβλέπουν τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαίο για τη σταθερότητα καθώς είναι ένα αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλωμα νομιμοποίησης: τα κανάλια ορίζουν ένα πλαίσιο συζήτησης εντός του οποίου ορισμένα μόνο κόμματα μπορούν να συμμετέχουν, οι δημοσκοπήσεις επικυρώνουν ότι αυτή η συζήτηση απασχολεί τον λαό και ούτω καθεξής. Εκμεταλλεύτηκαν την απουσία ενός πόλου εναλλακτικής ενημέρωσης και αντιπληροφόρησης. Φυσικά, δεν μπορούν με τη μία να αντιστρέψουν τη βαθύτατη απαξίωση που νιώθουν τεράστια κομμάτια του λαού για όλο αυτό.  Όμως, το βέλος δείχνει σε αυτή την κατεύθυνση, τουλάχιστον προς ώρας.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν ήρθαν ουρανοκατέβατα · διευκολύνθηκαν από την υποχώρηση των κοινωνικών κινημάτων και των αντιστάσεων και την εμπέδωση του μνημονιακού νομοθετικού πλαισίου που παράγει μία νέα γενικά  με μηδενικά δικαιώματα, εργαζόμενη σε συνθήκες ακραίας εργοδοτικής τρομοκρατίας. Οι δηλώσεις του Μητσοτάκη για 7ήμερο είναι το σήμα στον κόσμο της εργοδοσίας : στη μετα-μνημονιακή περίοδο, η αστική πολιτική δεν θα κινηθεί χαλαρά. Τώρα είναι η ώρα της ρεβάνς απέναντι στο ρήγμα του ’10-’15 και απέναντι σε αγώνες που έθεσαν πραγματικά εμπόδια στην καταστροφική «ανάπτυξη» τους (όπως ο αγώνας των κατοίκων στις Σκουριές). Στηρίζεται σε μία ευρύτερη συντηρητική στροφή μέσα στην ελληνική κοινωνία, την οποία ενίσχυσε πολλαπλά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς, όσοι και όσες τασσόμαστε από την πλευρά της ανατροπής, αδυνατήσαμε –και ως άτομα και ως πολιτικός χώρος- να κατανοήσουμε κάποιες από τις κομβικές αλλαγές της τελευταίας τετραετίας. Η ανατρεπτική Αριστερά πορεύεται εδώ και κάποια χρόνια με την εκτίμηση ότι, ανεξαρτήτως της κατάστασης του κινήματος, η αστική πολιτική θα παραμένει αδύναμη καθώς δεν μπορεί να διαμορφωθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μία νέα στράτευση των εργαζομένων σε κάποιο από τα κυρίαρχα σχέδια. Αυτή η θέση έχει μεγάλη σημασία καθώς στηρίζεται στην εμπειρία μίας δεκαετίας αγώνων όπου σε κάθε κρίσιμη καμπή, όλοι οι μηχανισμοί κυριαρχίας βασίζονταν σε ένα εύρος μεθόδων τρομοκράτησης. Από τις εργοδοτικές απειλές μέσα στους χώρους δουλειάς μέχρι την αστυνομική βία και από τους οικονομικούς εκβιασμούς της ΕΚΤ το καλοκαίρι το ’15  μέχρι την κινδυνολογία των ΜΜΕ ότι «θα πεινάσουμε αν βγούμε από το ευρώ», η προώθηση των μνημονίων στηρίχθηκε στο φόβο.

Ωστόσο, η παραπάνω αλήθεια δεν πρέπει να μας εμποδίσει να κατανοήσουμε μία νέα κατάσταση που διαμορφώνεται · μέσα στην υποχώρηση των διεκδικήσεων, χτίζεται ένα νέο πλαίσιο συναίνεσης που έχει στο επίκεντρο της την προοπτική της εργασίας ενάντια στον εφιάλτη της ανεργίας. Πρόκειται για μία «υπόσχεση» εργασίας που φέρει όλη την παρακαταθήκη των μνημονίων: χαμηλοί μισθοί, διευρυμένα ωράρια, επισφάλεια συνδυάζονται με την εποχιακή εργασία, τα οχτάμηνα στο δημόσιο και τους πάσης φύσεως «ωφελούμενους». Ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε αυτή τη λογική, συνδυάζοντας την με άπαξ επιδόματα προς τις πιο ευπαθείς ομάδες.  Τα παραπάνω αποτελούν τα υλικά θεμέλια ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, που διαμορφώνεται πάνω στα συντρίμμια που άφησε η προηγούμενη περίοδος και έχει ως συμβαλλόμενα μέρη τμήματα της εργατικής τάξης που βρέθηκαν σε τραγική θέση την προηγούμενη περίοδο.  Η απουσία εναλλακτικής μαζί με την παρατεταμένη εξαθλίωση διαμόρφωσαν –από το 2015 και μετά- μία νέα νοοτροπία προσήλωσης στην εργασία που στερείται τις αυταπάτες του γιαπισμού ή την παραδοσιακή εργασιακή ηθική του καπιταλισμού. Η τάση αυτή συναντήθηκε με την ασθενική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνολικά αλλά και με τη ραγδαία εξάπλωση κλάδων όπως ο τουρισμός και παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα στο επίπεδο των συνειδήσεων, πρώτα και κύρια την πεποίθηση ότι τα χειρότερα πέρασαν και ότι η υποταγή θα ανταμειφθεί. Η ΝΔ μπορεί να καταγγέλλει την πολιτική επιδομάτων του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η δική της πρόταση βασίζεται πάνω σε αυτό το ρεύμα, τροποποιώντας όμως τη διαχείριση. Η πρόταση της επιδιώκει την ενεργητική στήριξη της εργοδοσίας  όλων των βαθμίδων, ωστόσο προσδοκεί δικαιολογημένα ότι θα έχει την ανοχή μεγάλου μέρους των εργαζομένων που νιώθει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η «κοινωνική πολιτική» του, τον ταπείνωσαν.

