Την Πέμπτη 23 Ιούνη γίνεται το σημαντικό δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με την παραμονή ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το k-lab έλαβε και δημοσιεύει κείμενα από φίλους που κατοικούν στην Αγγλία και τοποθετούνται επί του ερωτήματος του δημοψηφίσματος.
Ήταν ένας νεοφιλελεύθερος που ήθελε να ιδιωτικοποιήσει την Δημόσια Υγεία εντός της ΕΕ, μία νεοφιλελεύθερη κυρία που ήθελε να ιδιωτικοποιήσει την Δημόσια Υγεία εκτός της ΕΕ, και ένας ψαράς που υποστηρίζει σθεναρά το Brexit, γιατί αμφισβητεί τα περιβαλλοντικά όρια της ΕΕ και θέλει να μπορεί να έχει δικαίωμα στην υπεραλιεία. Τι κοινό έχουν όλοι οι παραπάνω?
To Ηνωμένο Βασίλειο. Μία χώρα της οποίας το εθνικό αφήγημα δεν έμοιαζε με το αφήγημα των περισσότερων χωρών, πολύ απλά γιατί μέχρι την πρόσφατη ιστορία της, ήταν μία Αυτοκρατορία. Για μία μεγάλη ιστορική περίοδο, η μεγαλύτερη στον κόσμο. Βαθιά συντηρητική με ιστορία όμως κοινωνικών αντισυσπειρώσεων και αγώνων, οι λαοί που συγκροτούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο χαρακτηρίζονταν από αντιθέσεις, κοινωνικές και πολιτισμικές. Κοινός παρονομαστής, εκτός από την Βασιλεία, ήταν η αστική τάξη. Μία αστική τάξη που τροφοδοτούνταν από τον σκληρό μερκαντιλισμό και που ήταν έντονα συνδεδεμένη με τις αποικίες, είχε νικήσει στους πολέμους με την Ολλανδία και την Γαλλία και είχε καταφέρει να συγκροτήσει ήδη από τον 17ο αιώνα την δική της μεγάλη ιδέα, παγκόσμιας κλίμακας.
Η ιδέα αυτή, μετά από 2 παγκοσμίους πολέμους, μία οικονομική κρίση και τον προελάυνοντα Ψυχρό Πόλεμο, κατέστησε σαφές ότι ο παγκόσμιος συσχετισμός δύναμης είχε αλλάξει και το αφήγημα της αυτοκρατορίας άρχισε να αμφισβητείται έντονα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα 20 χρόνια μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου, ο πληθυσμός στις Βρετανικές κολωνίες μειώθηκε από τα 700 εκατομμύρια σε μόλις 5. Ταυτόχρονα, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ συμπίεσε πολύ τον ρόλο που διαδραμάτιζε το ΗΒ, πράγμα που σταδιακά το οδήγησε στο να αρκεστεί να είναι η πίσω αυλή των ΗΠΑ και να απομακρυνθεί, τουλάχιστον σε ιδεολογικό επίπεδο, από την ιδέα του Ευρωπαισμού.
Το ΗΒ ήταν η μοναδική μεγάλη Ευρωπαική χώρα, που το 1957, ακολουθώντας την μεγάλη εθνική ιδέα της που της υπαγόρευε ότι ως παγκόσμια δύναμη δεν ανήκει πουθενά, δε συμμετείχε στην συμφωνία της Ρώμης, εκεί όπου αποτυπώθηκαν οι πρώτες διαθέσες για τη συγκρότηση ενός υπερεθνικού οικονομικού μπλοκ στην Ευρωπαική ήπειρο.
Και αν η Ρώμη ήταν ο πρώτος θεμέλιος λίθος της Ευρώπαικής Ένωσης, το ενιαίο νόμισμα ήταν η πιο σημαντική στιγμή για αυτη την καπιταλιστική ολοκλήρωση. Καθώς το ΗΒ απουσίαζε πανυγηρικά και από εκεί, ξανά προτιμώντας το εθνικό νόμισμα και σε καμία περίπτωση από αριστερή σκοπιά, έχει γίνει πλέον σαφές στα θεμέλια αυτού του άρθρου ότι η ιστορία αυτής της χώρας σε σημαντικό βαθμό έχει σχηματοποιηθεί τους τελευταίους αιώνες και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, είτε από την ιδέα της Αυτοκρατορίας, είτε από την σκιά αυτής της ιδέας που την ακολουθεί ανελλιπώς.