Φυσικά, η νέα συνθήκη απέχει από το να παγιωθεί και δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο πόσο σταθερό και ευρύ θα είναι αυτό το νέο υπεραντιδραστικό κοινωνικό συμβόλαιο.  Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και θα είναι διακύβευμα της επόμενης περιόδου το να ηττηθούν όλα τα σχέδια συναίνεσης. Όποιος και όποια μοιράστηκε την άγρια χαρά των αγώνων, των απεργιών και της βραδιάς του δημοψηφίσματος, όποια και όποιος μοιράστηκε την ελπίδα μίας άλλης πορείας για τη ζωή του και για τη χώρα συνολικά, πρέπει σήμερα να σκεφτεί τι θα σήμαινε να βαδίσει ξανά το δρόμο της σύγκρουσης. Ωστόσο, η επομένη των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι μία πολύ δύσκολη μέρα πρώτα και κύρια για την Αριστερά όλων των αποχρώσεων.

Η Αριστερά με την πλάτη στον τοίχο

Τα αποτελέσματα για την Αριστερά είναι, προφανώς, απογοητευτικά και κάθε προσπάθεια ωραιοποίησης τους καταρρέει παταγωδώς.

Το ΚΚΕ εμφάνισε μία δυναμική στην προεκλογική περίοδο, έθεσε σαφή εκλογικό στόχο (3η δύναμη και πάνω από τη ΧΑ), εμφάνισε υψηλή συσπείρωση και κατάφερε να δείξει ένα ρεύμα που το προσεγγίζει προερχόμενο είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ είτε από ΛΑΕ και –σε μικρότερο βαθμό- από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι απανωτές δηλώσεις μετάνοιας που δημοσιεύονταν στον Ριζοσπάστη καθώς και η στήριξη κάποιων αριστερών διανοούμενων έδωσαν την αίσθηση ότι θα καρπωθεί από την κρίση της κυβερνώσας «αριστεράς». Επιπλέον, απέναντι στον αναδυόμενο συντηρητισμό, το ΚΚΕ κράτησε στάση ανοχής ή ακόμα και υπόκλισης, με τις δηλώσεις του για τη μη ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας, τις κοινές κινητοποιήσεις με την Εκκλησία στη Σάμο κλπ. Όλα αυτά συνηγορούσαν –όπως νομίζαμε πολλοί- σε μία ενίσχυση των δυνάμεων του από πολλές μπάντες.  Στην πράξη, συγκέντρωσε 300 χιλιάδες ψήφους και βρίσκεται στα ίδια με τις βουλευτικές του 2015 ενώ πέφτει 50 χιλιάδες από τις Ευρωεκλογές του 2014. Ακόμα χειρότερα, σε μία μακροσκοπική εξέταση των αποτελεσμάτων, είναι φανερό ότι το ΚΚΕ έχασε περίπου το 40% του εκλογικού δυναμικού του στην περίοδο της κρίσης και των μεγάλων πολιτικών αναταράξεων — από 580 χιλιάδες το 2004 στις 428 χιλιάδες το 2009, στις 350 χιλιάδες το 2014.

Η ήττα του σχετίζεται με την αδυναμία του να παίξει τον πολιτικό ρόλο που του αναλογούσε. Το ΚΚΕ πρωτοστάτησε τις προηγούμενες, ιδιαίτερα δύσκολες δεκαετίες, στο να υπάρξει ένα ρεύμα αριστερής αμφισβήτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνέβαλε –όχι μόνο αυτό- στο να μην εμφανιστεί στην αρχή της κρίσης μίας ευρωσκεπτικιστική ακροδεξιά αλλά να συνδεθεί η διογκούμενη κριτική στην ΕΕ με τις θέσεις της Αριστεράς και με τον αγώνα για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ωστόσο, όταν τέθηκε με άμεσο τρόπο το ζήτημα της ρήξης με την ευρωζώνη και την ΕΕ (Οκτώβριος 2011, Ιούλιος 2015), όταν η αστική τάξη ήταν ιδιαίτερα αγχωμένη και έψαχνε εγγυήσεις βεβαιότητας,  το ΚΚΕ έβγαλε αριστερό φλας και έστριψε δεξιά: η ηγεσία του δήλωσε ότι είναι αντίθετοι με την έξοδο από το Ευρώ, θεωρώντας ότι αυτό πρέπει να συνοδευτεί από το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας. Το ΚΚΕ αρνήθηκε να ηγηθεί ενός ρεύματος ρήξης και πολιτικής διεξόδου και επένδυσε, στην περίοδο μετά το δημοψήφισμα, σε ηθικές επικλήσεις στη συνέπεια του.

Από την άλλη, η ΛΑΕ δέχθηκε συντριβή και είναι ο μεγάλος χαμένος αυτών των εκλογών. Δεν είναι απλά ότι καταβαραθρώνεται (από τις 155 χιλιάδες στις 31), αλλά πολύ περισσότερο φαίνεται ποιοτικά να μην εκφράζει κανένα συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα. Μετά την  ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, το Αριστερό Ρεύμα συγκέντρωσε γύρω του ένα σημαντικό δυναμικό και πρώην μελών του ΣΥΡΙΖΑ και από οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Έθεσε από την πρώτη στιγμή το στόχο της κοινοβουλευτικές εκπροσώπησης, εστιάζοντας σε μία προσωποκεντρική προβολή των στελεχών του. Μετά την οριακή αποτυχία εισόδου του ’15, αντί να επεξεργαστεί ένα σχέδιο και πρόγραμμα αριστερής πολιτικής, ξεκίνησε να ψάχνει με αλλοπρόσαλλο τρόπο πάσης φύσεως συμμαχίες που θα εγγυούνταν την παρουσία του στο ευρωκοινοβούλιο. Κομμάτι αυτής της τακτικής ήταν η πρωτοβουλία του 1-1-4 με τη Βαλαβάνη και τον Αλαβάνο, οι επαφές με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και την Πλεύση αλλά και η πρόταση προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το περιεχόμενο της εκάστοτε πρότασης να αλλάζει σημαντικά. Οι ΑΡΑΝ και ΔΕΑ, στις μετεκλογικές ανακοινώσεις τους, χαρακτήρισαν ορθά ως πυρήνα αυτής της τακτικής την προσπάθεια απεύθυνσης σε ένα εθνικό ακροατήριο. Είναι προφανές ότι αυτό το ακροατήριο δεν υπήρχε σε αυτή τη φάση με τους όρους ενός προοδευτικού εθνικο-απελευθερωτικού μετώπου και δεν θα μπορούσε να υπάρξει ως τέτοιο σε μια περίοδο έξαρσης του εθνικισμού και συντηρητικής στροφής όπου η έννοια του έθνους επαναπροσδιορίζεται με αντιδραστικό τρόπο. Η σύνδεση ταξικού-εθνικού τίθεται σε κάθε συγκυρία με συγκεκριμένο τρόπο, εντός ενός δοσμένου συσχετισμού ·  δεν υπάρχουν υπερ-ιστορικά συνθήματα γενικής εφαρμογής.

Συνολικά, η  ΛΑΕ έμοιαζε όλο και περισσότερο με το γνωστό meme: τι νομίζουν οι άλλοι ό,τι κάνω, τι νομίζω εγώ και τι πραγματικά κάνω. Για τα αστικά ΜΜΕ, η ΛΑΕ ήταν το κόμμα της δραχμής που αποπειράθηκε να μπουκάρει στο νομισματοκοπείο, για το επιτελείο του Λαφαζάνη, η ΛΑΕ ήταν ένα σχέδιο αριστερού λαϊκισμού με έμφαση στην τιμιότητα των στελεχών που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, αυτό που έμεινε ήταν το φλερτ με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό και το στιγμιότυπο του Λαφαζάνη με κίτρινο γιλέκο. Το γεγονός ότι το φλερτ παρέμεινε τέτοιο και δεν προχώρησε σχετίζεται με τη γενική κατακραυγή από τους αγωνιστές και τους αγωνίστριες της Αριστεράς αλλά και με την αντίδραση των ριζοσπαστικών και διεθνιστικών δυνάμεων εντός της. Η κρίση της ΛΑΕ σχετίζεται ακριβώς με το ότι σταδιακά αποκόπηκε από αυτές τις δυναμικές: τα κινήματα και τις πρωτοπορίες τους και τις επαναστατικές τάσεις εντός της που κουβαλούσαν μία διαφορετική, πολύ πιο πλούσια εμπειρία από τον φραξιονισμό στα ανώτερα κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην οποία συμμετέχουμε οι γράφοντες, καταγράφει μία σημαντική πτώση για τα μεγέθη της (πέντε χιλιάδες ψήφοι στις Ευρωεκλογές και σαράντα χιλιάδες στις περιφέρειες) χωρίς να συντρίβεται. Απέτυχε και αυτή να καρπωθεί κάτι από την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από τη διάλυση της ΛΑΕ, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική αφήγηση της “αριστεράς της Αριστεράς” έχει φτάσει στα όρια της. Πέρα από τα δεδομένα προβλήματα της σχετικά με την άρθρωση ενός συνεκτικού προγραμματικού λόγου για τη ρήξη με Ευρώ και ΕΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποχώρησε ακριβώς σε εκείνο το κομμάτι που θεωρούσε δικαίως ότι αποτελεί το δυνατό της σημείο: στη συγκρότηση κοινωνικών αντιστάσεων. Σε μία περίοδο υποχώρησης του κινήματος και απουσίας μεγάλων αναμετρήσεων με την κυβερνητική πολιτική, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν προσαρμόστηκε στις νέες απαιτήσεις, δεν άλλαξε συνθήματα και πρόγραμμα. Δυστυχώς, έμεινε περισσότερο σε μία ρουτινιάρικη αναπαραγωγή ενός πολιτικού λόγου που -παρά τις αδυναμίες του- ταίριαζε στην περίοδο ‘12-’15. Αν σε αυτό προστεθεί η οξυμένη εσωτερική αντιπαράθεση ΝΑΡ και ΣΕΚ, δημιουργείται μία καθόλου ενθαρρυντική εικόνα.

Για την ήττα της Αριστεράς συνολικά είναι δεδομένες οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος νομιμοποίησε την τελευταία τετραετία και τη μνημονιακή πολιτική των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αλλά και την ακροδεξιά, στην οποία έδωσε χώρο έκφρασης και θέσεις ευθύνης.  Κατάφερε να απαξιωθεί η αριστερή πολιτική και να ταυτιστεί με τις πιο χυδαίες και κυνικές εκδοχές διαχείρισης. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί τις ευθύνες της Αριστεράς που δεν ενσωματώθηκε αλλά συγχρόνως απέτυχε να πείσει τις εκατοντάδες χιλιάδες που απομακρύνονταν οργισμένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι σαφές ότι κάθε δύναμη της Αριστεράς ηττάται με το δικό της τρόπο, πάνω σε παθογένειες του δικού της προγράμματος. Ωστόσο υπάρχουν μία σειρά από κοινά σημεία που έχουν ένα ενδιαφέρον. Εν τη απουσία ενός σχεδίου ανασύνταξης των αγώνων, όλες οι εκδοχές της Αριστεράς κινήθηκαν σε παραλλαγές μίας ηθικολογικής προσέγγισης, η οποία άφησε παγερά αδιάφορο το μεγαλύτερο κομμάτι των εργαζομένων. Η προέκταση της αφήγησης όπου ο καθένας αξίζει να στηριχθεί επειδή είναι «ο πιο αριστερός/ο πιο συνεπής/ ο πιο τίμιος» μας οδηγεί σε μία κομματοκεντρική λογική, μία καρικατούρα λενινισμού που η ανάγκη ανάδειξης του κόμματος καθίσταται το υπέρτερο κριτήριο και για τις ευρωεκλογές αλλά και για τους δήμους και τις περιφέρειες. Για το ΚΚΕ αυτή η τακτική είναι δοκιμασμένη, αν και αυτή τη φορά έδειξε με σαφήνεια τα όρια της (χάνοντας πάνω από εκατό χιλιάδες ψήφους στις περιφέρειες). Για ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ που ούτε την οργανωτική δυναμική του ΚΚΕ έχουν ούτε διακηρυκτικά είχαν μία τέτοια λογική, είναι απορίας άξιο το τι περίμεναν όταν υιοθέτησαν αυτή τη λογική σε μία σειρά από δήμους και ειδικά στο δήμο της Αθήνας. Η ηγεσία του Αριστερού Ρεύματος αποκόπηκε συνειδητά από την πραγματική δυναμική του σχήματος της Ανυπότακτης Αθήνας για να κάνει μία προσωποκεντρική καμπάνια ενός στελέχους του και  μίας παράταξης που δεν είχε καμία δράση το προηγούμενο διάστημα στο δήμο. Πήρε τη θέση (τελευταία) και το ποσοστό (0.8%)που αντιστοιχούσε σε κάτι τέτοιο. Από την άλλη, οι δύο μεγαλύτερες οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επέλεξαν να θέσουν στον λαό της Αθήνας το ύψιστο πολιτικό ερώτημα του ποιος θα πρέπει να κάνει κουμάντο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το γεγονός ότι αμφότεροι είναι ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα (1.54% το κατέβασμα του ΣΕΚ, 1% το κατέβασμα των ΝΑΡ-ΕΕΚ) , είναι απόδειξη του πόσο ανούσιο ήταν το ό,τι έγινε. Το ίδιο παιχνίδι συσχετισμών παίχτηκε στο δήμο Πάτρας με τα αποτελέσματα να κινούνται στο 0.47 (ΣΕΚ) και 0.42 (ΝΑΡ)…