Στα δημοψηφίσματα όμως, σημαντικότερο ρόλο από το ερώτημα παίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό τίθεται. Στο ΗΒ, το δημοψήφισμα για την ΕΕ, είναι αποτέλεσμα υποχώρησης του David Cameron απέναντι στη λαϊκή δεξιά του βάση καθώς και στις πιέσεις που ασκούσε το ακροδεξιό ξενοφοβικό UKIP στην εκλογική του βάση, τα τελευταία χρόνια. Η στρατηγική που το Remain δημιούργησε εξ αρχής, ενσωμάτωνε ολόκληρη την αιτιολόγηση του Ευρωπαισμού, ως το νεοφιλελεύθερο success story από το οποίο το ΗΒ δεν πρέπει να αποχωρήσει. Από την άλλη η καμπάνια για το Brexit, είχε μπεί από πριν το 2015 όταν και η λαϊκή δεξιά και οι ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι είχαν θέσει στην ατζέντα το αίτημα να κερδίσουν την χώρα τους πίσω από τους Ευρωπαίους και να απόκτήσουν έλεγχο κυρίως σε 2 ζητήματα. Στην οικονομική τους πολιτική και στις προσφυγικές ροές.
Και να που όντως το δημοψήφισμα ορίζεται όχι τόσο από το ερώτημα άλλα κυρίως από τις συσπειρώσεις που συγκροτούνται γύρω από κάθε επιλογή. Το ΗΒ είναι κλασικότατο παράδειγμα πως στο πολιτικό αποτυπώνεται η σύγκρουση των επιμέρους ελίτ. Και ταυτόχρονα η οργανωμένη Αριστερά, αναγκάζεται να προσπαθεί να επινοήσει απαντήσεις σε ερωτήματα που έτσι κι αλλιώς είναι λάθος.
Το ερώτημα που θέτει το Συντηρητικό κόμμα στους Βρετανούς είναι αν θέλουν να παραμείνουν στην ΕΕ αποδεχόμενοι τις παρούσες νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας, ή αν προτιμούν τις ίδιες πολιτικές εκτός ΕΕ όπου όμως δε θα υπάρχει ελεύθερη κίνηση εργαζομένων και οι παροχές προς τους Ευρωπαίους μετανάστες θα είναι μικρότερες. Όποια και αν είναι η απάντηση την Παρασκευή, το Συντηρητικό κόμμα θα είναι κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός θα είναι μέλος των Συντηρητικών. Η βασική διαφορά θα είναι για ένα κομμάτι της Εργατικής Τάξης στη Βρετανία, τους Ευρωπαίους εργαζόμενους οι οποίοι θα πρέπει να πληρώσουν για να βγάλουν βίζα, θα πρέπει να πληρώσουν για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και γενικά θα έχουν λιγότερα δικαιώματα και παροχές. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει η επιλογή της αριστερής εξόδου (Lexit) την οποία υποστηρίζει ένα κομμάτι της Βρετανικής Αριστεράς στο παρόν δημοψήφισμα.
Να το πούμε διαφορετικά, η συντριπτική πλειοψηφία της καμπάνιας του Brexit, βασίζεται στην παραδοχή ότι η ΕΕ είναι φάρος του επιχειρηματικού προστατευτισμού και για αυτό η έξοδος από αυτή είναι αναγκαία προυπόθεση για να πάρουν οι Βρετανοί (εννοούν τη ντόπια επιχειρηματική ελίτ), τη χώρα στα χέρια τους. Είναι κατανοητό, ότι το σχέδιο φαντάζει πιο αντιδραστικό από εκείνο της Ευρωπαικής δεξιάς.
Το ότι κανένα κομμάτι του “αριστερού” Brexit, δε βάζει στην ατζέντα το πως οι εργαζόμενοι θα πάρουν τον έλεγχο των κοινωνικών και εργασιακών χώρων, το πως θα αυξηθεί η συνδικαλιστική πυκνότητα, η πως το εργατικό κίνημα θα γίνει πιο διεισδυτικό στην κοινωνία, αναδεικνύει την αδυναμία του ίδιου τους του επιχειρήματος.