Σημαίνουν ίσως τα παραπάνω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αριστεράς είναι ο σεχταρισμός; Σίγουρα όχι. Είναι δεδομένο ότι η απουσία, κατά την τελευταία τετραετία, μετωπικών προσπαθειών μέσα στο μαζικό κίνημα και σε κοινωνικούς χώρους  επιδείνωσε το συσχετισμό δύναμης. Είναι δεδομένο ότι έστω και την ύστατη στιγμή θα μπορούσαν έχουν υπάρξει κάποια καλύτερα αποτελέσματα σε δήμους και περιφέρειες αν υπήρχε διάθεση έστω να γίνει προσπάθεια κοινών κατεβασμάτων. Ωστόσο, αν σταθούμε σε αυτό, απλά δεν θα καταλάβουμε τίποτα για το βάθος της ήττας της Αριστεράς που σε όλες τις εκδοχές της αρνήθηκε να σταθεί αυτοκριτικά για τη στάση της μέχρι και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και μετά από αυτές αρκέστηκε στην αναπαραγωγή συνθημάτων και πρακτικών με όρους ρουτίνας. Αδυνατίσαμε να κατανοήσουμε τη δυναμική της νέας περιόδου, την απογοήτευση του κόσμου του αγώνα και πολύ περισσότερο, δεν καταφέραμε να οικοδομήσουμε νέες αντιστάσεις. Η κινηματική αποτίμηση των προηγούμενων χρόνων είναι πενιχρή σε όλα τα πεδία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν κάποιες νέες δυνατότητες — σε αυτό θα επανέλθουμε στη συνέχεια.

Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας της Αριστεράς των τελευταίων χρόνων ήταν η στάση της απέναντι στην «κοινωνική πολιτική» του ΣΥΡΙΖΑ. Ορθά επισημαίνεται ότι πρόκειται για ψίχουλα μπροστά στην ευρύτερη καταστροφή που προκαλεί και αυτή η κυβέρνηση, ορθά καταγγέλλεται η κοροϊδία των κυβερνώντων που δίνουν άπαξ επίδομα κάποιων εκατοντάδων ευρώ και το ονομάζουν «επαναφορά της 13ης σύνταξης» . Ωστόσο, απουσιάζει από όλους τους φορείς της Αριστεράς ένα πολιτικό σχέδιο που θα εκμεταλλευόταν αυτή την κατάσταση, θα περνούσε από την καταγγελία στην αναζωογόνηση της διεκδικητικότητας. Γιατί, εν τέλει, το ζήτημα πολιτικά δεν ήταν αν τα 50  ευρώ παραπάνω ήταν αρκετά · το ζήτημα ήταν το αν αυτά θα προέκυπταν ως κομμάτι διεκδικήσεων (ανοίγοντας το δρόμο για πραγματικές κατακτήσεις) ή αν θα αποτυπώνονταν στη λαϊκή συνείδηση ως πράξη φιλανθρωπίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τους αδύναμους. H Αριστερά δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα, ένα συνδυασμό στόχων, μέσων πάλης και μετωπικών μορφών οργάνωσης μέσα στους χώρους δουλειάς. Δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει έστω ρητορικά την πραγματική άνοδο της κερδοφορίας σε μία σειρά από κλάδους του ελληνικού καπιταλισμού προκειμένου να αναζωπυρώσει τη διεκδικητικότητα, ένα αίσθημα ότι «έχουν να δώσουν». Το αποτέλεσμα ήταν η επαναφορά του παλιού διλήμματος σε νέες συνθήκες: από τη μία η «άμεση ανακούφιση» που υποτίθεται ότι προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ (και με άλλο τρόπο η ΝΔ) και από την άλλη οι πραγματικές λύσεις που εναπόκεινται σε ένα ασαφές μέλλον. Όταν τίθενται έτσι τα πολιτικά ερωτήματα, η κυρίαρχη πολιτική θα κερδίζει ξανά και ξανά και κάθε πολιτικό σχέδιο ρήξης με Ευρώ/ΕΕ θα εμφανίζεται ως φαντασιοκοπία κάποιων βολεμένων που αδιαφορούν για τα πιεστικά προβλήματα του λαού.