Την ίδια στιγμή, η κριτική του συνόλου της Βρετανικής Αριστεράς στην ΕΕ, δεν επαρκεί για να εξηγήσει επι μέρους εκφάνσεις της κυριαρχίας του κεφαλαίου, όμως για την Βρετανική εργατική τάξη κάτι τέτοιο έχει ιδιαίτερη σημασία.
Ο Philip Landau, δικηγόρος στον τομέα των εργασιακών σχέσεων σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο του πως “οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις που θα ακολουθήσουν ένα brexit, είναι αρκετά απίθανο να έχουν αντισυστημικό χαρακτήρα”. Ο λόγος είναι ότι πρώτον τις διαπραγματεύσεις θα τις κάνει κατά πάσα πιθανότητα μία Συντηρητική Κυβέρνηση απέναντι στο ομοτράπεζο Βρετανικό κεφάλαιο, και δεύτερον γιατί την ατζέντα για αυτές τις μεταρρυθμίσεις δε θα τις έχει θέσει το εργατικό κίνημα και η αριστερά, η Βρετανική επιχειρηματική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι.
Δύσκολα μπορεί κάποιος να υπερασπιστεί την συνεισφορά της ΕΕ στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων και σίγουρα αυτό το άρθρο δε θα το κάνει. Τα μεγάλα συνδικάτα στην Βρετανία όμως, πιάνουν το νήμα και το πάνε λίγο παρακάτω εξηγώντας πως το νομοθετικό πλαίσιο που ορίζει ζητήματα όπως οι εργατοώρες και η καταπολέμηση των διακρίσεων (έμφυλες , σεξουαλική προτίμηση, κλπ), δεν είναι Βρετανικό άλλα βασίζεται σε Ευρωπαϊκές οδηγίες που εφόσον ακυρωθούν, θα σηματοδοτήσουν οπισθοδρόμηση για τους εργαζόμενους και εκ νέου διαπραγματεύσεις με τις εργοδοτικές ενώσεις και τα αφεντικά από αρνητική θέση. Πόσο δε μάλλον, όταν ήδη στην ατζέντα έχει μπει από τις μεγάλες επιχειρήσεις το ζήτημα της μετατροπής του ΗΒ σε φορολογικό παράδεισο, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, λιγότερα εμπόδια στη μεγάλη επιχειρηματικότητα, και η εμπέδωση της λιτότητας με πιο ταχεία βήματα από αυτά στην υπόλοιπη Ευρωζώνη εφόσον υπερισχύσει το Brexit.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός που εμπνέει την ηγεσία της καμπάνιας του Brexit
Είναι αδύνατο όμως να πείσει ένα αρκούντως μεγάλο κομμάτι των εργαζόμενων ότι η φοροαπαλλαγή κομματιών του Βρετανικού κεφαλαίου είναι προς το συμφέρον του. Για να πετύχουν τον στόχο αυτό οι κύριοι υποστηρικτές της εξόδου προβάλλουν την αυταπάτη ότι η αποχώρηση από την ΕΕ θα είναι βήμα στην κατεύθυνση του να πάρουν οι εργαζόμενοι την εθνική οικονομία στα χέρια τους. Με αυτό τον τρόπο υπόσχονται στους Βρετανούς εργαζόμενους ότι θα είναι σε καλύτερη θέση γιατί όχι μόνο θα υπάρχουν λιγότεροι μετανάστες και άρα περισσότερες θέσεις εργασίας για τους ίδιους αλλά επίσης θα υπάρχουν περισσότεροι πόροι για τους Βρετανούς μιας και θα ξοδεύονται λιγότερα χρήματα για τους Ευρωπαίους.
Με αυτό τον τρόπο οι δεξιές οικονομικές πολιτικές πηγαίνουν χέρι χέρι με την ξενοφοβική ακροδεξιά ατζέντα όπως αυτή μπαίνει από το τους κύριους εκφραστές του Brexit που είναι το UKIP και οι λαική δεξιά του Συντηρητικού κόμματος, άλλα και από σποραδικές εθνικιστικές ομάδες που βέβαια έχουν μειωμένη επιρροή σε σχέση με τους άλλους δύο.