Πέραν όμως των παραπάνω, η Αριστερά φαίνεται και να αδυνατεί να εμπνεύσει στο επίπεδο μιας διαφορετικής φυσιογνωμίας και τρόπων λειτουργίας. Οι διαφορετικές συλλογικότητες, με τις διαφορετικές ευθύνες τους, αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε ουσιαστική κριτική και αυτοκριτική, να ιεραρχήσουν τα ουσιώδη και να αναμετρηθούν με τις δικές τους αδυναμίες. Ο τρόπος λειτουργίας και συγκρότησης τους συχνά οδηγεί στην αναπαραγωγή γραφειοκρατιών, λογικών ανάθεσης, αντιδημοκρατικών πρακτικών και συγκροτήσεων. Είναι αναμφισβήτητη σήμερα η ανάγκη ενός άλλου πολιτικού παραδείγματος, στράτευσης, παρέμβασης, συλλογικής επεξεργασίας και πολιτικής κουλτούρας.

Όσα γράφουμε παραπάνω αποτελούν και μία αυτοκριτική για τους γράφοντες. Δεν θεωρούμε σε καμία περίπτωση ότι μοιραζόμαστε τις ευθύνες των ηγεσιών της Αριστεράς που οδήγησαν στην ήττα τα μορφώματα τους. Ωστόσο, εστιάσαμε, από το δικό μας μετερίζι, στο ζήτημα της ενότητας της αντι-ΕΕ Αριστεράς και σε αντίστοιχα εγχειρήματα σε δήμους (Αγία Παρασκευή, Αιγάλεω,  Ζωγράφου, Βριλήσσια, Θεσσαλονίκη, κ.α.) καθώς και στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Οι προσπάθειες αυτές καρποφόρησαν, αφήνοντας παρακαταθήκη για ένα συνδυασμό αριστερού περιεχομένου και πρακτικών με μία μετωπική κουλτούρα που εγγυάται τη συνύπαρξη και κοινής παρέμβαση ρευμάτων με διαφορετικές καταβολές και αντιλήψεις. Ωστόσο, με εξαίρεση συγκεκριμένες περιπτώσεις (Αγρίνιο, Θεσσαλονίκη όπου καταγράφεται το καλύτερο αποτέλεσμα της ανατρεπτικής Αριστεράς σε μεγάλο δήμο και σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες) , δεν καταγράφουν αποτελέσματα που να διαφοροποιούνται σημαντικά από τη γενική τάση υποχώρησης. Δεν θα μπορούσαν εξάλλου, για διάφορους λόγους που κυρίως σχετίζονται με την κεντρικοποίηση της πολιτικής μάχης και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό στο οποίο μπορούν να συνεισφέρουν, ωστόσο, είναι στην προβολή ενός άλλου παραδείγματος συγκρότησης, με διαφορετική φυσιογνωμία και κουλτούρα, και με τη νεολαία στην πρώτη γραμμή. Υστερήσαμε ατομικά και συλλογικά στο να κατανοήσουμε το μεγαλύτερο καθήκον που βρισκόταν και βρίσκεται μπροστά μας : την εκ νέου κατοχύρωση της αριστερής πολιτικής ως ένα πρακτικό πολιτικό σχέδιο που κινητοποιεί τμήματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης και θέτει εμπόδια στην κυρίαρχη πολιτική, όταν αδυνατεί να θέσει το ζήτημα της συνολικής ανατροπής.

Συνολικά, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Αριστερά δεν είναι η ακραία συρρίκνωση. Κάτι τέτοιο φαντάζει πολύ δύσκολο όσο υπάρχουν οργανώσεις και κόμματα, μηχανισμοί που δίνουν ακόμα μάχες και συσπειρώνουν ένα δυναμικό, έστω και σημαντικά μειωμένο σε σχέση με μία προηγούμενη περίοδο.  Ο κίνδυνος είναι το να μετατραπεί πλήρως η στράτευση στην  Αριστερά σε ένα πολιτιστικό ζήτημα. Προφανώς, η αριστερή  στράτευση έχει ως αναπόσπαστο κομμάτι τη σχέση με έναν άλλο πολιτισμό και έναν άλλο τρόπο ζωής σε ατομικό επίπεδο. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή κινδυνεύει να απομονωθεί αυτή η πλευρά και να εγκαταλειφθεί η προοπτική της Αριστεράς ως ένα μαζικό πολιτικό σχέδιο που σκοπεύει να αλλάξει την κοινωνία. Πόσο μάλλον όταν στην πράξη, πολλές φορές δεν υπηρετεί καν έναν άλλο πολιτισμό στις στενές οργανωτικές της μορφές, στους τρόπους λειτουργίας και αντιμετώπισης των ανθρώπων και των συλλογικοτήτων, των διαφωνιών και των συμφωνιών, αλλά συχνά το αντίθετο. Αυτό αποτελεί τη βασική έκφραση της αποσυγκρότησης συλλογικοτήτων σήμερα και όχι η μεταπήδηση σε άλλες πολιτικές θέσεις. Δυστυχώς, είναι τέτοιος ο τρόπος συγκρότησης της συζήτησης στο εσωτερικό της Αριστεράς που καθιστά αυτό το ζήτημα αόρατο στα επίσημα εσωτερικά δελτία διαλόγου, την ίδια στιγμή που κάθε αριστερή παρέα και κάθε μεμονωμένο άτομο έχουν σαφή επίγνωση του τι συμβαίνει. Η δυσκολία να μιλήσουμε για αυτό που μας «καίει», για την πραγματική αποστράτευση είναι και αυτό κομμάτι των φετιχοποιημένων πρακτικών που μας βαραίνουν. Πλησιάζουμε στο σημείο που θα ψηφίζουμε ανατρεπτικά/επαναστατικά –για να λέμε στον εαυτό μας ότι «δεν τα πουλήσαμε»- αλλά θα αδυνατούμε να σκεφτούμε και να πράξουμε ανατρεπτικά με ένα συστηματικό τρόπο.

Νέα ρεύματα ριζοσπαστισμού στο προσκήνιο

Σε αυτό το σημείο, θα έπρεπε να πούμε εμείς τι θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει. Νιώθουμε, όπως και οι περισσότεροι και οι περισσότερες βαθύτατη αμηχανία. Περισσότερο θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε νέες δυναμικές αμφισβήτησης και μία προσπάθεια επαναπροσέγγισης του ζητήματος της αριστερής πολιτικής.

Μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάγκη της δική μας αριστεράς να διαχωριστεί από την “αριστερή” ρητορεία του, χάσαμε την συνολική εικόνα της κοινωνίας και την επαφή μας με διάφορα κοινωνικά ρεύματα που ναι μεν πόνταραν σε λάθος άλογο, αλλά πάντα μέσα τους ζούσε έντονα αυτό το κομμάτι της αμφισβήτησης προς την άρχουσα τάξη πραγμάτων.  Μπορεί οι οργανώσεις της αριστεράς να είναι τραυματισμένες την συγκεκριμένη περίοδο όμως κανένα συμπέρασμα δεν βγαίνει ότι όλα έχουν τελειώσει και όλα έχουν χαθεί. Αυτό το δυναμικό όμως που δημιουργήθηκε και πολιτικοποιήθηκε τα προηγούμενα χρόνια όχι απλά δεν έχει χαθεί, αλλά είναι αυτό που σε ένα νέο γύρο αναμέτρησης θα είναι εκεί. Η ριζοσπαστικοποίηση των τελευταίων χρόνων δεν έχει καταφέρει να καταστεί ορατή, ελλείψει ενός πεδίου κεντρικής σύγκρουσης εφ όλης της ύλης. Αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει · αντιθέτως κάνει την παρουσία της αισθητή με ένα τρόπο κατακερματισμένο και ασυνεπή. Εμφανίζεται σε πεδία που θεωρούνται, με μία εύκολη κατηγοριοποίηση, ως δευτερεύουσας σημασίας όπως ο πολιτισμός, ο αντιφασισμός και το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα. Δεν έχουν όμως επιλεγεί στην τύχη αλλά αναδείχθηκαν από τη δράση ενός δυναμικού που μισο-συνειδητά κατανόησε την ανάγκη να ορθώσει τοίχος στον εκφυλισμό της ριζοσπαστικής πολιτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα πολιτικά-πολιτιστικά φεστιβάλ ανθίζουν και γίνονται χώρος αναζήτησης συζήτησης και διασκέδασης δίνοντας μια τρομερή δυναμική στα εν λόγω εγχειρήματα. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αλλάζουν τον στίχο τους, κάνοντας στροφή, αγγίζοντας κοινωνικά θέματα και αγκαλιάζονται από αυτό που λέμε πληττόμενη πλειοψηφία(“φαντάσου που φτάσαμε για να γράφω κοινωνικά”-Θύτης RNS). Μιλάμε για μουσική που αναζητεί να αναδείξει πτυχές και συστροφές της καθημερινότητας με ποικίλους τρόπους. Σημεία που τονίζουν μια κοινωνία γεμάτη αγκυλώσεις και στρεβλώσεις αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν μια τεράστια δυναμική, όπου μπροστά βγαίνουν όλες οι ανάγκες οι επιθυμίες και οι φαντασιώσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Ενδεικτικό είναι το ενδιαφέρον κεφάλαιο των Social Waste οι οποίοι ενώ κατά πολλούς κάνουν συνειδητά στρατευμένη τέχνη  με έναν τρόπο που γνωρίζει σημαντική επιτυχία. Μέσα από αυτή τη δυναμική βρίσκουν πεδίο έκφρασης όσοι και όσες αγωνιούν να βρουν μια συλλογικότητα, μία ομάδα ή κάτι απλά που να τους ενοποιεί στην βάση της αμφισβήτησης  και της ανάγκης για έναν άλλο κόσμο («ζήσαμε πόλεμο χωρίς βομβαρδισμένα τοπία, επιβιώσαμε από την βία του να μην έχεις μία»- Λεξ). Χτίζει μία ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση: «παίξαμε-χάσαμε αλλά θέλουμε να ξαναπαίξουμε και όσο θα αργεί αυτό θα φροντίσουμε να μη γίνουμε αυτό που σιχαινόμαστε».

Από την άλλη, η σημαντική άνοδος των φεμινιστικών και ΛΟΑΤΚΙ αγώνων είναι επίσης ένα νέο ρεύμα ριζοσπαστισμού που μας έφερε συχνά σε αμηχανία τα τελευταία χρόνια και σταδιακά κερδίζει τη θέση που του αναλογεί μέσα στο σχέδιο της Αριστεράς. Καταρχάς είναι δεδομένο ότι οι γράφοντες δεν είμαστε οι πλέον κατάλληλοι για να μιλήσουμε για τον αγώνα για τα γυναικεία και ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα. Περισσότερο θέλουμε να τονίσουμε τη σημασία του ως ένα νέο δρόμο προσέγγισης του κοινωνικού ζητήματος. Η αύξηση των γυναικοκτονιών, η δολοφονία του Ζακ και μία σειρά άλλα περιστατικά μας έδειξαν το πώς αλληλοδιαπλέκονται οι καταπιέσεις, το πώς συνδυάζεται η οικονομική εκμετάλλευση με τον σεξισμό. Δεν πρόκειται για ένα χόμπι των συντροφισσών μας στην περίοδο της ήττας αλλά για ένα πεδίο μάχης που η Αριστερά δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και συμμετέχουμε πολλές φορές εκ των υστέρων και με καχυποψία απέναντι στις ειδικές πρωτοπορίες που έχουν ήδη σηκώσει δύσκολες μάχες στην πλάτη τουςΣυνδυάζουν τη μάχη για την ορατότητα με συγκεκριμένες διεκδικήσεις απέναντι στους κρατικούς θεσμούς και την πάλη απέναντι σε κυρίαρχα ιδεολογήματα (σεξιστικά, ομοφοβικά, τρανσφοβικά κλπ) με την προβολή ενός νέου αξιακού προτύπου, ενός τρόπου ζωής που βασίζεται στη συμπερίληψη και την αποδοχή. Πρόκειται για δυναμικό που εμφανίζεται πολύ πιο αποφασισμένο και συνεπές στη δράση του ακόμα και από τα -υποτίθεται πιο πρωτοπόρα- κομμάτια επαναστατικών οργανώσεων. Γυναίκες, γκέι, λεσβίες, τρανς, άτομα που δεν μοιράστηκαν κατ’ ανάγκη τα ερμηνευτικά σχήματα και τις αυταπάτες της Αριστεράς κάθε εκδοχής, φαίνονται σήμερα πολύ πιο ικανά να διαχειριστούν μία νέα περίοδο.