Ακόμα και από αριστερή σκοπιά, το Brexit ενώ υπακούει σε βασικές αγωνίες της Αριστεράς σχετικά με τον ρόλο της ΕΕ, αποφεύγει πεισματικά να απαντήσει στο γεγονός ότι μία πιθανή έξοδος με τους συγκεκριμένους πολιτικούς συσχετισμούς στην Βρετανία, θα συνιστούσε σημαντικό πρόβλημα για το εργατικό κίνημα που θα έπρεπε, με λιγότερες διεθνείς δικτυώσεις πλέον και υπό την πίεση μίας ιδεολογικής νίκης της ακροδεξιάς, να διαπραγματευτεί την ύπαρξή του σε ένα βαθιά συντηρητικό περιβάλλον και στην συνέχεια να έρθει αντιμέτωπο με το νέο κύμα του Θατσερισμού όπως εκφράζεται από ακραίους πολιτικούς κύκλους.
Με άλλα λόγια, και χωρίς να εξωραίζουμε τον ρόλο που έχει η EE, το Brexit είναι απάντηση σε ένα λάθος ερώτημα στο οποίο η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να συναινέσει. Έτσι, το Brexit είναι το λιγότερο υπερασπίσιμο σχέδιο από την πλευρά των εργαζομένων μιας και ο βασικός χαμένος είναι κομμάτι της τάξης τους. Και η Αριστερά, πέρα από το να παραμένει πιστή στο αξιακό της, οφείλει και να είναι κοινωνικά χρήσιμη με το να ανοίγει χαραμάδες στις οποίες η αντικαπιταλιστική πάλη θα καταφέρνει να “μολύνει” τις μάζες από ευνοικότερη θέση. Oι συσπειρώσεις που έχουν χτιστεί σε επίπεδο κεφαλαίου είναι γιγαντιαίες άλλα, πιο σημαντικά, είναι διεθνείς. Το ίδιο οφείλουν να κάνουν και οι αντισυσπειρωσεις της ταξης μας σε ευρωπαικο επιπεδο, αν θέλουν να είναι υπολογίσιμος αντίπαλος σε σχέδια όπως αυτό του TTIP ή σε μελλοντικές Ευρωπαικής κλίμακας αναδιαρθρώσεις στα δημόσια αγαθά, τις εργασιακές σχέσεις κ.α.
Ο ίδιος ο Gordon Brown, άθελά του αποδεικνύει ότι το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου, είναι μία σύγκρουση μεταξύ 2 πλευρών της ντόπιας ελιτ, στις οποίες ηγεμονεύει η σαρτρική προσέγγιση που διασκευασμένα μεταφράζεται στο “οι κόλαση είναι οι ξένοι”. Το σύνθημα του Brown, Lead not Leave, είναι ίσως η πιο τρανή απόδειξή ότι το τραύμα της μετά-αυτοκρατορίας συνεχίζει να είναι τόσο βαθύ που κινεί ακόμα τα νήματα και στα 2 στρατόπεδα και θέτει ερωτήματα στα οποία όποια απάντηση και να δώσεις, το κεφάλαιο θα βγει κερδισμένο.
Με αυτούς τους όρους δεν μπορέι να υπάρξει ούτε αριστερό Remain, ούτε αριστερό Leave. Ωστόσο η επιλογή του Remain, ακριβώς επειδή μεγάλη σημασία σε τέτοιες πολιτικές διαδικασίες έχει το ποιος θα διαχειριστεί τις συνέπειες της εκάστοτε επιλογής, ποιος θα είναι εκείνος που θα διαπραγματευτεί τον νέο συσχετισμό δύναμης στο εργασιακό πεδίο και ποια ατζέντα θα υπερισχύσει για τα επόμενα χρόνια, είναι εκείνη που μπορεί υπο προυποθέσεις να είναι αναγκαία μιας και θα σημάνει μία πιο προνομοιακή ατζέντα η οποία θα μπορεί να επιτρέψει στο μαζικό κίνημα να οργανωθεί υπό πιο ευνοικούς όρους σε ντόπιο και Ευρωπιακό επίπεδο.
Στέλιος Φωτεινόπουλος – πολιτικός επιστήμονας
Γιώργος Γαλανής – οικονομολόγος
Φάκελος brexit:
Οικογενειακές υποθέσεις: Το BREXIT ως σύγκρουση δύο νεοφιλελευθερων υποδειγμάτων – Ντίνα Τζουβάλα
Γιατί πρέπει να στηριχτεί η λογική της αριστερής εξόδου του Η.Β. από την ΕΕ; – Νίκος Καπιτσίνης