Τέλος, δεν μπορεί κανείς να μην αναφερθεί στη συνέπεια και συστηματικότητα των αντιφασιστικών αγώνων τα τελευταία χρόνια και την εξάπλωση τους στις γειτονιές αλλά και σε κεντρικές μάχες όπως η δίκη της Χρυσής Αυγής. Η κρίση του ναζιστικού κόμματος σχετίζεται στενά με την αποκοπή του οξυγόνου του δρόμου και της παρουσίας στη γειτονιά. Πρόκειται για σημαντική επιτυχία του αντιφασιστικού κινήματος στις ποικίλες εκδοχές του, από τον εδαφικοποιημένο αντιφασισμό που μπήκε σφήνα στον Άγιο Παντελεήμονα μέχρι τις πιο θεσμικές μάχες της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη. Η Αριστερά -ακόμα και η επαναστατική- φάνηκε αμήχανη μπροστά σε τέτοιες επιλογές, αδυνατώντας να ενταχθεί σε κινητοποιήσεις και συντονισμούς που δεν είχε την ηγεμονία. Καλυφθήκαμε πολλές φορές πίσω από μία (καταρχήν σωστή) κριτική για την ανάγκη συνολικής αντιπαράθεσης με τον φασισμό, υποτιμώντας τη σημασία της οργάνωσης άμεσων μαχών με συγκεκριμένα επίδικα. Την ίδια  ζωή, ο αντιφασισμός μετατρέπεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό ρεύμα που δεν αφορά απλά μία συλλογικότητα αλλά την ταυτότητα που αυθόρμητα επιλέγουν νέα ρεύματα της νεολαίας όταν έρχονται στο προσκήνιο και προσπαθούν να ορίσουν το «με ποιούς θα πάνε και ποιούς θα αφήσουν».

Τα παραπάνω ρεύματα ριζοσπαστισμού ούτε ταυτίζονται ούτε επικοινωνούν πάντα μεταξύ τους — π.χ. είναι ανοιχτό στοίχημα η ύπαρξη ενός αντισεξιστικού χιπ χοπ, είναι σημαντικές ωστόσο οι διεργασίες που γίνονται και σε αυτό το πεδίο, ειδικά τελευταία. Όμως έχουν ένα κοινό ενοποιητικό στοιχείο. Προσπαθούν να μετατρέψουν προσωπικές ανάγκες,  αξίες και στάσεις ζωής σε μάχιμα πολιτικά εργαλεία που θέτουν αναχώματα στον κοινωνικό συντηρητισμό και κανιβαλισμό. Υπό αυτή την έννοια, βρίσκονται στον αντίποδα του πολιτικού αδιεξόδου της αριστερής στράτευσης, όπου η απογοήτευση για την αποτυχία του πολιτικού σχεδίου μετατρέπεται σε μία παθητικοποιημένη στάση ζωής. Για αυτό το λόγο, η Αριστερά, αν θέλει να αποδειχθεί ξανά χρήσιμη, αν θέλει να διεκδικήσει ένα ρόλο ηγεσίας μέσα στα νέα ρεύματα αγώνα και πολιτικής αναζήτησης, αν θέλει να διδάξει πρέπει πρώτα να κάτσει κάτω και να διδαχθεί. Να ακούσει όσους και όσες βγήκαν στους δρόμους για τον Ζακ και τι έχουν να πουν για την απουσία μας από τις περισσότερες κινητοποιήσεις. Να προσπαθήσει να καταλάβει πώς οι νέοι που συνωστίζονται στα live του ΛΕΞ βλέπουν την Αριστερά, γιατί αφομοιώνουν ενστικτωδώς πολλές από τις θέσεις της αλλά την αρνούνται εν συνόλω.

Για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς – για ένα νέο γύρο αναμέτρησης

Από την άλλη, τα παραπάνω δεν θεωρούμε ότι αποτελούν με οποιονδήποτε τρόπο άρνησης της πολιτικής ως διαρκούς προσπάθειας να παραχθεί ένα συνολικής στόχευσης ρεύμα σύγκρουσης. Υπό αυτή την έννοια, χρειάζεται ένας δύσκολος συνδυασμός. Υπάρχει πραγματική ανάγκη για μία μετατόπιση του κέντρου βάρους σε κοινωνικούς χώρους και σε στόχους αντίστασης. Αυτό το καθήκον τίθεται μπροστά μας καθώς η επερχόμενη κυβέρνηση έχει κάνει σαφείς τις προθέσεις της, ενώ ο αστικός κόσμος προσανατολίζεται σε ένα νέο γύρο επίθεσης.  Αυτό όμως δεν μπορεί να μετατραπεί σε άρνηση ή υποτίμηση της πολιτικής συγκρότησης. Ο ρόλος της πολιτικής πρωτοπορίας (και του μετώπου και του κόμματος) παραμένει αναντικατάστατος όμως προκειμένου να εδραιωθεί εκ νέου χρειάζεται να πατήσει σε πραγματικές τάσεις και ρεύματα.

Ωστόσο είναι σαφές ότι δεν χρειάζεται απλά ένα κάλεσμα για ένα ακόμα πολιτικό μέτωπο της αριστεράς αλλά μια εκ βαθέων ανασυγκρότηση της, μια μετωπική πολιτική που θα δοκιμαστεί και θα περνά πρώτα από όλα μέσα από κοινές παρεμβάσεις μέσα στα κινήματα και από τη συγκρότηση δημοκρατικών και νεολαιίστικων σχημάτων σε κάθε κοινωνικό χώρο.  Θα μετρηθεί συγχρόνως σε πρωτότυπες διαδικασίες βάσης που θα συνδυάζεται η αυτοτέλεια της κάθε δύναμης και αγωνίστριας και αγωνιστή με την ανοιχτή συζήτηση και συναπόφαση. Είναι πιο αναγκαία από ποτέ μία νέα σχέση κοινωνικού και πολιτικού προκειμένου να ανταποκριθεί και στο καθήκον να μπουν αποτελεσματικά αναχώματα στη ρεβανσιστική ΝΔ αλλά και στο να κρατήσει ζωντανή τη φιλοδοξία για την ανασυγκρότηση και αντεπίθεση του στρατού της ρήξης. Πολύ περισσότερο, έχουμε ανάγκη να ξανατραβήξουμε τις διαχωριστικές με την κυρίαρχη πολιτική, να ξαναβρούμε τους αναγκαίους κρίκους ενός ριζοσπαστικού προγράμματος ενάντια σε κεφάλαιο και Ευρωπαϊκή Ένωση

Ένα νέο πρόγραμμα και σχέδιο ρήξης δεν μπορεί να διαμορφωθεί εξ ολοκλήρου με αφηρημένο τρόπο, παρόλο που κάποιες βασικές συνισταμένες θα προκύψουν προφανώς σε ένα αφηρημένο θεωρητικό επίπεδο. Ωστόσο, μόνο αν η Αριστερά αποτελέσει το χώρο συνάντηση και ζύμωσης ανάμεσα σε μια προηγούμενη φουρνιά αγώνων και ριζοσπαστισμού (που βγήκε μπροστά στις μεγάλες απεργίες ενάντια στο μνημόνιο) και στα νέα ρεύματα αγώνα, μόνο τότε θα καταφέρει να καταθέσει ένα νέο επίκαιρο πρόγραμμα και αντίστοιχα συνθήματα. Αν αρεσκόμαστε συχνά στη γνωστή ρήση του Λένιν για την προτεραιότητα της επαναστατικής θεωρίας έναντι του επαναστατικού κινήματος, σήμερα η περίοδος μας επιτάσσει να θυμηθούμε το διαλεκτικό ισοδύναμο της σύμφωνα με το οποίο «η σωστή επαναστατική θεωρία διαμορφώνεται τελικά μόνο σε στενή σύνδεση με την  πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος» (Λένιν, Αριστερισμός). Τα νέα οχήματα και περιεχόμενα που έχουμε ανάγκη –για να υπερβούμε τα αδιέξοδα των ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ- θα φτιαχτούν εν κινήσει.

Μαθημένοι από προηγούμενα λάθη, μπορούμε να αποφύγουμε ένα μοντέλο όπου μερικές ηγεσίες συναντιούνται, ορίζουν ένα όνομα και ένα περιεχόμενο και μετά καλούν την εργατική τάξη και τη νεολαία να στρατευτούν. Μία τέτοια πορεία είναι εξαρχής καταδικασμένη. Από την άλλη, ορθώνεται ένας δρόμος αχαρτογράφητος που όμως αρχίζει να φωτίζει σε κάποια σημεία και ίσως χρειαστεί να διαβούμε.  Το υποκείμενο το οποίο καλούμαστε να χαρτογραφήσουμε είμαστε εμείς οι ίδιοι. Οι γονείς μας οι φίλοι και οι φίλες μας οι σύντροφοι μας. Η ανάγκη για μια άλλη αριστερά περνά από τις δικές μας ανησυχίες και αναζητήσεις μέσα από την ίδια μας την καθημερινότητα.

Η Αριστερά που προσπαθούμε  να περιγράψουμε ίσως δεν υπάρχει ακόμα αλλά τα σπέρματα της μπορούν να βρεθούν σήμερα σε διάσπαρτες οργανώσεις και συλλογικότητες, αγωνιστές και αγωνίστριες που κατανοούν τις ανεπάρκειες τους αλλά είναι αποφασισμένοι να επιμείνουν και να τις υπερβούν. Και αν αυτοσαρκάζονται συχνά για τις αδυναμίες τους, και αν φαίνεται οι ίδιοι και οι ίδιες πολλές φορές να μην πιστεύουν στις δυνάμεις τους, δεν πειράζει · είναι και αυτό σημάδι αυτογνωσίας αλλά και κατανόησης του μεγέθους των καθηκόντων που βάζουν στον εαυτό τους, είναι απόδειξη ότι μία πραγματική φιλοδοξία συνεχίζει να καίει μέσα τους.

Όλοι και όλες αυτοί –και δεν είναι καθόλου λίγοι- οφείλουν να οπλιστούν με υπομονή και αποφασιστικότητα, να συζητήσουν πάνω στην ήττα, να μιλήσουν ανοιχτά μα  χωρίς χαιρεκακία για τις αδυναμίες της υπαρκτής Αριστεράς αλλά με διάθεση να μάθουν από αυτή και να την ξεπεράσουν.  Δεν τα έχουν καταφέρει ακόμα, απέχουν πάρα πολύ από τους στόχους τους αλλά έχουν ρίξει τις δικές τους βολές που δείχνουν μία άλλη πορεία, που δεν έχει εξερευνηθεί ακόμα. Έχουμε δικαίωμα να ελπίζουμε και να τραγουδάμε. Και όχι μόνο τα παλιακά, όπως άνοιξε το κείμενο αλλά και με κάτι από αυτά που ακούει η νεολαία, ελπίζοντας συγχρόνως ότι δεν θα γίνουμε ποτέ οι «θείοι που θα κάτσουν με τη νεολαία».

είμαι η πάλη των τάξεων ,συνείδηση των άθεων

το δίπολο στη σκέψη σου, το έτερον εκάτερον

είμαι η ντροπή σου που σου ρίχνει το κεφάλι σκυφτό

κυνηγητό με διαδηλωτή και αστυνομικό

είμαι η δύναμη ενός αθώου γίγαντα

τα πρώτα αθώα παιδικά σου συναισθήματα

ότι θα πέσω πρώτος στοιχηματίζανε

αλλά είμαι η δύναμη που δεν υπολογίζανε